Τελευταία, το γλωσσικό μας σύμφυρμα έχει εμπλουτισθεί μ’ ένα ακόμα στοιχείο που προσφέρεται, οπτικά και ακουστικά, σε δόσεις όλο και ισχυρότερες. Πρόκειται για τις ξένες λέξεις.
Στη διαδρομή της νεώτερης ιστορίας μας, οι επαφές και οι επιμειξίες με άλλους λαούς –πολεμικές ή ειρηνικές– άφησαν τα ίχνη τους στη γλώσσα μας όπως έχει συμβεί με τις γλώσσες των περισσότερων λαών, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Ξένες κατοχές που εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της χώρας μας, ή και άμεσες πολιτικές επιρροές, απειλήσανε σε ορισμένες περιπτώσεις να εκτοπίσουνε με τη γλώσσα τους τη δική μας, ή να τη νοθέψουνε σε βαθμό σημαντικό. Η απειλή περνούσε μέσ’ απ’ την ξενομανία της άρχουσας τάξης των ντόπιων –αυτοί ήταν και οι μορφωμένοι– μα κι απ’ τις πρακτικές εκείνες ανάγκες που επιβάλανε την επικοινωνία με τις υπηρεσίες (αρχές) του ξένου κράτους.
Ένας Θιακός, ο κ. Πάνος Καλλίνικος, δημοσίευσε (“Νόστος” – 1971 – Τεύχος 14) αντίγραφο συμβολαίου του 1824, που αφορούσε πώληση πλοίου με σημαία ιονική. διαβάζομε λοιπόν σ’ εκείνο τα συμβόλαιο, ανάμεσα σ’ άλλα: “επαρουσιάσθησαν εις το κάνγγελο (δηλ. γραφείο) εμού νοταρίου (δηλ. συμβολαιογράφου)”· “τα μέλη δηλούν ούτω: προπριετάριος (δηλ. ιδιοκτήτης) ο καπ. Παπαδόπουλος… εις τον μαρτίγον ονόματι ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ανκοράδο (δηλαδή αγκυροβολημένο) εις ετούτο το πόρτον (δηλ. λιμάνι) καπετανιγγιάδο (δηλ. πλοιαρχούμενο) από τον ίδιον”· και παρακάτω λέξεις όπως “προπριετά” δηλ. ιδιοκτησία, “γκαραντίρη” δηλ. εγγυηθή, “ασήκωσαν την παρόν κόπιαν” κ.α.
Ο Κ. Δημαράς, στην “Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” (εκδ. δ΄ σελ. 228) και με αφορμή τα παιδικά χρόνια του Σολωμού, γράφει πως στη Ζάκυνθο “η γλώσσα των ευγενών είναι η ιταλική. ιταλικά μιλούν και ιταλικά διδάσκονται στο σπίτι τους τ’ αρχοντόπουλα”.
Ξένες γλώσσες επικρατούσαν κι ανάμεσα στους Φαναριώτες. Επίσης, η γαλλική και η γερμανική κυριαρχούσαν στην οθωνική Αθήνα, πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους.
Τελικά, τα φαινόμενα αυτά εξαφανίστηκαν, οι κίνδυνοι ξεπεράστηκαν, μαζί με τη μεταβολή των συνθηκών πού τα είχαν προκαλέσει. Ακόμα κι αυτές οι αριστοκρατίζουσες μειοψηφίες εγκαταλείψανε τη συνήθεια να μιλάνε αναμεταξύ τους, ιταλικά στα Επτάνησα, αλλού γαλλικά ή γερμανικά.
Παράλληλα, είχαμε και το φαινόμενο των ξένων λέξεων που άρχισαν να περνούν στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο λαός απ’ την αρχή των νεώτερων χρόνων. Όπως έγραφε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (“Οι Ξένες Γλώσσες και η Αγωγή”, 1946, σελ. 79), ο δανεισμός τους από μια γλώσσα σε άλλη είναι φαινόμενο κανονικό για λαό με ιστορία, όσο δεν έζησε αποκλεισμένος μέσα σε τείχη. Είναι, τόνιζε ο ίδιος (“Αι Ξέναι Λέξεις εις τας άλλας Γλώσσας”, 1907, σελ. 55 και 110), λέξεις που προσαρμόζονται στη ζωντανή γλώσσα, με παράγωγα, με μεταφορές, που παίρνουν την προφορά των άλλων ελληνικών λέξεων, όπως το κάρβουνο, η σκούπα, το ταβάνι, η ταβανόσκουπα.
Δεν επρόκειτο όμως μόνο γι’ αυτές. Επρόκειτο και για κείνες που έφταναν εδώ ξένες και εκτοπίζανε αντίστοιχες δικές μας. Η χρήση τους άρχισε και διαδόθηκε με πλήρη επίγνωση πως δεν είναι ελληνικές ή μάλλον γι’ αυτό ακριβώς: επειδή ήτανε ξένες. από ξενολατρεία, πιθηκισμό, μανία για επίδειξη – ένας άλλος τρόπος να ξεχωρίζουν μερικοί απ’ τους πολλούς. Παλιότερα, οι τέτοιες λέξεις, έμπαιναν πρώτα μέσα σε κοσμικούς κύκλους, μερικές εισδύανε στα ευρύτερα στρώματα –όπως το “μερσί”, το “μαντάμ” (ή μανδάμ) , το “κομπλέ”, το “κομπλιμάν”– άλλες πάλι περνούσαν κι ύστερα έφευγαν, όπως οι συνήθειες πού έρχονται και φεύγουνε με τη μόδα.
Σήμερα όμως, η εικόνα μας παρουσιάζεται ουσιαστικά διαφορετική και με σημάδια κρίσης βαθύτερης.
Πλήθος ξένες λέξεις εισδύουν και εμπλέκονται στη γλώσσα μας, κι όχι πάντα ασύνδετη η κάθε μια τους, μοναχή της, αλλά και συνδυασμοί ξένων λέξεων κι ολόκληρες εκφράσεις. Κρατούν τη δική τους ξένη γραφή, διαβάζονται κι επαναλαμβάνονται με προσπάθεια να διατηρήσουν και τη δική τους προφορά. Η χρήση τους δεν είναι συνήθεια που χαρακτηρίζει ορισμένους κοινωνικούς κύκλους· είναι γνώρισμα της σημερινής κοινωνικής ζωής μας γενικότερα.
Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Όμως, ένα τέτοιο φαινόμενο, την ιστορική στιγμή πού εμφανίζεται σε κάθε συγκεκριμένη χώρα, συναντά τη δική της εθνική πραγματικότητα, τις δικές της ειδικές συνθήκες. Και είναι αυτά που καθορίζουν, σε κάθε περίπτωση, τις διαστάσεις του και τη σημασία του.
Οι αγωγοί απ’ όπου περνά σήμερα μια ξένη γλώσσα, και εισβάλλει, στη ζωή και στη γλώσσα άλλων λαών, είναι πολλοί.
Ένας γάλλος, ο Etiemble, που έγραψε για το ίδιο φαινόμενο στη Χώρα του (“Parlez-vous Franglais?”, Ed. Gallimard 1964), ξεχωρίζει τον διαβρωτικό ρόλο της διαφήμισης και παρατηρεί πως έχει καταστεί “το ανάγνωσμα, το μόνο, των περισσότερων πολιτών”, θα προσθέταμε πως είναι και ακρόαμα. αλλά είναι κάτι περισσότερο κι απ’ τα δυο, κάτι άλλο: ένα σύνθετο όργανο επικοινωνίας (μαζικής), ένα σύμπλεγμα συμβόλων και μέσων οπτικού είτε ακουστικού ερεθισμού, όπου μετέχει και ο λόγος.
Στην Ελλάδα, η επιχειρηματική προβολή στο κοινό και η διαφήμιση είναι, σήμερα, ισχυρός αγωγός απ’ όπου ξεχύνεται η ξένη γλώσσα στον τόπο, ανακατεύεται με τη δική μας, ή και την εκτοπίζει.
Στην παραλιακή οδό από τη Γλυφάδα ως το κέντρο της πρωτεύουσας, επιγραφές ελληνικές, ή με ελληνική γραφή, είναι ελάχιστες. Τράπεζες αναρτήσανε σ’ όλα σχεδόν τα υποκαταστήματα και τη λέξη Βank κι από δίπλα, την επωνυμία της, η κάθε μια, ξενόγλωσση. Οι λέξεις μας: ακρογιάλι, ακτή, ακροθαλασσιά, περιγιάλι, αμμουδιά –όλες– εξαφανίζονται· πήραν τη θέση τους, στη Βούλα, στη Ραφήνα, στο Μαραθώνα, σχεδόν παντού, τα Beach και τα Coast. Σ’ ένα προάστιο της Αθήνας, κάθε δρόμος, ανεξαίρετα, έχει τώρα την ονομασία του και ξενόγλωσσα. Ένα… γραφείoν κηδειών, ανάρτησε κι αυτό την ξενόγλωσση πινακίδα του Funeral Home. Η ανώνυμη μάζα της πελατείας καλείται ν’ αγοράσει στα Self-Service, παρακινείται να σταματήσει και να ψωνίσει. Μ’ ένα Stop and Shop. Οι κύριοι καλούνται σε Man’s house για τη Man’s Fashion. Ακόμα κι οι κρατικές ανακοινώσεις μας μιλούν για τα camping.
Απ’ το ραδιόφωνο: οι Έλληνες, που ενθαρρύνονται τώρα ιδιαίτερα ν’ ασχολούνται με τα ποδοσφαιρικά, μαθαίνουν πως δεν υπάρχει πια τερματοφύλακας αλλά γκολκήπερ. τα απορρυπαντικά διαφημίζονται πώς είναι “σπότλες”.
Για τα περισσότερα απ’ όλα τούτα, που αναφέρθηκαν ενδεικτικά μέσ’ από ένα πλήθος περιπτώσεων, η πρόχειρη δικαιολογία θα μπορούσε ν’ αναζητηθεί στις ανάγκες του τουρισμού. Δικαιολογία απαράδεκτη, αν μάλιστα αντιλαμβανόμαστε τον τουρισμό σαν υπηρετικό της οικονομίας και όχι σαν κύρια αποστολή μας πάνω στη γη. Αλλά και αβάσιμη: γιατί οι τουρίστες έρχονται για τις φυσικές ομορφιές και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Χώρας μας. Την προτίμησή τους μπορεί να την ενισχύσουν ορισμένες τεχνικές-οργανωτικές προϋποθέσεις. Αλλά η υποστολή της εθνικής γλώσσας και η ανάρτηση σε δρόμους και πλατείες μιας ξένης δεν αποτελεί αναγκαίο όρο για οποιοδήποτε τουριστικό ρεύμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια λογική παράλληλη χρήση ξένων γλωσσών είναι τουριστικά σκόπιμη. Αυτά πού συμβαίνουν, όμως, υπερβαίνουν κάθε τουριστική σκοπιμότητα.
Ύστερα, σε ποιους ξένους και σε ποιους τουρίστες αποβλέπουν αυτοί που στέλνουν στις ελληνικές εφημερίδες διαφημίσεις με κείνα τα Beach, τα SuperΜarket, τα Chrysotheque; ή αυτοί που υπαγορεύουν στους εκφωνητές τα Spotless και τα αλλά ηχηρά —στην κυριολεξία— παρόμοια;
Έγραψε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης για τις ξένες λέξεις που μέσα στο λαϊκό στόμα πολιτογραφούνται, εξελληνίζονται, τελείως, παίρνουν τον τονισμό και την κλίση των άλλων ελληνικών λέξεων. Τώρα όμως το ελληνικό λαϊκό στόμα σχεδόν αδρανεί. Βομβαρδίζεται το μάτι και τ’ αυτί του Έλληνα, και δεν του μένει παρά να επαναλαμβάνει, μαϊμουδίζοντας αθέλητα: “φέτος θα πάμε στη Beach και θα μείνουμε σε Camping”. έτσι τα διαβάζει στη διαφήμιση, έτσι τ’ ακούει κι από το ραδιόφωνο.
Οι ξένες λέξεις φτάνουν στη χώρα μας με τους τίτλους ξένων τραγουδιών σε χιλιάδες δίσκους, με τα εμπορεύματα που εισάγονται, με νέα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας, με νέες μεθόδους της τεχνικής, αλλά και της εκμετάλλευσης και διοίκησης συγχρονισμένων επιχειρήσεων, με την εγκατάσταση ξένων τραπεζών και εταιρειών, ακόμα και με την καθημερινή χρησιμοποίηση ενός ορισμένου λεξιλογίου στη συναλλαγή των ξένων με το σερβιτόρο, τον καταστηματάρχη, τον πωλητή. Όλα τούτα τα δημιουργεί η εξέλιξη της ζωής και των αναγκών της και συμβαίνουν σ’ όλες σχεδόν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης: οι ξένες γλώσσες και οι ξένες λέξεις φτάνουν παντού. Πρόβλημα αρχίζει να υπάρχει απ’ την ώρα που διαπιστώνεται η μονιμότερη εγκατάστασή τους μέσα στη ζωή και μέσα στη γλώσσα μιας χώρας, χωρίς ν’ αλλοιώνονται, χωρίς ν’ αφομοιώνονται, χωρίς να χάνουν τίποτα από τα ξενικά χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα.
Σημειώθηκε ήδη πως οι επιδράσεις ή η διείσδυση ξένης γλώσσας στις γλώσσες άλλων λαών είναι φαινόμενο γενικότερο. Δεν είναι όμως ίδια η έκταση και το βάθος των συνεπειών, δηλαδή οι κίνδυνοι. Χρειάζεται να εκτιμήσουμε σωστά, ότι σε κάθε συγκεκριμένο εθνικό σύνολο αυτές οι συνέπειες δεν καθορίζονται από τη δύναμη της γλώσσας που εισβάλλει αλλά από τη δύναμη —ακριβέστερα: απ’ την αδυναμία— της γλώσσας που δέχεται την εισβολή· και όχι μόνο της γλώσσας, αλλά της όλης πνευματικής στάθμης και κοινωνικής υποδομής στην κάθε αντίστοιχη χώρα.
Ένας Ισπανός φιλόσοφος, ο J. L. Aranguren, εξορισμένος απ’ την πατρίδα του για λόγους πολιτικούς, γράφει πως οι γλώσσες αποτελματώνονται όταν αποτελματώνονται και τα έθνη πού τις μιλούν (Human Communication, World University Library, London, 1967). Τα έθνη που δημιουργούν, παρατηρεί ο ίδιος, προεκτείνουν τη γλώσσα τους μέσ’ απ’ τις ενασχολήσεις τους και επινοούν λέξεις για να ντύσουν τις πράξεις τους· γιατί η γλώσσα, καταλήγει παρακάτω, είναι η έκφραση του ανθρώπινου πνεύματος και της σκέψης, που εξελίσσονται.
Ξεκινώντας απ’ τις διαπιστώσεις του Ισπανού σοφού θα μπορούσαμε να παρατηρήσαμε: α) σε κάθε εποχή, ορισμένα έθνη βρίσκονται στην πρωτοπορία των τεχνικών πραγματοποιήσεων, της επινόησης νέων μεθόδων, των νέων αντιλήψεων, νέων ιδεών, νέων τρόπων ζωής. Είναι λοιπόν φυσικό, αυτές να ντύνουν πρώτες, με τη δική τους γλώσσα, τις νέες δημιουργίες· β) ο τρόπος, όμως, πού τα άλλα έθνη παρακολουθούν αυτές τις εξελίξεις, η αφομοιωτική τους ικανότητα, η γονιμότητα της επικοινωνίας τους με τα καινούργια, αντανακλούν και στη γλώσσα τους. Ένα έθνος ζωντανό, με γλώσσα αλλά και σκέψη ζωντανή, αναζητεί και βρίσκει τις δικές του λέξεις για τις νέες έννοιες και τα καινούργια πράγματα ή, παίρνει τις ξένες και τις αφομοιώνει, τις κάνει δικές του, όπως μας εδίδαξε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης.
Στην Ελλάδα σήμερα διακρίνουμε δύο συμπτώματα: α) μειωμένη ικανότητα της γλώσσας ν’ ανταποκριθεί στις πολλαπλασιαζόμενες νέες ανάγκες, να δώσει στις παλαιές λέξεις και νέες σημασίες, να παραγάγει απ’ τις υπάρχουσες και άλλες, να πλάσει καινούργιες ή, τέλος, ν’ αφομοιώσει, εξελληνίζοντας, ξένες· β) συνεχή και διευρυνόμενη διείσδυση και παρεμβολή της ξένης μέσα στη δική μας που δείχνει να την εκτοπίζει. Φυσικά, δεν είναι τα μόνα· είναι όμως τα πιο έκδηλα μιας απειλής που αρχίζει να διαγράφεται σαφέστατα: η ελληνική γλώσσα φαίνεται σα να υποχωρεί μέσα στην ίδια τη Χώρα, σα να εγκαταλείπεται από μας τους ίδιους.
Η γλώσσα μας και οι επιστήμονες
Σήμερα, τα επιστημονικά-τεχνικά επιτεύγματα επηρεάζουν όλο και περισσότερο, σχεδόν καθορίζουν, το ρυθμό και τη μορφή της καθημερινής ζωής μας. Συνακόλουθα γίνεται όλο και πιο αναγκαία η συμμετοχή επιστημονικά καταρτισμένων στελεχών σε όλους σχεδόν τους τομείς κοινωνικής δραστηριότητας – κρατικής και ιδιωτικής. ο αριθμός τους πολλαπλασιάζεται, ο κοινωνικός ρόλος τους γίνεται αποφασιστικά σημαντικός. Είναι οι μηχανικοί, οι φυσικοί και χημικοί, οι οικονομολόγοι, οι επιστημονικά καταρτισμένοι λογιστές, τα στελέχη τα κατάλληλα για τη σύγχρονη αντίληψη και τις μεθόδους διοίκησης των επιχειρήσεων. Και είναι αυτοί πού πληροφορούνται και υποδέχονται, μεταφέρουν ύστερα στο κοινωνικό σύνολο, τις νέες γνώσεις και πληροφορίες, τις νέες μεθόδους, τα νέα προϊόντα, τις νέες έννοιες, τους νέους τομείς επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Όλα τούτα περνούν μέσ’ απ’ τη δική τους εξειδικευμένη κατάρτιση και διανοητική εργασία, κι ύστερα μεταδίδονται σ’ εμάς τους πολλούς.
Σε ποια γλώσσα όμως; Θα έπρεπε στη γλώσσα της μιας εθνικής κοινότητας οπού ανήκομε και εκείνοι και εμείς, σε γλώσσα δηλαδή που εξελίσσεται και διαμορφώνεται σαν ενιαίο σύστημα γραπτού και προφορικού λόγου. Όμως, ενιαίο γλωσσικό σύστημα δεν έχομε και όσοι δεχόμαστε πως η γλώσσα είναι ένα με τη σκέψη, πρέπει να παραδεχτούμε πως, αφού η γλώσσα του Έλληνα επιστήμονα είναι διασπασμένη, είναι και η σκέψη του… Όταν, λοιπόν, ο επιστήμονας δέχεται τον σύγχρονο καταιωνισμό από νέες πληροφορίες, μεθόδους, προϊόντα, και μαζί τους τις αντίστοιχες νέες λέξεις και όρους, η κατάσταση της εθνικής του γλώσσας καλλιεργεί αυτό που ο Γιώργος Θεοτοκάς χαρακτήρισε “αοριστία του νου”, που κάνει “τα πράγματα να ξεφεύγουν, τα όριά τους να είναι θολά, η ουσία τους ακαταστάλαχτη”, τότε, η αυθόρμητη διέξοδος βρίσκεται στην αυτούσια μεταφορά του ξένου όρου. Την ξεκινά και την καθιερώνει με τον προφορικό λόγο γιατί η ξένη λέξη προσφέρει διέξοδο στην αβεβαιότητα και αμηχανία. Ύστερα, ή μεταφέρεται έτσι ξενόγλωσσα και στο γραπτό, ή επιχειρείται μια λεκτική μεταγλώττιση στην ελληνική. Γλώσσα όμως παραμένει, βασικά, εκείνη πού μιλιέται. Η μεταγλώττιση στη γραπτή ελληνική σπανίως αποδίδει την ουσία προϋπάρχει η παραίτηση απ’ την προσπάθεια να ενταχθεί αυτή η ουσία σε μια δόμηση ελληνικής γλώσσας, άρα και σκέψης, γιατί με τον προφορικό λόγο έχομε αποδεχθεί: και τη δική μας αδυναμία, και το βόλεμα με τη χρήση της ξένης.
Δυο σύγχρονοι αμερικανοί φιλόσοφοι, οι J. Fodor και J. Katj, γράφουν πως “δεν κατέχει κανείς μια γλώσσα όταν μόνο μπορεί να μιμείται προτάσεις που έχει ακούσει από πριν, άλλα τότε μόνο όταν μπορεί να κατανοεί και να παράγει προτάσεις που δεν έχει από πριν ποτέ του ακούσει”(“Δευκαλίων” 1969 -1). Η γλώσσα που λιγότερο μπορούν να κατέχουν σήμερα οι Έλληνες επιστήμονες είναι η ελληνική. Έτσι, φτάσαμε να διαβάζομε για το Marketing για τα Data, για τα Quota για τα Compilers ή, ακόμα, να μας προσφέρεται στο γραπτό λόγο μια αντίστροφη επεξήγηση: ελληνική λεκτική απόδοση και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, η πρωτότυπη ξενική διατύπωση. επεξηγούμε τα ελληνικά χρησιμοποιώντας τα ξένα.
Από τις ξένες λέξεις, όσες είναι το ντύμα χειροπιαστών επινοημάτων που μπαίνουν στην καθημερινή ζωή, αυτές περνάνε και στο λαό. Άλλες, που ανταποκρίνονται σε αφηρημένες έννοιες, σε μεθόδους, σε νέους κλάδους της επιστήμης, κυκλοφορούν γύρω μας σα σύμβολα ενός νέου ιερατείου. Κι ο μέσος Έλληνας, ιδιαίτερα ο νέος, αντιλαμβάνεται πως, για να προσεγγίσει τα Marketing, τα Data και τα Compilers και να επικοινωνήσει μ’ αυτό το καινούργιο ιερατείο και τις γνώσεις πού κρατά, χρειάζεται μιαν άλλη γλώσσα. η δική του τού είναι ανεπαρκής.
Η γλώσσα μας δεν αφομοιώνει πια
Θα παρατηρηθεί ίσως, πως ό,τι συμβαίνει εδώ με τις ξένες λέξεις που ανταποκρίνονται σε καινούργια πράγματα ή έννοιες, συμβαίνει και στη Δυτική Ευρώπη — όχι φυσικά στην ίδια έκταση. Χρησιμοποιούν και οι Γάλλοι π.χ. το Marketing, όπως έχουν εισαγάγει και το Leader. Μόνο πως εκεί, η αφομοίωση μέσ’ απ’ τον προφορικό και το γραπτό λόγο είναι ευχερής. Γιατί οι γλώσσες τους είναι όλες λατινογενείς, το αλφάβητο κοινό, η οπτική προσέγγιση οικεία και, γι’ αυτούς τους λόγους, ευχερής η αφομοίωση κατά την προσφορά. η ξένη λέξη ενσωματώνεται στη ντόπια λαλιά. Εδώ όμως, το σημειώσαμε, διατηρείται τώρα ξένη γραφή, επιχειρείται η διατήρηση και της ξένης προφοράς (μάλιστα η τελευταία προσέχεται και ελέγχεται από μερικούς γλωσσομαθείς μας πολύ αυστηρά). Η διείσδυση της ξένης γλώσσας λοιπόν αλλοιώνει τη δική μας κατά τη φυσιογνωμία και αυτή η αλλοίωση, δηλαδή η νόθευση της φυσιογνωμίας της γλώσσας μας, απειλεί και την εθνική μας φυσιογνωμία. Πράγμα πολύ σημαντικό, για όσους βέβαια ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την ελληνικότητα του λαού μας και του τόπου μας.
Η επεκτεινόμενη επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο, ιδιαίτερα τον Δυτικό, ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των νέων που τρέπονται προς ανώτερες σπουδές, οι νέοι τομείς πού ανοίγει η ανάπτυξη των επιστημών και η γενική –ακριβέστερα αόριστη– αίσθηση πως κάτι αλλάζει στις αντιλήψεις και μεθόδους διδασκαλίας, βρήκαν τον Τόπο απαράσκευο, ανάμεσα σ’ άλλα, στην Παιδεία και, σ’ αδιάσπαστη συνάρτηση μ’ αυτή, και στη Γλώσσα. Είναι η ίδια πάλι κοινή αφετηρία, απ’ όπου ξεκινά ακόμα μια διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνο που συνέβαινε χτες και σ’ αυτό που παρατηρείται σήμερα.
Άλλοτε, οι γονείς παρεσκεύαζαν τα παιδιά τους για ανώτερες σπουδές που θα παρακολουθούσαν στα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι σπουδές στο Εξωτερικό αποτελούσαν χρήσιμο μεταπτυχιακό συμπλήρωμα, περισσότερο για ειδίκευση. το ποσοστό πού συνέχιζε μ’ αυτές ήταν περιορισμένο.
Σήμερα, χιλιάδες οικογένειες παρασκευάζουν τα παιδιά τους να ξεκινήσουν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους στο Εξωτερικό. Μαζί με άλλες συνέπειες αυτού του φαινομένου, διαπιστώνεται και τούτη: η εκμάθηση της ξένης γλώσσας δεν είναι πια μέσο για περισσότερη μόρφωση, για μιαν αμεσότερη επικοινωνία με τους πνευματικούς θησαυρούς και τα επιτεύγματα άλλων λαών, ή έστω για πρόσθετες πρακτικές ανάγκες του επαγγελματικού βίου. Στη συνείδηση και στην κρίση του νέου Έλληνα και των γονιών του, η ξένη γλώσσα προβάλλει τώρα σαν το αναγκαίο, το βασικό όργανο της επιστημονικής του κατάρτισης από τα πρώτα της βήματα. Έτσι, ο νέος που απ’ το Γυμνάσιο προγραμματίζει ανώτερες σπουδές στο Εξωτερικό τοποθετεί πρώτη, στην κρίση του και στη συνείδηση του, την ξένη γλώσσα. τη δική του την εκτιμά σα δευτερότερη. Κάτι χειρότερο: η τέλεια εκμάθηση του φαίνεται αναγκαία για την ξένη γλώσσα. η δική του τού χρειάζεται μόνο για να συνεννοείται ενώ, για να μορφωθεί και να σταδιοδρομήσει, του χρειάζεται η άλλη.
Ο κίνδυνος, σαν επερχόμενος, είχε επισημανθεί σχετικά έγκαιρα. Το Μάρτιο του 1964 ο Ευάγγελος Παπανούτσος έλεγε: “Λέμε συνήθως, ή ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Κοινή Αγορά κλπ.) πόσο ευεργετική θα είναι, ή τι κινδύνους κλείνει μέσα της κ.λπ., αλλά δεν έχομε, νομίζω, πολλοί συνειδητοποιήσει το τι μας περιμένει απ’ αυτή την ένταξη, εάν δεν λύσομε μερικά βασικά προβλήματα της εθνικής μας ζωής. Εδώ, όπως γεμίσαμε κάποτε, και γεμίζομε, από ξένα εμπορικά γραφεία, από βιομηχανίες, που αντιπροσωπεύουν εργοστάσια εξωτερικού, από τουριστικά γραφεία, από Τράπεζες, θα χρειαστεί να έχομε μια γλώσσα ζωντανή, εθνική, ώστε μαζί με αυτή τη γλώσσα να διατηρήσομε την εθνική μας συνείδηση και υπόσταση. Διαφορετικά μας περιμένει ο Φραγκολεβαντινισμός: θα αρχίσομε να μιλάμε τα Γαλλικά, τα Αγγλικά ή τα Γερμανικά, να τα γράφομε, να τα απαιτούμε και να μιλούμε την Ελληνική μονάχα στο σπίτι με τους γεροντότερους ή με τις υπηρέτριές μας…”.
Σήμερα ο κίνδυνος δεν έρχεται πια αλλά άρχισε να φτάνει και ν’ απλώνεται. Είναι, ίσως, σύμπτωμα μιας βαθύτερης εθνικής κρίσης; Το 1922, ο Δημήτρης Γληνός (“Γλώσσα και Έθνος”) έγραφε: “Λαοί που δεν έχουν συνείδηση του εγώ των και αυτοπεποίθηση λατρεύουν κάθε τι το ξένο και το μεταφέρουν αυτούσιο στον εαυτό τους”. Εμείς αρχίσαμε να μεταφέρομε αυτούσια και την ξένη γλώσσα, αφού σπάσαμε τη δική μας, της ανοίξαμε τα ρήγματα, την κατακερματίσαμε. Τη συνείδησή μας δεν την έχομε χάσει (ακόμα). τι γίνεται όμως με την αυτοπεποίθησή μας;
*Το κείμενο του Αναστάσιου Πεπονή είχε δημοσιευτεί σε μια πρώτη εκτενέστερη μορφή στο «Βήμα» κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το 1972 και στη συνέχεια είχε κυκλοφορήσει από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων στις Εκδόσεις Κέδρος μαζί με κείμενα των Αλ. Αργυρίου, Ι.Θ. Κακριδή, Κ. Κουλουφάκου, Τ. Σινόπουλου, με τον τίτλο Το γλωσσικό μας πρόβλημα. Δημοσιεύουμε τα μέρη που αφορούν στην εισβολή των ξένων λέξεων και τύπων.