Με τον τρόπο του Γ.Σ. – Ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη
Του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που σε πληγώνουν, όπως «Θερμοπύλες», όπου τις νύχτες εκδίδονται ανήλικες Ρομά ή «Ακαδημία Πλάτωνος», όπου Πακιστανοί έχουν στήσει την κουζίνα τους επί αρχαίου μνημείου.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές, καθώς ανεβαίνεις την ανηφόρα, η θάλασσα νομίζεις ότι σε ακολουθεί, αλλά δεν είναι ότι ανεβαίνει η θάλασσα, η στεριά (η Ελλάδα) είναι που βουλιάζει κι ο πυρετός της ανεβαίνει «σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου».
Ωστόσο, μπορείς ακόμα να αγγίξεις στη Σαντορίνη τα νησιά που ολοένα βουλιάζουν κι ένα παλιό τραγούδι, που άκουσες τυχαία, θα σε πληγώσει και αυτό, θυμίζοντάς σου τη Σμύρνη. Στις Μυκήνες, η φαντασία σου, σαν ενός νεόπτωχου, γυρίζει για ένα απόγευμα σε «περασμένα μεγαλεία», αλλά όλα χάνονται «την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ’ έναν κόκκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της». Στις Σπέτσες, στον Πόρο και στη Μύκονο βλέπεις τα εγγλεζάκια να τριγυρίζουν μεθυσμένα.
Ακριβώς πριν από 100 χρόνια, η Ελλάδα αποφάσισε να μην αλλάξει, να παραμείνει «μικρά πλην έντιμος», με «Εληά και βασιλιά, και στο Μενίδι σύνορα». Ήδη η μισή έχει συνωστισθεί στο λεκανοπέδιο της Αττικής, στον μικρόκοσμο του οποίου έχει μεγάλη διαφορά η Αθήνα από τον Πειραιά, η Ομόνοια από το Σύνταγμα.
Η στρουθοκάμηλος, όταν βάζει το κεφάλι της μέσα στην άμμο, αισθάνεται μεγάλη γαλήνη και ηρεμία, σαν αυτή ενός ανθρώπου που «δεν ξέρει την πίκρα του λιμανιού». Είναι βολεμένη, σαν δημόσιος υπάλληλος ή σαν πενηντάρης συνταξιούχος. Το βόλεμα αυτό, ωστόσο, δεν είναι παρά μια φαντασίωση, γιατί η ιστορία δεν μπορεί να σταματήσει, όσο και αν το θέλουμε, όσο και αν για λίγο πιστέψαμε ότι τα έθνη και οι πόλεμοι έχουν τελειώσει. Έξω από τον μικρόκοσμό μας, το μεγάλο παιχνίδι της ιστορίας εξακολουθεί να παίζεται, με τον ίδιο τρόπο: Τα δημογραφικά, τα οικονομικά και τα στρατιωτικά μεγέθη μεταβάλλονται, για εμάς, χωρίς εμάς.
Εμείς νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στην Αττική, αλλά δεν βρισκόμαστε πουθενά, γιατί είμαστε εκτός τόπου και χρόνου. Σκεφτόμαστε μέσα από ιδεολογικά σχήματα, άσχετα με τον τόπο και τον χρόνο μας. Η πραγματικότητα δεν μας αφορά, την ίδια την ιστορία τη βαφτίσαμε ιδεολογική κατασκευή. Με σωσίτριχα κρύβουμε τα μαλλιά που μας έχουν πέσει και προσπαθούμε να στρώσουμε τις ρυτίδες, που μας έχει αφήσει ο χρόνος, ο οποίος πετάει σαν τα πετεινά τ’ ουρανού, δεν συλλαμβάνεται και δεν ακινητοποιείται. Όσο εμείς αρνούμαστε την ιστορία και την αλλαγή, η ιστορία υπάρχει και εξελίσσεται και παρασέρνει την Ελλάδα ολόκληρη, από τη Σαμοθράκη μέχρι τον Αμβρακικό, εκεί που δεν θα μας αρέσει.
Κι αν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς», ανθρώπους ανάμεσά μας να θυσιάζονται για ιδανικά που ξεχάσαμε, τον Τάσο Ισαάκ, τον Σολωμό Σολωμού, τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, «είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι, εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν».
Βραδιάζει στον Πειραιά και τα καράβια σφυρίζουν, αλλά παραμένουν ακίνητα, κανένας εργάτης δεν κουνιέται για να τα βάλει μπρος, γι’ αυτό και «ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά».
1 ΣΧΟΛΙΟ
Πανέμορφο και αληθινό το κείμενο. Συγχαρητήρια