Του Παντελή Ρίτσου
Ο λόγος για το αμφιλεγόμενο νέο νομοσχέδιο που αφορά το υπαίθριο εμπόριο, τις λαϊκές αγορές, όπως όλοι μας τις αποκαλούμε. Είναι γεγονός ότι αλλάζουν πολλά και στον αγροτοδιατροφικό τομέα το τελευταίο χρονικό διάστημα. Καταλύτης των εξελίξεων είναι η τρέχουσα υγειονομική κρίση η οποία αφενός καθήλωσε τον συγκεκριμένο τομέα, από την καλλιέργεια, τη συγκομιδή, έως τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά και αφετέρου επιτάχυνε τις διαδικασίες του ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής αγοράς, στα πρότυπα του μοντέλου που επικρατεί στα μεγαλύτερα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Το θέμα του υπαίθριου εμπορίου αφορά το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, τόσο από πλευράς παραγωγών όσο και από πλευράς καταναλωτών, γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντική από κάθε άποψη η κατανόησή του και η τεκμηριωμένη συγκρότηση αντιπρότασης με γνώμονα την επιβίωση των παραγωγών και την απρόσκοπτη προμήθεια οικονομικών και ποιοτικών προϊόντων στους καταναλωτές.
Το νέο νομοσχέδιο πρεσβεύει την αναβάθμιση του υπαίθριου εμπορίου μέσω της επαγγελματικοποίησης των συμμετεχόντων, της ψηφιακής λειτουργικότητας και εποπτείας, της λειτουργικής αυτονομίας, της έντασης του ανταγωνισμού και της διαφάνειας στις συναλλαγές. Στην πρόθεση αυτής της αναβάθμισης υπάρχουν κάποια σημεία τα οποία δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά τις συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή σε παραγωγούς και καταναλωτές.
Το πρώτο αφορά στην κατάργηση των επιτροπών λαϊκών αγορών και την εξαίρεση των εκπροσώπων των παραγωγών από τους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις διαχείρισής τους. Η διαχείριση ανατίθεται σε ιδιώτες και επιτρέπεται αδειοδότηση σε ποσοστό 5% σε νομικά πρόσωπα και μεγάλες εταιρείες. Με αυτό τον τρόπο υπολογίζεται ότι οι λαϊκές αγορές θα μετατραπούν σε φιλόξενα υπαίθρια πολυκαταστήματα από τα οποία όμως θα απουσιάζει το βασικό συστατικό στοιχείο των λαϊκών αγορών: Η άμεση επαφή παραγωγού – καταναλωτή και η επιλογή προϊόντων για όλα τα βαλάντια.
Το δεύτερο αφορά τη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια της εκάστοτε διεύθυνσης λαϊκών αγορών. Πλέον οι δήμοι καθορίζουν το ανταποδοτικό τέλος προς τον φορέα διαχείρισης και τις σχετικές άδειες στη περιοχή δικαιοδοσίας τους. Με αυτό τον τρόπο οι παραγωγοί και οι επαγγελματίες οι οποίοι βιοπορίζονται από τις λαϊκές αγορές θα πρέπει να διαπραγματεύονται ξεχωριστά για κάθε δήμο την αδειοδότηση των θέσεών τους, επιβαρύνοντας με αυτό το τρόπο την ήδη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση.
Το τρίτο αφορά την κατάργηση μόνιμης άδειας πωλητή λαϊκών αγορών και τη δυνατότητα μεταβίβασής της, με την κάθε θέση να βγαίνει σε πλειστηριασμό. Δεδομένου ότι ένα από τα μεγαλύτερα θέματα του αγροτικού κόσμου είναι η όσο το δυνατόν πιο ομαλή ροή πώλησης των προϊόντων τους στην αγορά, η ανασφάλεια που θα προκύψει από την κατάργηση της μόνιμης άδειας και τους συνεπακόλουθους πλειστηριασμούς θέσεων μπορεί να οδηγήσει πολλούς σε έξοδο από το επάγγελμα και τη μετατροπή του αγροτοδιατροφικού μας τομέα σε ένα ολιγοπωλιακό μοντέλο, με αρνητικές συνέπειες για παραγωγούς και καταναλωτές.
Επιπλέον ο πλειστηριασμός των θέσεων θα γίνεται ανά τριετία και τα πρόστιμα από τυχόν παραβάσεις θα ανέρχονται στα 500-1000 ευρώ ανά παράβαση. Η αρνητική εικόνα συμπληρώνεται από το νέο σύστημα μοριοδότησης, το οποίο καταργεί τα κοινωνικά κριτήρια και τα αντικαθιστά με την υψηλότερη οικονομική προσφορά του αιτούντος μία θέση στη λαϊκή αγορά.
Ως θετικό σημείο θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρόβλεψη για δημιουργία πληροφοριακού συστήματος υπαίθριου εμπορίου, στο οποίο θα καταγράφονται άδειες θέσεων, μεταβολές στοιχείων, τιμές εκκίνησης και διαθέσιμες ποσότητες ανά προϊόν. Όμως τα αρνητικά σημεία ακυρώνουν στην πράξη την όποια αναβάθμιση επιχειρείται μέσω των νέων τεχνολογιών. Αναβάθμιση μπορεί να επιτευχθεί έχοντας ως γνώμονα την επιβίωση των μικροπαραγωγών και το δικαίωμα επιλογής ποιοτικών και οικονομικών προϊόντων για όλους τους καταναλωτές.
Θεωρούμε ότι ο αντίποδας σε αυτές τις εξελίξεις είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών οι οποίοι μπορούν να διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας παραγωγών – καταναλωτών το οποίο θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχεια στην προμήθεια υγιεινών και οικονομικών προϊόντων μακριά από παρεμβάσεις και διαστρεβλώσεις εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας. Αλλά γι’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε εκ νέου με ολοκληρωμένες προτάσεις.
- Ο Π. Ρίτσος είναι Γεωπόνος (Μ.sc.)