του Jacques Breitenstein
Οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του 1995 στη Γαλλία αποτέλεσαν την αφορμή για τη στροφή του Εθνικού Μετώπου από παραδοσιακές ακροδεξιές και αντισυνδικαλιστικές θέσεις προς μια πολιτική πιο “φιλεργατική” και “κοινωνική”. Ο αρχιτέκτονας της κοινωνικής στροφής ενός ακραίου κόμματος προικισμένου με μια γερή, αρραγή λαϊκή βάση, υπήρξε το νούμερο δύο του Κόμματος, ο Μπρουνό Μεγκρέ και το περιβάλλον του –που αποτελείται από στελέχη διαμορφωμένα από τη “Νέα Δεξιά”– οι οποίοι προώθησαν ένα αληθινό σύγχρονο φασιστικό πρόγραμμα, ικανό να προσελκύσει νέα κοινωνικά στρώματα και να απειλήσει σοβαρά τα παραδοσιακά κόμματα. Το άρθρο του συνδικαλιστή Jacques Breitenstein, γραμμένο το 1997, περιγράφει αυτή τη στροφή, η οποία συνεχίστηκε παρά την αποχώρηση του Μεγκρέ από το κόμμα.
Στις 22 Οκτωβρίου 1996, στο Παρίσι, μια ομάδα διακοσίων συνταξιούχων ετοιμάζεται να ενωθεί με τη διαδήλωση που έχουν οργανώσει οι κυριότερες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες. Δε θα ξεχώριζε σε τίποτα από τους υπόλοιπους διαδηλωτές, εάν δεν υπήρχε η σημαία… τους με τα χρώματα του Εθνικού Μετώπου. Μέλη του Εθνικού κύκλου των πρόωρα συνταξιοδοτημένων και συνταξιούχων (CNPR), παραρτήματος του Εθνικού Μετώπου, βρίσκονται εδώ για να υπερασπιστούν με τον τρόπο τους τις συντάξεις των Γάλλων… εργαζομένων. Αφού παρεμποδίστηκαν, από τους αγωνιστές συνδικαλιστές και τα μέλη της Αντιφασιστικής κίνησης Ras l’front, αναγκάζονται να κάνουν μεταβολή.
Δίνοντας το παρόν από πολλούς μήνες, το Εθνικό Μέτωπο συμπεριλαμβάνει στην προπαγάνδα του κοινωνικά ζητήματα και “εθνική προτίμηση”! Μετά τη δημιουργία συνδικάτων ελεγχόμενων από τις επιχειρήσεις και μιας απόπειρας να οικειοποιηθεί την Πρωτομαγιά, αναλαμβάνει την “υπεράσπιση” των Γάλλων μισθωτών, οι επιχειρήσεις των οποίων απειλούνται με μεταφορά της έδρας τους, των Γάλλων ανέργων, των Γάλλων αστέγων… Στις πύλες του εργοστασίου της Μουλινέξ στην Μαμέρ, της περιοχής του Σαρτ, ένας από τους επί κεφαλής, ο Μπρουνό Μεγκρέ, μοιράζει προκηρύξεις εναντίον των απολύσεων και των “επίσημων, θεσμοθετημένων, καθεστωτικών συνδικάτων, συνεργών αυτής της καταστροφικής διαδικασίας”. Ενώ το ΕΜ φαινόταν να έχει εξαφανιστεί μετά από το κοινωνικό κίνημα του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1995, επιδεικνύει στο εξής έναν ακτιβισμό που πολύ λίγο συνήθιζε η ακροδεξιά από το 1945…
Εάν υπάρχει μια σταθερά του κόμματος του Zαν Μαρί Λε Πεν, αυτή είναι η δηλωμένη εχθρότητά του για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, “παρασιτικές” δομές, “που απολαμβάνουν εξουσίες και προνόμια απολύτως δυσανάλογα με την πραγματική τους απήχηση”1 και που δεν υπερασπίζονται τα συμφέροντα των Γάλλων εργαζομένων. Κατά την αναγγελία του σχεδίου μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης που παρουσίασε το φθινόπωρο του 1995, ο Γάλλος πρωθυπουργός κ. Αλλαίν Ζυπέ, το ΕΜ απορρίπτει συλλήβδην τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνυπεύθυνες με τους μετανάστες- πρόσφυγες για τη “λεηλασία” των ταμείων, και την κυβέρνηση, που δεν καταφέρνει να αποτινάξει την κηδεμονία των συνδικάτων και των “λόμπι της μετανάστευσης”.2 Στις αρχές του Δεκεμβρίου 1995, δημοσιοποιεί την ανάλυσή του για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση.3 Ο Λε Πεν καταγγέλλει την “αυτοκτονική πρακτική των ανεύθυνων και χωρίς λαϊκή βάση συνδικάτων που επιδεινώνουν την κοινωνική ανισορροπία ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με το σκοπό να διατηρήσουν θέσεις και καθεστώτα προνομίων”, απαιτεί “το σταμάτημα των απεργιών (κάθε μια επί πλέον μέρα απεργίας αποτελεί ένα ακόμα χτύπημα εναντίον της Γαλλίας) και τη διάλυση της Βουλής” και αποκαλύπτει τη συνωμοσία: “Δεν είναι ανάγκη να ψάξει κανείς πολύ μακριά για το από πού προέρχεται η αναταραχή στους δρόμους. Είναι ο καρπός της ανατρεπτικής δράσης των δικτύων της άκρας αριστεράς”.
Μέσα στην ίδια κατεύθυνση, στην ίδια γραμμή, εναρμονισμένη, η Εθνική Εβδομαδιαία, η εφημερίδα του Μετώπου, θα καταγγείλει χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολιών, τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο 1995, τα “προνόμια” των απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων: “Οι σιδηροδρομικοί είναι καλοί και ικανοί άνθρωποι, αλλά αγωνίζονται πρώτ’ απ’ όλα για προνόμια. (…) Το ιδιαίτερο καθεστώς των σιδηροδρομικών δεν έχει πια λόγο ύπαρξης.”4 “Πέντε ώρες μποτιλιάρισμα, (εξ αιτίας της απεργίας…) (δεν είναι κάτι που) οι εργαζόμενοι επιδοκιμάζουν τελικά. Μόνο οι προνομιούχοι μπορούν να σκέφτονται διαφορετικά, και οι απεργοί δημόσιοι υπάλληλοι είναι προνομιούχοι.”5 Στο τέλος του Νοεμβρίου, αυτή η ανάλυση αγγίζει τη σφαίρα του παραλόγου, καθώς ο υπογράφων τις σελίδες με τα κοινωνικά θέματα της ακραίας εβδομαδιαίας εφημερίδας εξηγεί με ποιο τρόπο, “χρησιμοποιώντας μια χούφτα επαγγελματικών στελεχών, οργανώσεις καθόλου αντιπροσωπευτικές μπορούν να μπλοκάρουν μια ολόκληρη χώρα”, για να καταλήξει ότι “μια γενική απεργία χωρίς απεργούς, ή σχεδόν, δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας”.6
Αλλά σύντομα, διακρίνεται μια δυσφορία. Προφανώς το λαϊκό εκλογικό σώμα του Μετώπου υποστηρίζει το κοινωνικό κίνημα: “Μας λένε: πολλοί ψηφοφόροι και συμπαθούντες του Εθνικού Μετώπου απήργησαν. Απαντώ: είναι καθήκον μας να τους πούμε ότι τους εξαπατούν”.7 Αυτή η διαπαιδαγωγητική θέληση θα ξεθωριάσει, καθώς η υποστήριξη θα γίνεται πιο έκδηλη. Η δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από τη χριστιανική εβδομαδιαία έκδοση Η Ζωή8 θα αποκαλύψει ότι το 65% των λεπενικών ψηφοφόρων αισθάνθηκαν αλληλέγγυοι με τους απεργούς –ένα αποτέλεσμα που καταδεικνύει τη λαϊκή βάση αυτού του εκλογικού σώματος.
Από τον Δεκέμβριο 1995, μια άλλη προσέγγιση βλέπει το φως της μέρας. Αφήνοντας κατά μέρος τα οράματα για “απεργίες χωρίς απεργούς”9, αναλύονται οι σχέσεις των συνδικάτων με την εργοδοσία και οι ενδεχόμενες κρίσεις στους κόλπους των ομοσπονδιών που έγιναν “περιπλανώμενα παγόβουνα”. Εξ ου και η κατάληξη: “Όσον αφορά τον ελεύθερο συνδικαλισμό, δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι υπάρχει. Η δυνατότητά του για δράση και ανάπτυξη θα εξαρτηθεί χωρίς αμφιβολία από τη στάση του απέναντι στο εθνικό κίνημα. Όλα μπορεί να συμβούν στη σκηνή των κοινωνικών οργανώσεων”.
Η συμβολή της νέας δεξιάς
Αλλά εάν η φροντίδα για τη λαϊκή εκλογική του βάση και τις εξελίξεις του συνδικαλισμού αναγκάζουν το ΕΜ να διορθώνει τις αναλύσεις του, του λείπει ωστόσο μια ικανότητα ανάγνωσης του κοινωνικού κινήματος την οποία πρόκειται να του προσφέρει η “νέα δεξιά” που προέρχεται από την Ομάδα έρευνας και μελετών πάνω στον ευρωπαϊκό πολιτισμό (G.re.c.e ). Έτσι, ο Πιερ Βιάλ, ιστορικός ηγέτης της νέας δεξιάς και μέλος του ΠΓ του ΕΜ, μετά από ένα άρθρο10 όπου υπεράσπιζε τον συνταγματάρχη Λουί Ροσέλ, που είχε ενταχθεί στην Κομμούνα το 1871, απαντώντας σε έναν αναγνώστη που του το καταλόγιζε, επιμένει. “Για ένα πολύ απλό λόγο: ως εθνικιστής, αρνούμαι την ευθυγράμμιση με το παλιό σχίσμα ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά (…) Και ένας εθνικιστής ξέρει καλά ότι ο κύριος εχθρός είναι ο φιλελευθερισμός, άπατρις εξ ορισμού και εξ ανάγκης. Το 1871, ο φιλελευθερισμός είχε το όνομα του Θιέρσου11”. Για να καταλήξει ότι η Κομμούνα είχε “μια αξία, που παραμένει ιστορικά επίκαιρη: το ότι έθεσε ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο εθνικό και στο λαϊκό”.
Στο περιοδικό Eléments, (Στοιχεία)12, ο κ. Αλέν ντε Μπενουά, “πάπας” της νέας δεξιάς, επανέρχεται στο κοινωνικό κίνημα. Η ευρύτητα και η υποστήριξη που απολαμβάνει από την κοινή γνώμη θα ήταν ανεξήγητες εάν επρόκειτο απλώς για μια συντεχνιακή διαμαρτυρία για υπεράσπιση προνομίων. Η πραγματική του διάσταση, “είναι το πνεύμα της εξέγερσης που έχει αποκρυσταλλώσει”, απέναντι στις επιδρομές του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, αποκαλυπτικό της “όλο και πιο γενικευμένης απομάκρυνσης της παγκόσμιας κοινότητας από τις ελίτ, και κατεξοχήν απέναντι σε μια πολιτική τάξη (…) διαμεσολαβητή των χρηματιστηριακών αγορών (…) Οι Γάλλοι έχουν την αίσθηση ότι αυτοί που τους κυβερνούν έχουν απονομιμοποιηθεί στα μάτια τους”. Αφού αναφέρεται “στην φιλελεύθερη δεξιά που έχει παραλύσει, στην καθεστωτική αριστερά, η οποία είχε αρχίσει να υποστηρίζει το σχέδιο του Ζυπέ13 (…), και έχει μείνει σαστισμένη”, κριτικάρει βίαια τις θέσεις του ΕΜ: “Όσον αφορά την αντιδραστική δεξιά, που συνεχίζει να στοιχειώνει από φαντάσματα συνωμοσιών (‘οι τροτσκιστικές μανούβρες’) και την παραδοσιακή αντιδραστική της ιδεολογία (την πικρόχολη καταγγελία της δημόσιας διοίκησης, της εφορίας, των επιδομάτων, της κοινωνικής ασφάλισης), έδειξε για ακόμα μια φορά περίτρανα την τέλεια αδιαφορία της για το κοινωνικό ζήτημα: οι βάρδοι της ‘εθνικής ταυτότητας’ απέφυγαν επιμελώς σ’ αυτήν την υπόθεση, να βρεθούν στο πλευρό των Γάλλων”. Για να επισημάνει ότι καμιά πολιτική ή συνδικαλιστική δύναμη δεν μπόρεσε να δώσει προοπτική σ’ αυτό το ρωμαλέο κίνημα απόρριψης των δεινών που έχει επισωρεύσει ο φιλελευθερισμός: “Αυτή την απόρριψη, ούτε τα συνδικάτα, ούτε οι απεργοί, ούτε οι πολιτικοί άνδρες επιχείρησαν να διευρύνουν ή να προβάλουν στο μέλλον υπό τη μορφή ενός συνεκτικού κοινωνικού και πολιτιστικού σχεδίου”. Τελευταίο μάθημα: εάν δεν υπάρχει πιά κοινότητα συμφερόντων βασισμένων στην εργασία, “ο λαός”, με την προλεταριακή έννοια της λέξης, δεν υπάρχει πια. “Αλλά η κοινωνική αφύπνιση αποδεικνύει ότι ένας καινούργιος λαός αναζητά να συγκροτηθεί”. Μαντεύει κανείς πάνω σε ποιες βάσεις θα μπορούσε να συγκροτηθεί αυτή η “λαϊκή κοινότητα”.
Το Σκέψου και δράσε, μια επιθεώρηση που βρίσκεται στην περιφέρεια της νέας δεξιάς, με έντονη εθνικιστική-επαναστατική χροιά, η οποία απευθύνεται στους νεαρούς ριζοσπάστες της νεολαίας του ΕΜ, στρέφεται κατά των θέσεων του ΕΜ κατά τη διάρκεια των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1995. “Η Εθνική Εβδομαδιαία, η φωνή της δεξιάς αντιδραστικής τάσης του ΕΜ, δεν μας απάλλαξε από τις χονδροειδείς και παρωχημένες επικρίσεις της κατά τη διάρκεια των απεργιών. (…) Το ΕΜ (…) ζητούσε από την εξουσία να επιβάλει σιωπή στις λαϊκές κινητοποιήσεις και να σπάσει τις απεργίες”. “Πρέπει να θυμίσει κανείς στο ΕΜ την αυξανόμενη υποστήριξη που απολαμβάνει από τα λαϊκά στρώματα;” “Εάν οι απεργίες ήταν πολιτικές”, έπρεπε να συμμετέχει και, “εάν το ΕΜ είναι ένα κοινωνικό κίνημα όπως το διεκδικεί, αρμόζει να κατεβεί στο δρόμο για να υπερασπίσει τις κοινωνικές διεκδικήσεις”14. Ο δρόμος είναι ανοιχτός (και) για άλλες ενέργειες: “Μετά τη δημιουργία του συνδικάτου των αστυνομικών του ΕΜ και των ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων του (…), το ΕΜ παίρνει επί τέλους την απόφαση να αναπτύξει τα δίκτυά του μέσα στον κόσμο της εργασίας δημιουργώντας τα δικά του συνδικάτα. Το συνδικάτο των υπαλλήλων του Μετρό του ΕΜ πρόκειται να δημιουργηθεί”.
Η χαοτική τροχιά του Μετώπου ως προς την αποτίμηση του κοινωνικού κινήματος θα ολοκληρωθεί με τη συνέντευξη που θα παραχωρήσει ο Μπρουνό Μεγκρέ στη Μοντ, στις 13 Φεβρουαρίου 1996, όπου εκθέτει αναλύσεις πολύ κοντινές με εκείνες της νέας δεξιάς. “Είμαστε σε προεπαναστική κατάσταση”, διότι υπάρχει “μία ρήξη ανάμεσα στον λαό και τις κατεστημένες ελίτ του, και προπαντός με την πολιτική τάξη. Το κοινωνικό κίνημα του φθινοπώρου υπήρξε η προφανής έκφρασή του”. Δεν μπορεί “να περιοριστεί σε μια διαμάχη παρωχημένου τύπου ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα συνδικάτα που στηρίζονται από τα κόμματα της αριστεράς. Στην πραγματικότητα είναι συνολικά ο κόσμος της εργασίας που εκδηλώθηκε για να εκφράσει την ανησυχία του απέναντι στην αποσταθεροποίηση της οικονομίας μας, δεμένη με την παγκοσμιοποίηση και με το Μάαστριχτ. Δεν είναι τυχαίο που ο χάρτης των μεγαλύτερων διαδηλώσεων ανταποκρίνεται στο χάρτη του ‘όχι’ στο Μάαστριχτ”. Και σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα, συνεχίζει: “Κατανοήσαμε και υποστηρίξαμε απόλυτα αυτό το ρεύμα δυσαρέσκειας”. Πριν αναγγείλει: “Για να συμβεί μια μεγάλη ανατροπή”, χρειάζεται να προστεθεί μια μεγάλη θέληση αλλαγής σ’ αυτή τη ρήξη ανάμεσα στον λαό και τους διοικούντες· εφ’ όσον εκπληρωθούν αυτοί οι δυο όροι, δεν λείπει παρά ένας τρίτος: “η ύπαρξη μιας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης”. “Η μεγάλη πρόκληση για το ΕΜ είναι να ενσαρκώσει αυτή την εναλλακτική λύση”.
Έτσι, σε λιγότερο από δύο μήνες, το ΕΜ θα μεταβάλει εντελώς τη θέση του πάνω στο κοινωνικό κίνημα. Αυτή η ξαφνική αλλαγή θα ήταν ακατανόητη εάν δεν έπαιρνε κανείς υπόψη του τη δουλειά που επιτελέστηκε στους κόλπους του κόμματος για να το “προικίσει με μια θεωρητική συνοχή ως προς το όραμά του για τον κόσμο”,15 δηλαδή, με ένα σύγχρονο φασιστικό πρόγραμμα. Αυτή η στροφή προς ένα αληθινό εθνικοσοσιαλιστικό πρόγραμμα υλοποιήθηκε κυρίως από το περιβάλλον του κ. Μπρουνό Μεγκρέ, ένας αριθμός στελεχών του οποίου διαμορφώθηκε από τη νέα δεξιά. Αρχίζοντας ήδη από το 1992, με τις πενήντα και μία κοινωνικές προτάσεις, έρχεται σε ρήξη με το υπερ-φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα του 1985.
Οι δηλώσεις του Μεγκρέ επρόκειτο να έχουν συνέπεια στην πράξη: τον Φεβρουάριο 1996, υποβλήθηκαν τα καταστατικά του ΕΜ-Υπαλλλήλων του Μετρό, το Μάιο του ΕΜ-TCL (Μέσα Μαζικής Μεταφοράς της Λυόν), (και) εκείνα του ΕΜ-Φυλακές τον Σεπτέμβριο. Επαναδραστηριοποιήθηκε το Κίνημα για μια Εθνική Εκπαίδευση (ΜΕΝ). Ένας τομέας του Μετώπου για την “άμυνα” εκδίδει ένα φυλλάδιο πάνω στο νόμο για τον στρατιωτικό προγραμματισμό: Για τη σωτηρία της πολεμικής βιομηχανίας. Προκηρύξεις του ΕΜ-Ταχυδρομεία καταγγέλλουν τα συνδικάτα “που υποκρίνονται ότι αντιδρούν ενάντια στον κίνδυνο ιδιωτικοποίησης των Ταχυδρομείων”. Μη θέλοντας να περιοριστεί στη δημιουργία συνδικάτων, το ΕΜ σκοπεύει να “ομογενοποιήσει” την εργασία των αγωνιστών του μέσα στον Εθνικό Κύκλο των συνδικαλισμένων εργαζομένων. Στον λόγο του της 1ης του Μάη 1996, ο Λε Πεν θα χαιρετίσει “τους μακρόχρονους αγώνες των εργαζομένων”16. Ένας αγώνας ταχύτητας έχει αρχίσει στην κοινωνική σκηνή.
Μετάφραση: Ελένη Νάκου
1. Βλέπε το Πρόγραμμα του Εθνικού Μετώπου του 1993: “Τριακόσια άμεσα μέτρα για τη σωτηρία της Γαλλίας”. σ. 229 (στα γαλλικά).
2. National Hebdo (NH), αρ. 791, 16-22 Νοεμβρίου 1996.
3. ΝΗ, αρ. 594, 7-13 Δεκεμβρίου 1995.
4. ΝΗ, αρ. 593, 30 Νοεμβρίου-6 Δεκεμβρίου 1995.
5. ΝΗ, αρ. 595, 14-20 Δεκεμβρίου 1995.
6. “Η απεργία των αριστο-συνδικαλιστών”, ΝΗ, αρ. 593, όπ.π.
7. ΝΗ, αρ. 595, 14-20 Δεκεμβρίου 1995.
8. La Vie, Παρίσι αρ. 2627, 4 Ιανουαρίου 1996.
9. “Τα συνδικάτα τρελλάθηκαν”, ΝΗ, αρ. 594, 7-13 Δεκεμβρίου 1995.
10. “28 Νοεμβρίου 1871: Λουί Ροσέλ: ούτε αριστερά, ούτε δεξιά”. ΝΗ, αρ. 593, όπ.π.
11. O Θιέρσος ήταν ο ηγέτης της αντεπαναστατικής κυβέρνησης που κατέστειλε την Κομμούνα (σ.τ.μ.).
12. Robert de Herte, ψευδώνυμο του Alain de Benoist, “Στο δρόμο”, Eléments, Παρίσι, αρ. 35,Φεβρουάριος-Μάρτιος 1996.
13. Ο Αλαίν Ζυπέ ήταν ο πρωθυπουργός της δεξιάς γαλλικής κυβέρνησης (σ.τ.μ.).
14. Réflechir et Agir, Νέα σειρά, αρ. 0, Άνοιξη 1996, σ. 30.