… και η επόμενη μέρα στην πολύπαθη χώρα
Του Σωτήρη Δημόπουλου από τη Ρήξη φ. 122
Εξ αρχής είχε γίνει αντιληπτό ότι ο πόλεμος στη Συρία θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη εξελίξεων όχι μόνον για τη Μέση Ανατολή, αλλά και για την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Αυτό προέκυπτε για δύο λόγους: Ο πρώτος ήταν η γεωπολιτική θέση της Συρίας στον πυρήνα της Μέσης Ανατολής και ο δεύτερος η ανάμειξη στον συριακό εμφύλιο πολλών ισχυρών εξωτερικών παικτών, σε μια δι’ αντιπροσώπων προώθηση των συμφερόντων τους.
Στην πλημμυρίδα της, κατ’ ευφημισμόν, Αραβικής Άνοιξης, η οποία αποτέλεσε την απόπειρα των ισλαμιστών να αποσπάσουν την εξουσία από τις κοσμικές δυνάμεις, η Συρία ήταν το τελευταίο και το πιο κρίσιμο πεδίο σύγκρουσης. Η μοίρα του Άσαντ φαινόταν προδιαγεγραμμένη, καθώς ο πληθυσμός της χώρας ήταν κατά πλειοψηφία σουνιτικός, ενώ Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Κατάρ εργάζονταν με ζήλο, παρέχοντας κάθε βοήθεια στις αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Επιπλέον, η Δύση, η οποία εν μέσω της δικής της οικονομικής κρίσης έψαχνε ευκαιρίες κέρδους, αλλά και κάποια επιβεβαίωση των ιδεολογικών της δογμάτων, συνέδραμε την ισλαμιστική αντεπανάσταση.
Εντούτοις, οι προβλέψεις τους διαψεύστηκαν οικτρά. Πέντε χρόνια μετά, σ’ έναν πόλεμο που έχει στοιχίσει 250 χιλ. ψυχές, η κατάσταση είναι αντεστραμμένη. Ο Άσαντ είναι ακόμη πρόεδρος της Συρίας και οι δυνάμεις του έχουν αρχίσει την προέλασή τους στα εδάφη που είχε καταλάβει το απεχθές Ισλαμικό Κράτος. Για να φθάσουμε εδώ, όμως, συνέβησαν μια σειρά από καθοριστικές εξελίξεις που άλλαξαν τον ρουν του πολέμου.
• Η αναπάντεχη ικανότητα του καθεστώτος Μπάαθ και του ίδιου του Άσαντ να κρατηθούν όρθιοι στη δυτική Συρία, όπου βρίσκεται και το 80% του πληθυσμού της χώρας, υπήρξε η ουσιαστική προϋπόθεση για ό,τι συνέβη στη συνέχεια. Αποδείχτηκε ότι, παρά την πεποίθηση πολλών ξένων αναλυτών, ο συριακός εθνικισμός, που συνενώνει στους κόλπους του πολλές εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, έχει βαθιές ρίζες.
• Στη Συρία διεξάγεται ένας πόλεμος μεταξύ του σιιτικού τόξου και της σαλαφιστικής εκδοχής του σουνιτικού ισλάμ. Πίσω από τον αλαουίτη Άσαντ συσπειρώθηκαν και πολεμούν δυνάμεις των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, της Χεζμπολάχ του Λιβάνου, των σιιτών του Ιράκ, ακόμη και των σιιτών Χαζάρων του Αφγανιστάν. Επομένως, αυτό που συνέβαινε δεν ήταν δυνατόν να παρουσιάζεται εσαεί ως μια επανάσταση του συριακού λαού κατά ενός αυταρχικού ηγέτη. Πολύ περισσότερο που στις τάξεις των αντιπάλων του βρέθηκε σύσσωμη η «ισλαμιστική διεθνής».
• Διαρκούντος του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, προέκυψε η πολιτική, αλλά και ηθική ήττα της Αραβικής Άνοιξης. Η φρικτή αποκάλυψη του τι έφερνε αυτό που αποκαλείτο «δημοκρατική εξέγερση», έγινε στη Λιβύη –η οποία μετά τον Καντάφι έγινε μια διαλυμένη χώρα–, αλλά και στην Αίγυπτο, όπου οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι αποπειράθηκαν να επιβάλουν ένα μεσαιωνικό καθεστώς. Το ίδιο συνέβη και στη Συρία, όταν το Ισλαμικό Κράτος επέβαλε καθεστώς πρωτοφανούς τρόμου και βίας, σε όσες περιοχές κατακτούσε. Όπως ήταν εύλογο, ο φόβος των τζιχαντιστών ενίσχυσε εν τέλει τις δυνάμεις του Άσαντ.
• Η αντοχή του καθεστώτος επέτρεψε να εκδηλωθεί πιο δυναμικά ο κουρδικός εθνικισμός, που ανέτρεψε τον τυχοδιωκτικό σχεδιασμό της Άγκυρας. Εκεί που ο νεοθωμανός Ερντογάν υπολόγιζε ότι θα επέκτεινε τα όρια της τουρκικής επιρροής, οι Κούρδοι εγκαθίδρυσαν τη δική τους εξουσία και, το κυριότερο, έγιναν πολύτιμοι σύμμαχοι της, πελαγωμένης, Ουάσιγκτον.
• Ο Ομπάμα έδειξε απροθυμία να εμπλακεί σε χερσαίες επιχειρήσεις στη Συρία, μετά τα παθήματα-μαθήματα σε Αφγανιστάν και Ιράκ, παρά τις κραυγές των νεοσυντηρητικών. Η Ουάσιγκτον είχε κάθε συμφέρον από την ανατροπή του Άσαντ. Μ’ αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε τη ρωσική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο, θα δημιουργούσε νέες διαδρομές μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από Σαουδική Αραβία και Κατάρ, μέσω Τουρκίας, στην Ευρώπη και θα απέκοβε το Ιράν από τα σύνορα του Ισραήλ. Ο Λευκός Οίκος, όμως, κατανόησε ότι το κουβάρι της Συρίας ήταν πολύ μπερδεμένο και θα απαιτούσε σκληρές θυσίες εκ μέρους των Αμερικανών. Ακόμη, άλλωστε, είναι νωπό το σοκ από το οδυνηρό τέλος του πρέσβη των ΗΠΑ στη Βεγγάζη.
• Το γεγονός, ωστόσο, που έκρινε την πορεία του πολέμου ήταν, το δίχως άλλο, η ρωσική επέμβαση. Ο Πούτιν, με μια κίνηση ματ, έριξε τον βαρύ και σύγχρονο οπλισμό του στο συριακό μέτωπο. Και το έπραξε αυτό κυριολεκτικά την ύστατη στιγμή, όταν ο στρατός του Άσαντ φαινόταν, στις αρχές του φθινοπώρου του 2015, πως δεν θα μπορούσε να κρατήσει άλλο. Τα κτυπήματα της ρωσικής αεροπορίας ήσαν συντριπτικά και κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τόσο τους αντικαθεστωτικούς της ισλαμικής και μετριοπαθούς αντιπολίτευσης, όσο και τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους. Η Μόσχα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις διαμαρτυρίες των δυτικών αλλά και της Άγκυρας, επέλεξε να δώσει προτεραιότητα στις περιοχές που γειτνίαζαν με την Τουρκία. Γιατί ακριβώς από εκεί γινόταν η μεταφορά ενισχύσεων σε όπλα και μαχητές. Το ρωσικό σχέδιο προσπάθησε να αποτρέψει η Άγκυρα με την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους. Πράξη που ωστόσο προκάλεσε την εγκατάσταση των συστημάτων S-400 στη Συρία, τα οποία πλέον έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οτιδήποτε ίπταται σε όλο τον εναέριο χώρο της Συρίας και όχι μόνον.
Έτσι, παρά τις αρχικές αποτυχίες του αδύναμου συριακού στρατού –με ενισχύσεις από Ιρανούς, Λιβανέζους, Ιρακινούς, αλλά και Ρώσους και με ένα καλά οργανωμένο σχέδιο που ακύρωσε τους υπολογισμούς της Τουρκίας στο Χαλέπι και στα Τουρκομανικά Όρη– η Δαμασκός άρχισε να ελέγχει το παιχνίδι. Ταυτοχρόνως, μεγάλες ήταν οι επιτυχίες των Κούρδων στο βορρά, μαζί με τις συμμαχικές αραβικές –μουσουλμανικές και χριστιανικές– δυνάμεις. Οι Κούρδοι, με την επίδειξη των στρατιωτικών τους ικανοτήτων, που πιστοποιήθηκε μετά την ηρωική μάχη στο Κομπάνι, κέρδισαν με το σπαθί τους τη διεθνή αναγνώριση και την αμερικανική υποστήριξη.
Το Ισλαμικό Κράτος βρέθηκε έτσι σε λαβίδα, χωρίς οι σύμμαχοί του να μπορούν να το ενισχύσουν. Η Τουρκία έσκουζε χωρίς να βρίσκει ευήκοα ώτα στο ΝΑΤΟ για να δημιουργήσει την περίφημη ζώνη ασφαλείας, ενώ η Σαουδική Αραβία απειλούσε με επέμβαση, την ώρα που έχει καθηλωθεί στον βρόμικο πόλεμο της Υεμένης.
Έχοντας λοιπόν το πάνω χέρι στα πεδία των μαχών, η Μόσχα έκανε ακόμη μια απρόσμενη κίνηση: Ανακοινώθηκε η αποχώρηση του βασικού όγκου των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έκπληξη και απορία, αλλά ήταν μια ακόμη υπολογισμένη κίνηση εκ μέρους του Ρώσου προέδρου, που έχει ως στόχο το αύριο της Συρίας:
• Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού αφαίρεσε ένα βασικό επιχείρημα από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Γενεύης, που έκαναν λόγο για βομβαρδισμό αμάχων από τη ρωσική αεροπορία.
• Συνιστά ένα μήνυμα ότι η Ρωσία παίζει με όλους τους παίκτες που σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού –αλλά και τα τετελεσμένα του πολέμου– και δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον άξονα Τεχεράνης-Δαμασκού.
• Τέλος, αφαιρεί τη δυνατότητα σε Άγκυρα και Ριάντ να αποτολμήσουν κάποια χερσαία είσοδο σε συριακό έδαφος, υπό το πρόσχημα κάποιας τρομοκρατικής ενέργειας στη Τουρκία.
• Βεβαίως, η Ρωσία διατηρεί στο συριακό έδαφος βασικά οπλικά συστήματα, όπως τους S-400, αλλά και βομβαρδιστικά αεροσκάφη, καθώς και στρατιωτικούς συμβούλους, που παίζουν καταλυτικό ρόλο στις μάχες, όπως συνέβη και στην Παλμύρα, αλλά και στη χριστιανική πόλη Al-Quarytyan.
Οι εξελίξεις τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ δείχνουν ότι τα ψωμιά του Ισλαμικού Κράτους είναι μετρημένα, παρά τις απόπειρες αιφνιδιασμού που επιχειρεί, όπως αυτή ανατολικά της Δαμασκού, ή η χρήση χημικών, τα οποία χρησιμοποίησε στην DeIr ez-Zur. Ουσιαστικά του μένουν ακόμη δύο σημαντικά οχυρά: η Μοσούλη στο Ιράκ και η Ράκκα στη Συρία. Η βέβαιη πτώση τους δεν θα σημάνει, δυστυχώς, και το τέλος της ολέθριας δράσης τους καθώς θα συνεχίσει με επιθέσεις αυτοκτονίας, όπου μπορεί.
Το ερώτημα, ωστόσο, που ήδη τίθεται είναι αν η Συρία, μετά τον πόλεμο, θα πρέπει να παραμείνει ενιαία, να αποκτήσει ομοσπονδιακή μορφή ή να διαχωριστεί σε κρατίδια.
Το ομοσπονδιακό σχήμα φαίνεται ότι έχει υποστηρικτές κυρίως στο κουρδικό στοιχείο. Οι Κούρδοι στη Ροτζάβα και το σημαντικότερο κόμμα τους, αυτό της «Δημοκρατικής Ένωσης», ήδη ανακήρυξαν την ομοσπονδοποίηση. Θεωρούν ότι με την ένωση των καντονιών του βορρά, στα οποία θα συνυπάρχουν δημοκρατικά όλες οι μειονότητες, θα κερδίσουν τα δικαιώματά τους, που στερήθηκαν επί του καθεστώτος Μπάαθ. Την προοπτική αυτή ίσως τη στηρίζουν και οι ΗΠΑ, που έτσι θα έχουν έναν σταθερό σύμμαχο σε μια κομβική περιοχή, σε συνδυασμό μάλιστα με τη δημιουργία ενός επίσης φιλικού ομόσπονδου «Σουνιστάν», στις ανατολικές πετρελαιοπαραγωγές περιοχές της Συρίας. Αλλά κι οι Ρώσοι δεν είναι κάθετα αντίθετοι σε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς γνωρίζουν ότι η Συρία με την προηγούμενη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξει. Αντιθέτως, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η σταθερότητα στη δυτική Συρία, όπου βρίσκονται και οι ρωσικές βάσεις, ενώ θα έχουν πρόσβαση και στο Κουρδιστάν, με το οποίο παραδοσιακά διατηρούν καλές σχέσεις.
Αντίθετος στην ομοσπονδία είναι ο Άσαντ, που προσδοκά να κρατήσει τη χώρα ενωμένη υπό την εξουσία του, η αντικαθεστωτική αντιπολίτευση, καθώς και η Τεχεράνη, που επιδιώκει τη δημιουργία ενός ενιαίου σιιτικού χώρου μέχρι τον Λίβανο. Αντίθετη είναι βέβαια και η Άγκυρα, που δεν θέλει να δει στα νότια σύνορά της να δημιουργείται ένα οιονεί κουρδικό κράτος, που όχι μόνον θα ενταφιάσει τα νεοθωμανικά όνειρα του Ερντογάν, αλλά θα αναπτερώσει τις ελπίδες και των Κούρδων της Τουρκίας για τη δική τους χειραφέτηση.
Προφανώς, ο δρόμος για τη λήξη του συριακού δράματος είναι ακόμη μακρύς. Όμως, για πρώτη φορά διακρίνεται κάπου στον ορίζοντα το τέλος του. Για να φθάσουμε ως εκεί, βασική προϋπόθεση είναι να βάλουν την υπογραφή τους Ουάσιγκτον και Μόσχα. Αν αυτό συμβεί, θα σημάνει και επισήμως το τέλος της εποχής που άνοιξε με τη συμφωνία Σάικς-Πικώ, την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και είναι βέβαιο ότι αυτό θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες σε όλη τη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο.