Το εγχείρημα που σκόνταψε στα οικονομικά δεδομένα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ…
του Νίκου Ντάσιου από την Ρήξη φ. 150
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του συνεταιρισμού, η κίνηση αυτή κατέστη επιβεβλημένη προκειμένου να αναδιαρθρωθούν τα δάνεια και να ρυθμιστούν οι οφειλές που διογκώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια στο πλαίσιο της «…χειρότερης οικονομικής κρίσης μετά τη Μεταπολίτευση…».
Η απόφαση που πάρθηκε στις 25/1 από τη γενική συνέλευση αποτέλεσε μονόδρομο προκειμένου να επιτευχθεί η επαναδιαπραγμάτευση δανείων ύψους 6 εκατ. €, αφού δεν ευοδώθηκαν οι διαπραγματεύσεις του συνεταιρισμού με τον Λαρισαίο επιχειρηματία κο Καντώνια, ώστε να παίξει αυτός τον ρόλο του στρατηγικού επενδυτή, καλύπτοντας άμεσες ανάγκες ύψους 1,5 εκατ. €. Το άρθρο 6 του Ν 4384/2016 περί αγροτικών συνεταιρισμών αποθαρρύνει την εισδοχή μελών-επενδυτών σ’ έναν αγροτικό συνεταιρισμό, αφού αυτοί περιορίζονται στο να «κατέχουν προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκλέγειν και εκλέγεσθαι».
Ο ΘΕΣ-γάλα αποτέλεσε εμβληματική πρωτοβουλία συνεταιριστικής οργάνωσης στον πρωτογενή τομέα μέσα στην κρίση, έχοντας ιδρυθεί το 2011 με πρωτοβουλία 100 παραγωγών-κτηνοτρόφων στον νομό της Λάρισας. Έφτασε δε να παράγει το 10% της εγχώριας παραγωγής αγελαδινού γάλακτος, γεγονός που τον κατατάσσει πρώτο συνεταιρισμό στον τομέα. Στην αρχική φάση προμήθευε μεγαλύτερες εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες, ενώ από το 2013 επεκτάθηκε με την καινοτομία των αυτόματων πωλητών γάλακτος στην απευθείας πώληση στους καταναλωτές, αρχικά στη Λάρισα, από το 2015 στη Θεσσαλονίκη και από το 2016 στην Αθήνα. Από το 2013 αναπτύσσεται κατά τα πρότυπα του ΘΕΣ-γάλα και ο συνεταιρισμός ΘΕΣ-γη από 70 αγρότες παραγωγούς αλεύρων από πιστοποιημένα ελληνικά στάρια, σε μια έκταση 25.000 στρεμμάτων στη θεσσαλική γη.
Το εγχείρημα σκόνταψε στα οικονομικά δεδομένα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ολοκλήρωσε την οικονομική καταστροφή με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου και επέφερε την αποικιοποίηση της χώρας.
Ένα βασικό θεμέλιο στη βιωσιμότητα των συνεταιριστικών εγχειρημάτων –πέρα από το «αξιακό» υπόβαθρο των συνεταιριστών- αποτελούν τα μέσα χρηματοδοτικής στήριξης. Στα 1929, με τον Νόμο 4432, δημιουργήθηκε η Αγροτική Τράπεζα ως κοινωφελής οργανισμός, με σκοπό την άσκηση αγροτικής πίστεως και την ενίσχυση της συνεταιριστικής οργάνωσης στον αγροτικό τομέα. Το εργαλείο αυτό χάθηκε με την υπαγωγή του υγιούς τμήματος –συμπεριλαμβανομένων και των αγροτικών δανείων- της Αγροτικής Τράπεζας στην Τράπεζα Πειραιώς το 2012, με πρώτο θύμα τότε τη συνεταιριστική «Δωδώνη» στα Γιάννενα. Ακολούθησε η ανα-κεφαλαιοποίηση του 2016, αποτέλεσμα της υποχώρησης των καταθέσεων κατά την περίοδο της «αδιάλλακτης διαπραγμάτευσης» των Τσίπρα – Βαρουφάκη με τους θεσμούς. Η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς, όπως και των υπολοίπων συστημικών τραπεζών, ελέγχεται πλέον από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα ξένα πιστωτικά ιδρύματα και τα κερδοσκοπικά φαντς. Ίσως μια εναλλακτική λύση θα ήταν το μοντέλο των «επιχειρηματικών αγγέλων», δηλαδή της χρηματοδότησης επιχειρηματικών πλάνων από τους τοπικούς αποταμιευτές με συμφωνημένα ανταλλάγματα, αλλά κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια «νεοκοινοτιστική» οργάνωση με εναλλακτικές δομές διακυβέρνησης και πατριωτική συνείδηση, παράγοντες που απαξιώθηκαν διά της ανάθεσης της διακυβέρνησης στους εθνομηδενιστές του ΣΥΡΙΖΑ και τους πατριδοκάπηλους των ΑΝΕΛ.
Υπό αυτές τις συνθήκες χρηματοοικονομικής εξάρτησης, οι μόνες δυνατότητες επιβίωσης ενός συνεταιριστικού εγχειρήματος θα ήταν βασισμένες στην παραγωγική βάση και στην καταναλωτική συνείδηση.
Στο επίπεδο της παραγωγής, όλη την τελευταία περίοδο η τιμή του γάλακτος υποχωρεί συνεχώς, φτάνοντας στις αρχές του 2018 στα 75 λεπτά από το 1€ το λίτρο, κάτω δηλαδή από το συμβατικό κόστος παραγωγής, το οποίο συνεχώς αυξάνεται με τις φορολογικές –ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, το κόστος του πετρελαίου, των ζωοτροφών κ.ο.κ. Η πτώση της τιμής του γάλακτος είναι επίσης αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης των ελεγκτικών μηχανισμών του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και της ανικανότητάς τους να εμποδίσουν τις παράνομες και αθρόες ελληνοποιήσεις εισαγόμενων γαλακτοκομικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, κυρίως από τις βαλκανικές χώρες. Η απαξίωση του κλάδου αντανακλάται στον ηλικιακό μέσο όρο με το 35% των παραγωγών να είναι άνω των 65 ετών, και στην ερήμωση των ορεινών χωριών μας. Ενδεικτική της συνεχιζόμενης αποδιάρθρωσης αποτελεί το γεγονός ότι το 2016 οι εγχώριες καταναλωτικές ανάγκες φτάνουν στους 1.200.000 τόνους γάλακτος, εκ των οποίων η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόλις τις 500.000 τόνους, όταν το 2007 η εγχώρια παραγωγή άγγιζε τις 900.000 τόνους.
Στο επίπεδο της κατανάλωσης, η μείωση των εισοδημάτων των μεσαίων και μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, οδήγησε σε μια καταναλωτική συμπεριφορά που προτάσσει την αγορά του φτηνού, του ευτελούς και άρα του εισαγόμενου. Η εφαρμογή της «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ» από το 2015 συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση με την απελευθέρωση της αγοράς γάλακτος, αυξάνοντας τη διάρκεια ζωής του φρέσκου από πέντε σε επτά μέρες, για να εξελιχθεί σε αορίστου από την «αριστερή κυβέρνηση». Το εισαγόμενο γάλα και τα παράγωγά του κατακλύζουν σήμερα τα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Στον ευρωπαϊκό Βορρά, οι συνεταιρισμοί υπό κρατική υποστήριξη έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση χαμηλών και ανταγωνιστικών τιμών των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Στην περίοδο της κοινωνικής καταστροφής των μνημονίων και του αποικισμού, ο συνεταιριστικός τομέας, ακολουθώντας την αντιστασιακή παράδοση του κοινοτισμού και των πρώτων συνεταιρισμών των αρχών του 20ου αιώνα, δεν μπορεί παρά ν’ αποτελεί μέρος ενός δημοκρατικού πατριωτικού κινήματος αποαποικιοποίησης και επανάκτησης του δημόσιου πλούτου, που ξεπουλήθηκε για 99 χρόνια απ’ την «πρώτη φορά Αριστερά»…
2 ΣΧΟΛΙΑ
Χωρίς να θέλω να διαφωνήσω με τις διαπιστώσεις του Νίκου, θα ήθελα να προσθέσω και μία άλλη διάσταση, αυτή της ραγδαίας μεγέθυνσης, που αποτελεί μια παγίδα για όσους δραστηριοποιούνται οικονομικά, της κοινωνικής επιχειρηματικότητας μη εξαιρουμένης.
Το “θες γάλα” άσκησε μια επιθετική πολιτική επέκτασης. Δίπλα στους αυτόματους πωλητές που πολλαπλασιάστηκαν προστέθηκαν τα μικρά μπακάλικα, και μάλιστα ανοίγοντας και τις Κυριακές σε ανταγωνισμό με την “ΕΒΓΑ της γειτονιάς”, τα μικρομάγαζα που προσπαθούσαν να επιβιώσουν από τον ανταγωνισμό των μεγάλων αλυσίδων. Η γρήγορη εξάπλωση απαιτεί κεφάλαια άρα δανεισμό κι αυτό μαζί με το εργατικό κόστος εκτινάσσει το κόστος λειτουργίας, αυξάνοντας παράλληλα και την πολυπλοκότητα των διαδικασιών διοίκησης και ελέγχου.
Νομίζω ότι μια συνεταιριστική επιχείρηση που γεννήθηκε ως μέσο για να παρακάμψει τον μεσάζοντα και να προσφέρει μια δίκαιη τιμή στον παραγωγό και τον καταναλωτή για ένα ποιοτικό προϊόν ακολούθησε έναν δρόμο που αλλοίωσε την αρχική της φυσιογνωμία και την έφερε σε μαι κατάσταση κοινής επιχείρησης με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος της λιανικής. Εύχομαι να βρεθεί τρόπος να ξεπεραστεί η κρίση και να μην έχουμε την ίδια κατάληξη με τόσα και τόσα συνεταιριστικά εγχειρήματα
Κρίμα, κρίμα…