Σκίτσο του Ηλία Μακρή από την Καθημερινή.
Του Γιώργου Ρακκά από την Ρήξη φ. 141.
Το σκάνδαλο με τη Νοβάρτις θέτει επί τάπητος πολύ σοβαρά ζητήματα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τα οποία ακριβώς ενταφιάζονται μέσα στη δημόσια συζήτηση, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοδοτεί στην προπαγανδιστική διαχείριση των δεδομένων του, για να διασκεδάσει το γεωπολιτικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει και να συνεχίσει την τακτική της «καμένης γης» στην αντιπαράθεσή του με την αντιπολίτευση. Με αυτόν τον τρόπο χάνεται, όμως, από τον ορίζονται, η ουσία του ζητήματος: Ότι, δηλαδή, στο πλαίσιο μιας ενάρετης κρατικής διαχείρισης, η φαρμακευτική δαπάνη θα πρέπει να κατευθύνεται προς την ενίσχυση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας. Αποτελεί δηλαδή, όπως και οι κρατικές προμήθειες γενικότερα, εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής μέσω της έμμεσης χρηματοδότησης εγχώριων δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Στην Ελλάδα, ιδίως κατά τα τελευταία 25-30 χρόνια, αυτή η δυνατότητα εκχωρήθηκε από το ίδιο το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα εξουσίας στις ξένες πολυεθνικές, με το αζημίωτο, δηλαδή τη ροή ποταμών μαύρου πολιτικού χρήματος αφενός και της εκτεταμένης διαφθοράς ενός μεγάλου μέρους της ίδιας της κοινωνίας, όπως έγινε με τους μεγαλογιατρούς.
Όσο για το πολιτικό χρήμα, και μετά την εκταμίευσή του, δεν κατέληγε μόνο στις τσέπες τον μεσιτών της κρατικής προμήθειας (όπως συνηθίζουν να υπονοούν τα κατεστημένα ΜΜΕ), αλλά χρησιμοποιούνταν κατ’ εξοχήν από τα κόμματα εξουσίας για να χρηματοδοτήσουν την παρουσία και την παραμονή τους στο πολιτικό παιχνίδι, αγοράζοντας τις φιλίες με ΜΜΕ, ή την υποστήριξη συγκεκριμένων δημοσιογράφων, χρηματοδοτώντας τις δραστηριότητες των κομματικών στρατών, τις προεκλογικές εκστρατείες για τις εθνικές εκλογές, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα κλαδικά σωματεία κ.ο.κ.
Συνήθως, και όπως συνέβη με τις αποκαλύψεις και στην Ελλάδα για το μαύρο πολιτικό χρήμα, κόμματα και ΜΜΕ έχουν υιοθετήσει μια τακτική εξατομίκευσης των σκανδάλων, για να υποκρύψουν αυτήν ακριβώς τη «συστημική» τους λειτουργία: Αυτό συνέβη με τον Άκη Τσοχατζόπουλο και το ΠΑΣΟΚ, τον Παπαγεωργόπουλο και τη ΝΔ. Ή, χειρότερα, με τον Τσουκάτο, τη Siemens και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ – υπόθεση η οποία επανήλθε προσφάτως με τις ομολογίες Αυγερινού – όπου αποκαλύφθηκε ανοιχτά η κομματική χρήση του μαύρου χρήματος της διαπλοκής, δίχως όμως κανείς να δώσει συνέχεια σε κάτι που συνιστά απροκάλυπτα πολιτικό έγκλημα.
Ποια η μορφή του; Η πολιτική ιδιωτικοποίηση, καθώς η κομματική απήχηση στα κοινωνικά ακροατήρια εν πολλοίς εξαγοράζεται· τα κόμματα εξουσίας χρησιμοποιούν την διαχείριση της εξουσίας για να μεσιτεύσουν τον δημόσιο πλούτο στα μεγάλα συμφέροντα· τα τελευταία πληρώνουν για να αποκτήσουν διευρυμένη πρόσβαση στην απομύζησή του – κι έτσι τα κόμματα λαδώνουν τους μηχανισμούς που τα αναπαράγουν στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής της χώρας.
Έτσι λειτουργούσε εν πολλοίς το πολιτικό σύστημα στην ύστερη μεταπολίτευση, και τώρα, απλώς, οι τωρινοί κυβερνώντες, με υπερατλαντική συνδρομή, κάνουν μια «συμμορίτικη» διαχείριση μερικών πλευρών αυτής της ιστορίας, για τις ανάγκες του επικοινωνιακού πολέμου, βρίσκουν ευκαιρία να πλήξουν όλους τους αντιπάλους τους συλλήβδην και να καλύψουν τη δική τους συμμετοχή – βλέπε αποσιώπηση της σχέσης Κουρουμπλή-Νοβάρτις.
Η προπαγανδιστική, όμως, διαχείριση του φαινομένου φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα: Αντί να εξυγιανθεί η πολιτική ζωή δηλητηριάζεται ακόμα περισσότερο, η ουσία των σκανδάλων αποκρύπτεται, η κάθαρση καίει απλώς τους πιο αναλώσιμους και η «κανονικότητα» συνεχίζεται. Όπως στη Βραζιλία, την παγκόσμια πρωτεύουσα της πολιτικής διαπλοκής, όπου εδώ και δεκαετίες η «διαφθορά» και η «κάθαρση», ως δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, καθοδηγούν, «αγκαζέ», την ατζέντα της εσωτερικής πολιτικής ζωής.