Αρχική » Από την μεταρρύθμιση στην ισοπέδωση

Από την μεταρρύθμιση στην ισοπέδωση

από Άρδην - Ρήξη

Tο γλωσσικό ζήτημα που απασχολεί, ταλανίζει και ταυτοχρόνως… αναζωογονεί την ελληνική κοινωνία, διανύει την τρίτη χιλιετία της ιστορικής του διαδρομής.

Στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, ήδη, οι αττικίζοντες συγγραφείς επιχειρούσαν να επανέλθουν στο αρχαίο ύφος, και ήθος, απέναντι στον κίνδυνο του εκβαρβαρισμού της γλώσσας.. Σήμερα, μέσα από την αδήριτη λογική της παγκοσμιοποίησης, η ζωντανή χρήση της ελληνικής απειλείται είτε με εξαφάνιση είτε με απομείωση. Το γλωσσικό ζήτημα αναδεικνύεται κατά συνέπεια ως ένα από τα κομβικά στοιχεία της πορείας και της ταυτότητας του ελληνισμού , ίσως το σημαντικότερο στον πολιτισμικό τομέα.. Βέβαια η κύρια όψη του θα μεταβάλλεται και θα μεταλλάσσεται αδιάκοπα στην ιστορική διαδρομή. Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε τρεις μεγάλες περιόδους.

 

Ο αρχέγονος διμορφισμός

 

Για χιλιάδες χρόνια, επρόκειτο για τη διαφοροποίηση μεταξύ της καθημερινής, καθομιλουμένης, λαϊκής ή “χυδαίας” γλώσσας και της γλώσσας των λογίων, των πεπαιδευμένων, των ιερατείων κάθε λογής. Επρόκειτο για ένταση, σύγκρουση, αντιπαράθεση ανάμεσα στη συγχρονία και τη διαχρονία, ανάμεσα στη ζωντανή, καθημερινή εξέλιξη της γλώσσας και την αναφορά σε μια ιστορία και μία παράδοση χιλιετιών. Αυτή η διμορφία (διμορφία και όχι διγλωσσία, γιατί πρόκειται για δύο μορφές της ίδιας γλώσσας και όχι για πραγματική διγλωσσία όπως στη φραγκική Δύση όπου τα λατινικά αντιπαρατίθενται στις υπό δημιουργίαν εθνικές γλώσσες), θα οδηγήσει στη σύγκρουση και τον διχασμό αλλά παράλληλα θα αποτελέσει και το υπόβαθρο για την διατήρηση της ελληνικής γλώσσας σαν μια ενιαία ζωντανή γλώσσα για τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια! Στην αρχαία Ελλάδα επρόκειτο, μάλιστα, για πολυμορφία μεταξύ των διαλέκτων και της διαμορφούμενης κοινής αττικής διαλέκτου.

Η ένταση ανάμεσα στην εξελισσόμενη καθημερινή λαϊκή γλώσσα και τη γραπτή παράδοση είναι διαχρονική και δεν αφορά μόνο τους Έλληνες. Η γλώσσα εξελίσσεται και ανατροφοδοτείται διαρκώς από ξένες γλώσσες, από την παράδοση -το συσσωρευμένο γλωσσικό απόθεμα- και το ίδιο συμβαίνει με τα υπάρχοντα γλωσσικά σύμβολα, τη γραφή. Τα ιερογλυφικά θα είναι πιθανότατα γραφή του ιερατείου και των γραμματικών, απρόσιτα στο λαό. Στην Αθήνα, από την εποχή των Πεισιστρατιδών, ο Όμηρος θα λειτουργεί ως ο γραπτός κανών που θα διαμορφώσει, μαζί με την καθημερινή γλώσσα των Αθηναίων την Αττική διάλεκτο. Η τελευταία, μέσω της κλασσικής φιλολογίας και φιλοσοφίας, θα μεταβληθεί σε πανελλήνια γλώσσα. Με τους Μακεδόνες και την ελληνιστική εποχή, η ελληνική γλώσσα θα γίνει η γλώσσα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον γνωστό μέχρι τότε κόσμο.. Όμως τα ελληνικά των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Συρίων ή και των Ρωμαίων αργότερα, θα είναι γεμάτα βαρβαρισμούς και θα επιφέρουν ένα φτώχεμα της γλώσσας.  Ήταν η αφετηρία του πρώτου μεγάλου διχασμού. Οι αττικίζοντες συγγραφείς και οι λόγιοι θα αποπειραθούν να επιστρέψουν στη γλώσσα του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, πιστεύοντας πως έτσι θα αντισταθούν στην παρακμή του αρχαίου ελληνισμού. (Για παράδειγμα ο γραμματικός Ουλπιανός τον 2ο μ.Χ. αιώνα θα αποκληθεί Κειτούκειτος γιατί προτού δοκιμάσει κάποιο φαγητό διερευνούσε αν αναφερόταν στην αττική γραμματεία – “κείται ή ου κείται”;)

Αντίθετα, οι νέες δυνάμεις του ευρύτερου ελληνιστικού και ελληνορωμαϊκού κόσμου θα εκφραστούν μέσα από τη λαϊκή γλώσσα, την “κοινή” της εποχής. Με αυτήν θα εκφραστούν οι χριστιανοί και θα κάνουν τη χριστιανική θρησκεία μια θρησκεία καθολικών αξιώσεων και διαστάσεων. Σε αυτήν θα μεταφραστούν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και θα γραφούν τα κείμενα των Αποστόλων. Ταυτόχρονα θα αλλάξει και η γραφή. Απαιτείται πλέον η εισαγωγή μιας γραφής που θα βοηθάει τους αλλογενείς του μεγάλου ελληνικού κόσμου “από τον Ζάγρο ως τα Φράατα πέρα”, να μαθαίνουν τα ελληνικά που δεν ήταν μητρική τους γλώσσα: θα εισαχθούν οι τόνοι και τα πνεύματα. Αυτό το γεγονός χρησιμοποιούν και ως ενισχυτικό επιχείρημα όσοι υπερασπίζονται τη φωνητική γραφή και την απάλειψη του τονισμού, υποστηρίζοντας πως δεδομένου ότι η άτονη γραφή έχει αρχαιότερες περγαμηνές από τη μεταγενέστερη τονιζόμενη, μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια άτονη μορφή ή ακόμα και στη λατινική γραφή που προέρχεται από το Ευβοϊκό αλφάβητο. Αλλά οι τόνοι και τα πνεύματα επέτρεπαν την πρόσβαση σε ένα τεράστιο, ήδη, απόθεμα λέξεων ακόμα και σε αυτούς που είχαν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα, και οι οποίοι ήταν αδύνατο να το γνωρίζουν από τη μητέρα τους ή τις ντοπιολαλιές του ελληνικού κόσμου. Οι τόνοι και τα πνεύματα (τα όποια επισήμαιναν την προφορά των μακρών και των βραχέων) αποτέλεσαν ένα εργαλείο εκδημοκρατισμού της γλώσσας, γιατί διευκόλυναν την πρόσβαση των αλλογενών και των μη λογίων στον ελληνικό γραπτό λόγο και την ελληνική γραμματεία.

Η ένταση μεταξύ λόγιας γλώσσας και καθομιλουμένης σε όλη τη μακρά περίοδο μεταξύ του 3ου π.Χ και του 11ου μ.Χ αιώνα. θα γνωρίσει πλημμυρίδες και αμπώτιδες ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και τη γενικότερη μοίρα του ελληνισμού. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, για παράδειγμα, όταν απευθύνονται στον λαό -σύμφωνα με την επιταγή του αποστόλου Πάυλου «εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πως γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες» (Προς Κορινθίους Α΄,14, 9- θα γράφουν στη δημοτική της εποχής. Το ίδιο θα συμβαίνει και αργότερα με τους Βίους Αγίων, τα Αρετολόγια,, κ.λ.π. Όταν όμως θα ασχολούνται με τη θεολογία, με τις επίσημες ομιλίες, με την φιλοσοφία, θα υιοθετούν την αρχαΐζουσα ή αττικίζουσα μορφή.

Ωστόσο, καθώς η παραγωγή και αναπαραγωγή των επιστημονικών γνώσεων και της λόγιας φιλολογίας και φιλοσοφίας παρέμενε μια διαδικασία που αφορούσε μόνο ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού, η διαφοροποίηση λόγιας και δημώδους μορφής, όσο μεγάλη και αν ήταν, δεν αποτελούσε κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο για την κοινωνικλή αναπαραγωγή, με δεδομένο τον περιορισμένο αριθμό των λογίων και των μελών των ανώτερων τάξεων. Κάτι ανάλογο και μάλιστα εντονότερο συνέβαινε σε όλους τους αγροτικούς πολιτισμούς, όπου δηλαδή το κοινωνικό υπερπροϊόν είχε προέλευση τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αναφερθήκαμε ήδη στην πραγματική διγλωσσία της Δύσης, (την οποία η καθολική εκκλησία, με τη λειτουργία στα λατινικά, συντήρησε μέχρι τις μέρες μας). Στις μη αραβικές μουσουλμανικές χώρες τα αραβικά θα αποτελούν την λόγια γλώσσα, και κάτι ανάλογο θα συμβαίνει με τα κινεζικά τα εβραϊκά κλπ.

Η ελληνική διμορφία θα παραμένει μια από τις πιο δημοκρατικές εκδοχές γλωσσικής διμορφίας των παραδοσιακών κοινωνιών˙ στο Βυζάντιο, όταν θα κυριαρχήσουν πλήρως τα ελληνικά έναντι των λατινικών θα γίνουν απόπειρες άρσης, τουλάχιστον εν μέρει, της διμορφίας Για τις ανάγκες της διοίκησης ο Κωνσταντίνος ο Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (905-959), θα κωδικοποιήσει τις αρχές της διοικητικής οργάνωσης σε γλώσσα προσιτή, και το ίδιο θα επιχειρήσει αργότερα ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042-1055) ακολουθώντας μια ενδιάμεση γλωσσική οδό. Επιχειρήθηκε δηλαδή να διαμορφωθεί μια γλώσσα κατανοητή από τις ευρύτερες μάζες της Αυτοκρατορίας, ή οποία εμπεριείχε και στοιχεία του λόγιου τυπικού και λεξιλογίου. Ήταν η πρώτη απόπειρα εισαγωγής; της “καθομιλουμένης”.

 

Χυδαίοι και καθαροί

 

Το μεγάλο πρόβλημα θα ανακύψει στην Δεύτερη Περίοδο, όταν ο ελληνικός κόσμος της ύστερης βυζαντινής, της οθωμανικής και της σύγχρονης περιόδου, έως τον 20ό αιώνα, θα χρειαστεί να περάσει σε μια νέα φάση ανάπτυξης, όπου ο γεωμετρικός πολλαπλασιασμός των γνώσεων και η επέκταση της γραφής, η ανακάλυψη της τυπογραφίας, καθώς και οι ανάγκες της αντίστασης στους πολυποίκιλους εισβολείς θα απαιτούν και θα επιτάσσουν τη χρήση ενός γλωσσικού οχήματος προσιτού σε ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Θα γεννηθεί τότε το γνωστό μας γλωσσικό ζήτημα με την αντιπαράθεση δύο αντιλήψεων και δύο γλωσσικών μορφών.

Και οι αιτίες είναι πολλαπλές και αδήριτες. Η απόπειρα του Κωνσταντίνου του Μονομάχου θα μείνει ημιτελής. Η κρίση η οποία θα ακολουθήσει την ήττα του Ρωμανού του Διογένη στη μάχη του Ματζικέρτ (1071), η παράλληλη εισβολή των Νορμανδών από το Δυρράχιο, η οικονομική απομύζηση του Βυζαντίου από τους Ιταλούς εμπόρους (Ενετούς, Γενουάτες, Πισάνους), η κατάληψη του Βυζαντίου από τους Φράγκους (1204), η εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων, με επιστέγασμα την Άλωση του 1453, θα υποχρεώσουν το ύστερο Βυζαντινό κράτος και κοινωνία σε μια αμυντική λογική. Το ζήτημα πλέον είναι η άμυνα, η συντήρηση της παράδοσης. Τα αρχαία κείμενα διασώζονται και αντιγράφονται. Ανθεί μεν η μικτή λογοτεχνία την εποχή των Κομνηνών, αλλά η Άννα Κομνηνή θα γράψει την Αλεξιάδα ως μίμηση, και γλωσσική, της Ιλιάδος. Το ίδιο γλωσσικό όχημα θα χρησιμοποιούν και λόγιοι όπως ο Γεώργιος Ακροπολίτης στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, που, κατά τη διάρκεια της φραγκικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης (1205-1261, θα αποτελέσει το φυτώριο για την ύστατη αναλαμπή του βυζαντινού ελληνισμού. Εξ άλλου η φραγκική κατάκτηση κυρίως και η συνακόλουθη τουρκική θα κατακερματίσουν τον ελληνικό-βυζαντινό χώρο και η χρήση της κοινής δεν θα έχει πλέον αντικείμενο. Θα αναπτυχθούν οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα, ενώ η ενότητα της γλώσσας θα συντηρείται από τους λογίους με την στροφή προς τη λόγια και αρχαΐζουσα γλωσσική μορφή , από την εκκλησιαστική γλώσσα και από το δημοτικό τραγούδι. Η ύστατη λοιπόν αναλαμπή, η Παλαιολόγια Αναγέννηση, θα γράφει σχεδόν πάντα σε γλώσσα αρχαΐζουσα ή πάντως εξαιρετικά απομακρυσμένη από την δημώδη της εποχής. Τόσο ο κοσμικός Θεόδωρος Μετοχίτης, αλλά και ο Ιωάννης Κατακουζηνός (μοναχός Ιωάσαφ) ή ο Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Την ίδια εποχή στην Ιταλία με το Δάντη ή τον Βοκκάκιο ο ιταλικός ανθρωπισμός χρησιμοποιεί και επανανακαλύπτει τα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, παράλληλα με την καλλιέργεια της νεώτερης ιταλικής Ο από “στεριά και θάλασσα” πολιορκημένος βυζαντινός ανθρωπισμός  δεν έχει αυτό το περιθώριο, το μόνο σχεδόν έδαφος που διαθέτει στρέφεται προς το έδαφος της παράδοσης στη αρχαιοελληνική γλωσσική μορφή και την επανανακάλυψη των ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας , όπως θα κάνει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι ησυχαστές. Χαρακτηριστική του αδιεξόδου είναι η εμβληματική μορφή του Πλήθωνα-Γεμιστού. Τριάντα εφτά χρόνια πριν την Άλωση, θα προσπαθεί να πείσει τους Παλαιολόγους για την ανάγκη μιας μεταρρύθμισης που θα μεταβάλλει τα υπολείμματα της Αυτοκρατορίας σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος. Εμπόριο, βιομηχανία, αγροτική μεταρρύθμιση κ.λ.π. Και όμως το ανέφικτο της αγωνιώδους προσπάθειάς του, θα σημαδευτεί όχι μόνο από την απόπειρα επιστροφής στην αρχαία ελληνική θρησκεία, αλλά και από το γλωσσικό εργαλείο που χρησιμοποιεί, την αρχαϊζουσα γλώσσα του. Η βυζαντινή Αναγέννηση, έστω in extremis, θα στηριζόταν με το ένα πόδι στον ελληνικό ανθρωπισμό, αλλά είχε ανάγκη και από ένα δεύτερο, τη ζωντανή λαϊκή πραγματικότητα και τους χυμούς της. Και κάτι τέτοιο απουσίαζε παντελώς. Μόνη καταφυγή λοιπόν το κλέος της ιστορίας και η «ησυχία». Μόνη καταφυγή η ένδοξη γλώσσα των προγόνων.

Ταυτόχρονα ο ελληνικός λαός, στην Κύπρο, τον Πόντο, τη Νότια Ιταλία, την Ήπειρο, την Κρήτη και τα Επτάνησα θα μιλάει και θα τραγουδάει στην γλώσσα του, όλο και πιο ιδιωματική, με μόνο στοιχείο ενότητας τον  εκκλησιαστικό λόγο και τα παλιά τραγούδια του γένους (π.χ. τα Ακριτικά, τις Παραλογές, κ.λπ).

Όταν ο ελληνισμός, από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά, θα εισέλθει σε μια νέα περίοδο ακμής, το γλωσσικό ζήτημα θα ανακύψει εκ νέου και θα σφραγίσει την ελληνική ιστορία τριών αιώνων. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, θα οδηγήσει σε μία επίταση της αντιπαράθεσης, όχι πλέον μεταξύ λογίων και «χυδαίων», αλλά και μεταξύ των “χυδαιολογούντων” λογίων και των οπαδών του «καθαρού» ιδιώματος.. Τώρα πια, η εκπαίδευση εξαπλώνεται στο νεώτερο ελληνισμό και στις αρχές του 19ου αιώνα, θα υπάρχουν σχολεία σε όλα τα κέντρα του. Το γλωσσικό ζήτημα θα αποβεί καθοριστικό, οι αντιθέσεις θα οξυνθούν και από τα τέλη του 19ου έως το Β’ Πόλεμο, αν όχι και μέχρι την δεκαετία του 1970, θα διχάσουν την κοινωνία μας. Σε μια στιγμή που ο ελληνικός λαός θα χρειαζόταν όλες τις δυνάμεις του για να πραγματοποιήσει τη δική του Αναγέννηση και να οικοδομήσει ένα σύγχρονο αλλά ταυτόχρονα πρωτότυπο πολιτιστικό πρότυπο, και κατά συνέπεια μία γλωσσική μορφή που θα συνέθετε δημιουργικά τη διαχρονία και τη συγχρονία του ελληνισμού, ανάλωσε πολλές από τις δυνάμεις του σε μια αντιπαράθεση μεταξύ τους. Αντί να αναπτυχθεί ένα γλωσσικό όργανο που θα ενοφθάλμιζε στο σώμα της ζωντανής λαϊκής γλώσσας στοιχεία μιας αδιάσπαστης γλωσσικής ενότητας, όπως λέξεις και σχήματα, μορφολογικά στοιχεία, γραφή (η ιστορική γραφή είναι απαραίτητη για την ετυμολογία και την πρόσβαση στα παλιότερα κείμενα) κ.λπ, οι δυνάμεις μας αναλώθηκαν σε ένα διάλογο που παρά τις δημιουργικές του πλευρές (την ανάπτυξη των επιχειρημάτων, των γλωσσικών εργαλείων και της γλωσσολογίας) είχε κυρίως αρνητικές συνέπειες:

Η επιμονή στην καθαρεύουσα και την αρχαΐζουσα απέκοπτε τους εγγραμμάτους από το λαϊκό σώμα με αμφίδρομες συνέπειες. Οι λόγιοι περιορίζονταν σε συζήτηση και προβληματισμό μεταξύ ενός περιορισμένου αριθμού εγγράμματων (για παράδειγμα τα περισσότερα φιλοσοφικά δοκίμια της οθωμανικής περιόδου θα κυκλοφορούν σε μορφή χειρογράφου, όπως τα κείμενα του «κλεινού» Ευγένιου Βούλγαρι, λόγω ελλείψεως του απαραίτητου αριθμού αναγνωστών ώστε να μπορούν εκδοθούν, εξαιτίας της αρχαΐζουσας γλώσσας τους). Κατά συνέπεια και το επίπεδο του προβληματισμού παρέμενε φτωχό, μια και διεξάγονταν ανάμεσα σε ελάχιστους ανθρώπους και δεν μπορούσε να συμπεριλάβει στοιχεία της λαϊκής σοφίας και παράδοσης. Εκ παραλλήλου η αδυναμία πρόσβασης του ευρύτερου λαϊκού σώματος στον κόσμο των ιδεών, της επιστήμης, της υψηλής τέχνης, εκπτώχευε, , το λαϊκό σώμα, καθυστερούσε τη διαμόρφωση ενός επεξεργασμένου γλωσσικού οργάνου, κ.ο.κ. Ο διχασμός διανοουμένων και λαού, που τόσο έντονα και αρνητικά σφραγίζει τη σύγχρονη ελληνική παράδοση, σφραγίζεται καθοριστικά από αυτόν τον γλωσσικό διαφορισμό.

Απέναντι στον καθαρολογισμό αναπτύσσεται μια υγιής αντίδραση που όμως θα οδηγηθεί συχνά στο αντίθετο άκρο. Ο Βηλαράς θα μιλήσει πρώτος για τη φωνητική γραφή (Η ρομέηκη γλόσα), και στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο ψυχαρισμός, η φωνητική γραφή, ακόμα και η λατινική γραφή της ελληνικής. Πλέον, η συγχρονικότητα στην πιο πεζή και εργαλειακή μορφή της (η γλώσσα είναι μόνο εργαλείο έκφρασης και όχι συμπύκνωση ιστορίας, παράδοσης, ταυτότητας, η οποία επέτρεψε την διατήρηση της ίδιας της ύπαρξης του ελληνισμού), αντικαθιστά την αποστεωμένη διαχρονικότητα. Ευνοείται η μικρότερη προσπάθεια για την εκμάθηση της γλώσσας, μια και πρόκειται για ένα απλό «εργαλείο». Οι μαθητές δεν πρέπει να «κουράζονται» για να μάθουν τη γλώσσα, αλλά να αφιερώνονται στην αποθησαύριση επιστημονικών και «πρακτικών» γνώσεων. Έτσι από την αντίδραση στα «γραμματικά» και στην τυραννία του συντακτικού που περιέγραφε ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ ως “γραμματικήν κακοφυΐαν” (Απολογία, σελ. 80), [“περισσότερον ήθελε ωφελήσει το γένος σήμερον όστις καίει παρά όστις γράφει Γραμματικάς” θα αναφωνήσει ο Αδαμ. Κοραής, (Προλεγόμενα, ΜΙΕΤ, 1,σελ. 67)]` φτάσαμε στο αντίθετο άκρο. Στην τυραννία του πρακτικού λόγου και την εργαλειακή αποδοτικότητα, ξεχνώντας πως η εκμάθηση μιας γλώσσας και μάλιστα με τέτοια ιστορία και πλούτο, αποτελεί μια πολιτιστική και γνωστική διαδικασία πρώτου μεγέθους, σηματοδοτεί την ίδια την πρόσκτηση μιας συλλογικής ταυτότητας.

Έτσι ένα μέρος της  γλωσσικής και κοινωνικής αριστεράς σε σύγκρουση με τον γλωσσαμυντορισμό, την κοινωνική και γλωσσική δεξιά, θα μεταβληθεί στον υποστηρικτή της ισοπέδωσης της γλωσσικής μορφής.

Ωστόσο όσο κυριαρχούσε η καθαρεύουσα, η αρχαΐζουσα και η τυπολατρική αρχαιογνωσία, οι εργαλειακές διαστάσεις του δημοτικισμού δεν τονίζονταν. Αυτό θα γίνει μόνο από τη στιγμή και πέρα που, μετά τη μεταπολίτευση, η δημοτική θα κυριαρχήσει ακόμα και ως επίσημη γλώσσα του κράτους και το γλωσσικό ζήτημα θα εισέλθει στην Τρίτη Περίοδο.

 

Ισοπέδωση και αντίσταση

 

Πλέον, στις συνθήκες του παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού, της «πραγματικής υπαγωγής» του πολιτισμού στο κεφάλαιο [δηλαδή το κεφάλαιο δεν υποτάσσει απλώς τον πολιτισμό, αλλά τον μεταβάλλει σε τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής], οι άρχουσες τάξεις, ιδιαίτερα των μικρών και εξαρτημένων χωρών, δεν επιμένουν πλέον στη διατήρηση της παράδοσης και της ταυτότητας, ως εγχώριων μεσολαβητών της ηγεμονίας τους. Αντιθέτως αξιοδοτούν και προάγουν την ισοπέδωση των ταυτοτήτων που συνιστούν εμπόδιο σε αυτή την «πραγματική υπαγωγή». Εθνικές γλώσσες, παραδόσεις, ιδιαιτερότητες, ακόμα και εγχώρια πολιτικά και προνοιακά συστήματα θα πρέπει να υποβαθμιστούν ή ακόμα και να εξαλειφθούν. Η γλωσσική συγχρονία, στην πιο χυδαία συχνά εκδοχή της, θα πρέπει να εξοβελίσει κάθε στοιχείο διαχρονίας. Σήμερα χρειαζόμαστε τα αγγλικά ως παγκόσμια lingua franca, ενώ οι εγχώριες γλώσσες αποτελούν ένα ακόμα εμπόδιο στην χωρίς όρια επέκταση των διαδικασιών της κεφαλαιακής αξιοποίησης.

Μια ορισμένη εργαλειακή αντίληψη για τη γλώσσα παύει πλέον να αποτελεί το όργανο του ακραίου δημοτικισμού, ίσως και λαϊκισμού, και μεταστρέφεται σε μηχανισμό της παγκοσμιοποίησης. Πλέον οι εγχώριοι εκδοτικοί μηχανισμοί και οι τεχνοκράτες εισάγουν την «απλούστευση» της γραφής και της γλώσσας, τη λεκτική ισοπέδωση, την απομάκρυνση από την ιστορική γραφή, και υποστηρίζουν τον εξοβελισμό της εκμάθησης των αρχαίων ελληνικών από την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι τουριστικοί επιχειρηματίες, οι επιχειρήσεις της «νέας οικονομίας» και το μεγάλο πολυεθνικό κεφάλαιο προωθούν ήδη τη λατινική γραφή και τα greeklish ως προθάλαμο για σταδιακή τουλάχιστον υποκατάσταση της ελληνικής από την αγγλική.

Για την ιδεολογική στήριξη αυτού του εγχειρήματος επιστρατεύεται ο εργαλειακός ισοπεδωτισμός. “Η γλώσσα δεν κινδυνεύει” διακηρύττουν οι “εκσυγχρονιστές”, κεκράχτες των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων και των πολυεθνικών, ενδεδυμένοι «τα παλιά δοξασμένα κουρέλια» του αγωνιστικού δημοτικισμού [και μαζί τους δυστυχώς και μερικοί ειλικρινείς και καθυστερημένοι υποστηρικτές της παλαιάς γλωσσικής αντιπαράθεσης]. Κατά τον ίδιο τρόπο που επιστρατεύτηκαν τα παλιά «λαμπερά κουρέλια» του διεθνισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για δικαιολογηθεί η επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας. Και προβάλλουν και πάλι τον «κίνδυνο» του «γλωσσικού εθνικισμού ή καθαρολογισμού». Συσκοτίζοντας το γεγονός ότι η αντιπαράθεση, δημοτικισμού και καθαρεύουσας, έχει σήμερα υποκατασταθεί από μια νέα, από την αντιπαράθεση μεταξύ της ελληνικής γλώσσας στη συγχρονία και τη διαχρονία της, και των μηχανισμών εκπτώχευσης και περιθωριοποίησής της, της γλωσσικής παγκοσμιοποίησης και ισοπέδωσης. Τώρα πια ο Βηλαράς και ο Βούλγαρης, ο Κοραής, και ο Τριανταφυλλίδης, ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης, βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Και στο απέναντι γνωρίζομε ποιοι βρίσκονται, γνωρίζομε τα εκδοτικά συγκροτήματα, τους πολιτικούς, τους διανοούμενους υπηρεσίας, που, στο όνομα μιας ξεπερασμένης αντίθεσης , και της αντίληψης πως “η γλώσσα δεν κινδυνεύει”, συντάσσονται σήμερα με τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης.

Και βέβαια, κατά κυριολεξία, η «γλώσσα» δεν κινδυνεύει, όπως τονίζει και ο Σαράντος Καργάκος, κινδυνεύουμε όμως σε μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια να μην υπάρχουν εκείνοι που τη χρησιμοποιούν σαν ζωντανό εργαλείο και να διατηρηθεί ως απολίθωμα, ως νεκρή γλώσσα σαν τα λατινικά

Η θέση μας σε αυτό το νέο γλωσσικό ζήτημα που έχει ανακύψει δεν μπορεί παρά να είναι μια στάση ενεργού αντίστασης. Μια εκ νέου αξιοδότηση της γλώσσας μας από τον Όμηρο μέχρι τον Μακρυγιάννη και τον Σεφέρη. Και στην παράδοσή μας, των τελευταίων αιώνων, έχουμε την κόκκινη γραμμή που μας οδηγεί. Είναι η γλωσσική παράδοση του έπους του Διγενή Ακρίτη στο Βυζάντιο, της Ερωφίλης και του Ερωτόκριτου στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη, λόγια έργα υψηλής τέχνης που έγιναν ταυτόχρονα και δημοτικά άσματα που τα απομνημόνευε και τα τραγουδούσε ο αγράμματος λαός, εμπλουτίζοντας την καθημερινή του γλώσσα και τα τραγούδια του. Και ξανάπαιρνε αυτά τα τραγούδια ο Σολωμός για να τα κάνει υψηλή τέχνη, ο Ρήγας για να τα κάνει Θούριους. Έχουμε τη μεγάλη Εφτανησιακή παράδοση που θα γεννήσει τον Σολωμό και τον Κάλβο. Έχουμε την αρχαιογνωσία και τον δημοτικισμό του Μανώλη Τριανταφυλλίδη, στον δρόμο που χάραξε ο Δημητράκης Καταρτζής, οι Δημητριείς, ο Ρήγας Φεραίος, και από μια άλλη αφετηρία ο Αδαμάντιος Κοραής. Έχουμε την παράδοση του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη, του Πικιώνη και του Κώστα Παπαϊωάννου. Μια γλώσσα ζωντανή που στηρίζεται στη μητρική μας γλώσσα ενώ ταυτόχρονα ανοίγεται θαρραλέα στον θησαυρό των χιλιετιών της γλωσσικής μας παράδοσης, αναχωνεύοντας διαρκώς νέα στοιχεία από αυτή, αλλά και από τη σύγχρονη ζωή και τις ξένες γλώσσες.

Όχι λοιπόν σε μια στάση αμυντικής αναδίπλωσης, όχι σε ένα ηρωϊκό και πένθιμο σόλο. Επιτέλους μια σύνθεση, που δεν θα είναι άμυνα, απλή «επιστροφή» στην παράδοση, όπως έκανε κάποτε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ή….ο Πλήθωνας, αλλά ενεργός και δημιουργική αντίσταση. Ναμαστε λοιπόν πάλι στο αίτημα του Σολωμού: “Στο νου μου δεν έχω άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ