του Π. Ήφαιστου, από το Άρδην τ. 9, Αύγουστος 1997
Στο Κυπριακό, “καταστροφή” σημαίνει αποδοχή λύσης που θα ανατρέπει το ισχύον εδαφικό και κυριαρχικό καθεστώς, θα εγκαθιδρύει μη βιώσιμες κρατικές δομές και θα αυξάνει και /ή νομιμοποιεί Τουρκικά δικαιώματα που θα μονιμοποιεί την στρατηγική εποπτεία της Άγκυρας επί της Κύπρου. Στην περίπτωση μιας τέτοιας απόληξης, ενώ για τους Κύπριους οι επιπτώσεις θα είναι άμεσες και απτές, για το Ελλαδικό κράτος θα σηματοδοτήσουν την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη παγίδευση των στρατηγικών του επιλογών, επειδή το ένα δέκατο του Ελληνισμού, στρατιωτικά και πολιτικά, θα καταστεί όμηρος της Τουρκίας.
Ουσιαστικά, μετά το 1974, η απουσία θέασης των στρατηγικών επιλογών, μας έκανε δεινούς “τακτικούς ισορροπιστές”. Δηλαδή, για να επιβιώσουμε, αναπτύχθηκε η ικανότητα λήψης αποφάσεων που ελαχιστοποιούν τις ζημιές βραχυπρόθεσμα έστω κι αν αυτές οι αποφάσεις ουδόλως δημιουργούν προοπτική βιώσιμης μακροχρόνιας διεξόδου. Με άλλα λόγια, αναπτύχθηκε η “ικανότητά” μας να φλερτάρουμε με την καταστροφή (με πρόσχημα το κυνήγι ευσήμων διαλλακτικότητας), ενώ ταυτόχρονα, ίσως για λόγους που σχετίζονται περισσότερο με το ένστικτο επιβίωσης και λιγότερο με τον ορθολογισμό, το κρίσιμο βήμα προς την καταστροφή μένει μετέωρο.
Ενώ αυτή η κατάσταση διαιωνίζεται επί ένα περίπου τέταρτο του αιώνα, κάθε νέα πρωτοβουλία επίλυσης του Κυπριακού δεν μπορεί να παρά να εκτιμηθεί υπό το φως των θεμελιωδών παραμέτρων του προβλήματος, ιδιαίτερα υπό το φως των γεωπολιτικών δεδομένων που δημιούργησε η τουρκική εισβολή του 1974. Ουσιαστικά, στα πρόθυρα του εικοστού πρώτου αιώνα, τα στρατηγικά δεδομένα του κυπριακού προβλήματος είναι τα ίδια ακριβώς όπως με αυτά της επομένης της Τουρκικής εισβολής στο νησί το 1974. Ποιο θα μπορούσε να είναι, επομένως, το ελληνικό εθνικό συμφέρον στο Κυπριακό και ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι προσανατολισμοί βιώσιμων διεξόδων. Στις γραμμές που ακολουθούν, με συντομία, θα οριοθετηθούν τα Ελληνικά συμφέροντα στον Κυπριακό χώρο, θα σκιαγραφηθούν τα βασικά λάθη του παρελθόντος, και θα κατατεθούν μερικές απόψεις για εναλλακτικές προσεγγίσεις και διεξόδους.
Ποιο είναι το εθνικό συμφέρον που καλούμαστε να στηρίξουμε στον Κυπριακό χώρο; Με βάση τους κλασικούς ορισμούς (συμφέρον επιβίωσης, ζωτικό συμφέρον και μείζων συμφέρον), το Ελληνικό “συμφέρον επιβίωσης” στην Κύπρο συνίσταται πρώτο, στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της Τουρκικής στρατιωτικής απειλής και δεύτερο στην εξεύρεση βιώσιμης διεξόδου που θα διασφαλίζει μονίμως τον κυπριακό Ελληνισμό κατά της Τουρκικής στρατιωτικής απειλής. Το άμεσα σχετιζόμενο “ζωτικό συμφέρον”, αφορά την διασφάλιση της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου στο πλαίσιο της επιζητούμενης λύσης του προβλήματος. Τέλος, “μείζων συμφέρον”, άμεσα συνδεδεμένο με τα πρώτα δύο, είναι η διασφάλιση, πριν και μετά την επιζητούμενη λύση του Κυπριακού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται με την ελεύθερη έκφραση, την ελευθερία του στοχασμού και την ελευθερία καλλιέργειας και ανάπτυξης του πολιτισμού του Κυπριακού λαού.
Όσον αφορά τα διαχρονικού χαρακτήρα λάθη προσέγγισης και προσανατολισμού, θα μπορούσε εύκολα να αποδειχθεί πως οι επιλογές μας στηρίχθηκαν στην λανθασμένη άποψη πως στην διεθνή πολιτική υπάρχει κάποιος αντικειμενικός υπέρτατος κριτής και κάποιο διεθνές δικαστήριο που προσδιορίζει το ορθό από το λανθασμένο και αποδίδει δίκαιο σε θέματα διεθνούς πολιτικής. Στηρίχθηκαν, επίσης, στην λανθασμένη αντίληψη πως υπάρχει διεθνής κοινή γνώμη που επηρεάζει τις κυβερνήσεις επί θεμάτων ισχύος και συμφερόντων. Επιπλέον στον διπλωματικό στίβο, στο μέσο του ψυχρού πολέμου, όταν οι εκατέρωθεν υπερδυνάμεις προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν τα εκατέρωθεν ενδοσυνασπισμιακά προβλήματα για να δημιουργήσουν προβλήματα ο ένας στον άλλο, τόσο με τις στάσεις μας επί διαφόρων διεθνών προβλημάτων όσο και με τα αδιέξοδα ανοίγματα μας προς την Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, εμείς νομίσαμε πως μπορούσαμε να παίζουμε με την φωτιά. Όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα των σχέσεων Κύπρου – Ελλάδας, ακολουθήθηκε, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Λευκωσία, στρουθοκαμηλική πολιτική διπλωματικής αποστασιοποίησης του ενός κράτους από το άλλο. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε ν’ αναφερθεί, υπήρξε σχεδόν παντελής απουσία στρατιωτικού ορθολογισμού, δηλαδή επιλογών που θα αποκαθιστούσαν την στρατιωτική ισορροπία στον Κυπριακό χώρο. Όσον αφορά την εξισορρόπηση της Τουρκίας στον Κυπριακό χώρο, η κατάσταση είναι γνωστή: είχαμε, ουσιαστικά, παντελή απουσία της Ελλάδας και μεγάλα ερωτηματικά για την αξιοπιστία του casus belli όταν διακηρύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Πριν το 1974, μετά το 1974 αλλά και σήμερα, στο γεωπολιτικό και πολιτικό τρίγωνο Ελλάδα – Κύπρος – Τουρκία, το στρατηγικό και πολιτικό “calculus” είναι το πιο κάτω: Πρώτο, στρατιωτικά αδύναμη Κύπρος και στρατιωτικά απούσα Ελλάδα, αποδυναμώνει την ελληνική διαπραγματευτική θέση και οδηγεί σε μη βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος. Δεύτερο, στρατιωτικά αδύναμη Κύπρος και στρατιωτικά απούσα η Ελλάδα δημιουργεί τοπικό συσχετισμό ισχύος και συμφερόντων προς τον οποίο κατατείνουν να προσαρμοσθούν οι επιλογές των τρίτων κρατών, των διεθνών οργανισμών. Τρίτο, στρατιωτικά ισχυρή Κύπρος και στρατιωτικά παρούσα Ελλάδα αυξάνει την Τουρκική τρωτότητα, ακυρώνει τις γεωπολιτικές αδυναμίες μας στο τρίγωνο Ελλάδα – Κύπρος – Τουρκία και δημιουργεί προοπτικές τόσο διαπραγματευτικής μας ενίσχυσης όσο και ελάχιστης διασφάλισης σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Τα αποτελέσματα ανορθολογικών επιλογών δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνα. Στην πορεία των ατέρμονων συνομιλιών που ακολούθησαν την Τουρκική εισβολή μέχρι και σήμερα, η Ελληνική πλευρά οδηγήθηκε από υποχώρηση σε υποχώρηση, ευελπιστώντας πως μια τέτοια στάση θα άμβλυνε την Τουρκική επιθετικότητα. Επίσης, η ελληνική πλευρά, εγκλωβισμένη στη λογική της “ομοσπονδίας” – η οποία είναι νοητή και λειτουργική μόνο σε περιπτώσεις εθνικά ομοιογενών κρατών αλλά αδιανόητη στις συνθήκες της Κύπρου και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων – επέτρεψε να αναπτυχθεί η επικίνδυνη άποψη ότι, μπορεί να οικοδομηθεί ένα νέο Κυπριακό κράτος, εδραζόμενο σε πειραματικές θεσμικές, πολιτικές και πολιτισμικές διευθετήσεις, αδιανόητες σε οποιαδήποτε βιώσιμη δημοκρατική πολιτεία.
Ακόμη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, διαστρεβλωτικά και παραπλανητικά, επιστρατεύτηκαν ποικιλόμορφες διεθνιστικές ιδέες, ιδεολογήματα και δοξασίες, που αποσκοπούν στην διευκόλυνση των τερατωδών λύσεων που επεξεργάζονται οι ηγεμονικές δυνάμεις και οι ντόπιοι νεροκουβαλητές τους. Μεταξύ άλλων, επιδιώκεται η αποδυνάμωση του εθνικού φρονήματος και η παραγωγή ιδεολογίας παράδοσης και συμβιβασμού αντί ιδεολογίας αγώνα για επιβίωση υπό συνθήκες ασφάλειας και ελευθερίας.
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν είναι τυχαίο πως σε κάθε νέα “πρωτοβουλία” ο Κυπριακός Ελληνισμός βρίσκεται δέσμιος της Τουρκικής πολιτικής βούλησης και η υποδούλωση του είναι απλώς θέμα χρόνου και συγκυριών.
Η εκτενής αναφορά σε βιώσιμες διεξόδους δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στις λίγες γραμμές που απόμειναν. Όμως, κάθε ένας που έχει διαύγεια σκέψης, πατριωτισμό και εποπτεία των αντικειμενικών παραγόντων που επηρεάζουν το Κυπριακό πρόβλημα, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει πως μετά το 1974, η μόνη διέξοδος ήταν πρώτο, η ανεξαρτήτως θυσιών αμυντική κάλυψη της μεγαλονήσου, δεύτερο, έμμονη άρνηση αποδοχής συμβιβασμών που οδηγούν σε μη βιώσιμες διευθετήσεις, τρίτο, στενότεροι δεσμοί Κύπρου-Ελλάδας σ’ όλο το φάσμα σχέσεων και απόφαση πως ποτέ δεν θα νομιμοποιήσουμε με την θέλησή μας την τουρκοποίηση μέρους της Κύπρου. Ένα άλλο συναφές ζήτημα είναι η απελευθέρωση των κατεχομένων και η εκδίωξη των Τούρκων εισβολέων. Ενώ, εξ αντικειμένου, οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι δεδομένες, είναι θέμα αξιοπιστίας της εθνικής στρατηγικής να συμπεριλαμβάνεται στα στρατιωτικά μας και διπλωματικά μας σενάρια το ενδεχόμενο, όταν και εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να εκδιωχθεί ο εισβολέας από το νησί. Βεβαίως, περιττό να τονισθεί πως φθάσαμε το έσχατο σημείο ιδεολογικού ξεπεσμού, εάν υπάρχουν Έλληνες που θα αμφισβητήσουν το δικαίωμά μας να εκδιώξουμε τον εισβολέα, όταν και εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Συμπερασματικά, τα θεμελιώδη διλήμματα και τα γεωστρατηγικά δεδομένα του Κυπριακού προβλήματος, δυστυχώς, παραμένουν αναλλοίωτα. Κύπρος και Ελλάδα είναι, ουσιαστικά, όμηροι της Τουρκικής πολιτικής βούλησης, γεγονός που δημιουργεί πολιτικές “λογικές” στις οποίες κάθε τρίτος διαπραγματευτής αναμενόμενα εναρμονίζεται ζητώντας από την αδύνατη πλευρά να προσαρμοσθεί στα τετελεσμένα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον υπάρχουν υπεύθυνοι Έλληνες πολιτικοί στην Κύπρο και στην Ελλάδα που θα έκαναν το άλμα στο κενό με την αποδοχή μιας μη βιώσιμης λύσης. Ακόμη και εάν δεν βρεθούν, όμως, το πρόβλημά μας παραμένει. Η μόνη διέξοδος, όπως ήδη υποστηρίχθηκε, ήταν και θα συνεχίσει να είναι οι στενότεροι δεσμοί Κύπρου-Ελλάδας, συνοδευόμενοι από πολιτικές αποφάσεις όπως οι πιο κάτω: Πρώτο, άρνηση νομιμοποίησης των τετελεσμένων και εμμονή στις αρχές μιας βιώσιμης λύσης, δηλαδή, στην δημιουργία ενός κράτους που θα στηρίζεται στην δημοκρατία, τον πλουραλισμό και την ελευθερία. Δεύτερο, ενίσχυση της άμυνάς μας στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Τρίτο, ανάπτυξη αποτελεσματικών συμμαχιών και διπλωματικών επιλογών όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέταρτο, υιοθέτηση επιλογών σ’ όλο το πιθανό φάσμα σχέσεων, οι οποίες θέτουν την Κυπριακή Δημοκρατία σε μόνιμη τροχιά “σύζευξης” με το Ελλαδικό κράτος. Για όσους (ακόμη) επηρεάζονται από παρωχημένες θέσεις και ιδέες για τις σχέσεις Κύπρου-Ελλάδας, καλύτερα να αναρωτηθούν για την τύχη των Ελλήνων της Κύπρου στον ορίζοντα των είκοσι ή τριάντα χρόνων, είτε στην περίπτωση που δεν υπάρξει λύση είτε στην περίπτωση που υπάρξει αλλά αποδειχθεί ατελέσφορη. Σε κάθε περίπτωση, συμφέρον και σύνεση επιβάλλει τις στενότερες δυνατές σχέσεις τόσο στο κρατικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο. Η ύπαρξη ενός ευημερούντος Ελληνικού κράτους, είναι συνάρτηση της αξιοπιστίας μας και η αξιοπιστία μας συνάρτηση της ικανότητάς μας να υπερασπίσουμε τα ζωτικά μας συμφέροντα. Στην Κύπρο, αυτό ακριβώς διακυβεύεται. Αναμφίβολα, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Ούτε έχουμε την πολυτέλεια, όμως, να παγιδεύσουμε την διπλωματία μας και να αφήσουμε τους Έλληνες της Κύπρου έρμαιο της Τουρκικής πολιτικής βούλησης.