Του Τάσου Αναστασίου
Με αφορμή τις πρόσφατες «καλλιτεχνικές» παρεμβάσεις σε εθνική-κοινωνική εκδήλωση, έχει ξεσπάσει έντονος διάλογος για το κατά πόσο και πως η νεολαία είναι ικανή να παρέμβει στα τεκταινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αρχικά, ας θυμηθούμε ότι αυτό το κομμάτι της νεολαίας που κατάφερε να καθηλώσει μια ολόκληρη πρωτεύουσα τον Δεκέμβρη του 2008 και που διακωμώδησε και εξευτέλισε την αστυνομία ήταν παντελώς απόν σε αυτό που ήρθε αργότερα στην ελληνική κοινωνία με τα μνημόνια. Θα περίμενε κανείς πως αν εκείνη η άδικη δολοφονία του νεαρού Γρηγορόπουλου εξώθησε ένα τμήμα της νεολαίας σε τέτοιες επεισοδιακές διαμαρτυρίες, με τον ερχομό και την εφαρμογή των μνημονίων θα έπρεπε να είχαμε ζήσει την επανάσταση σε όλο της το μεγαλείο. Κι όμως…
Αυτή η νεολαία ήταν παντελώς απούσα όταν ψηφίστηκε το πρώτο μνημόνιο, όταν άρχισαν να περικόπτονται οι μισθοί, να αυξάνονται οι φόροι, να υποκύπτουμε συλλογικά στους κανόνες του αγγλικού δικαίου. Τα ίδια συνέβησαν και με το δεύτερο και το τρίτο μνημόνιο. Αυτή η νεολαία ήταν ανύπαρκτη όταν υποθηκεύτηκε η δημόσια περιουσία για ενενηνταεννιά χρόνια, όταν τα κανάλια ξαναμοιράστηκαν σε όποιον έχει μεγάλο πορτοφόλι, όταν αποφασίστηκε να δουλεύουμε πιο πολύ τις Κυριακές, όταν γεμίσανε οι γειτονίες μας με μικρά καζίνο, όταν άρχισαν οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, όταν αποφασίστηκε η αύξηση των αμερικανικών βάσεων… όταν.. όταν..
Και βρήκε τρόπο να ξεσπάσει σε μια παρέλαση για να εκφράσει υποτίθεται τον αντιμιλιταρισμό της (αλήθεια, από πότε έγινε μιλιταρισμός το να αμύνεσαι;), στην ουσία τον αντιπατριωτισμό της. Γι’ αυτό και επιδοκιμάστηκε από όλο τον ιδεολογικά συστημικό χώρο, από την άκρα αριστερά της Ανταρσυα μέχρι την νεοφιλελεύθερη δεξιά της Μπακογιάννη.
Αυτό το «επαναστατικό» σταριλίκι είχε ένα βασικό ελατήριο:
Έπρεπε με κάποιον τρόπο να επουλώσει την ενοχή της που τόσα χρόνια δεν αντέδρασε καθόλου, που εργάζεται σε πολυεθνικές, που διορίστηκε με βύσμα, που συστηματικά φοροδιαφεύγει, που αγαπά την κατανάλωση αλλά δεν το δείχνει, που ζώντας και μόνο στην όποια μεγαλούπολη επιδεινώνει το οικολογικό αποτύπωμα. Η υποβόσκουσα αυτή ενοχή οδηγεί σε πράξεις που κατά αυτήν μετριάζουν την πληγωμένο της ηθικό αποτέλεσμα.
Και ποιος θα μπορούσε να είναι καλύτερος τρόπος από μια «performance», από ένα «happening», μια κίνηση εύκολου και ανέξοδου εντυπωσιασμού για μια γενιά που έχει μάθει και αρέσκεται να επιδεικνύεται, που βομβαρδίζεται από το GNTM, το My Style Rocks, τη ναρκισσιστική ματαιοδοξία του Netflix, ζώντας μέχρι τα μπούνια σε αυτό που ονομάζεται Κοινωνία του Θεάματος;