του Γιώργου Ρακκά*
Το μεγάλο δημοσκοπικό προβάδισμα που προς το παρόν απολαμβάνει η ΝΔ, και περισσότερο ο αρχηγός της, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους του πολιτικού παιχνιδιού – για πόσο μένει να το δούμε. Έτσι για πρώτη φορά μετά το 2009, η συζήτηση πηγαίνει πέραν των κομμάτων και του κοινοβουλίου, όπου διαφαίνεται πως πλέον έχει ηγεμονεύσει ένας μεταρρυθμισμός, στα κατ΄ εξοχήν ζητήματα εθνικής στρατηγικής. Κεντρικό διακύβευμα αυτής της συζήτησης είναι να ξεκαθαρίσει ο χαρακτήρας αυτού του μεταρρυθμισμού. Ιδίως, αν θα διατηρηθεί στην πεπατημένη του παρασιτικού εθνομηδενισμού, που καθιέρωσαν οι κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη στις δύο θητείες τους της περιόδου 1996-2004, η αν θα καταφέρει να κάνει την τομή, υπερβαίνοντας όλη την ιδεολογική παθογένεια που σέρνει η χώρα σαν παράδοση από τον εμφύλιο, την δικτατορία και την μεταπολίτευση, για να προχωρήσει στην καθιέρωση ενός άλλου δρόμου, «εθνικού εκσυγχρονισμού».
Το ποιόν δρόμο θα πάρει, όχι μόνον η κυβέρνηση αυτή, αλλά εν τέλει ο χαρακτήρας της πολιτικής ζωής αυτού του τόπου, θα το κρίνει η τοποθέτηση της ελληνικής πολιτείας (αλλά και της κοινωνίας, με την έννοια του πως θα αντιδράσει η δεύτερη στην πολιτική της πρώτης) απέναντι στα «σκληρά» εθνικά ζητήματα. Αυτά που καταγγέλλονται από τους φορείς του εθνομηδενισμού, τους νεοφιλελεύθερους, κρατιστές ή… αντιεξουσιαστές της παγκοσμιοποίησης, ότι εμπίπτουν στον σκληρό πυρήνα μιας υποτιθέμενης ‘ακροδεξιάς’ ατζέντας: Τα ελληνοτουρκικά, το μεταναστευτικό, το δημογραφικό και το ζήτημα της Μακεδονίας.
Αυτά, μαζί με το ενεργειακό ζήτημα, την εκπαίδευση, και την παραγωγή θα κρίνουν αν η Ελλάδα του 2030 θα συνεχίσει να αποτελεί ένα αυτοδύναμο εθνικό υποκείμενο μέσα στον κόσμο, με την κοινωνία και το κράτος του, ή αν θα προχωρήσει πολύ βαθύτερα μέσα στην αποδόμηση απ’ ό,τι βρίσκεται τώρα. O αντίκτυπος των προαναφερόμενων παραγόντων έχει χιλιοαναλυθεί: Η Τουρκία πιέζει την Ελλάδα με δορυφοροποίηση, πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι είκοσι χρόνια πριν, καθώς η δεκαετία του 2010-2020 επιδείνωσε δραματικά το ισοζύγιο ισχύος σε βάρος της τελευταίας. Η Συμφωνία των Πρεσπών ‘γκριζάρει’ την ιστορία και την ταυτότητα της Μακεδονίας, τάση που δεν θα αργήσει να βρει επιθετικότερες γεωπολιτικές εκφράσεις. Η ενέργεια και η παραγωγή κρίνουν τον βαθμό ανεξαρτησίας της χώρας, και ταυτόχρονα, την ένταση των ανισοτήτων μέσα στην ελληνική κοινωνία. Ενώ το δημογραφικό και το μεταναστευτικό αντιπροσωπεύουν την προοπτική μιας ‘ριζικής μετάλλαξης από τα κάτω’ με την λιβανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Μια «λιβανοποίηση» που προετοιμάζεται μέσω της επιδοτούμενης από την διεθνή κοινότητα και τους οργανισμούς της και κρατικά καθοδηγούμενης από την Τουρκία εγκατάστασης αλλογενών πληθυσμών στην Ελλάδα, η οποία συντελείται υπό το πρόσχημα του «ανθρωπισμού». Την αυταξία του οποίου επικαλούνται, ωστόσο όχι για να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά για να δικαιολογήσουν την μόνιμη μεταβολή της χώρας σε ‘χώρο υποδοχής’ των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων, που αποτελούν την ‘σκοτεινή κανονικότητα’ της εποχής μας.
Οι προκλήσεις αυτές δεν τίθενται μόνο ενώπιον της κυβέρνησης. Τίθενται εξ ίσου στην αντιπολίτευση, αλλά και την ίδια την κοινωνία, είναι το μεγάλο «τι να κάνουμε» των Ελλήνων του 21ου αιώνα. Μπροστά σε αυτήν την μεγαπρόκληση, τα ιδεολογικά στρατόπεδα αναδιατάσσονται. Αφήνουμε πίσω μας την δεκαετία του 2010-2020, κατά την οποία κυριάρχησε η πολιτική διαίρεση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών, και επιστρέφουμε στη σύγκρουση που κυριάρχησε κατ’ εξοχήν την περίοδο του Σημίτη, μεταξύ εθνομηδενισμού και πατριωτισμού.
Υπέρβαση της διαίρεσης ‘μνημόνιο’ – ‘αντιμνημόνιο’ επαναφορά στην διαίρεση εθνομηδενισμού-πατριωτισμού
Επί δέκα χρόνια, το ‘μνημόνιο-αντιμνημόνιο’ θα διαπεράσει κάθετα την προηγούμενη διαίρεση, κόβοντας τα στρατόπεδά της στη μέση: Έτσι το κομμάτι των πληττόμενων μεσοστρωμάτων, που έχει πατριωτική αναφορά θα συμπράξει μέσα στις πλατείες με τον οξύ εθνομηδενισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς (αποτέλεσμα, η ερμαφρόδιτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και η προσχώρηση ενός κομματιού του καραμανλικού κρατισμού της δεξιάς, αλλά και του παλαιού ΠΑΣΟΚ σε αυτό το μπλοκ)· και αντίστοιχα, στρώματα με πατριωτικές ευαισθησίες, που αγωνιούσαν για την καταβύθιση της χώρας, θα συναντηθούν με τους νουνεχείς του σημιτισμού, γύρω από το ΝΑΙ κατά το ‘κάλπικο’ δημοψήφισμα του 2015.
Σήμερα, λοιπόν, που το μείζον διακύβευμα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι γεωπολιτικό, και αφορά στην ύπαρξή της, ο εθνομηδενισμός δοκιμάζει μια θεαματική επαναφορά, όχι ταυτιζόμενος μ’ ένα κόμμα, αλλά ως «λόμπι». Που διαπερνά οριζόντια τους πολιτικούς χώρους και ενοποιεί στην βάση κοινών ιδεολογικών τόπων χώρους αντιφατικούς και συχνά, κατά τα άλλα συγκρουόμενους μεταξύ τους, από την αντιεξουσιαστική αριστερά μέχρι την νεοφιλελεύθερη δεξιά και το μεγάλο κεφάλαιο.
Χαρακτηριστική, για την ανθρωπογεωγραφία αυτού του ‘λόμπι’ είναι η περίπτωση των ΜΜΕ, Μαρινάκη, των Νέων, του Βήματος, του in.gr: Στο μηντιακό περιβάλλον του εθνικού μας εφοπλιστή, αναδεικνύεται εσχάτως ένα κράμα τρέντι σημιτικών (Μοσχολιού, Μητσός), που έρχονται να συναντήσουν άλλοτε ‘σκληρούς’ αριστερίζοντες [ο Δημήτρης Μανιάτης ήταν διαγραμμένος από την ΚΝΕ, δήλωνε ‘αριστεροπατριώτης’ και συνεργάζονταν με το Ρεσάλτο του Θύμιου Παπανικολάου, ενώ ο Παναγιώτης Σωτήρης παραμένει (;) στην άκρα αριστερά], και να συνομολογήσουν στην προπαγάνδιση του νέου, θαυμαστού κόσμου που κινείται στον αστερισμό του αεθνικού δικαιωματισμού. Έτσι, τα πρώτα σύνορα που έρχεται έμπρακτα να καταρρίψει αυτή η άποψη δεν είναι εθνικά, αλλά… ιδεολογικά.
Το ρεύμα αυτό πιέζει την κυβέρνηση, η οποία μετεωρίζεται: Συναντά αυτήν την άποψη ως κυρίαρχη στο περιβάλλον και των εγχώριων ελίτ, είναι χαρακτηριστικό ότι στο υπουργικό συμβούλιο ο εθνομηδενισμός υπεραντιπροσωπεύεται, ενώ είναι μειοψηφικός στην εκλογική της βάση, όπως συμβαίνει εξ άλλου με τα περισσότερα κοινοβουλευτικά κόμματα. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι ο πατριωτισμός υποαντιπροσωπεύεται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, και στο επίπεδο της διανόησης, κι έτσι ασφυκτιά μέσα σε μια κοινωνία που ‘βράζει’ δίχως να βρίσκει διέξοδο έκφρασης: Εξ ου και το προβάδισμα που διατηρούν οι τυχοδιώκτες και οι πατριδοκάπηλοι στην πολιτική του έκφραση.
Το 2019 δεν είναι 1996
Ωστόσο το 2019 δεν είναι 1996. Και αυτό αφορά τόσο στην ίδια την Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Αφενός, δεν ζούμε την άνοδο της α-εθνικής παγκοσμιοποίησης, ώστε το εγχώριο φαινόμενο να τροφοδοτείται από ένα παγκόσμιο κατεστημένο.
Αφετέρου, η ίδια η θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτό το περιβάλλον έχει κλυδωνιστεί, η κρίση έχει μετασχηματιστεί από οικονομική και κοινωνική σε εθνική και γεωπολιτική, με συνέπεια τα εθνικά ζητήματα να κυριαρχούν καθημερινά στην ημερήσια διάταξη της δημόσιας ατζέντας.
Σε ό,τι αφορά στο διεθνές περιβάλλον, ακόμα και η ίδια η Ε.Ε. βρίσκεται σε μετάβαση. Τα περισσότερα κράτη της, ακόμα και εκείνα με ηγεσίες που παρουσιάζονταν άλλοτε ως θεματοφύλακες της παλαιάς πλέον ‘συναίνεσης του Βερολίνου’, όπως είναι η Γαλλία του Μακρόν, δείχνουν να αναδιπλώνονται σε εθνικές στρατηγικές (όπως φάνηκε κατ’ εξοχήν με τα όσα θα υποστηρίξει ο πρόεδρος της Γαλλίας μετά την τελευταία σύνοδο των G7, όπου και θα επαναδιατυπώσει το ‘δόγμα Ντε Γκολ’ για μια Ευρώπη που προσεγγίζει την Ρωσία για να υπερβεί τα δεσμά του ευρωατλαντισμού).
Και δεν ήταν η οικονομία που προκάλεσε την υποχώρηση της ‘ομοσπονδιακής Ευρώπης’, όσο κι αν την προετοίμασε με τη σφοδρή κρίση που έπληξε την ευρωζώνη από το 2010 ως το 2015, αλλά το μεταναστευτικό το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα, δίχασε την Ευρώπη στο Ανατολικό και το Δυτικό της σκέλος, δημιουργώντας συνθήκες που εξ αντικειμένου την μετατοπίζουν προς μια συνομοσπονδιακή πραγματικότητα.
Σε πιο γενικό δε, πεδίο, η… επανεθνικοποίηση της παγκοσμιοποίησης συντελείται καθώς οι μεγάλες δυνάμεις της νοτιοανατολικής Ασίας εισέρχονται δυναμικά στο παιχνίδι, και καθιστούν την αρχιτεκτονική της πολυπολική. Γεγονός που εξαναγκάζει την ίδια την Δύση να εγκαταλείψει την υπεράσπιση του ‘παγκόσμιου χωριού’, ακριβώς επειδή πλέον ο ελεύθερος πλανητικός οικονομικός ανταγωνισμός δεν λειτουργεί προς το συμφέρον της – εξ ου και η επικράτηση Τραμπ στις ΗΠΑ, έναντι της Χίλαρι.
Έτσι το μοντέλο της μονοπολικής παγκοσμιοποίησης, το οποίο συγκρούονταν με το έθνος και το εθνικό κράτος κατά τις δυο προηγούμενες δεκαετίες βρίσκεται σε μετάβαση, εν μέσω μιας μεγάλης πολιτικής κρίσης που ταλανίζει την Δύση. Την ενισχύει όχι μόνον η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη, αλλά και κοινωνικά κινήματα όπως αυτό των Κίτρινων Γιλέκων στην Γαλλία.
Η απήχηση που έχουν αυτά τα ρεύματα στις μεσαίες τάξεις και ιδίως σε ακροατήρια ψηφοφόρων που παραδοσιακά ανήκαν στην σοσιαλδημοκρατία ή την κεντροδεξιά, εξαναγκάζει σε μετακίνηση όλο το πολιτικό σύστημα σε Ευρώπη και ΗΠΑ: Χαρακτηριστική ως προς αυτό, η διαμάχη που ξέσπασε με αντικείμενο την μετονομασία του χαρτοφυλάκιου περί Μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «για την προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», μια αλλαγή που έγινε με πρωτοβουλία της νέας προέδρου και εκλεκτής του γερμανικού κατεστημένου.
Τα “ρέστα” του εθνομηδενισμού
Τι σημαίνει αυτό για την εγχώρια πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση; Όσο κι αν το εθνομηδενιστικό στρατόπεδο επιλέγει να ταυτίσει τον πατριωτισμό με τον ‘εθνολαϊκισμό’, και να τον διασύρει ως μια έκφραση ‘λούμπεν’, μορφωτικά υποβαθμισμένων στρωμάτων, το σημερινό διακύβευμά του δεν είναι το ίδιο με εκείνο που ήταν πριν ξεσπάσει η κρίση.
Τότε, ήταν μια διαμάχη που αφορούσε στην τοποθέτηση του κοινωνικού σώματος έναντι του πατριωτισμού. Σήμερα, με την σφοδρότητα που εκδηλώνεται η τουρκική επιθετικότητα, με τις αντιδράσεις που εκφράστηκαν ενάντια στην Συμφωνία των Πρεσπών, με την οξύτητα του μεταναστευτικού αλλά και του δημογραφικού αδιεξόδου, η θέση του κοινωνικού σώματος έχει ξεκαθαρίσει. Και αυτό συμβαίνει γιατί, επιπλέον, το μεγαλύτερο ατού του εθνομηδενισμού, που μπορούσε ακόμα να του εξασφαλίζει πλατιά ακροατήρια –η επίπλαστη εκσυγχρονιστική ευημερία– έχει προ πολλού σκάσει σαν φούσκα.
Άρα; Η κινητοποίησή του σήμερα έχει άλλο αντικείμενο: Δεν προσπαθεί να καταστείλει την αναβάθμιση του πατριωτικού αισθήματος στο κοινωνικό σώμα, αλλά μια πατριωτική στροφή ακόμα και μερίδων των μορφωτικών και πολιτικών ελίτ, που μετακινούνται αφουγκραζόμενοι αν όχι τις τάσεις μέσα στην ίδια την ελληνική κοινωνία, σίγουρα, τις τάσεις που εκδηλώνονται στη Δύση. Αυτό που επιδιώκει, δηλαδή, σήμερα το εθνομηδενιστικό λόμπι είναι να αποτρέψει την ανάδυση ενός σοβαρού πατριωτικού πόλου μέσα στο πολιτικό σύστημα και τον πνευματικό κόσμο. Και είναι μεγάλη η απελπισία του λόμπι αυτού, που η Χρυσή Αυγή κατέρρευσε, και αποδείχθηκε έτσι ένα διάττων φαιό αστέρι της ελληνικής πολιτικής σκηνής, γιατί πλέον δεν μπορούν να συκοφαντήσουν τόσο εύκολα τον πατριωτισμό ταυτίζοντάς τον με τους νεοναζί.
Το δίλημμα επομένως που θέτει η ίδια η κινητοποίηση του εθνομηδενιστικού ‘λόμπι’ το 2020, είναι άλλο από εκείνο που τεχνηέντως επιθυμεί να προωθήσει: Δεν είναι εκείνο ανάμεσα στο σενάριο μιας «κλειστής» τάχα ‘εθνικιστικής’ κοινωνίας που αρνείται την σχέση της με τον υπόλοιπο κόσμο, και σε εκείνο μιας «ανοιχτής ευρωπαϊκής κοινωνίας». Αλλά στο αν η χώρα θα παραμείνει στην καταστροφική πεπατημένη του παρασιτικού εθνομηδενισμού, που ήταν κυρίαρχος όλα αυτά τα χρόνια, ή αν θα τον υπερβεί με το διαμορφώσει ένα νέο πλατύ ρεύμα «εθνικού εκσυγχρονισμού», που προτάσσει την γενικευμένη ανασυγκρότηση της χώρας προκειμένου ο ελληνισμός να αντιμετωπίσει την κρίση επιβίωσης που βιώνει μέσα στον 21ο αιώνα…
Υ.Γ. Και η ελληνική κοινωνία έχει πλήρη συνείδηση των διακυβευμάτων αυτής της μεγάλης ιδεολογικής σύγκρουσης. Είναι χαρακτηριστικό πως όπως καταδεικνύει και η τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis για το ΒΗΜΑ της 22 Σεπτεμβρίου, σε εκείνα τα σημεία όπου συγκεντρώνονται οι περισσότερες αρνητικές κρίσεις για την πολιτική της κυβέρνησης είναι αποκλειστικά τα εθνικά θέματα. 56% αρνητικές γνώμες για το μεταναστευτικό έναντι μόλις 25% θετικών(!), 45% αρνητικές γνώμες για το Μακεδονικό, έναντι μόνο 24% θετικών, και για τα ελληνοτουρκικά 41% αρνητικές έναντι μόλις 31% θετικών. Και αυτά σε πλήρη αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα όπου οι θετικές γνώμες για την κυβέρνηση υπερισχύουν.
* Ο Γιώργος Ρακκάς έχει γράψει το βιβλίο, Σύγχρονες Βαβέλ, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017.