Τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από την δίωξη του άλλοτε «κόκκινου πρίγκηπα» από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας;
Του Brice Pedroletti* από τη Ρήξη φ. 97
Κατ’ αρχάς τα πρόσωπα. Πριν απ’ όλους, ο Μπο Σι Λάι, ένας Κινέζος Κένεντι 64 χρονών, ένας «κόκκινος πρίγκιπας », που προοριζόταν για τα ανώτερα αξιώματα. Η σύζυγός του, πρώην επιτυχημένη δικηγόρος που θα μεταβληθεί σε δολοφόνο. Ο γιος του, φοιτητής και πλέι-μπόι. Ένας γενναιόδωρος δισεκατομμυριούχος, ένας σούπερ-αστυνομικός που ξέπεσε στο ρόλο του Ιούδα, ένας Βρετανός πολίτης στο ρόλο του θύματος και ένας Γάλλος στη θέση του αχυρανθρώπου. Στη συνέχεια, ο τόπος: Η πόλη Τσονκίνγκ, 30 εκατομμύρια κάτοικοι στην καρδιά της Κίνας, και μια μυστηριώδης βίλα στις Κάνες, στο επίκεντρο όλης της συνωμοσίας.
Η απαρίθμηση των ανθρώπων και των τόπων του δράματος, που έληξε τον Αύγουστο, με τη δίκη του Μπο Σιλάι και την καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη στις 22 Σεπτεμβρίου, δίνει τις διαστάσεις μιας πρωτοφανούς υπόθεσης. Οι ακροάσεις της δίκης παρακολουθήθηκαν με πάθος στην Κίνα. Μέσω μικρομπλόγκ, το δικαστήριο ανακοίνωνε στο λογαριασμό του επιλεγμένα στοιχεία (καταθέσεις, αγορεύσεις και βίντεο), αποκαλύπτοντας σε εκατομμύρια χρήστες τον μυστικό κόσμο των κινεζικών ελίτ, όπου ανακατεύονται πολιτική, διαφθορά, σεξ και μάχες για την εξουσία.
Φιλόδοξος, έμπειρος στους κώδικες επικοινωνίας και ωραίος, ο Μπο Σιλάι, καθαρό προϊόν της κινεζικής κομμουνιστικής αριστοκρατίας, γεννήθηκε τη χρονιά της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας (1949). Το «έγκλημά» του ήταν κατ’αρχάς ότι συγκλόνισε την πολιτική του οικογένεια διαταράσσοντας τη σταθερότητα που είχε εδραιωθεί μετά τον σεισμό της πλατείας Τιενανμέν, το 1989, όταν οι διαδηλώσεις λίγο έλειψε να γκρεμίσουν το καθεστώς. Δεν περίμενε να έρθει η ώρα του, με αποτέλεσμα να δυσαρεστήσει πολλούς ιεραρχικά ανώτερους.
Πίσω από αυτό τον άνδρα, που κατηγορείται ότι παρασύρθηκε από μια παρανοϊκή σύζυγο και έναν μακιαβελικό άνθρωπο του υποκόσμου, βρίσκεται επίσης ο χαρισματικός και φιλόδοξος πολιτικός που είχε στοχοποιηθεί από την κινεζική εξουσία. Η ποινή, σκληρότερη από ό, τι ανέμεναν πολλοί παρατηρητές, χρησιμεύει ως παράδειγμα. Διότι ο Μπο Σιλάι θέλησε να αποδείξει τις ικανότητές του, ακόμη και καθ’ υπερβολή, παραβιάζοντας το μεταμαοϊκό χρυσό κανόνα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας: αυταρχισμός, ναι, αλλά υπό τον όρο να είναι συλλογικός και αντιχαρισματικός.
Η ετυμηγορία της 22ας Σεπτεμβρίου είναι κατ’ αρχάς η ετυμηγορία του κόμματος: ο υπ’ αριθμόν ένα, Ζι Τζινπίνγκ, και οι υπόλοιποι ηγέτες του Πολιτικού Γραφείου, δίκασαν στο πρόσωπο του Μπο Σιλάι το πρώην μέλος του Πολιτικού Γραφείου, δηλαδή έναν «σύντροφο», αλλά και γιο του Μπο Γίμπο, ενός από τους οκτώ «αθανάτους» του κόμματος, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στη Μεγάλη Πορεία, προτού θυσιαστούν από τον Μάο, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, και οι οποίοι, στη συνέχεια, θα αποκατασταθούν, επί ηγεσίας Τενγκ Χσιαοπίνγκ.
Η δίκη του Μπο Σιλάι μόνο απρόσωπη δεν ήταν. Ο τελευταίος, κατηγορούμενος για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας, κατηγορίες που μπόρεσε να αμφισβητήσει – πρωτόγνωρη ελευθερία– έδειξε να ανησυχεί, κατά τις συνεδριάσεις, για το μέλλον των δύο γιων του. Επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο η σύζυγός του, διανοητικά ασταθής, πιέστηκε από τους ανακριτές να ισχυριστεί ότι ο ίδιος γνώριζε την ύπαρξη ιδιωτικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης και της βίλας στις Κάνες. Διαβεβαίωσε ότι δεν είχε ιδέα, καθώς ήταν πλήρως απασχολημένος με τα συμφέροντα της χώρας. Ο γοητευτικός ρήτορας κάλυψε τα ίχνη του αναφέροντας το κρυφό ερωτικό πάθος του πρώην αρχηγού της αστυνομίας, Βανγκ Λιζούν, για τη σύζυγό του, Γκου Καϊλάι. Στις λογοκριμένες δηλώσεις του, ο ανεξέλεγκτος Μπο Σιλάι αμφισβήτησε τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για να του αποσπάσουν ομολογίες. Εκείνος απλώς ακολούθησε άνωθεν οδηγίες, υποστήριξε στην απολογία του, οδηγώντας σε παραίτηση τον αρχηγό της αστυνομίας, σπρώχνοντας έτσι τον «προδότη» Βανγκ Λιζούν να αναζητήσει καταφύγιο σε ένα προξενείο των ΗΠΑ, το 2012, πυροδοτώντας το απίστευτο σίριαλ που μόλις έληξε.
Κληρονόμος μιας ισχυρής οικογένειας
Σαν άξιος γιος πριγκιπικής οικογένειας, ο Μπο Σιλάι δεν σταμάτησε να επικαλείται ιστορικές και οικογενειακές περγαμηνές. «Οι κόκκινοι πρίγκιπες έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι η εξουσία τούς ανήκει, επειδή είναι οι κληρονόμοι των ιδρυτών», εξηγεί ο σινολόγος Μισέλ Μπονέν. Πράγματι, ο Μπο Σιλάι έχει πίσω του μια ισχυρή οικογένεια: στο τέλος της δίκης του, στις 26 Αυγούστου, η φάρα τον χειροκρότησε. Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου, σε μια επιστολή στους δικούς του, ο Μπο Σιλάι διαβεβαιώνει ότι θα περιμένει «ήρεμα στη φυλακή», και θα ακολουθήσει «τα χνάρια του πατέρα του», που «φυλακίστηκε πολλές φορές». Αναφέρει το «ένδοξο παρελθόν» των γονιών του και λέει πως «παρηγοριά στη μοναξιά του είναι η φωτογραφία της μητέρας του», η οποία οδηγήθηκε στην αυτοκτονία στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Αυτή η οικογενειακή κληρονομιά, άμεσα δεμένη με την ιστορία του κόμματος, την οποία περιγράφει ο Αυστραλός δημοσιογράφος Τζων Γκαρνάουτ, στο έργο που έχει αφιερώσει στα σκάνδαλα της δυναστείας Μπο ( Η άνοδος και η πτώση του Οίκου των Μπο, Penguin Specials, 2012 ), συνίσταται σε μια διαδοχή ανατροπών.
Στις αρχές της Πολιτιστικής Επανάστασης, το 1966, ο Μπο Σιλάι και δύο από τους αδελφούς του, που φοιτούσαν στο προορισμένο για τις ελίτ Λύκειο του Πεκίνου (ο Μπο Γίμπο, ο πατέρας τους, ήταν τότε αναπληρωτής πρωθυπουργός), ανήκουν στις πρώτες ομάδες των Ερυθρών Φρουρών οι οποίοι διώκουν όσους είναι «αντιδραστικοί» λόγω της «ταξικής τους προέλευσης». Ανάμεσά τους, πολλοί εκπαιδευτικοί. Ο Μπο Σιλάι, δευτερότοκος, 17 ετών τότε, περιγράφεται σίγουρα σαν ο πιο μετριοπαθής της τριάδας. Οι Μπο και οι στενοί συνεργάτες τους επιβάλλουν την «κόκκινη τρομοκρατία»: «Ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά του κόμματος είναι το γεγονός ότι οι πρώτες καταστροφές της Πολιτιστικής Επανάστασης διαπράχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από τους πριγκιπικούς γόνους, που σήμερα βρίσκονται σε στρατηγικές θέσεις εξουσίας», γράφει ο Τζων Γκαρνάουτ.
Πολύ σύντομα, ο άνεμος αλλάζει: Ο Μάο και η «αριστερίστικη» φράξια του καθεστώτος στοχεύουν στην πραγματικότητα την κυβέρνηση του Λιου Σάο Σι. Τον Δεκέμβριο του 1967 συλλαμβάνεται ο Μπο Γίμπο και οδηγείται μπροστά στα πλήθη, στο Στάδιο των Εργαζομένων, στο Πεκίνο, όπου θα διακηρύξει την πίστη του στο κόμμα και θα επιμείνει… να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Αφού κατηγορηθεί ότι ανήκει στην «κλίκα των αποστατών» των Λιου Σάο Σι και Ντενγκ Σιάο Πινγκ, οι οποίοι θεωρούνται «υπερασπιστές του καπιταλιστικού δρόμου», θα υποβληθεί επανειλημμένα σε ταπεινωτικά βασανιστήρια. Μετά τη σύλληψη του πατέρα τους, οι γιοι Μπο στοχοποιούνται από άλλες ομάδες εξεγερμένων. Θα φυλακιστούν για πέντε χρόνια στο στρατόπεδο 789, κοντά στο Πεκίνο. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Μπο Σιλάι παντρεύεται για πρώτη φορά, την κόρη ενός πρώην στελέχους του Πεκίνου. Το 1977 περνάει τις εισαγωγικές εξετάσεις, που μόλις έχουν ξαναρχίσει, και εισάγεται στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Αποκτά την κάρτα του κόμματος το 1980 και θα πραγματοποιήσει ένα μεταπτυχιακό στη δημοσιογραφία, στην Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών.
Το 1984, εκλέγεται γραμματέας του κόμματος σε έναν νομό κοντά στο Νταλιάν, στην επαρχία Λιαονίνγκ (βορειοανατολική Κίνα). Η καριέρα του θα απογειωθεί. Είναι ο λαμπρός δήμαρχος του Νταλιάν, από το 1992, για οκτώ χρόνια, και στη συνέχεια κυβερνήτης της επαρχίας, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον πατέρα του, ο οποίος επανέρχεται στο Πολιτικό Γραφείο, όταν επιστρέφει στην εξουσία ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ.
Ο Μπο Γίμπο είναι ένας από τους «παλιούς» με τη μεγαλύτερη επιρροή στο κόμμα. Διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποπομπή του προοδευτικού Χου Γιάο Μπανγκ, το 1987, και θα υποστηρίξει τη χρήση βίας κατά τη διάρκεια των γεγονότων στην Τιενανμέν. Ο Μπο Γίμπο είναι επίσης ο μέντορας του Ζιανγκ Ζεμίν, το υπ’ αριθμόν ένα στέλεχος που επιβάλλεται από τον Ντενγκ και τους παλιούς το 1989. Ο γέρος θα συνεχίσει, και μετά τον θάνατο του Ντενγκ Σιάο Πινγκ, το 1997, να επηρεάζει τους διορισμούς μέσα στο κόμμα. Πεθαίνει σε ηλικία 98 ετών, τον Ιανουάριο του 2007, αφού είχε θάψει όλους τους άλλους ιδρυτές του καθεστώτος.
Εκείνη τη χρονιά, ο Μπο Σιλάι, ο οποίος συμμετέχει στο Πολιτικό Γραφείο, μετά από τρία χρόνια, ως υπουργός Εμπορίου, εμφανίζεται σαν ένας από τους πλέον υποσχόμενους ηγέτες της γενιάς του. Ωστόσο, υποσκελίζεται από τους δύο δελφίνους, τον Ξι Ζινπίνγκ, ένα άλλο «κόκκινο πρίγκιπα», και τον τεχνοκράτη Λι Κεκιάνγκ, που προωθούνται στην ηγετική ομάδα, τη Μόνιμη Επιτροπή. Ο Μπο Σιλάι γνωρίζει ότι θα πρέπει να δώσει μάχη για να φτάσει στο κορυφαίο κλιμάκιο της εξουσίας, κατά τη διάρκεια του 18ου Συνεδρίου, το 2012. Το Τσονκίνγκ, η γιγαντιαία πόλη στην κεντρική Κίνα, όπου διορίζεται επικεφαλής του κόμματος, θα είναι το εφαλτήριό του.
Η μεγαλούπολη, με την αλματώδη ανάπτυξη, είναι ευνοϊκή για κάθε είδους παράνομο εμπόριο. Ο Μπο Σιλάι καλεί τον Βανγκ Λιζούν, έναν αστυνομικό από το Λιαονίνγκ, για να καθαρίσει την πόλη. Τον Βανγκ Λιζούν, που είναι Μογγόλος, του τον σύστησε η σύζυγός του. Πρόκειται για μια λαμπερή προσωπικότητα, του οποίου η ζωή και η καριέρα έχουν εμπνεύσει μια τηλεοπτική σειρά. Ο ίδιος δεν διστάζει να επιδεικνύει τις ουλές του, αποτέλεσμα του αγώνα του ενάντια στον υπόκοσμο. Η εκστρατεία του Μπο Σιλάι και του υπαρχηγού του ενάντια στη μαφία, που ξεκίνησε το 2009, επαινείται από τον «φιλελεύθερο» Τύπο της Κίνας. Το εύρος της είναι τεράστιο: εκατοντάδες επιχειρηματίες, στελέχη της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και της τοπικής κυβέρνησης καταδικάζονται, κάποιοι σε θάνατο, και εκτελούνται σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
« Ένας δεύτερος Μάο»
Σύντομα, όμως, εγκαθίσταται η αμφιβολία. Σε μια έκθεση, που θα κάνει μεγάλο θόρυβο, το 2011, ένας καθηγητής της Σαγκάης, ο Τονγκ Ζιβέι, διακωμωδεί μια διακυβέρνηση που στηρίζεται στην τρομοκρατία και τις κατασχέσεις ιδιωτικών αγαθών προς όφελος μιας λαϊκιστικής πολιτικής αναδιανομής. Γιατί ο Μπο Σιλάι συνδύασε τη δράση κατά των συμμοριών με μια νεομαοϊκή εκστρατεία χωρίς προηγούμενο. Προτίθεται να δώσει μια «επαναστατική ηθική καθαρότητα» σε έναν κόσμο που «έχει λερωθεί» από το χρήμα: οι συναυλίες με επαναστατικά τραγούδια γίνονται σχεδόν υποχρεωτικές και ο Μπο Σιλάι γεμίζει τα γήπεδα με ένα εκστατικό πλήθος. Τα τοπικά στελέχη αποστέλλονται στην ύπαιθρο. Το κανάλι της δημοτικής τηλεόρασης, χωρίς καμία ιδιωτική διαφήμιση, μεταδίδει την κομμουνιστική προπαγάνδα.
Η πρωτοβουλία γοητεύει όσους έχουν μείνει έξω από το οικονομικό θαύμα, αλλά ξεσηκώνει αγανάκτηση με τον οπισθοδρομικό χαρακτήρα της και τους ιστορικούς συνειρμούς που προκαλεί: Ο πιο μοντέρνος από τους Κινέζους πολιτικούς βάλθηκε να ενσαρκώσει την εκδίκηση των κόκκινων πριγκίπων, εμφανιζόμενος ως ο υπερασπιστής του κομμουνιστικού ιδεώδους απέναντι στους καριερίστες και τους καπιταλιστές που ωφελούνται υπερβολικά από τις ελευθερίες που παραχωρούν οι κυρίαρχοι της χώρας.
«Ο Μπο ήταν ένα δεύτερος Μάο, και αυτός είναι ο λόγος που ενόχλησε», συμπεραίνει ο ιστορικός Γιανγκ Λιφάνγκ, υπογραμμίζοντας ένα παράδοξο: την ομοιότητα των μαοϊκών μεθόδων του Μπο Σιλάι, με εκείνες που χρησιμοποιεί σήμερα ο πρόεδρος Ξι Ζινπίνγκ, τέσσερα χρόνια νεώτερός του, για να «ηθικοποιήσει» τη χώρα, μέσα από μια χωρίς έλεος εκστρατεία κατά της διαφθοράς. Και αν ο εκτροχιασμός του Μπο Σιλάι ήταν εκείνος του πιο υποκριτικού πολιτικού συστήματος, που η σημερινή Κίνα δυσκολεύεται να συμφιλιώσει με τον εκσυγχρονισμό της;
*Ανταποκριτής της Μοντ στο Πεκίνο
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου