του Γιαν. Γιαννουλοπούλου
Όταν ο Ferguson, στο γνωστό άρθρο του “Diglossia“, ορίζει την κοινωνική διγλωσσία, περιγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά των διγλωσσικών καταστάσεων και εισάγει μια τυπολογία του φαινομένου, οι γλώσσες που χρησιμοποιεί ως ορίζουσες [defining languages] είναι: τα αραβικά, τα νέα ελληνικά, τα ελβετικά γερμανικά και η κρεολή της Αϊτής (Ferguson 1959, 326).
Αν και ο Ferguson θεωρεί ότι η κοινωνική διγλωσσία δεν περιορίζεται σε κάποια γεωγραφική περιοχή ή γλωσσική οικογένεια, αλλά μπορεί να υπάρξει σε οποιαδήποτε άλλη γλωσσική κοινότητα διαθέτει γραπτό λόγο, είναι πιθανή δε ακόμη και σε γλωσσικές κοινότητες χωρίς γραπτό λόγο (Ferguson 1959, 337 και σημ.18), όταν παρουσιάζει τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της υπέρθετης ποικιλίας και των υποστηρικτών της χαμηλής ποικιλίας, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα επιχείρημα που είναι σαφέστατα γεωγραφικά και ιστορικά προσδιορισμένο.
Οι υποστηρικτές της υπέρθετης ποικιλίας (ας πούμε οι καθαρευουσιάνοι) θεωρούν ότι αυτή συνδέει τη γλωσσική τους κοινότητα με το ένδοξο παρελθόν ή την παγκόσμια κοινότητα, ενώ οι υποστηρικτές της χαμηλής ποικιλίας (ας πούμε οι δημοτικιστές) χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το γεγονός ότι άλλα “σύγχρονα έθνη” δεν έχουν μεγάλες διάφορες ανάμεσα στον γραπτό και τον προφορικό τους λόγο (Ferguson 1959, 339).
Υπάρχει λοιπόν ένα χαρακτηριστικό στην επιχειρηματολογία των γλωσσικών ζητημάτων που αξίζει να προσεχτεί: η απόπειρα νομιμοποίησης της άποψης που έχει η κάθε πλευρά στο παράδειγμα των άλλων γλωσσών (των σύγχρονων εθνών ή των ισχυρών εθνών). Το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού είναι πράγματι “ορίζουσα περίπτωση” για να δει κανείς το “καθρέφτισμα” στις γλώσσες των ευρωπαϊκών εθνών.
Η συνεξέταση της ελληνικής περίπτωσης με τις ευρωπαϊκές γλώσσες είναι υπαρκτή βέβαια και σε παλιότερα κείμενα. Ήδη ο Σολωμός στον “Διάλογο” (1824) κάνει μια σύγκριση που τον στεναχωρεί: “Ησύχασαν, τέλος πάντων, γράφοντας τη γλώσσα του λαού τους, τα σοφά έθνη, και αντί εκείναις οι ανησυχίαις να μας είναι παράδειγμα για να ταις αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα” (Σολωμός 1957,447).
Ωστόσο η εποχή της αναθέρμανσης της συζήτησης για τη γλώσσα στα τέλη του 19ου αιώνα και ύστερα από μια “50ετία αξιοσημείωτης σύμπνοιας σχετικά με το γλωσσικό” (Σκοπετέα 1988, 99), προσφέρει νέα δεδομένα μιας και η γλωσσική διαμάχη πλέον δεν αφορά τη γλώσσα ενός έθνους σε επαναστατικό αναβρασμό, αλλά τη γλώσσα ενός νεαρού κράτους που πρέπει συν τοις άλλοις να κερδίσει και την ευρωπαϊκή υπόληψη.
Οι απόψεις που εξετάζω ανήκουν στους πρωταγωνιστές της γλωσσικής διαμάχης (Ψυχάρης, Krumbacher, Τριανταφυλλίδης/Χατζιδάκις, Μιστριώτης, Σκιάς), αν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε να εξεταστούν και οι περιφερειακοί συζητητές (δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, σχολιαστές) που μεταφέρουν με πιο εικονικό τρόπο το κλίμα της εποχής. Τα σχετικά κείμενα είναι γραμμένα ανάμεσα στα 1902 και στο 1911, χρονιά που ο Βενιζέλος δέχεται να ψηφιστεί άρθρο του Συντάγματος που όριζε την καθαρεύουσα “επίσημη” γλώσσα του κράτους (Φραγκουδάκη 1996, 31).
Οι γλώσσες που επανέρχονται συχνότατα στην ελληνική αντιπαράθεση της εποχής και των διανοητών που εξετάζω είναι η γαλλική, η γερμανική και η ιταλική. Αυτές είναι οι γλώσσες της Εσπερίας, οι γλώσσες των “πολιτισμένων” ή των “πεπολιτισμένων” εθνών. Πολύ πιο σπάνια, αλλά και άλλης ποιότητας, είναι η αναφορά σε γλώσσες άλλων λαών, όπως οι Σέρβοι ή οι Ρώσοι, οι Άραβες ή οι Νορβηγοί και οι Δανοί.
Τα σημαντικότερα σημεία της γλωσσικής συζήτησης στα οποία εμφανίζεται η Ευρώπη είναι:
Η ανεύρεση αναλογιών ή διαφορών ανάμεσα στο ελληνικό γλωσσικό ζήτημα και τα ευρωπαϊκά γλωσσικά ζητήματα, ανεύρεση που αναγκαστικά εκτείνεται και στη συγχρονία και στη διαχρονία των γλωσσών.
Η αναφορά στη γλωσσική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των “ξενισμών”.
Η εικόνα που έχουν –ή οφείλουν να έχουν– οι Ευρωπαίοι για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα, αλλά και για την Ελλάδα εξαιτίας του γλωσσικού ζητήματος.
Η ανεύρεση αναλογιών
Για τους δημοτικιστές η ελληνική διγλωσσία αποτελεί έναν απαράδεκτο αναχρονισμό. Οι ευρωπαϊκές γλώσσες έλυσαν παρόμοια ζητήματα αιώνες πριν, με την δημιουργία εθνικών γλωσσών. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο αρχαϊσμός προβάλλει σοβαρές αντιστάσεις στην καθιέρωση της φυσικής γλώσσας ως επίσημης καθυστερεί τη χώρα από την ένταξή της στα πολιτισμένα έθνη. “Η Ελλάδα όταν νομίζει ότι επιστρέφει στον Ξενοφώντα, δείχνει ότι δεν έχει ελευθερωθεί από την ηθική σκλαβιά στον Τούρκο” (Psicharis [1902] 1986α, 38). “Στην Ιαπωνία ο αφέντης μιλά στον υπηρέτη του σε μια γλώσσα στην οποία ο υπηρέτης δεν έχει δικαίωμα να απαντήσει. Είναι γνωστό ότι τέτοιου τύπου διγλωσσία είναι κοινή σε όλη την Ανατολή. Οι Κινέζοι και οι Άραβες έχουν δύο γλώσσες και δυο γραμματικές, τη γραπτή και την προφορική. Αυτή είναι μια άποψη κοινή στην Ανατολή, που της αρέσει να φροντίζει μόνο το εξωτερικό των πραγμάτων, χωρίς να προχωράει στην ουσία τους. Και οι Έλληνες δεν έχουν ξεφύγει ακόμη από αυτήν την μόλυνση”(Psicharis [1902] 1986α, 37). “Διαφορές ανάμεσα στην προφορική και τη γραπτή γλώσσα υπάρχουν παντού. Αλλά στους περισσότερους λαούς περιορίζονται σε συντακτικά και υφολογικά θέματα. Μόνο η νέα ελληνική ανάμεσα στις ευρωπαϊκές γλώσσες κατέχει μια εντελώς ιδιαίτερη θέση”( Krumbacher 1902, 7).
Για τους αρχαϊστές, αλλά και για τον Χατζιδάκι, στην Ελλάδα απλώς επαναλαμβάνεται –τηρουμένων των αναλογιών- ό,τι είχε συμβεί στα πολιτισμένα έθνη της Εσπερίας. Δημιουργείται δηλαδή εθνική γλώσσα στηριγμένη στη λόγια παράδοση. Άλλωστε κατά τον Μιστριώτη: “πανταχού τα Πανεπιστήμια είναι τα χαλκεία της δημιουργίας των εθνικών γλωσσών”(Μιστριώτης 1911, 7). Και μάλιστα “η ιστορία διδάσκει ότι εις πάντα τα μεγάλα έθνη συντελέσθη πρώτον η εθνική ενότης και έπειτα μετά μακρότατον χρόνον επήλθε ως συνέχεια εκείνης γλωσσική (αρχ. Έλληνες, Ρωμαίοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ρώσοι)” (Σκιάς 1903,28).
Οι αρχαϊστές, αλλά και ο Χατζιδάκις, έχουν να ικανοποιήσουν δύο εκ πρώτης όψεως αντιφατικές ανάγκες. Απ’ τη μια να αποδείξουν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα διγλωσσίας (πολύ διαφορετικό από ό,τι στα άλλα ευρωπαϊκά έθνη) και από την άλλη να επιμείνουν στη μοναδικότητα της ελληνικής στην αδιάσπαστη συνέχειά της. Να κερδίσουν, δηλαδή την ευρωπαϊκή υπόληψη, μιας και “η Δύση θαύμαζε την αρχαία Ελλάδα τόσο όσο η σύγχρονη Ελλάδα θαύμαζε την Δύση και την αρχαία γλώσσα”, κατά την επιτυχή έκφρασή του Toynbee (βλ. Fishman1972, 140).
Ο Χατζιδάκις στην περίφημη απάντησή του στον Krumbacher καταφέρνει να διατηρήσει αυτή την ευαίσθητη ισορροπία, άλλοι λιγότερο ψύχραιμοι διαπιστώνουν ότι: “Δεν είναι όσιον ουδέ δίκαιον να αυτοκτονήσωμεν, αλλά προτιμότερον να σφαγιασθώμεν, αν επιτρέψη τούτο ο καλούμενος Ευρωπαϊκός πολιτισμός, ον το ημέτερον γένος εδημιούργησεν” (Μιστριώτης1911,4).
Η αντιμετώπιση των “ξενισμών”
Η προσπάθεια των ελλήνων αρχαϊστών να καθαρίσουν τη γλώσσα από ιταλικά, τουρκικά, σλαβικά στοιχεία παραβάλλεται και αναζητά νομιμοποίηση στην καθαριστική κίνηση των Γερμανών, κίνηση που βρήκε την έκφρασή της στους “συλλόγους των γερμανοφρόνων” και στη “Γενική Γερμανική Γλωσσική Ένωσι” (Τριανταφυλλίδης 1905, 179). Όταν ο Χατζιδάκις θέλει να αντικρούσει τον Krumbacher, που υπερασπίζεται το δικαίωμα ύπαρξης δάνειων στοιχείων στην ελληνική διαμαρτύρεται ως εξής: “[…] ο κ. Kr. εκ της Γερμανίας, ήτοι εκ της χώρας ακριβώς εκείνης εν η αμείλικτος από μακρού έχει κηρυχθεί πόλεμος κατά των ξένων λέξεων. Το φαινόμενον τούτο αναμιμνήσκει με του γεγονότος, ότι δηλαδή Ευρωπαϊκαί τινές κυβερνήσεις εκδιώκουσι μεν αμειλίκτως εκ των ιδίων χωρών τα μοναχικά τάγματα, υποστηρίζουσι δε αυτά εκθύμως εν τη Ανατολή. Buon per Levante!” (Χατζιδάκις 1905, 587).
Αυτός ο αδόκιμος παραλληλισμός των δύο καθαριστικών κινήσεων δίνει την αφορμή στον Τριανταφυλλίδη να γράψει την πραγματεία “Ξενηλασία ή Ισοτέλεια” και να αποδείξει τη διαφορά ανάμεσα στη γερμανική καθαριστική κίνηση, που αφορά κυρίως όρους της γραφειοκρατίας, ακατάληπτους από τον γερμανικό λαό, και την ελληνική καθαριστική κίνηση, που ξεκίνησε πόλεμο ενάντια σε λέξεις όπως πόρτα, ντουφέκι, μπαλκόνι. Και στην εμπεριστατωμένη μελέτη του Τριανταφυλλίδη ωστόσο διακρίνεται η ανησυχία για το μέλλον της ελληνικής στην ευρωπαϊκή της πορεία. “Αποτέλεσμα του αδυσώπητου πολέμου τον οποίο εκηρύξαμε εναντίον των ξένων λέξεων, είναι ότι εδημιουργήσαμε εις την γλώσσα μας θέσιν μοναδική μεταξύ όλων των γλωσσών του κόσμου, αποκλείσαντες από τον γραπτό λόγο λέξεις, αι οποίαι, όχι μόνον εις την ιδική μας γλώσσαν είναι παγκοίνου χρήσεως, αλλά είναι ανεγνωρισμέναι και πολιτογραφημέναι από όλους σχεδόν τους ευρωπαϊκούς λαούς” (Τριανταφυλλίδης 1905, 155).
Η Ευρώπη και η Ελλάδα
Η συζήτηση για τα ιταλικά, τουρκικά, σλαβικά δάνεια της ελληνικής ή για το αν οι Ρώσοι ή οι Άραβες αντιμετωπίζουν αντίστοιχα γλωσσικά ζητήματα, ευκολότατα και συχνότατα, μετατρέπεται σε συζήτηση για τους Έλληνες, το νεαρό βασίλειό τους, τη θέση τους στην Ανατολή και το βλέμμα που τους απευθύνουν οι ευρωπαϊκοί πολιτισμένοι λαοί. Τμήμα αυτής της συζήτησης είναι και το αν έχουν το δικαίωμα ξένοι ερευνητές (κλασικό παράδειγμα ο Krumbacher) ή Έλληνες που δεν κατοικούν στην Ελλάδα (Ψυχάρης, Πάλλης) να παρεμβαίνουν στο ελληνικό γλωσσικό ζήτημα. Βασικό μέλημα των υποστηρικτών του καθαρισμού είναι να μην κατατάσσεται η ελληνική περίπτωση διγλωσσίας στην ίδια κατηγορία με άλλες εξωευρωπαϊκές περιπτώσεις: “αν ούτως ατοπώτατα εξευτελιζόμεθα προ των λογίων της Εσπερίας τασσόμενοι εν τη αυτή μοίρα προς τους βαρβάρους της Ασίας και τους μουζίκους της Ρωσίας” (Χατζιδάκις 1905, 747), διαμαρτύρεται ο Χατζιδάκις και απορεί αν ο Krumbacher “φρονεί ότι είμεθα αφυέστεροι των Ρώσων και των Σέρβων, άλλως τε και αφού επανειλημμένως φροντίζει να συνάπτη ημάς προς αυτούς”.
Ωστόσο η αρχαϊστική πλευρά, ενώ επιδιώκει τη θετική ματιά της Ευρώπης, συγχρόνως δεν διστάζει να καταγγείλει εκείνα τα επιστημονικά πορίσματα της ευρωπαϊκής επιστήμης που οδηγούν σε ερμηνείες που δεν συμφέρουν την άποψή τους. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις θεωρεί “άτοπα επιχειρήματα” ότι “α) εν πάση γλώσση η ικανότης προς δήλωσιν των γραμματικών σχέσεων είναι απολύτως ίση, β) πάσαι αι γλώσσαι αλλοιούνται συν τω χρόνω, γ) πάσαι μεν αι γλώσσαι είναι ισότιμοι και ίσης αξίας προς αλλήλας” (Χατζιδάκις 1905, 377).
Οι δημοτικιστές είναι πιο συνεπείς στις απόψεις τους. Πιστεύουν ότι με την καθιέρωση της ομιλουμένης ως επίσημης γλώσσας, η χώρα θα προχωρήσει στην πρόοδο ευκολότερα και επαρκέστερα. Δέχονται τη συμμετοχή ξένων στην ελληνική συζήτηση για το γλωσσικό και δεν κατανοούν την υπερευαίσθητη αντίδραση ορισμένων αρχαϊστών. Ο Ψυχάρης πιστεύει ότι “για να ξανακερδίσει η Ελλάδα την αγάπη των Φιλελλήνων, για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα καλής φήμης, δεν υπάρχει λόγος να είναι τόσο ευαίσθητη ή ανίκανη να ανεχτεί μια άλλη ματιά ή να σκέφτεται ότι η παραμικρή κριτική θα τραυμάτιζε το εθνικό της prestige”(Psicharis [1902] 1986β, 50).
Συμπεράσματα
Από την μελέτη των κειμένων του εθνικού γλωσσικού ζητήματος των αρχών του 20ού αιώνα διαφαίνεται η παρουσία της Ευρώπης σε μια τριπλή μορφή. Η Ευρώπη-πρότυπο, η ισχυρή Ευρώπη και η Ευρώπη-παρατηρητής (Σκοπετέα 1988, 163).
Αρχαϊστές και δημοτικιστές διεξάγουν τη συζήτηση για την ελληνική γλώσσα σε ένα περιβάλλον όπου οι γλώσσες των ευρωπαϊκών εθνών θεωρούνται ως πρότυπο, μιας και αυτά είναι τα έθνη που βαδίζουν την οδό του πολιτισμού. Γι’ αυτό και έχει για τους Έλληνες ιδιαίτερη σημασία το ότι η Ευρώπη παρακολουθεί –ή θεωρούν ότι παρακολουθεί- τη γλώσσα τους και την αντιπαράθεση γι’ αυτήν.
Διαφορές μεταξύ αρχαϊστών και δημοτικιστών υπάρχουν. Οι δημοτικιστές προτείνουν έναν πιο εξορθολογισμένο τρόπο για την ένταξη της ελληνικής γλώσσας στο δρόμο των ευρωπαϊκών γλωσσών και την επίλυση του αναχρονιστικού γλωσσικού ζητήματος. Οι αρχαϊστές βασανίζονται από μια πλεγματική σχέση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν και την Ευρώπη και γι’ αυτό προσπαθούν να αποδείξουν ότι η σύγχρονη ελληνική αξίζει την υπόληψη της Ευρώπης, αφού είναι λίγο-πολύ η ίδια γλώσσα με την αρχαία ελληνική.
Διαφορές υπάρχουν επίσης και ανάμεσα στους υποστηρικτές της ίδιας άποψης. Η ακρότητα των απόψεων ή η οξύτητα του ύφους του Μιστριώτη ή του Ψυχάρη δεν συναντιέται στις απόψεις του Χατζιδάκι ή του Τριανταφυλλίδη. Τα παραδείγματα των ξένων γλωσσών που χρησιμοποιούν εξαρτώνται και από τη γενική αίγλη των ευρωπαϊκών γλωσσών και από πιο συγκεκριμένες αιτίες, π.χ. τη χώρα σπουδών ή διαμονής του καθενός. Πάντως οι υπαρκτές διαφορές στο εσωτερικό της κάθε πλευράς δεν φαίνεται να δημιουργούν ρωγμές στην ενότητα του κάθε μετώπου.
Για να επιστρέψουμε στον Ferguson (1959, 339): “Πολύ συχνά οι αποφασιστικές τάσεις για την ανάπτυξη της standard γλώσσας είναι ήδη ενεργές και λίγη σχέση έχουν με την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της κάθε πλευράς”. Η ανάπτυξη του συστήματος της κοινής νεοελληνικής ίσως να ’χε πράγματι λίγη σχέση με την επιχειρηματολογία αρχαϊστών και δημοτικιστών. Σοβαρότερη σχέση όμως μοιάζει να υπάρχει ανάμεσα στη ματιά των Ελλήνων για τη σχέση της γλώσσας τους αλλά και της ταυτότητάς τους με τις ευρωπαϊκές γλώσσες και την -ιδωμένη μυθολογικά, ενιαία και αδιαφοροποίητη- ευρωπαϊκή ταυτότητα. Και αυτή η σχέση δεν φαίνεται να αφορά μόνο τα ιστορικά μας ενδιαφέροντα.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ferguson, CH. 1959, “Diglossia”. Word 15:325-340.
Krumbacher, K. 1902. Das Problem der neugriechischen Schriftsprache. Μόναχο: Verlag der K.B. Akademie.
Fishman, J.A. Language and Nationalism: Two Integrative Essays. Rowley, Mass.: Newbury House.
Psicharis J.N. [1902] 1986α. The literary battle in Greece. Στο The Language Question in Greece. Μτφρ. Chiensis. Αθήνα: Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών. – [1902] 1986β. The gospel riots in Greece. Στο The Language Question in Greece. Μτφρ. Chiensis. Αθήνα: Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών.
Σκιάς, Α. 1903. Ο Αληθής χαρακτήρ του λεγομένου γλωσσικού ζητήματος. Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου 1902-3, Παράρτημα. Αθήνα: Σακελλαρίου.
Σκοπετέα, Ε. 1988. Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η “Μεγάλη Ιδέα”. Αθήνα: Πολύτυπο.
Σολωμός, Δ. 1957. Άπαντα: Ποιήματα και Πεζά. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.
Τριανταφυλλίδης, Μ. [1905] 1963. Ξενηλασία ή Ισοτέλεια; Στο Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
*Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι γλωσσολόγος.
** Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το “Ισχυρές και ασθενείς γλώσσες στην Ε.Ε. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού”, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1996.