του Γιώργου Ρακκά
Ως γνωστόν, η σχέση της ελληνικής Αριστεράς με το εθνικό ζήτημα υπήρξε εξαιρετικά αντιφατική. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα θα χαντακωθεί, τουλάχιστον δυο φορές, από αυτό, και την ίδια στιγμή, σε άλλη περίοδο, θα αναχθεί εξαιτίας του, προσωρινά βέβαια, σε… ηγεμονική πολιτική δύναμη μέσα στον ελληνικό χώρο.
Πίσω από τη διπλή συντριβή, κατά τη δεκαετία του 1920, κι ύστερα, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, κρύβεται το Μακεδονικό ζήτημα – το προπατορικό αμάρτημα, θα λέγαμε, της ελληνικής Αριστεράς. Στις αρχές του 1920, οπότε και το ΚΚΕ εισέρχεται σε φάση οξείας μπολσεβικοποίησης, παραδίδοντας τους μηχανισμούς λήψεως των αποφάσεών του στην Κομιντέρν, θα λάβει την οδηγία να… στηρίξει τον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό και τους κομιτατζήδες με συνέπεια να απομονωθεί ολοκληρωτικά από τις ελληνικές εργατικές μάζες και να μεταβληθεί σ’ ένα γκρουπούσκουλο μερικών εκατοντάδων ή ελάχιστων χιλιάδων μελών. Και δεν θα ξεφύγει αυτής της περιθωριοποίησης έως ότου αναθεωρήσει, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οπόταν και ο Στάλιν επιβάλλει τη γραμμή του εθνικού λαϊκού μετώπου και το ΚΚΕ «θυμάται» την εθνικοαπελευθερωτική διάσταση, την οποία και αξιοποιεί στο πλαίσιο της εθνικής αντίστασης, και αναδεικνύεται σε ηγεμονική πολιτική της δύναμη.
Την ίδια στιγμή, ο… Χίτλερ και οι ναζί υλοποιούσαν την… πρότερη γραμμή του κόμματος περί «αυτονόμησης της Μακεδονίας» και διαμελισμού της Βορείου Ελλάδος, παραδίδοντας στους Βούλγαρους μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας και υποσχόμενοι στους Σλαβομακεδόνες τη δημιουργία μιας «μεγάλης Μακεδονίας» στο πλαίσιο της γερμανικής Ευρώπης του Τρίτου Ράιχ.
Το εθνικό κεφάλαιο που θα δημιουργήσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ με τον αντικατοχικό του αγώνα θα εξανεμιστεί και πάλι από τη στάση του κόμματος πάνω στο Μακεδονικό, την εποχή του εμφυλίου. Η ακραία τυχοδιωκτική πολιτική του Ζαχαριάδη ξαναστρίβει το τιμόνι 180 μοίρες, το αίτημα για «ανεξάρτητη Μακεδονία» γίνεται πάλι «δίκαιο», καθώς είναι αναγκαία η προσέγγιση με τον Τίτο ώστε να λάβει υλικοτεχνική βοήθεια ο Δημοκρατικός Στρατός, αλλά και για να ενισχύσει τις γραμμές τους από τα ένοπλα σώματα των Σλάβων που δρουν κυρίως στη Δυτική Μακεδονία. Ένας μακιαβελισμός τον οποίον πληρώνουν με πολύ πικρό και τραγικό τίμημα δεκάδες χιλιάδες Έλληνες αγωνιστές, που συμμετείχαν στην Αντίσταση και τον εμφύλιο για την δημοκρατία, την ανεξαρτησία και την κοινωνική δικαιοσύνη – όχι πάντως για να διαμελίσουν την ίδια τους τη χώρα – και κατάντησαν να σέρνονται ελέω Ζαχαριάδη στα στρατοδικεία και τα ξερονήσια με την κατηγορία του εθνοπροδότη και του διαμελιστή.
Όλα τούτα γράφονται όχι απλώς προς υπενθύμιση για το ότι το Μακεδονικό υπήρξε η μεγάλη μαύρη τρύπα της ελληνικής Αριστεράς. Αλλά κυρίως γιατί στοιχειοθετούν μια πικρή αλήθεια ότι η θέση της πάνω στο ζήτημα εθνικής επιβίωσης και συνέχειας της ελληνικής κοινωνίας δεν υπήρξε ποτέ θέση αρχών, αλλά κρινόταν από έναν χυδαίο μικροκομματικό οπορτουνισμό, που ντυνόταν με τη ρητορική της «κομμουνιστικής αναγκαιότητας», ακόμα κι αν αυτή στρεφόταν ανοιχτά ενάντια στο αίσθημα της ίδιας της κοινωνίας που υποτίθεται ότι θα απελευθέρωνε.
Και όλα αυτά είναι, δυστυχώς, τραγικά επίκαιρα καθώς το ίδιο φάντασμα πλανιέται και σήμερα πάνω από τα γραφεία αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, δικτύων και ελευθεριακών καταλήψεων, και τους καλεί όλους να αναλάβουν ξανά τον καταστροφικό αυτόν ρόλο. Έχει λάβει δε, μια νέα έκφραση, εκείνην του συστημικού εθνομηδενισμού.
Χαρακτηριστικό αυτό που συνέβη πριν από μερικές μέρες στη ΛΑΕ. Αρχικώς, οι Παναγιώτης Λαφαζάνης και «Μάκης Ρουγγέρης» (sic!), με δηλώσεις και κείμενά τους, τοποθετήθηκαν θετικά υπέρ του πρώτου συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, ισχυριζόμενοι ότι εκφράζει μια «υγιή και βαθύτερη αγωνία». Ακολούθησε ένα πρωτοφανές ρεσιτάλ υστερίας, από άλλα στελέχη της ΛΑΕ, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι με πνεύμα μεγάλου ιεροεξεταστή κατήγγειλαν κάθε άνθρωπο από τους εκατοντάδες χιλιάδες που παραβρέθηκαν (και που θα παραβρεθούν στην Αθήνα), ότι τάχα βάζει πλάτες στο «φασισταριό», και ότι αυτόματα τίθεται «εκτός αριστεράς και προοδευτικού χώρου». Αυτό το περίεργο αριστερογκεμπελικό υβρίδιο έπιασε τόπο κι έτσι η ΛΑΕ κατέληξε σ’ ένα αλήστου μνήμης κείμενο-σούπα που θέλει να τα περιλάβει όλα, αλλά δεν λέει τίποτα πέραν από την καταγγελία του συλλαλητηρίου, με τα ίδια επιχειρήματα που το έπραξε ο κατά τα άλλα μισητός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ – και που ανακυκλώνονται από τα διεθνή ΜΜΕ του «νατοϊκού μπλοκ», που κατά τα άλλα η ίδια καταγγέλλει. Τραγέλαφος.
Εκείνο, όμως, που δεν είναι διόλου αστείο είναι το πολιτικό αφήγημα με βάση το οποίο επιχειρείται η (αυτο)εξουδετέρωση της μη-κυβερνώσας αριστεράς σε παραπληρωματική δύναμη του εγχώριου και διεθνούς συστήματος: Κεντρικός εχθρός, λοιπόν, σε αυτήν την συγκυρία μιας κατεστραμμένης και τουλάχιστον ημικατεχόμενης χώρας, αναδεικνύεται ο… «εθνικισμός» (sic!), που καταγγέλλεται ως το «όπιο του λαού» καθώς απειλεί να βγάλει από την ντουλάπα τους σκελετούς της παλαιάς εθνικοφροσύνης και να παραπλανήσει τις λαϊκές δυνάμεις από την «ορθή» γραμμή της οικονομικής πάλης και των ταξικών διεκδικήσεων.
Αυτή η γραμμή είναι εξόχως καταστροφική για την Ελλάδα του 2018:
Πρώτον, γιατί το λαϊκό αίσθημα που ωθεί τις λαϊκές τάξεις (γιατί μόνο αυτές είναι ικανές να γεμίσουν τις εκατοντάδες χιλιάδες των συλλαλητηρίων) στο να κινητοποιηθούν γύρω από το Μακεδονικό, όχι μόνο είναι υγιές αλλά, έστω και διαισθητικά, είναι πολύ πιο μπροστά στην ανάλυση του «ιμπεριαλισμού» από εκείνους που το καταγγέλλουν: Γιατί, με δεδομένη την οικονομική, κοινωνική και δημογραφική αποδυνάμωση της χώρας, οποιαδήποτε υποχώρηση έναντι του αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ θα δώσει «σήμα» για τη γενικευμένη αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής ακεραιότητας, από τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό και, φυσικά, τον νεο-οθωμανισμό. Και γιατί αυτή ακριβώς η υποχώρηση μεθοδεύεται από τα ατλαντικά κέντρα, καθώς τα Βαλκάνια γίνονται ξανά το κέντρο μιας παγκόσμιας γεωπολιτικής σκακιέρας: με το νέο πολυπολικό τοπίο της παγκόσμιας τάξης, εκδηλώνεται ένας ανταγωνισμός για την εδραίωση νέων σφαιρών επιρροής στην Βαλκανική, αμερικανικών και ευρωπαϊκών, ρωσικών και κινεζικών, και βεβαίως νεο-οθωμανικών, καθώς η Τουρκία του Ερντογάν έχει πραγματοποιήσει θεαματική πρόοδο στην ηγεμονική της επαναφορά στην Χερσόνησο του Αίμου.
Δεύτερον, γιατί η αρχική κατασυκοφάντηση του λαϊκού αισθήματος γύρω από το Μακεδονικό απ’ όλες τις ηγεσίες, πνευματικές και πολιτικές, της χώρας, υποκρύπτει μια εξόχως ταξική αντιπαράθεση που έχει να κάνει με τον κοσμοπολιτισμό, την παγκοσμιοποίηση και τον πατριωτισμό. Ταξική αντιπαράθεση την οποία οι ίδιοι που, σήμερα, συμμετέχουν οικειοθελώς στις ομοβροντίες κατασυκοφάντησης που εκτοξεύει η καθεστηκυία τάξη την αναγνωρίζουν πολύ εύκολα, λόγου χάρη, στην περίπτωση του Brexit. Αρνούνται όμως να την παραδεχτούν για την Ελλάδα. Ποιο είναι το περιεχόμενό της; Απλούστατα, μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, οι άρχουσες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας έχουν αποσυνδεθεί από την εθνική τους αναφορά, και κινούνται πλέον στο μάτριξ των υπερεθνικών οργανισμών, των δικτύων του παγκόσμιου κεφαλαίου, καθώς και της κυρίαρχης κοσμοπολιτικής ατομικιστικής ψευδοταυτότητας, και άρα εκ των πραγμάτων συγκρούονται με τα συμφέροντα των «από κάτω», που έχουν απομείνει ανυπεράσπιστοι να ζουν σε μια ρημαγμένη χώρα, δεμένοι με τη σκοτεινή της μοίρα. Γιατί μήπως δεν υπάρχει ταξικός ρατσισμός πίσω από τις κοροϊδίες και τους αφορισμούς της «αμόρφωτης πλέμπας» που τάχα σέρνεται πίσω από μαθητευόμενους μάγους της νέας εθνικοφροσύνης, ανόητη να κατανοήσει το πραγματικό της συμφέρον; Ο τύπος και τα ΜΜΕ έβριθαν τέτοιων αναφορών τις μέρες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης και εκεί κανείς συναντούσε μια παράδοξη σύμπτωση απόψεων, από την Τατιάνα Στεφανίδου μέχρι τον.. Παναγιώτη Σωτήρη της ΛΑΕ(!).
Τρίτον, γιατί η άρνησή τους να ανταποκριθούν στο λαϊκό αίσθημα δημιουργεί πραγματικό κίνδυνο ενδυνάμωσης της πατριδοκάπηλης ακροδεξιάς, και ιδίως των ποικιλώνυμων φασιστών που βλέπουν ότι ο συνδυασμός εθνικών και κοινωνικών καταστροφών μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει μερίδες της νεολαίας, και των φτωχότερων τάξεων, στρέφοντάς τις προς το μέρος της.
Κι εδώ η ρητορική των εθνομηδενιστών της Αριστεράς πραγματοποιεί μια θεαματική αντιστροφή, γιατί στην ουσία οι ίδιοι επιταχύνουν την εξέλιξη που χρεώνουν στους αντιπάλους τους. Διότι είναι πολύ επικίνδυνο να στερείται το λαϊκό αίσθημα σοβαρής έκφρασης, όταν όλες οι συστημικές δυνάμεις είναι επί της ουσίας εναντίον του, και όταν όλοι εκείνοι που παρουσιάζονται ως αντισυστημικοί ταυτίζονται επί του προκειμένου με την εξουσία, εγχώρια και ντόπια.
(Όσο για το ποιος «βάζει πλάτες στους φασίστες», ας αναλογιστούν λίγο όλοι όσοι διακινούν αυτό το γκεμπελικό προϊόν, τι έπρατταν το καλοκαίρι του 2015, όταν βρέθηκαν στην πρωτοπορία υποστήριξης του πέτσινου δημοψηφίσματος Τσίπρα, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, κυρώθηκε κοινοβουλευτικά με τις ψήφους των Χρυσαυγιτών. Οι οποίοι βρήκαν σε αυτό μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεπλυθούν από το άγος της δολοφονίας Φύσσα, και το δικαστήριο το οποίο έχουν, αναβαπτιζόμενοι αγωνιστικά μέσα στη μεγάλη δημαγωγική κολυμβήθρα ενός «ΟΧΙ» το οποίο σκαρφίστηκε η κυβέρνηση για να «τσιμεντώσει» το ΝΑΙ. Αλλά φαίνεται πως ακόμα και αυτός ο αντιφασισμός τους είναι «εργαλειακός» και υπόκειται πολύ περισσότερο στη «ζαριά» της συγκυρίας και όχι στη συνέπεια αρχών και θέσεων).
Αν, λοιπόν, υπάρχει κίνδυνος ισχυροποίησης της ακροδεξιάς αυτός προκαλείται από την «εθνομηδενιστική αποστασία της αριστεράς» και όχι από τη διεξαγωγή των συλλαλητηρίων αυτών καθαυτών, στα οποία η λαϊκή συμμετοχή είναι αυθόρμητη και δεν καθοδηγείται από κανέναν παρά μόνο από ένα υγιές, αμυντικό και αντιστασιακό πατριωτικό αίσθημα. Το αν αυτό θα λεηλατηθεί από τυχοδιωκτικές και δημαγωγικές δυνάμεις –όπως εξάλλου συνέβη και με τους Αγανακτισμένους και την κοινωνική κινητοποίηση που προηγήθηκε– δεν έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του αισθήματος αυτού καθαυτού αλλά με έναν ανταγωνισμό που εξελίσσεται μέσα στην κινητοποίηση. Και στο κάτω κάτω της γραφής, είναι πολύ πιο αποτελεσματικό, όπως έδειξαν τα γεγονότα με το μπλοκ του Άρδην στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, να αντιπαρατίθεται κανείς με τον χρυσαυγιτισμό μέσα στο συλλαλητήριο παρά να τους ενισχύει παραμένοντας έξω από αυτό, χαρίζοντάς του συλλήβδην την πάνδημη λαϊκή συμμετοχή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο εθνομηδενισμός οδηγεί την Αριστερά σε ακόμα μια μεγάλη πολιτική καταστροφή και χρεοκοπία. Η οποία θα συντελεστεί καθώς αυτή ωθείται να αναλάβει κοινωνικά καταστροφικό ρόλο μέσα στην παρούσα συγκυρία ρίχνοντας νερό στον μύλο της φαύλης αλληλοδιαδοχής του εμφυλίου με την εθνική καταστροφή.
Το γιατί αυτό δεν γίνεται κατανοητό σήμερα από τους φορείς αυτής της αυτοκτονικής στρατηγικής έχει να κάνει με ένα άλλο τεράστιο ζήτημα το οποίο μόνο επιγραμματικά μπορούμε να θέσουμε εν είδει επιλόγου: Ως κυρίαρχη ιδεολογία ενός παρασιτικού καθεστώτος, που επί δεκαετίες κυβερνούσε ως Βρυξελλόβιο μια βαλκανική χώρα στο σύνορο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, υποκείμενη σε ιδιόμορφες ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά πραγματικότητες, ο εθνομηδενισμός είναι ακραία σχιζοειδής ιδεολογία, με την ψυχιατρική έννοια του όρου. Και παράγει ψυχοπαθολογικές, διπολικές πολιτικές νοοτροπίες, στάσεις και συμπεριφορές. Εξ ου και ο όρος νατοϊκή αριστερά…
1 ΣΧΟΛΙΟ
Eξαιρετική ανάλυση!