Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 63
Μέρος Β΄: Αλτουσέρ και Έλληνες διανοούμενοι
Τι είναι όμως εκείνο που νομιμοποιεί την απαίτηση της ηγεμονίας των διανοουμένων επί του προλεταριάτου αν όχι το γεγονός ότι αποτελούν τον εκπρόσωπο και τον φορέα της «φιλοσοφίας» και των «αντικειμενικών νόμων της ιστορικής κίνησης», απέναντι σε ένα προλεταριάτο που, στην καλύτερη περίπτωση –σύμφωνα με τον Λένιν του Τι να κάνουμε–, δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια ενός αυθόρμητου συνδικαλισμού;
Η πλέον πρόσφατη «φιλοσοφική» εκδοχή αυτής της απαίτησης υπήρξε ο αλτουσεριανός μαρξισμός, δηλαδή μια εκδοχή μαρξισμού προσαρμοσμένη στις ανάγκες μιας θεωρίας που δεν κυριαρχεί πλέον στο εργατικό κίνημα αλλά στα… Πανεπιστήμια. Γι’ αυτό και το πρόταγμα της «μαρξιστικής επιστήμης» θα πάψει να έχει ως σημείο αναφοράς τον Ιστορικό και Διαλεκτικό υλισμό του Ιωσήφ Στάλιν και θα αναφέρεται –τουλάχιστον στα ελληνικά Πανεπιστήμια– στο Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο του Λουί Αλτουσέρ.
Ο Λουί Αλτουσέρ, στα κείμενά του της δεκαετίας του 1960, χαρακτηρίζει ως «ιδεολογία», δηλαδή «ψευδή συνείδηση» και στρεβλή αναπαράσταση, όλες τις κοινωνικές, φιλοσοφικές, και λοιπές αντιλήψεις των ανθρώπων, εκτός από τον «επιστημονικό» μαρξισμό ο οποίος, και μόνον αυτός, συγκροτεί μία νέα «επιστήμη», την «επιστήμη της ιστορίας» και όχι πλέον κάποια ιδεολογία… [ ]
Μια ιδεολογική αναπαράσταση, ο αλτουσεριανός μαρξισμός, αυτοανακηρύσσεται σε φυσική επιστήμη και υποκαθιστά το αλάθητο των παλαιών θρησκειών. Στην πραγματικότητα, όλες οι κοσμοαντιλήψεις και κοσμοθεωρίες είναι ταυτόχρονα «επιστημονικές» –διότι εμπεριέχουν αληθινά στοιχεία, έστω και τα ελάχιστα– και κατ’ ανάγκην «ιδεολογικές», διότι δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη απόφανση η οποία να μη χρωματίζεται από την οπτική ή τα ιστορικά όρια αυτού που την εκφέρει. περιέχουν δηλαδή μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος αλήθειας και ψεύδους. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι ο μαρξισμός υπήρξε, για κάποια ιστορική στιγμή, πλησιέστερα στην «επιστημονική» αλήθεια, δεν έπαυε ταυτόχρονα να αποτελεί μια ιδεολογία. Πρόκειται για μια πανθομολογούμενη κοινοτοπία, ωστόσο, σύμφωνα με τον Αλτουσέρ της δεκαετίας του 1960 και τους σημερινούς Έλληνες μαθητές του, κάτι τέτοιο ισχύει για όλες τις προηγούμενες φιλοσοφίες εκτός από τον μαρξισμό, που μόνος αυτός συνιστά την «καθαρή επιστήμη»:
Ολόκληρη η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας δεν κυριαρχείται από το «πρόβλημα της γνώσης» αλλά από την ιδεολογική λύση, δηλαδή τη λύση που προκαταβολικά επιβάλλουν πρακτικά, ηθικά και πολιτικά «συμφέροντα», ξένα προς την πραγματικότητα της γνώσης (7).
Όλοι λοιπόν οι φιλόσοφοι επηρεάζονταν από την «ιδεολογία» τους εκτός από τους «μαρξιστές-επιστήμονες», για τους οποίους η «ιδεολογία αποτελεί την προϊστορία μιας επιστήμης» (8) και μόνο. Οι τελευταίοι μάλιστα δεν έχουν ανάγκη από το κριτήριο της πρακτικής, διότι η «Μαρξιστική Επιστήμη» έχει κατασκευάσει μια δική της πρακτική, τη «θεωρητική πρακτική», στο εσωτερικό της οποίας κρίνεται η επιστημονικότητα και όχι σύμφωνα με την αντιστοιχία της προς τη χυδαία πραγματικότητα:
Γιατί η θεωρητική πρακτική είναι η ίδια κριτήριο του εαυτού της, περικλείει τους απαιτούμενους τίτλους εγκυρότητας της ποιότητας του προϊόντος του[ ]. Η θεωρία του Μαρξ μπόρεσε να εφαρμοστεί με επιτυχία επειδή ήταν «αληθινή». Δεν είναι αληθινή επειδή εφαρμόστηκε με επιτυχία[ ]. Τους τίτλους γνώσης δεν τους δίνει στη γνώση που παρήγαγε ο Μαρξ η κατοπινή ιστορική πρακτική: το κριτήριο της αλήθειας των γνώσεων που παρήγαγε η θεωρητική πρακτική του Μαρξ το παρέχει η ίδια η θεωρητική του πρακτική, δηλαδή η αποδεικτική αξία, οι επιστημονικοί τίτλοι των μορφών που εξασφάλισαν την παραγωγή αυτών των γνώσεων (9).
Σε αντίθεση δηλαδή με το παραδοσιακό μαρξικό σχήμα του Ένγκελς πως «η πραγματικότητα της πουτίγκας αποδεικνύεται γιατί μπορούμε να τη φάμε», ο μαρξισμός είναι εκ κατασκευής «αληθής» και ως εκ τούτου μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία! [Και παραμένει «αληθής» και μπορεί να συνεχίσει να διδάσκεται αδιατάρακτα στα Πανεπιστήμια, παρά τις αποτυχημένες πρακτικές εφαρμογές του και την κατάρρευση πολλών από τις θεωρητικές του προϋποθέσεις, αρκεί που παραμένει αληθινός ως προς την εσωτερική του λογική!] Η αλήθεια του κρίνεται επί τη βάσει των «επιστημονικών προϋποθέσεών» του, είναι δηλαδή αυτοαναφορική και δεν κινδυνεύει από καμία ιστορική διάψευση.
Ο σταλινικός ή αλτουσεριανός μαρξισμός, ως μία νέα «επιστημονική» θρησκεία, υποκαθιστά όλες τις άλλες «ψευδείς» θρησκείες και αναπαραστάσεις. Σε αυτή την αξίωση της απόλυτης, «επιστημονικής» αλήθειας, θεμελιώνεται ο ολοκληρωτισμός και ο επιστημονισμός των διανοουμένων ελίτ, ως φορέων της «επιστήμης» και του «φωτός» έναντι του σκότους και της «ιδεολογίας». [ ]
Ο Άγγλος ιστορικός Ε. Π. Τόμσον, ο συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα ιστορικά έργα του 20ού αιώνα, της Διαμόρφωσης της εργατικής τάξης στην Αγγλία, μαρξιστής ο ίδιος, θα γράψει ένα εκτεταμένο δοκίμιο κριτικής στον αλτουσερισμό και τη «θεωρητική πρακτική» του, την Ένδεια της Θεωρίας, όπου θα υπογραμμίσει τα θεολογικά χαρακτηριστικά του αλτουσερισμού:
…ο αλτουσεριανός «μαρξισμός» είναι ένα καπρίτσιο διανοουμένων, αλλά δεν σημαίνει γι’ αυτό ότι θα εξαφανιστεί και εύκολα. Οι ιστορικοί οφείλουν να γνωρίζουν ότι τα καπρίτσια [ ] μπορούν να επιδείξουν εκπληκτική επιρροή και μακροβιότητα. [ ] Υποστηρίζω πως αυτή η συγκεκριμένη μόδα έχει πλέον εγκατασταθεί για τα καλά σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα, την αστική λούμπεν-διανόηση: επίδοξους διανοούμενους τους οποίους η ερασιτεχνική διανοητική προπαίδειά τους τούς αφοπλίζει απέναντι σε προφανείς παραλογισμούς και στοιχειώδεις φιλοσοφικές γκάφες [ ] και ταυτόχρονα αστική, γιατί, παρόλο που πολλοί από αυτούς θα ήθελαν να είναι «επαναστάτες», αποτελούν τα προϊόντα μιας ορισμένης «συγκυρίας» που έσπασε τους δεσμούς μεταξύ της διανόησης και της πρακτικής εμπειρίας (τόσο μέσα στα πολιτικά κινήματα όσο και μέσα από τον απόλυτο διαχωρισμό που επιβάλλουν οι σύγχρονες θεσμικές δομές), και έτσι είναι ικανοί να εκτελούν φανταστικά επαναστατικά ψυχοδράματα,[ ] ενώ στην πραγματικότητα επιστρέφουν σε μια πολύ παλιά παράδοση του αστικού ελιτισμού στον οποίο ταιριάζει η αλτουσεριανή θεωρία. [ ] Ο αλτουσεριανός μαρξισμός είναι όχι μόνο ένας ιδεαλισμός αλλά διαθέτει πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας θεολογίας (10).
Όποιος γνωρίζει, και στο ελάχιστο, την ελληνική «σκηνή» της αριστερής διανόησης, θα μείνει κατάπληκτος από την ακρίβεια της περιγραφής, όπως και από την πρόβλεψη του Τόμσον για τη μακροβιότητα μιας μόδας. Εικοσιπέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση αυτού του αποσπάσματος, ο αλτουσεριανός μαρξισμός συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει στα ελληνικά Πανεπιστήμια (11).
Και παραμένει τόσον αδιατάρακτος ώστε μπορεί να παραβλέπει, ή ίσως και να απορρίπτει, την ίδια τη βαθύτατη αυτοκριτική, θεωρητική και προσωπική, στην οποία προέβη ο ύστερος Αλτουσέρ, ανασκευάζοντας στην ουσία τις ίδιες τις θεωρητικές του προκείμενες. Δηλαδή, οι μαθητές του τον αντάμειψαν με το ίδιο νόμισμα με το οποίο είχε ο ίδιος πληρώσει τον Μαρξ – για λογαριασμό του οποίου ανέλαβε να κατασκευάσει μια φιλοσοφία, άσχετα με το τι σκεπτόταν ο ίδιος o Μαρξ (12)! Γεγονός που δέχεται ο Αλτουσέρ σε μεταγενέστερο κείμενό του, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα και την αποτυχία του εγχειρήματος:
[ ] του αποδώσαμε μια φιλοσοφία κυριαρχούμενη από «την ατμόσφαιρα της εποχής», στρουκτουραλιστικής και μπασελαριανής έμπνευσης, η οποία, όσο κι αν παίρνει υπόψη της ορισμένες πλευρές της σκέψης του Μαρξ, ωστόσο δεν νομίζω ότι μπορεί να ονομασθεί μαρξιστική φιλοσοφία. [ ]
Θα μπορούσα να πω ότι, κατά μια ορισμένη έννοια, ο Ραιημόν Αρόν είχε κάποιο δίκιο. Κατασκευάσαμε μια φιλοσοφία του Μαρξ «φανταστική», που δεν υπήρχε μέσα στο έργο του – αν βέβαια περιοριστούμε αυστηρά στο γράμμα των κειμένων του (13).
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αλτουσεριανοί διανοούμενοι, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, παραβλέπουν τον ίδιο τον Αλτουσέρ. Και όμως αυτός, ήδη στο πρώτο «αυτοκριτικό» του έργο, στα Στοιχεία Αυτοκριτικής, το οποίο εξεδόθη το 1972 στη Γαλλία, θα παραδεχθεί από το προοίμιο πως «παρασύρθηκ(ε) σε μια ρασιοναλιστική ερμηνεία της (επιστημολογικής) ‘τομής’, αντιπαραθέτοντας την αλήθεια και το σφάλμα με τη μορφή της [ ] αντίθεσης ‘της’ επιστήμης και ‘της’ ιδεολογίας εν γένει» (14):
Αυτό το «σφάλμα» της ρασιοναλιστικής αντίθεσης ανάμεσα στην επιστήμη (τις αλήθειες) και την ιδεολογία (τα σφάλματα), το θεωρητικοποίησα ( … ) με τρεις μορφές:
1. ένα (θεωρησιακό) σχεδίασμα θεωρίας για τη διαφορά μεταξύ της επιστήμης και της ιδεολογίας, εν γένει.
2. την κατηγορία «θεωρητική πρακτική» (στο μέτρο που, μέσα στο υπάρχον πλαίσιο, τοποθετούσε τη φιλοσοφική πρακτική στο επίπεδο της επιστημονικής πρακτικής).
3. τη (θεωρησιακή) θέση περί φιλοσοφίας, ως «Θεωρίας της θεωρητικής πρακτικής» – που ήταν και το αποκορύφωμα αυτής της θεωρητιστικής τάσης (15).
Ο Αλτουσέρ καταρρίπτει εδώ, λίγα χρόνια μόλις μετά τη διατύπωσή της, τη θεωρία της αντίθεσης ιδεολογίας και επιστήμης «εν γένει». Και όμως, όπως επισήμανε ο Τόμσον αρκετά χρόνια μετά, ο αλτουσερισμός συνέχιζε ακάθεκτος να καταγγέλλει την «ιδεολογία εν γένει» ως ψευδή συνείδηση, παρά την ανασκευή του βασικότερου επιχειρήματός του από τον ίδιο τον ιδρυτή που, στα μεταγενέστερα έργα του, [ ] θα απορρίψει «όλο τον υλισμό της ορθολογικής παράδοσης» και θα αντιπαραθέσει τον υλισμό του «αστάθμητου» του Επίκουρου, του Μαρξ και του Χάιντεγκερ στον «αναγνωρισμένο» υλισμό των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν:
Πρόθεσή μου είναι να επιμείνω στην ύπαρξη μιας υλιστικής παράδοσης που η ιστορία της φιλοσοφίας δεν έχει αναγνωρίσει. Πρόκειται για τη φιλοσοφική παράδοση των Επίκουρου, Δημόκριτου, Machiavelli, Hobbes, Rousseau (του δεύτερου Λόγου), Marx και Heidegger, με τις κατηγορίες που αυτοί υποστήριξαν: του κενού, του ορίου, του περιθωρίου, της έλλειψης κέντρου, της μετατόπισης του κέντρου προς το περιθώριο (και αντιθέτως) και της ελευθερίας. Υλισμός της συνάντησης, της συντυχίας, υλισμός του αστάθμητου εν ολίγοις, που έρχεται σε αντίθεση ακόμη και προς αναγνωρισμένους υλισμούς, συμπεριλαμβανόμενου του υλισμού που αποδίδεται στον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Λένιν, ο οποίος, όπως κάθε υλισμός της ορθολογικής παράδοσης, είναι ένας υλισμός της αναγκαιότητας και της τελεολογίας, μια μορφή δηλαδή μεταμφιεσμένου ιδεαλισμού (16).
Η «αναγκαιότητα» και η τελεολογία του κατεστημένου μαρξισμού –και του αλτουσεριανού– αναγνωρίζονται πλέον ως μια μορφή ιδεαλισμού και μάλιστα θρησκευτικής υφής. Η καθολική κρίση του μαρξισμού ως κανονιστικής θεωρίας και «επιστήμης των επιστημών», όπως προεβλήθη για μεγάλο διάστημα υπό το σχήμα του διαλεκτικού υλισμού, είναι πανθομολογούμενη. Επισημαίνεται και πάλι από τον ίδιο.
Αν ο μαρξισμός του Μανιφέστου και ενός μεγάλου μέρους του Κεφαλαίου είναι νεκρός, [ ] μπορούμε ωστόσο να βρούμε σε αυτόν πολλά για να στοχαστούμε την πραγματικότητα του καπιταλισμού, της πάλης των τάξεων (17).
Ολοκληρώνοντας, ο Αλτουσέρ, μια διαδικασία αυτοκριτικής επανεκτίμησης του «αλτουσεριανού μαρξισμού», φθάνει στην αυτονόητη κατάληξη ενός ειλικρινούς θεωρητικού αναστοχασμού: στη διαπίστωση πως «ο μαρξισμός είναι νεκρός» –προφανώς ως καθολικό σύστημα– με την παράλληλη διαπίστωση πως ο μαρξισμός εξακολουθεί να αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για να μελετήσουμε τη σύγχρονη πραγματικότητα. Απαραίτητο αλλά όχι επαρκές.
Αν αναφερθήκαμε τόσο αναλυτικά στις ξεπερασμένες πια θεωρητικές απόψεις του πρώιμου Αλτουσέρ, το κάναμε για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι οφείλαμε μια αποκατάσταση στη μνήμη του, που έχει δυστυχώς ταυτιστεί με τους άμουσους, ημιμαθείς και ιδιοτελείς «μαθητές» του (18). Ο Αλτουσέρ, με το μεταγενέστερο έργο του, απέδειξε πως διέθετε μια φιλοσοφική στόφα και ένα αξιοσημείωτο διανοητικό θάρρος, για να απορρίψει σχεδόν στο σύνολό του τον… «αλτουσεριανό μαρξισμό».
Δεύτερο και κυριότερο, διότι η Ελλάδα αποτελεί την τελευταία χώρα της Ευρώπης όπου η ακαδημαϊκή σκέψη δεν τολμάει να αμφισβητήσει ούτε καν τον κωδικοποιημένο μαρξισμό και όπου το «μαρξιστικό κατεστημένο», χωρίς φυσικά καμιά ουσιαστική μαρξιστική παραγωγή, περιίπταται αδιατάρακτο πάνω από το τέλμα των ακαδημαϊκών ιδεών. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα όπου οι «μαρξιστές» υπάλληλοι των Πανεπιστημίων, των κομμάτων και των εκδοτικών οίκων, επιβάλλουν ουσιαστικά λογοκρισία σε κάθε κριτική σκέψη. Η τελευταία χώρα όπου ο αλτουσεριανός δομιστικός «μαρξισμός» της δεκαετίας του 1960 όχι απλώς βρίσκει υποστηρικτές στους κύκλους της διανόησης αλλά διδάσκεται στα πανεπιστήμια (19).
Ο Παναγιώτης Σωτήρης, σε πρόσφατη διδακτορική διατριβή του για το έργο του Αλτουσέρ, υποβάλλει σε κριτική τον… ώριμο Αλτουσέρ, για «νομιναλιστικές παρεκκλίσεις» και άρνηση της τελεολογίας (20), [ ] και παρά τις αυτοκριτικές διαπιστώσεις του Αλτουσέρ για τη σχέση ιδεολογίας και επιστήμης, τα «Συμπεράσματα» της ίδιας διατριβής επιμένουν κατ’ εξοχήν στον διαφορισμό επιστήμης (την οποία κατέχουν οι «μαρξιστές επιστήμονες») και ιδεολογίας:
Η ιδεολογία αντιτίθεται στην επιστήμη[ ]. Η επιστήμη στηρίζεται στην αρχή ότι δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις, ενώ η ιδεολογία χαρακτηρίζεται από το αυτονόητο των απαντήσεων, που δεν βιώνονται ως απαντήσεις αλλά ως η ίδια η πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι η ιδεολογία δεν δέχεται τις τομές, οι τομές την αποδιαρθρώνουν (21).
Έτσι οι ιδεολογίες αποτελούν αναγκαστικά «ψευδή συνείδηση» και αντιπαρατίθενται στην επιστήμη, σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του ίδιου του Αλθουσέρ ο οποίος, σε ερώτηση για την «ιδεολογική ή μη» φύση του ανθρώπου, υπήρξε κατηγορηματικός:
Ερ. Απ’ αυτά που λέτε συνάγεται ότι ό άνθρωπος είναι, εκ φύσεως, Ιδεολογικό ον;
Απ. Απολύτως, ένα Ιδεολογικό ζώον. Θεωρώ ότι η Ιδεολογία διαθέτει χαρακτήρα υπερ-ιστορικό, ότι υπήρχε και θα υπάρχει πάντα. Μπορεί να αλλάξει το «περιεχόμενό» της, αλλά ποτέ δεν θ’ αλλάξει λειτουργικά. Αν πάμε στις απαρχές των χρόνων, θα διαπιστώσουμε ότι ό άνθρωπος ζούσε πάντοτε κάτω από ιδεολογικές κοινωνικές σχέσεις (22)[ ].
Μέσα στη σημερινή ιδεολογική συγκυρία, το κύριο έργο μας συνίσταται στο να συγκροτήσουμε τον πυρήνα μιας φιλοσοφίας αυθεντικά υλιστικής και μιας ορθής φιλοσοφικής στρατηγικής, σωστής, ώστε να ξεπηδήσει μια προοδευτική Ιδεολογία (23).
Αν όμως ο «ώριμος Αλτουσέρ», έχοντας εγκαταλείψει τον παιδαριώδη επιστημονισμό της δεκαετίας του 1960, θέτει ως στόχο της «υλιστικής φιλοσοφίας» την ανάδυση μιας «προοδευτικής Ιδεολογίας», οι Έλληνες «αλτουσεριανοί», είκοσι χρόνια μετά, εξακολουθούν να καταγγέλλουν την «ιδεολογία» ως οι νόμιμοι εκπρόσωποι της «επιστήμης». Και, προφανώς, απορρίπτουν, ρητά ή άρρητα, ακόμα και την «προλεταριακή ιδεολογία». Η «επιστήμη του ιστορικού υλισμού», της οποίας εκφραστές είναι οι «επαναστάτες» διανοούμενοι ή ίσως και οι κομματικοί γραφειοκράτες, δεν ταυτίζεται ούτε απορρέει από το προλεταριακό κίνημα και την ιδεολογία του, αλλά έχει «εσωτερικά προς το θεωρητικό σώμα πρωτόκολλα (sic) αντικειμενικότητας» (24), είναι δηλαδή αυτοαναφορική και εκτός ιδεολογικής δέσμευσης:
Ο ένας πόλος είναι η διακριτότητα, η ριζική και πραγματική διαφορά ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία, η ανοικειότητα της θεωρίας του ιστορικού υλισμού απέναντι στο ίδιο το προλεταριακό κίνημα του οποίου το αντικειμενικό συμφέρον υπηρετεί. Είναι ο πόλος που δηλώνει δύο κρίσιμες θέσεις: πρώτον, ότι ο ιστορικός υλισμός δεν προκύπτει αναγκαστικά μέσα από την προλεταριακή ιδεολογία, δεύτερον, ότι η τομή του ιστορικού υλισμού θα μπορούσε και να μην είχε λάβει χώρα (25).
Οι φορείς της «επιστήμης» δρουν αδέσμευτοι από οποιαδήποτε ιδεολογία! Αποτελούν, ως είδος υπερανθρώπων, το έσχατο κατάλοιπο των αυταπατών του επιστημονισμού του 19ου αιώνα, …στις απαρχές του 21ου! Διότι βέβαια, το ιδεολόγημα ότι κοινωνικές επιστήμες και ιδεολογία διαχωρίζονται με σινικό τείχος μεταξύ τους, θεωρείται σήμερα αναχρονιστικό, και άκρως «ιδεολογικό» – έκφραση ενός ιδιαίτερου κοινωνικού στρώματος, των κομματικών γραφειοκρατών και των επαγγελματιών μαρξιστών διανοουμένων, που επιχείρησαν σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή να υποκαταστήσουν την πίστη στην θρησκευτική Παρουσία με την πίστη στην Επιστήμη, αποκαθαρμένη από οποιαδήποτε ιδεολογική σκωρία.
Και όμως ο ίδιος ο μέντορας των Ελλήνων αντι-ιδεολόγων θα θυμίζει πως: «ο άνθρωπος είναι ένα Ιδεολογικό ζώον. [ ] Η Ιδεολογία διαθέτει χαρακτήρα υπερ-ιστορικό, υπήρχε και θα υπάρχει πάντα» (26). Η ιδεολογία δεν είναι η «ψευδής συνείδηση» των ανθρώπων αλλά το σύνολο των αντιλήψεών τους για τον κόσμο, λιγότερο ή περισσότερο επιστημονικών. Και προφανώς, όλες οι επιστημονικές θεωρίες κινούνται μέσα σε ιδεολογικά πλαίσια, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι «ψευδείς» αλλά ότι η αλήθεια τους «χρωματίζεται» και παράγεται μέσα στη γενικότερη ιδεολογία της εποχής, των τάξεων, των ανθρώπων, των εθνικών ή φυλετικών ομάδων κ.ο.κ.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, Η θεμελιώδης Παρέκκλιση, σσ. 142-170, Αθήνα 2004
7. Βλέπε, Λουί Αλτουσέρ, «Από το Κεφάλαιο στη φιλοσοφία του Μαρξ», στο Louis Althusser, Εtienne Balibar, Roger Establet, Pierre Macherey, Jacques Rancière, Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 72.
8. Ό.π., σ. 62.
9. Ό.π., σσ. 82-83.
10. E.P. Thomson, The Poverty of Theory & Other Essays, Merlin, Λονδίνο 1978, σσ. 3-4.
11. Διότι ίσως, σε μια χώρα που κυβερνάται από λούμπεν-πολιτικούς και κυριαρχείται από μια λούμπεν-μεγαλοαστική τάξη, μια «λούμπεν-διανόηση» έχει μεγαλύτερες προϋποθέσεις να παραμείνει ηγεμονική.
12. Ο Αλτουσέρ όντως επαναλαμβάνει πολύ συχνά, πως ο «ώριμος» Μαρξ δεν είχε δημιουργήσει μία φιλοσοφία. Αυτή απλώς συνάγεται από το έργο του, και μάλιστα το Κεφάλαιο, το οποία ανέλαβαν να αναγνώσουν φιλοσοφικά οι συγγραφείς του Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο [Βλ. ό.π., σσ. 14-15].
13. Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, Εκδόσεις ο Πολίτης, Αθήνα 1994, σσ. 29-30.
14. Λουί Αλτουσέρ, Στοιχεία αυτοκριτικής, Πολύτυπο, Αθήνα 1983.
15. Στοιχεία αυτοκριτικής, ό.π., σ. 39.
16. Φιλοσοφικά, ό.π., σ. 35
17. Ό.π., σσ. 193-4
18. Και δεδομένου ότι ο συγγραφέας αυτού του δοκιμίου, σε ανύποπτη εποχή –το 1973, στο πρώτο βιβλίο μου, Το Τέλος του Παλιού Κόσμου– υπέβαλε σε μια καταιγιστική κριτική τον συγγραφέα του Για τον Μαρξ και να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, μέσα στο κλίμα της αντιθεωρησιακής κριτικής της εποχής στο Παρίσι, αισθάνομαι πως θα πρέπει εν μέρει να ανασκευάσω ορισμένους οξείς νεανικούς χαρακτηρισμούς.
19. Τον Νοέμβριο του 2003, οργανώθηκε ημερίδα από την Εταιρεία «Νίκος Πουλαντζάς» με τον εύγλωττο τίτλο «Να διαβάζουμε τον Αλτουσέρ», με εισηγητές τους: Γεράσιμο Βώκο, Άγγελο Ελεφάντη, Σπύρο Λαπατσιώρα, Γιάννη Μηλιό, Αριστείδη Μπαλτά, Χαράλαμπο Νούτσο, Γιώργο Φουρτούνη, Νίκο Χατζηνικολάου. Οι ομιλητές, με εξαίρεση τον Άγγελο Ελεφάντη, δεν αναφέρθηκαν στα μετά το 1970 κείμενα του συγγραφέα, που υποβάλλουν σε μια γενικευμένη κριτική τις παλαιότερες απόψεις του, αλλά επέμειναν στα κείμενα του 1960, που εξακολουθούν να διδάσκονται στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Ο καθηγητής του Πολυτεχνείου, Γιάννης Μηλιός, σε εισήγηση με θέμα «‘Το Κεφάλαιο’ του Καρλ Μαρξ μετά τον Αλτουσέρ», υποστηρίζει πως το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο αποτελεί «το σημαντικότερο ίσως έργο του Γάλλου φιλοσόφου», παραβλέποντας όλη τη μεταγενέστερη θεωρητική αυτοκριτική του. [Βλ. περ. Θέσεις, τεύχος 86, Ιανουάριος Μάρτιος 2004, σ. 12].
20. Βλ. Παναγιώτη Σωτήρη, «Η πρόκληση του νομιναλισμού και ο Λουί Αλτουσέρ», Θέσεις, τ. 86, Ιανουάριος-Μάρτιος 2004, σσ. 31-55.
21. Ό.π., σ.504.
22. Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, ό. π., σ. 61.
23. Ό.π., σ. 67.
24. Παναγιώτης Σωτήρης, ό.π., σ. 528.
25. Ό.π., σσ. 528-529.
26. Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, ό.π., σ. 61.