Η ″μαλακή ισχύς” του πολιτισμού, της ιστορίας καθώς και των «πολιτικών της μνήμης» παίζει καθοριστικό ρόλο στην σύγχρονη διπλωματία.
του Γιώργου Ρακκά*, πολιτικού επιστήμονα, διδάκτορα κοινωνιολογίας
19η Μαΐου 2019. 100 χρόνια μετά την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, σχεδόν έναν αιώνα έπειτα από την Μικρασιατική Καταστροφή, και ο ελληνικός πολιτικός κόσμος αισθάνεται ακόμα άβολα με τις επετείους της 19ης Μαΐου και της 14ης Σεπτεμβρίου.
Γιατί; Μα γιατί η υπενθύμιση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, των αδικαίωτων θυμάτων της, έρχεται να καταδείξει το σπιθαμιαίο μέγεθος των σύγχρονων ηγεσιών του ελληνισμού και της αδυναμίας τους, 1 αιώνα μετά, να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό επεκτατισμό στην τωρινή του εκδοχή. Σε όσα διεκδικεί, στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο, στην πολιτιστική επιρροή που επιθυμεί να εγκαταστήσει στην Βόρειο Ελλάδα, αλλά και στην πάγια απαίτηση που εκφράζει προς τις ελληνικές κυβερνήσεις να μην διεθνοποιήσουν το ζήτημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Μικρασίας, κρατώντας το μόνο για εσωτερική κατανάλωση.
Δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος για τον οποίον η υπόθεση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας έχει μείνει πίσω, σε σχέση με τους Αρμένιους λογουχάρη. Η διαφορά είναι η εξής: Οι Αρμένιοι διαθέτουν ενιαία εθνική στρατηγική για το ζήτημα και εμφανίζονται σε αρραγές διεθνές μέτωπο. Εδώ, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κατ αρχάς, είμαστε δέσμιοι του εθνομηδενισμού και της πατριδοφοβίας: Ο μισός πολιτικός κόσμος θεωρεί την μνήμη της γενοκτονίας «ακροδεξιά ατζέντα», και τίθεται υπέρ της αποσιώπησης. Η άλλη μισή, έχει την τάση να την χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της κομματοκρατικής σύγκρουσης, ή προς άγραν ψήφων, όπως έδειξε και το πρόσφατο περιστατικό στην Ευρωβουλή, με την ατυχή κατάθεση ενός ψηφίσματος από έναν ανεξάρτητο ευρωβουλευτή, που κατατέθηκε περισσότερο για να εκθέσει τους συμπατριώτες συναδέλφους του, παρά για να έχει απτό αποτέλεσμα.
Προφανώς έτσι δεν πάμε πουθενά· ιδίως στον νέο, πολυπολικό κόσμο που αναδύεται, όπου ακόμα και εντός Ε.Ε. τα κράτη επανεισάγουν τις εθνικές τους στρατηγικές στο τραπέζι, στο πλαίσιο των οποίων η ″μαλακή ισχύς” του πολιτισμού, της ιστορίας καθώς και των «πολιτικών της μνήμης» παίζει καθοριστικό ρόλο στην σύγχρονη διπλωματία.
Το παράδειγμα άλλων κρατών, ιδίως της Αρμενίας και του Ισραήλ, ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για την εργαλειοποίηση της μνήμης που γίνεται από την πλευρά του στο πλαίσιο της ισραηλο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, έχει να μας πει πολλά ως προς αυτό.
Η τοπική αυτοδιοίκηση, με την «διπλωματία των πόλεων» μπορεί να αποτελέσει ένα πεδίο επανεκίννησης της ελληνικής στρατηγικής για την αναγνώριση της Γενοκτονίας. Ιδίως με τον Δήμο της Θεσσαλονίκης, που έχει την δυνατότητα να πάρει πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός «Μουσείου Γενοκτονιών της Ανατολής» (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων) κάνοντας έτσι πράξη το σύνθημα του κινήματος Ποντίων και Μικρασιατών «τρεις γενοκτονίες, μια στρατηγική».
Δεν είναι μόνο δημοκρατική επιταγή του προσφυγικού κόσμου. Είναι και ευκαιρία να μεταβάλουμε το εθνικό τραύμα του 1919 και του 1922 σε όπλο πολιτισμού: Καθώς το ιστορικό υπόβαθρο της πόλης είναι σε θέση να συνθέσει τις μαρτυρικές εμπειρίες Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, η Θεσσαλονίκη μπορεί να καταστεί διεθνές κέντρο αναφοράς ως μαρτυρική πόλη, με τρόπο που δεν μπορεί να το κάνει καμία άλλη στην Ευρώπη. Και, την ίδια στιγμή, τα μεγάλα της πανεπιστήμια προσφέρουν και τις εκπαιδευτικές υποδομές ώστε να καταστεί διεθνές κέντρο ιστορικής μελέτης, έρευνας και ανάδειξης όλων των Γενοκτονιών, κάτι που δεν θα δώσει μόνον ώθηση στην υπόθεση αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Μικρασίας αλλά και θα ενισχύσει και τον ποιοτικό εκπαιδευτικό και ιστορικό τουρισμό στην πόλη.
Η «πολιτική της μνήμης» που μπορεί και οφείλει να υλοποιήσει ο Δήμος αξιοποιώντας αυτήν την ιστορική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, μπορεί να αποκαταστήσει, τέλος, κι ένα ρήγμα που άφησε ως κληρονομιά στην πόλη η απερχόμενη διοίκηση, εκείνη του Γιάννη Μπουτάρη. Που συνέδεσε το διεθνές άνοιγμα της πόλης, με την υποτίμηση της ελληνικότητάς της, της μακράς ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς που συνδέεται με αυτήν, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο στο περιθώριο του ίδιου του ανοίγματος την τοπική κοινωνία. Απέναντι σε αυτόν τον ψευδοκοσμοπολιτισμό της άρνησης, ο οποίος μάλιστα συγκρούστηκε κατά το παρελθόν με τα προσφυγικά σωματεία, θέτοντας του το δίλημμα «αύξηση του τουρισμού ή εθνική μνήμη» μπορούμε να αντιτάξουμε την οικουμενική δύναμη της ελληνικής εμπειρίας. Πρόκειται για έναν εναλλακτικό δρόμο, που συνδυάζει τα οφέλη του ”ανοίγματος” αποφεύγοντας τις παθογένειες του Χατζηαβατισμού, όπως είναι ο εθνομηδενισμός, και την ίδια στιγμή εισηγείται και μια άλλη φυσιογνωμία για την πόλη, που την βλέπει να ανακάμπτει έχοντας ως επίκεντρό της τον Πολιτισμό, την Ιστορία και την Παιδεία, σίγουρα όχι την νεοελληνική αρπαχτή.
*Ο Γιώργος Ρακκάς είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος δήμαρχος με τη Δημοτική Παράταξη Μένουμε Θεσσαλονίκη.