Ένα σύντομο χρονικό του νέου ελληνικού Μάη
25 Μαΐου: Έπειτα από κάλεσμα στο φέισμπουκ και στα άλλα κοινωνικά μέσα, πολλές χιλιάδες Αγανακτισμένων διαδηλώνουν ειρηνικά στις κεντρικές πλατείες πολλών ελληνικών πόλεων. Στο Σύνταγμα, οι εκτιμήσεις θέλουν το πλήθος να είναι 20.000, αρκετές χιλιάδες συγκεντρώνονται στην πλατεία του Λευκού Πύργου στη Θεσσαλονίκη.
26-28 Μαΐου: Οι συγκεντρώσεις συνεχίζονται, ενώ οργανώνονται και οι πρώτες λαϊκές συνελεύσεις. Σε Σύνταγμα και Λευκό Πύργο στήνονται σκηνές. Εκδίδονται ψηφίσματα, οργανώνονται επιτροπές δουλειάς, ομάδες συζητήσεων κ.λ.π. Στις κινητοποιήσεις συμμετέχει ένα μωσαϊκό ανεξάρτητων και αυτόνομων κινήσεων πολιτών (π.χ. τοπικές κινήσεις ή το «Δεν πληρώνω», χιλιάδες ανένταχτοι, συνδικαλιστές, οικολόγοι, οργανώσεις της αριστεράς και άτομα από τον αντιεξουσιαστικό χώρο). Μέσα στις συνελεύσεις αρχίζει και ξεκαθαρίζει το τοπίο.
Απ’ τη μία οι δυνάμεις της αδράνειας, μ’ έναν παρωχημένο μεταπολιτευτικό ξύλινο λόγο, κι από την άλλη κατακερματισμένες αλλά μαζικές φωνές, που θέτουν νέα ζητήματα και που προσπαθούν να βάλουν νέες λογικές.
Οι πρώτοι προέρχονται από τους χώρους της κορεσμένης, κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, προέρχονται κυρίως από τα μεσοστρώματα και απασχολούνται ακόμα σε εξασφαλισμένες μορφές εργασίας, που τώρα όμως πλήττονται, κυρίως στο δημόσιο. Αρνούνται να μιλήσουν στο όνομα ολόκληρου του λαού και μιλούν στο όνομα του εαυτού τους, της «αριστεράς» ή του «κινήματος». Ακόμα και η φρασεολογία τους, τους διακρίνει από όλους τους υπόλοιπους. Είναι ένας ιδιαίτερος λόγος, μεταπολιτευτικής συνδικαλιστικής κοπής, που απομακρύνει όλους τους υπόλοιπους και προσελκύει μόνο τους όμοιους πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Οι δεύτεροι έχουν λαϊκότερες αναφορές, ανήκουν σε φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, είναι υποαπασχολούμενοι, άνεργοι, αποτυχημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί της χαμηλότερης κλίμακας. Απορρίπτουν συλλήβδην το σύνολο του πολιτικού συστήματος, επιτίθενται τον καθεστωτικό εθνομηδενισμό, επιμένουν στην άμεση δημοκρατία ώστε να αποκρούσουν τις προσπάθειες προσεταιρισμού του κινήματος από τους πρώτους. Έχουν ως σύμβολό τους την ελληνική σημαία και παλεύουν για τον ριζικό μετασχηματισμό του τόπου. Είναι πιο αυτόνομοι, λιγότερο δογματικοί, πιο ανοιχτόμυαλοι και πιο αυθεντικοί από τους πρώτους, αν και ο λόγος τους είναι πιο συναισθηματικός και δεν έχει βαθιά ιδεολογικά και θεωρητικά ερείσματα. Αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία, όταν οι κινητοποιήσεις αποκτούν πραγματικά μαζικές διαστάσεις, και αποτελούν την αυθεντικότερη τάση του κινήματος.
Αυτή η αντίθεση θα αναδειχθεί ως η κύρια αντίθεση μέσα στις κινητοποιήσεις. Συχνά, παίρνει τη μορφή αντιπαράθεσης στις λαϊκές συνελεύσεις, πράγμα που συμβαίνει κυρίως στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στην Αθήνα, κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο κατά τις πρώτες ημέρες, κι έπειτα σ’ εκείνες όπου υπάρχει μεγάλη μαζική προσέλευση του κόσμου στο Σύνταγμα. Τότε, η συνέλευση γίνεται πραγματικά αντιπροσωπευτική των διαθέσεων και του χαρακτήρα των κινητοποιήσεων, ακόμα και σε στιγμές όπου κυριαρχεί η αντιπαράθεση και όχι η σύνθεση. Αντίθετα, τις υπόλοιπες ημέρες, αρχίζει και δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ των δύο τάσεων, που συχνά επιβεβαιώνεται και χωροταξικά. Οι πρώτοι παραμένουν σε πολύωρες συνελεύσεις, που συχνά εκφυλίζονται σ’ ένα κλίμα φοιτητικού αμφιθεάτρου, ενώ οι δεύτεροι παραμένουν επί της Αμαλίας, κατακερματισμένοι, δίχως κανένα μέσο συνεννόησης ή συνοχής πέρα από τα διάσπαρτα πηγαδάκια που κυριαρχούν.
Κατά παράδοξο τρόπο, ίσως χαρακτηριστικό της συγκυρίας στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, η πολιτική κρίση αναπαράγεται μέσα στο κίνημα, εμφανίζεται και στο εσωτερικό των πλατειών. Η πλειοψηφία του κόσμου παραμένει «αόρατη», δίχως συστηματικό λόγο και παρέμβαση στα άτυπα όργανα που παγιώνονται μέσα στις κινητοποιήσεις, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις, φθαρμένες, όντας ενσωματωμένες στο καθεστώς της μεταπολίτευσης, έστω και ως «εσωτερική αντιπολίτευση», αδυνατούν να τους εκφράσουν.
Κυριακή 29 Μαΐου, πανευρωπαϊκή ημέρα δράσης: Ο ελληνικός λαός κατακλύζειτις πλατείες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι διαδηλώνουν πανελλαδικά ενάντια στο ξεπούλημα και την υποδούλωση της χώρας. Στο Σύνταγμα συγκεντρώνονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, πάνω από 100.000, ενώ ανάλογα μαζικές συγκεντρώσεις πραγματοποιούνται και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας. Η ορμή του πλήθους δίνει ώθηση στο κίνημα. Οι σκηνές αυξάνονται, οι λαϊκές συνελεύσεις μαζικοποιούνται, οι ομάδες δουλειάς και οι επιτροπές πολλαπλασιάζονται.
Ταυτόχρονα όμως, στο Σύνταγμα, οι υποτυπώδεις θεσμοί και δομές δεν μπορούν να ενσωματώσουν τις χιλιάδες του κόσμου που συρρέει. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ένα χάσμα μεταξύ των περισσότερο οργανωμένων δυνάμεων που επικεντρώνονται στη συνέλευση, και του πλήθους που παραμένει επί της οδού Αμαλίας.
Τρίτη 31 Μαΐου: Διοργανώνεται ανοιχτή συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνητική πολιτική από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, με κύριο ομιλητή τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους καθηγητές πανεπιστημίου. Συμμετέχουν δεκάδες χιλιάδες κόσμου, που μεταβαίνουν με διαδήλωση στο Σύνταγμα μετά το τέλος της συγκέντρωσης. Εκεί, πολλοί διαδηλωτές αποκλείουν την έξοδο βουλευτών από το Κοινοβούλιο, αναγκάζοντάς τους να διαφύγουν με φακούς μέσω του Εθνικού Κήπου, με τη συνοδεία αστυνομικών δυνάμεων. Τα ΜΜΕ επιτίθενται για πρώτη φορά τόσο σφοδρά στο κίνημα, καταγγέλλοντας το μπλόκο ως «απόπειρα δημοκρατικής εκτροπής», δείγμα ότι οι άρχουσες τάξεις έχουν αρχίσει να φοβούνται τις διαστάσεις και την ορμή που παίρνουν οι κινητοποιήσεις. Στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας, διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις και συζητήσεις.
Πέμπτη 2 Ιουνίου: Στην Κέρκυρα, αγανακτισμένοι πολίτες πολιορκούν βουλευτές που συμμετέχουν σε δείπνο στα πλαίσια πανευρωπαϊκού συνεδρίου για τη μετανάστευση. Οι βουλευτές φυγαδεύονται με τουριστικά σκάφη. Οι συγκεντρώσεις συνεχίζονται σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος.
Κυριακή 5 Ιουνίου: Δημοσιοποιείται το «Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα» ή δεύτερο μνημόνιο. Το κίνημα απαντάει με την πιο μαζική του στιγμή. Οι πλατείες δονούνται από την οργή του λαού. Όλες οι ελληνικές πόλεις κατακλύζονται από διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Η κυβέρνηση, ενώ την φτύνουν, νομίζει ότι βρέχει. «Να φύγουν όλοι», το κεντρικό σύνθημα των διαδηλώσεων.
5-14 Ιουνίου: Οι συνελεύσεις συνεχίζονται. Σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, πραγματοποιούνται εκδηλώσεις με πανεπιστημιακούς και ανθρώπους των γραμμάτων για το χρέος και την κατάσταση της χώρας. Οι συνελεύσεις επικεντρώνονται στη 15η Ιουνίου, ημέρα που κατατίθεται το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα στην ειδική επιτροπή της Βουλής. Ταυτόχρονα, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ καλούν σε γενική απεργία την ίδια ημέρα. Οι Αγανακτισμένοι προετοιμάζονται για μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις της υποτέλειας κατά το δεύτερο 15θήμερο του Ιουνίου.
Τετάρτη 15 Ιουνίου: Πανελλαδική, γενική απεργία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, για πρώτη φορά με τόσο επιτακτικό τρόπο τίθεται το πρόβλημα της βίας και των συγκρούσεων με την αστυνομία. Μια μειοψηφία «επαγγελματιών» της σύγκρουσης, ενδεδυμένη με τις συνήθεις στολές, επιμένει στον πετροπόλεμο με τα ΜΑΤ. Το πλήθος διαφωνεί. Θέλει να παραμείνει στην πλατεία πάση θυσία, και αντιλαμβάνεται ότι, σε αυτή τη φάση των κινητοποιήσεων, η σύγκρουση συνεπάγεται απομαζικοποίηση και περιθωριοποίηση. Το ίδιο αντιλαμβάνεται και η άλλη πλευρά, μόνο που ελπίζει ότι έτσι θα υπονομεύσει τον αυτόνομο χαρακτήρα των κινητοποιήσεων, θα τις ελέγξει και θα τις εκτρέψει σ’ ένα νέο Δεκέμβρη. Το πλήθος αντιδρά. Αρχίζουν οι αψιμαχίες μεταξύ των διαδηλωτών. Οι «επαγγελματίες της σύγκρουσης» δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα με τα οποία συγκρούονται με τα ΜΑΤ εναντίον των ίδιων των διαδηλωτών. Ένα δράμα εξελίσσεται μπροστά μας, επαναλαμβάνεται σαν σε déjà vu, σε όλα τα κινήματα. Κάθε φορά, «οι δυνάμεις του παλιού κόσμου» προσπαθούν να ποδηγετήσουν με κάθε αυταρχικό μέσο ό,τι νέο και αυθόρμητο πάει να γεννηθεί. Κάποτε, ήταν τα ΚΝΑΤ που χτυπούσαν τους διαδηλωτές, για να τους επαναφέρουν στην πειθαρχημένη γραμμή του «υπαρκτού». Τώρα, είναι οι «μπάχαλοι» που έχουν αναλάβει αυτόν τον ρόλο, και απειλούν να χαντακώσουν ό,τι έχει καταφέρει να κερδίσει το κίνημα κατά τις εβδομάδες των κινητοποιήσεων.
Δεν τα καταφέρνουν. Ούτε αυτοί, ούτε τα ΜΑΤ, που με κάθε μέσο θέλουν να διώξουν τον κόσμο από τις πλατείες. Ο κόσμος αντιστέκεται, παθητικά, παραμένει υπομένοντας τα δακρυγόνα και τις επιθέσεις από όλες τις πλευρές. Απαντάει στις επιθέσεις της αστυνομίας με τραγούδια.
Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων της αστυνομίας χάνει μόνιμα την ακοή του από χειροβομβίδα κρότου-λάμψης ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος. Στην προσπάθειά του να μεταβεί πεζός στο νοσοκομείο ξυλοκοπείται από μέλη της αστυνομικής ομάδας ΔΕΛΤΑ.
Κυριακή 19 Ιουνίου: Πανελλαδική ημέρα διαμαρτυρίας. Ο κόσμος κατεβαίνει και πάλι στις πλατείες, όχι όμως με τη μαζικότητα της 5ης Ιουνίου. Στην Αθήνα, στα πλαίσια συζήτησης για την άμεση δημοκρατία, μιλάει μεταξύ άλλων και ο Μανώλης Γλέζος.
Τρίτη 21 Ιουνίου: Η κυβέρνηση ζητάει ψήφο εμπιστοσύνης. Η πλατεία Συντάγματος γεμίζει και πάλι. Τα ΜΑΤ επιτίθενται ρίχνοντας εκατοντάδες δακρυγόνα. Οι λαϊκές συνελεύσεις επεκτείνονται στις γειτονιές. Ο κόσμος προετοιμάζεται για τις κινητοποιήσεις του διημέρου 28-29 Ιουνίου έξω από τη Βουλή, οπότε και ψηφίζεται το διαβόητο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Τετάρτη 22 Ιουνίου: Οι Σπαρτιάτες Αγανακτισμένοι καταφθάνουν στην Αθήνα, μετά από πορεία 240 χιλιομέτρων και ενώνονται με τους διαδηλωτές του Συντάγματος.
28-29 Ιουνίου: Η χούντα του ΠΑΣΟΚ είναι εδώ. Συνολικά εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου διαδηλώνουν ανά την Ελλάδα ενάντια στη ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, το οποίο πανθομολογουμένως θέτει την Ελλάδα σε καθεστώς δουλείας. Χιλιάδες κόσμου βρίσκονται έξω από το Σύνταγμα. Ξεκινάει το γαϊτανάκι των συγκρούσεων. Η αστυνομία απαντάει και τις δύο μέρες μ’ ένα όργιο καταστολής. Χιλιάδες δακρυγόνα εξαπολύονται, ενώ η βαρβαρότητα ξεπερνάει κάθε προηγούμενο.
Το μεσημέρι της 29ης Ιουνίου ψηφίζεται από τη Βουλή το «Μεσοπρόθεσμο». Πολλοί βουλευτές που είχαν δηλώσει ότι θα το καταψηφίσουν, εντέλει το ψηφίζουν. Ένας από αυτούς, ο Αθανασιάδης του ΠΑΣΟΚ, μπουγελώνεται από τους διαδηλωτές κατά την έξοδό του από τη Βουλή. Αργότερα, δηλώνει ότι ψήφισε το νομοσχέδιο κατόπιν απειλών για τη ζωή του.
Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, το αστυνομικό όργιο αγγίζει τα όρια του παροξυσμού. Πλέον τα ΜΑΤ έχουν εντολή να καθαρίσουν την πλατεία από τους αγανακτισμένους και γι’ αυτό εξαπολύουν σαρωτικές επιθέσεις εναντίον άοπλων διαδηλωτών. Κάποιοι επιμένουν να τους πετάνε πέτρες, αδιαφορώντας για το εάν οι κρανοφόροι τις εκσφενδονίζουν πίσω, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δεκάδες σπασμένα κεφάλια διαδηλωτών. Τα ΜΑΤ επιτίθενται με λύσσα στην πλατεία και κάποια στιγμή εγκλωβίζουν 3.000 ανθρώπους στο μετρό του Συντάγματος, πετώντας μέσα δακρυγόνα. Οι τραυματίες συρρέουν στο αυτοσχέδιο ιατρείο του μετρό, και οι εθελοντές νοσοκόμοι μαζεύουν το αίμα μέσα από το μετρό με τις… σφουγγαρίστρες. Η αστυνομία δεν επιθυμεί συλλήψεις, θέλει να σπάσει στο ξύλο τους διαδηλωτές για να τους αναγκάσει να μην ξανακατέβουν στους δρόμους.
Τις επόμενες μέρες, θα βγουν στο φως της δημοσιότητας πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο επικεφαλής των αστυνομικών επιχειρήσεων χρησιμοποιούσε συστηματικά τα μικρής έκτασης αρχικά επεισόδια, που συνέβαιναν από την πλευρά της Μεγάλης Βρετάνιας, για να διατάσσει επιθέσεις των ΜΑΤ στον κύριο όγκο των διαδηλωτών που βρίσκονταν από την άλλη.
Αργά το βράδυ, οι αψιμαχίες καταλαγιάζουν. Η Αθήνα μετράει τις μελανιές στο σώμα της. Πεντακόσιοι τραυματίες. Πόλεμος. Για πρώτη φορά, όλοι καταλαβαίνουν στην πράξη τι σημαίνει το τέλος της μεταπολίτευσης. Η επιτρεπτικότητα της προηγούμενης περιόδου δίνει τη σκυτάλη σ’ ένα κράτος εχθρό του λαού, στους πραιτοριανούς που χτυπούν για να σκοτώσουν. Ο κόσμος όμως δεν τρόμαξε. Ούτε και θα λουφάξει ξανά στο σπίτι του. Η βία της εξαθλίωσης και της υποδούλωσης στην οποία καταδικάζεται από τους κυβερνώντες είναι πολύ χειρότερη. Οι Έλληνες είναι στριμωγμένοι με την πλάτη στο τοίχο, δεν έχουν τίποτε να χάσουν, έχουν να κερδίσουν μια ελεύθερη ζωή. Παραμένουν στους δρόμους και δίνουν ραντεβού για τις αρχές Σεπτέμβρη.
Σάββατο 2 Ιουλίου: Καθ’ όλη την διάρκεια του καλοκαιριού, οι βουλευτές του μνημονίου κρύβονται σε ιδιωτικά κότερα και πολυτελείς επαύλεις. Διστάζουν να παρουσιαστούν δημόσια, τρέμουν τα γιαούρτια και την οργή του λαού. Μερικές εβδομάδες μετά, στο ΠΑΣΟΚ μαλώνουν ποιος θα εκπροσωπήσει την κυβέρνηση στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο. Κανείς δεν θέλει να πάει. Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα, κάπου στη Σκόπελο, με το ποδηλατάκι του. Ξεκινάει αμέσως το δούλεμα και οι διαμαρτυρίες. Φεύγει κακήν κακώς. Ο πολιτικός κόσμος είναι ένοχος, στη συνείδηση του λαού, για την υποδούλωση της χώρας. Και κυκλοφορεί μόνον νύχτα στους δρόμους, με συνοδεία, σαν καταζητούμενος.
Σάββατο 30 Ιουλίου, 4 π.μ.: Σαν τους κλέφτες, ΜΑΤ και εισαγγελέας εισβάλλουν στην πλατεία Συντάγματος, κατάσχουν τις σκηνές και διαλύουν τις εγκαταστάσεις των Αγανακτισμένων στην πλατεία. Εκείνοι απαντούν: … Ό,τι και να κάνουν δεν μπορούν να μας διώξουν. Οι δρόμοι και οι πλατείες, όπως οι δουλειές, οι παραγωγικές δομές, ο πλούτος αυτής της χώρας και τα δικαιώματά μας ανήκουν σε εμάς. Αυτά δεν τα χαρίζουμε σε κανέναν. Συνεχίζουμε να διεκδικούμε να τα πάρουμε στα χέρια μας. Το είπαμε, το ξαναλέμε και το εννοούμε: Δεν θα φύγουμε αν δεν φύγουν.
Κυριακή 7 Αυγούστου, 6 π.μ.: Μια χούφτα ανθρώπων περικυκλώνεται τα ξημερώματα της Κυριακής από εκατοντάδες αστυνομικούς στον Λευκό Πύργο. Οι Αγανακτισμένοι τους περιπαίζουν. Οι αστυνομικοί, παρουσία εισαγγελέα, μαζεύουν τις σκηνές, σκίζουν τα πανό, και πετούν στα σκουπίδια τις ελληνικές σημαίες, που είχαν αναρτήσει οι διαδηλωτές στους στύλους.