Στον γυάλινο κόσμο της κυβέρνησης φαινόμενα όπως οι θάνατοι από ανεπάρκειες του συστήματος δεν έχουν θέση.
Του Θανάση Τζιούμπα από την Ρήξη φ. 130
Το άρθρο της Γκάρντιαν για την κατάσταση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα των μνημονίων, άρθρο που στηρίχτηκε στις αναφορές της Π.Ο.Ε.Δ.Η.Ν. και η «οργισμένη» αντίδραση του υπουργού Ξανθού αποτελούν ένα ακόμη σύμπτωμα της παθογένειας που χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο για την υγεία.
Το ζήτημα της δημόσιας υγείας σε έναν τόπο που βιώνει μια ανθρωπιστική κρίση είναι ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό. Οι συνέπειες των ασκούμενων πολιτικών τα τελευταία χρόνια επιδείνωσαν μια ήδη νοσηρή κατάσταση. Η κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υπηρεσιών υγείας και οι συνέπειές του υπήρξαν σημαία του «αντιμνημονιακού κινήματος», μια σημαία που υπέστειλαν όταν η «ελπίδα» πήρε την εξουσία: στον γυάλινο κόσμο της κυβέρνησης, φαινόμενα όπως οι αυτοκτονίες ή οι θάνατοι από τις ανεπάρκειες του συστήματος δεν έχουν θέση, δεν υφίστανται. Η δημόσια υγεία έγινε ένα ακόμη πεδίο στις κίβδηλες πολιτικές αντιπαραθέσεις, με όλη την ανακολουθία που χαρακτηρίζει τον λόγο της εξουσίας.
Μνημόνια και όχι μόνο
Η σημασία ενός λειτουργικού συστήματος υπηρεσιών υγείας, με την ολοκληρωμένη έννοια του όρου (πρόληψη, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη) αυξάνει σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Στις μέρες μας, οι νοσογόνοι παράγοντες παροξύνονται (κακή ψυχολογία, συνθήκες διαβίωσης, κατάχρηση νόμιμων και παράνομων ουσιών, κακή διατροφή κ.λπ). Αν ταυτόχρονα καταρρέουν και τα συστήματα υγείας, δεν υπάρχει τίποτε να αντισταθμίσει την κοινωνική κρίση. Η πείρα διδάσκει ότι σε αντίστοιχες συνθήκες (π.χ. στην κατάρρευση που ακολούθησε την πτώση των καθεστώτων σε Ρωσία και Κεντρο – Ανατολική Ευρώπη), οι δείκτες υγείας των κοινωνιών κατέρρευσαν. Στη Ρωσία το 2014, είκοσι πέντε χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος, το προσδόκιμο επιβίωσης για τους άνδρες ήταν τα 61,4 έτη! Στην Ελλάδα των μνημονίων, η ένταση της κρίσης είναι βέβαια διαφορετική, αλλά, με το 1/3 του πληθυσμού να βρίσκεται σε συνθήκες φτώχειας, οι δείκτες υγείας έχουν πάρει την κατιούσα.
Η σημερινή οικονομική και δημοσιονομική κρίση δεν είναι από μόνη της η αιτία κάθε παθογένειας. Το επιχείρημα ότι όλα είναι ζήτημα χρημάτων και προσλήψεων, όπως μονότονα επαναλαμβάνουν οι συνδικαλιστικές ρητορικές, έρχεται σε αντίθεση με την προ κρίσης πραγματικότητα: Η δημόσια υγεία στην Ελλάδα δεν έπαυε να έχει προβλήματα, προβλήματα που παρόξυνε η κρίση. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
– Τη δημογραφική κατάρρευση και τη γήρανση του πληθυσμού, που αυξάνει εκθετικά τις ανάγκες υπηρεσιών υγείας και φροντίδας.
– Την αλλαγή στον τρόπο ζωής (αστυφιλία και άρα επιδείνωση των περιβαλλοντικών συνθηκών, αλλαγή στο διατροφικό μοντέλο, επικράτηση καταναλωτικών προτύπων που ανέτρεψαν τη σχέση εργασίας – ελεύθερου χρόνου κ.λπ.)
– Την επικράτηση του βιοϊατρικού μοντέλου που εστιάζει όχι στην πρόληψη, αλλά στην αντιμετώπιση του συμπτώματος.
– Την επέλαση του ιδιωτικού τομέα τόσο στις υπηρεσίες υγείας όσο και στην επιβολή υπερβολικής κατανάλωσης φαρμάκων και περιττών διαγνωστικών πράξεων (προκλητή ζήτηση).
– Τη χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα και την ενδημική διαφθορά (φακελάκι)
– Την κρίση της νοσοκομειακής περίθαλψης, που προκλήθηκε από τη λειτουργία τους ως πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας: οι μετανάστες και οι ανασφάλιστοι προστέθηκαν στους ασθενείς που η ανεπάρκεια των ασφαλιστικών ιδρυμάτων συσσώρευε στις εφημερίες. Το σύστημα υπέστη κορεσμό και το κόστος εκτοξεύτηκε.
– Την παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος με τις ασυνέχειές του, όταν οι πολιτικές μεταβάλλονται ανάλογα με την ανάγκη ενός κόμματος ή, ακόμη χειρότερα, ενός προσώπου στη υπουργική καρέκλα, «να αφήσει το προσωπικό του αποτύπωμα», ασελγώντας πάνω στο σώμα μιας νοσούσας δημόσιας υγείας. Η ψυχική υγεία και οι «μεταρρυθμίσεις» που έχει υποστεί αποτελούν ένα δείγμα των συνεπειών.
Αποτέλεσμα υπήρξε το υψηλό κόστος υγείας στα χρόνια της ανέμελης σπατάλης, ένα κόστος (δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης) που σε καμία περίπτωση δεν συνοδευόταν από ανάλογη ποιότητα υπηρεσιών. Η κρίση έθιξε πρώτα τη δημόσια δαπάνη και μετακύλησε το κόστος στην ιδιωτική, με τη διάλυση των ιατρείων των ασφαλιστικών ταμείων και την «επί συμβάσει Δημόσια Υγεία» του ΕΟΠΥΥ, την αύξηση της εισφοράς του ασφαλισμένου στη φαρμακευτική δαπάνη, την αδυναμία των δημόσιων νοσοκομείων με την υποστελέχωση και τους κλειστούς προϋπολογισμούς να ανταποκριθούν στη ζήτηση κ.λπ. Στη συνέχεια βέβαια, όταν η κρίση επεκτάθηκε πέρα από τα δημόσια οικονομικά στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, η συνολική δαπάνη κατέρρευσε, όχι ως επανόρθωση και θεραπεία μιας παθογένειας, αλλά ως δείκτης του αποκλεισμού από τις υπηρεσίες υγείας των κοινωνικών στρωμάτων που θίχτηκαν κατά τεκμήριο από την κρίση (άνεργοι, χαμηλόμισθοι και περιστασιακά εργαζόμενοι, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.λπ.).
Το τοπίο συμπληρώνεται από την αποψίλωση των δομών δημόσιας υγείας από στελέχη, καθώς βιώνουμε μια συστηματική απομύζηση και φυγή στο εξωτερικό, στα πλαίσια μιας στοχευμένης εκστρατείας στρατολόγησης και εξαγωγής, που βρίσκει προνομιακό χώρο στην υγεία, στα ιατρικά, νοσηλευτικά και παραϊατρικά επαγγέλματα, όχι μόνο των αποφοίτων των αντίστοιχων σχολών, αλλά και ώριμων επαγγελματιών.
Προβοκάτσια και προβοκάτορες
Όλα αυτά δεν αποτελούν πρωτοτυπίες, αλλά διαπιστώσεις που είναι λίγο πολύ κοινές ως κοινότοπες. Πολλά περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του 2014, ή στο «κοστολογημένο» πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός όμως ότι με αυτές ως αφετηρία δεν μπόρεσαν, ο επιστημονικός κόσμος, οι συνδικαλιστές και οι πολιτικοί, να αποφύγουν τις κοινότοπες πολιτικές επιλογές που συντηρούν (ή επιδεινώνουν) την κατάσταση, παραπέμπει στην ανάγκη εξέτασης του ίδιου του μοντέλου υγείας που επικράτησε μονοπωλιακά, εκτοπίζοντας παραδοσιακές πρακτικές, αναθέτοντας κατ’ αποκλειστικότητα την υγεία στους ειδικούς και εμπορευματοποιώντας την.
Ο υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ αντιπαρέρχεται το προφανές και καταφεύγει στη γνωστή κομματική πρακτική προσωπικά, συνεπικουρούμενος από τον «μαίτρ» Πολάκη: «Το δημοσίευμα αναπαράγει την ανεύθυνη καταστροφολογία εκπροσώπων μιας ανυπόληπτης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας» (που ξεχνά πόσο συνέβαλε για να κάθεται στη σημερινή του καρέκλα), ή, «το ΕΣΥ σήμερα σταθεροποιείται και αναβαθμίζεται καθημερινά, γιατρεύει τις πληγές της προηγούμενης εξαετίας, ενισχύεται με πόρους και μόνιμο προσωπικό, το ποσοστό των δημόσιων δαπανών υγείας έχει ανέβει στο 5,1% του ΑΕΠ (από το 4,6%-4,9% της προηγούμενης τριετίας), τα νοσοκομεία εφοδιάζονται κανονικά με φάρμακα και υγειονομικό υλικό, καλύπτουν, χωρίς διακρίσεις, όλους τους ανασφάλιστους πολίτες περιορίζοντας δραστικά την υγειονομική φτώχεια, ενώ προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες της χώρας και τους επισκέπτες της». Ή, όπως έλεγαν στο σχολείο που σπούδασε: «Προβοκάτσια».
Ο κύριος Ξανθός ζει σε άλλη χώρα, ή απλώς δεν χρειάστηκε να επισκεφθεί δημόσιο νοσοκομείο. Όσο για τη δημιουργική του αριθμητική, τα δεκαδικά της αύξησης των δαπανών υγείας σε ένα συρρικνούμενο ΑΕΠ δεν είναι και κάτι για το οποίο μπορεί να νιώθει και πολύ περήφανος.
Και άλλοι προβοκάτορες
H έρευνα όμως με θέμα: «Υγεία και Ευημερία» της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας η οποία παρουσιάστηκε στο 12ο Συνέδριο του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της ΕΣΔΥ (που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εχθρική προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), καταλήγει σε παρόμοια ευρήματα:
«Πολύ πιο «ακριβές», έως και αποτρεπτικές, έχουν γίνει σήμερα οι υπηρεσίες υγείας για μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, σε σχέση με πριν από μία δεκαετία. Το 2016, μόλις ένας στους τέσσερις Ελληνες που χρειάστηκαν πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας την έλαβε χωρίς να πληρώσει ευρώ, όταν δέκα χρόνια πριν οι μισοί Ελληνες λάμβαναν δωρεάν υπηρεσίες. Ως αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής, σήμερα τρεις στους δέκα Ελληνες αποφεύγουν την ιατρική φροντίδα, διότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο κόστος.
Από το 2006 αυξήθηκαν σημαντικά (22,2%) οι επισκέψεις εξαιτίας προσωρινής αδυναμίας ή παροδικής αρρώστιας, ενώ στο ίδιο διάστημα μειώθηκαν κατά 19,1% οι επισκέψεις για αναγραφή συνταγών και κατά 8,7% για προληπτικές εξετάσεις. Το 2006, το 52,6% όσων επισκέπτονταν κάποια υπηρεσία πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας δεν πλήρωνε τίποτα από την τσέπη του. Το αντίστοιχο ποσοστό σήμερα βρίσκεται μόλις στο 25,8%. Περίπου οι μισοί σήμερα (49,7%) πληρώνουν έως 50 ευρώ (15,2% το 2006), ενώ αυξημένο σε σχέση με το 2006 είναι το ποσοστό όσων πληρώνουν από 51 έως 150 ευρώ (από 15,1% σε 18%).
Τρεις στους δέκα Έλληνες (29,9%) δήλωσαν ότι υπήρξαν περιπτώσεις τον τελευταίο χρόνο που δεν αναζήτησαν ιατρική φροντίδα, επειδή δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν οικονομικά. Δύο στους δέκα Έλληνες που αγόρασαν φάρμακα τον τελευταίο μήνα δεν αναζήτησαν ιατρική συνταγή γι’ αυτά, κυρίως επειδή δεν καλύπτονταν από τον ασφαλιστικό τομέα και επειδή το κόστος των φαρμάκων ήταν μικρότερο από το κόστος της επίσκεψης σε γιατρό.
Η έρευνα εστίασε και στην επίδραση της οικονομικής κρίσης στους πολίτες. Όπως κατέδειξε, τα κυρίαρχα συναισθήματα που προκαλεί η παρούσα οικονομική κατάσταση στο 44,6% των πολιτών είναι ανασφάλεια, φόβος, θυμός, αγανάκτηση, απογοήτευση και άγχος, ενώ το ένα πέμπτο των Ελλήνων (20,4%) δήλωσε ότι τον τελευταίο χρόνο δεν μπόρεσε να τραφεί ικανοποιητικά ο ίδιος ή η οικογένειά του εξαιτίας οικονομικών λόγων.
Ένα είναι βέβαιο: η πολιτική ηγεσία του υπουργείου είναι αυτή που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματικά συγκινητική υπερπροσπάθεια των γιατρών και των υπόλοιπων εργαζομένων στο ΕΣΥ να κρατήσουν όρθια και αξιόπιστη τη δημόσια περίθαλψη.