Αρχική » Ψηφίδες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής

Ψηφίδες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής

από admin
Συγγραφέας:

Στέφανος Κωνσταντινίδης

Μία από τις σημαντικές επιτυχίες της τουρκικής νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η εξισορρόπηση των σχέσεων της Άγκυρας με το Ισραήλ και τις αραβικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, παρά τις προνομιακές σχέσεις με το Ισραήλ αναπτύχθηκαν και ξεχωριστές σχέσεις με τους Παλαιστίνιους, σε σημείο που έγινε δεκτός στην Άγκυρα ακόμη και ο αρχηγός της Χαμάς, μετά την εκλογική νίκη της οργάνωσης αυτής. Επιπλέον, η Τουρκία προσφέρει τις καλές της υπηρεσίες και μεσολαβεί ανάμεσα στη Συρία και το Ισραήλ για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους. Φαίνεται ότι οι μεν κεμαλιστές μέσω του στρατιωτικού κατεστημένου εμπνέουν εμπιστοσύνη στο Ισραήλ, ενώ οι ισλαμιστές εμπνέουν την αντίστοιχη εμπιστοσύνη στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο.
Στον χώρο της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, η Τουρκία πέτυχε να ασκήσει μια ισορροπημένη εξωτερική πολιτική. Από τη μία διατήρησε τις καλές σχέσεις με τη Γεωργία, με την οποία τη συνδέουν οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα, και από την άλλη απέφυγε την όποια καταδίκη της Μόσχας με την ευκαιρία της επέμβασής της στη χώρα αυτή. Άλλωστε, οι σχέσεις με τη Ρωσία εξακολουθούν να αναπτύσσονται, κυρίως στο επίπεδο της οικονομικής συνεργασίας. Ανοίγματα έκανε ακόμη η Άγκυρα και προς την Αρμενία, μια χώρα με την οποία οι σχέσεις της ήταν πάντα τεταμένες, λόγω της γενοκτονίας των Αρμενίων, αλλά και της στήριξης που παρέχει στο Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Είναι γεγονός πάντως ότι η Άγκυρα ακολουθεί μια προσεκτική πολιτική στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, έχοντας υπόψη και τη σχετική αποτυχία των ανοιγμάτων που είχε κάνει παλαιότερα, στη δεκαετία του ’90 επί Οζάλ.
Οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, παρά τις περιόδους έντασης που διέρχονται κατά καιρούς και που συνδέονται κατά κύριο λόγο με τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, παραμένουν σταθερές. Ούτε η Ουάσιγκτον επιθυμεί τη διατάραξή τους, εκτιμώντας πάντα τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τα αμερικανικά συμφέροντα, ούτε και η Άγκυρα μπορεί να στερηθεί την πολύτιμη συμπαράσταση των ΗΠΑ σε μια σειρά από θέματα: την ευρωπαϊκή της πορεία, τη μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο με τους αγωγούς που θα μεταφέρουν την ενέργεια της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας, το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Ασφαλώς η ένταση με το Κουρδικό διατηρείται, αλλά και οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να παραμείνει ελεγχόμενη. Έτσι οι Αμερικανοί έχουν εξουσιοδοτήσει την Άγκυρα να διεξαγάγει περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ εναντίον του PKK, αλλά ταυτόχρονα τους έχουν απαγορεύσει να εγκατασταθούν στρατιωτικά στην περιοχή. Η επιλογή των Κούρδων του Ιράκ από την Ουάσιγκτον ως στρατηγικών της εταίρων έχει ως αποτέλεσμα και την άρνησή της να διεξάγει η ίδια οποιεσδήποτε στρατιωτικές επιχειρήσεις για την εκδίωξη του PKK από την περιοχή1.
Στον χώρο των Βαλκανίων, η τουρκική παρουσία είναι επίσης έντονη. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί, για την πολιτική της στην περιοχή, την παρουσία τουρκικών μειονοτήτων , εκφράζοντας τη μουσουλμανική της αλληλεγγύη στους μουσουλμάνους της περιοχής. Εκμεταλλεύεται ακόμη τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην περιοχή, όπως την περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, για να αναπτύξει μαζί της προνομιακές σχέσεις. Σε γενικές γραμμές, η Τουρκία επανέρχεται στα Βαλκάνια κάνοντας χρήση της ισλαμικής και της οθωμανικής παραμέτρου, όπως αυτές ενσωματώνονται στο νεο-οθωμανικό μοντέλο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Μια τρίτη παράμετρος είναι αυτή της γεωπολιτικής, όπου τα Βαλκάνια συνδέονται και με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας.
Οι παράμετροι επομένως της σημερινής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητές χωρίς αναφορά στη συμβίωση αυτή ισλαμισμού και κεμαλισμού2. Σε κάθε περίπτωση, ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός ενισχύει την τουρκική εξωτερική πολιτική και της ανοίγει καλύτερες προοπτικές. Της επιτρέπει από τη μία να συνεχίζει την ευρωπαϊκή και φιλοδυτική της πορεία και από την άλλη της διανοίγει νέους ορίζοντες στον μουσουλμανικό κόσμο για την ανάδειξη της Τουρκίας ως μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης. Ο χαρακτήρας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι νεο-οθωμανικός με την έννοια της ισλαμο-οθωμανικής παράδοσης την οποία υποτίθεται ότι είχε προσπαθήσει κάποτε να ανακόψει ο κεμαλισμός. Εντούτοις, ακόμη και η κεμαλική παράδοση, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί στα πρώτα βήματα της Τουρκικής Δημοκρατίας, υιοθέτησε σταδιακά επεκτατικές βλέψεις.
Στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, η τουρκική εξωτερική πολιτική παραμένει σκληρή και επεκτατική. Στο Αιγαίο στόχος της Άγκυρας παραμένει ο περιορισμός της ελληνικής κυριαρχίας και η επέκταση της τουρκικής. Τα ελληνικά ανοίγματα και η ελληνική στήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας δεν έχουν πετύχει καμιά αλλαγή στους τουρκικούς στόχους και σχεδιασμούς. Είναι χαρακτηριστικό πως το τουρκικό casus belli εξακολουθεί να ισχύει πάντοτε. Στο Κυπριακό, οι τουρκικοί στόχοι παραμένουν επίσης αμετάβλητοι. Η Άγκυρα επιδιώκει τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Ο στόχος αυτός εξυπηρετείται με τον έλεγχο των Τουρκοκυπρίων ως στρατηγικής μειονότητας, με την εγκατάσταση χιλιάδων εποίκων στη Βόρεια Κύπρο, καθώς και με τη στρατιωτική παρουσία στο νησί και τα εγγυητικά δικαιώματα. Στην Κύπρο, η Τουρκία στοχεύει σε μια λύση συνομοσπονδιακού χαρακτήρα, που θα κατοχυρώνει και νομικά τις αλλαγές που επέβαλε το 1974, έτσι που αυτές να έχουν συνέχεια. Εξυπακούεται ότι η πολιτική αυτή στοχεύει στον αποκλεισμό της Ελλάδας από την όλη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ελληνικές αντιδράσεις στην επεκτατική αυτή πολιτική της Άγκυρας παραμένουν χλιαρές. Επί της ουσίας, η στήριξη που παρέχει η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, και όχι μόνον, παρέχεται χωρίς ανταλλάγματα.

Συμπερασματικά
Συμπερασματικά, η τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσιάζεται σήμερα ενισχυμένη, ενώ θα περίμενε κανείς το αντίθετο, με το συγκρουσιακό κλίμα όπως αυτό εμφανίζεται στην Άγκυρα. Αυτό είναι μια ένδειξη πως το νεο-οθωμανικό μοντέλο είναι κοινά αποδεκτό και ότι η εξωτερική πολιτική δεν προκαλεί τριγμούς ανάμεσα στα δύο μεγάλα πολιτικο-κοινωνικά και πολιτικο-ιδεολογικά ρεύματα, το πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό. Κατά καιρούς, μάλιστα, δημιουργείται έντεχνα από τους ισλαμιστές η εντύπωση πως αυτοί είναι πιο διαλλακτικοί στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, αλλά ότι υποκύπτουν στις πιέσεις του στρατο-γραφειοκρατικού κατεστημένου. Πρόκειται για τα γνωστά μυθεύματα που κάποιοι στην Αθήνα και τη Λευκωσία υιοθετούν αβασάνιστα, επειδή ενδεχομένως βολεύουν και τους ίδιους στη δική τους απραξία. Τούτου λεχθέντος, θα ήταν εξίσου λάθος να μη διαπιστώσει κανείς και κάποιες διαφορές σε επικοινωνιακό τουλάχιστον επίπεδο, καθώς και σε επιμέρους δευτερεύοντα θέματα. Αυτό όμως το οποίο συμβαίνει, επί της ουσίας, είναι ότι τα δύο ρεύματα συμπορεύονται και αλληλοσυμπληρώνονται και η αλληλοσυμπλήρωση αυτή καθιστά την τουρκική εξωτερική πολιτική περισσότερο αποτελεσματική και αξιόπιστη. Εν ολίγοις, τουλάχιστον επί του παρόντος, υπάρχει μία μόνον τουρκική εξωτερική πολιτική, η νεο-οθωμανική. Τα περί διαστάσεως ισλαμιστών-κεμαλιστών με τους πρώτους να είναι οι μετριοπαθείς και τους δεύτερους στον ρόλο του σκληρού, αποτελούν απλώς μέρος του ελληνικού φαντασιακού.
Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζει η σημερινή Τουρκία είναι η κρίση ταυτότητας. Η κεμαλική απόπειρα επιβολής του τουρκισμού ως ενοποιητικού στοιχείου απέτυχε. Το νεο-οθωμανικό μοντέλο δεν πέτυχε να ενσωματώσει ούτε τους Κούρδους, επικαλούμενο την κοινή ισλαμικότητα, ούτε και τους Αλεβίτες, αλλά ούτε και τις μικρότερες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες. Το θέμα όμως της κρίσης ταυτότητας στην Τουρκία αντιμετωπίστηκε παρεμπιπτόντως στο άρθρο αυτό. Με μια άλλη ευκαιρία ίσως ιδωθεί με μια πιο σφαιρική ανάλυση που θα εμβαθύνει στις διάφορες συνιστώσες του.
Σημειώσεις:
1. Mehmet Ali Birand, «Gül received good news in the US», Turkish Daily News, February 8, 2007. Michael Rubin, «Green Money, Islamist Politics in Turkey», Middle East Quarterly, Winter 2005.
2. Για μια συνολική αποτίμηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, βλ. ανάμεσα σε άλλα, Philip Robins, Turkish Foreign Policy since the Cold War, London, Hurst & Company 2003,  μολονότι δεν περιλαμβάνει τη σύγχρονη περίοδο με το AKP στην εξουσία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ