του Λοράν Καρντονιέ, από το Άρδην τ. 94, Αύγουστος-Οκτώβριος 2013
Προκειμένου να δικαιολογήσουν διαφόρων ειδών «μεταρρυθμίσεις», τα μέσα πληροφόρησης και οι κυβερνήτες τονίζουν την πρόθεσή τους να ανατρέψουν τους «αρχαϊσμούς» και να επιδείξουν θάρρος. Τελικά όμως, το μόνο που γίνεται, περιορίζεται στην ελάττωση των μισθών και των κοινωνικών επιδομάτων. Και όμως, υπάρχει ένα ταμπού που εμποδίζει όλους όσοι θα ήθελαν να επενδύσουν και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, το απαγορευτικό κόστος του κεφαλαίου.
Θα ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον να ξανακάνουμε τη στρεβλή και όλο σκαμπανεβάσματα διαδρομή, που μοιάζει με εκείνη του μεθύστακα, που διατρέχει όλη την Ευρώπη και στο τέλος καταλήγει να εξηγεί όλες τις δυσκολίες με την «έλλειψη ανταγωνιστικότητας», ώσπου σιγά σιγά να την αποδώσει στο κόστος της εργασίας. Έτσι, ξεχάστηκαν η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, η κρίση ρευστότητας των τραπεζών, η τεράστια υποτίμηση των ενεργητικών, η κατάρρευση των δανείων, ο τετανισμός της ζήτησης, η μετατροπή των ιδιωτικών χρεών σε δημόσιο χρέος, οι πολιτικές λιτότητας. Όλα αυτά μας τα εξήγησε με στόμφο ο κ. Ούλριχ Βίλχελμ, εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης: «Η λύση για την εξισορρόπηση (των εμπορικών) ελλειμμάτων και για τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών βρίσκεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στο σύνολό της».
Βέβαια, όταν βρούμε μια οποιαδήποτε αληθοφανή εξήγηση, πρέπει και να την υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο, ενάντια σε κάθε αντίλογο, ακόμα και αν αυτός διαθέτει μαθηματική ακρίβεια. Αφού έγινε κατανοητό πως οι εσωτερικές ανισορροπίες δεν μπορούν να ξεπεραστούν με έναν αδελφοκτόνο και χωρίς τέλος πόλεμο ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης, με στόχο να κερδηθεί η ανταγωνιστικότητα της μιας εναντίον της άλλης –πράγμα που θα αντιστοιχούσε με ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος– αυτό που προτείνεται στη συνέχεια είναι να κερδίσουμε σε ανταγωνιστικότητα ενάντια σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο! Η κατάληξη αυτής της προσπάθειας υποτίθεται πως θα επιτρέψει στην Ευρώπη, σαν σύνολο, να ανορθώσει το εμπορικό ισοζύγιο των χωρών-μελών της Ένωσης, εις βάρος όσων βρίσκονται έξω απ’ αυτήν. Με ένα τέτοιο σκεπτικό θα έπρεπε να περιμένουμε σύντομα τις παραινέσεις του Οργανισμού Συνεργασίας και Οικονομικής Ανάπτυξης (|ΟΟΣΑ), ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ώστε να ανορθώσουμε την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα έναντι των… κατοίκων του Άρη.
Έχοντας καταλήξει σε ένα τέτοιο αδιέξοδο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι των μεγάλων οικονομικών οργανισμών, αυτοί οι σοβαροί ειδήμονες και αναλυτές, θα εγκατέλειπαν την ιδεοληψία του κόστους της εργασίας, για να ανιχνεύσουν και κάτι άλλο, που ένα απλό πνεύμα συμμετρίας θα έπρεπε να τους είχε υποδείξει. Δίχως την εγκατάλειψη του πεδίου του κόστους, αφού αυτό ενδημεί στο φαντασιακό των οικονομολόγων, θα μπορούσαν να ερευνήσουν, από απλή περιέργεια, το κόστος του κεφαλαίου και την αύξησή του. Και αυτό όχι γιατί έτσι θα έβρισκαν κάτι που θα στερέωνε καλύτερα το δόγμα της ανταγωνιστικότητας, αλλά γιατί, αφού θα είχαν κορέσει την όρεξη τους για εύκολες λύσεις, μια κάποια, έστω και ελάχιστη, διανοητική περιέργεια, θα τους ωθούσε στο να εξετάσουν αυτά τα άλυτα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, προβλήματα.
Αυτή την όψη του θέματος εξετάζει μια μελέτη των οικονομολόγων του Κέντρου Κοινωνικών και Οικονομικών Μελετών της Λίλλης απαντώντας σε μια παραγγελία της γαλλικής ΓΕΣΕ και του Οργανισμού Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών (1RES).
Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης υποστηρίζουν πως, ούτως ή άλλως, η αύξηση του κόστους του κεφαλαίου –ή μάλλον το υπερκόστος του– σαν συνέπεια της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας εξηγεί ικανοποιητικά τις αξιολύπητες επιδόσεις των πάλαι ποτέ ανεπτυγμένων οικονομιών τα τριάντα τελευταία χρόνια: τον βραδύ ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου που γνώρισαν, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την έκρηξη των χρηματοπιστωτικών εισοδημάτων, την επίμονη μαζική υποαπασχόληση… Αποκαλύπτουν τον εκσφενδονισμό στα ύψη αυτού του υπερβάλλοντος κόστους του κεφαλαίου, χρησιμοποιώντας έναν δείκτη λιγότερο καθησυχαστικό από το περίφημο «μέσο ισοσταθμισμένο κόστος των κεφαλαίων».
Ίσως κάποτε κλοτσήσει ο γάιδαρος
Για να κατανοήσουμε το πρόβλημα, είναι ανάγκη να διακρίνουμε δύο έννοιες του κόστους του κεφαλαίου: Το οικονομικό κόστος και το χρηματοπιστωτικό κόστος. Το οικονομικό κόστος είναι η αναγκαία παραγωγική προσπάθεια με στόχο την κατασκευή των εργαλείων και ευρύτερα του συνόλου των μέσων παραγωγής: μηχανές, ακίνητα, εργοστάσια, μεταφορικά μέσα, υποδομές, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, λογισμικά… Αυτή η παραγωγική προσπάθεια αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο το «αληθινό» κόστος του κεφαλαίου, εκείνο που πρέπει απαραίτητα να ξοδευτεί σε εργασία για την κατασκευή οποιουδήποτε κεφαλαίου, με την έννοια του «παραγωγικού κεφαλαίου». Για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. ενός έτους, πρόκειται γι’ αυτό που κοινώς αποκαλούμε επενδυτική δαπάνη και που οι λογιστές των εθνικών λογαριασμών αποκαλούν ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Αυτές οι δαπάνες ανέρχονται περίπου στο 20% της ετήσιας παραγωγής των γαλλικών επιχειρήσεων.
Αυτό όμως το κόστος του παραγωγικού κεφαλαίου, που αποτιμάται στην τιμή που αγοράστηκε, δεν είναι το μόνο που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Εφ’ όσον επιθυμούν να αγοράσουν ή να θέσουν σε λειτουργία αυτά τα μέσα παραγωγής, είναι ανάγκη να πληρώσουν και τα πρόσωπα ή τους οργανισμούς που θα τους προσφέρουν το αναγκαίο χρήμα (που αποκαλείται και αυτό κεφάλαιο, αλλά τώρα στη χρηματοπιστωτική του μορφή). Έτσι, στο «αληθινό» κόστος του κεφαλαίου θα προστεθούν και οι τόκοι που καταβάλλονται στους δανειστές και τα μερίσματα που παραχωρούνται στους μετόχους (ως ανταμοιβή της εισφοράς τους σε ρευστό κατά τις αυξήσεις του κεφαλαίου ή όταν αφήνουν στην επιχείρηση μέρος των κερδών «τους») .
Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος του χρηματοπιστωτικού κόστους (οι τόκοι και τα μερίσματα) δεν αντιστοιχούν σε καμιά οικονομική υπηρεσία, είτε πρόκειται για την ίδια την επιχείρηση, είτε για το κοινωνικό σύνολο. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει λοιπόν η επισήμανση του τι αντιπροσωπεύει αυτό το κομμάτι του απολύτως μη παραγωγικού χρηματοπιστωτικού κόστους, που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν είχαμε οργανωθεί διαφορετικά για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Π.χ., αν υποθέσουμε πως προσφεύγουμε σ’ ένα σύστημα βασισμένο μόνο στην τραπεζιτική πίστωση, τιμολογούμενη στο ελάχιστο δυνατό κόστος.
Για να γνωρίσουμε το ύψος αυτού του κόστους, αρκεί να αφαιρέσουμε από τα χρηματοπιστωτικά εισοδήματα το κομμάτι εκείνο που ίσως δικαιολογείται… για λόγους αποκλειστικά οικονομικούς. Πράγματι, ορισμένα μερίσματα μετοχών και ένα μέρος των τόκων καλύπτουν τους κινδύνους απώλειας των χρημάτων των πιστωτών και μετόχων λόγω χρεοκοπίας, κίνδυνο σύμφυτο με κάθε μορφή οικονομικού εγχειρήματος. Αυτό λέγεται επιχειρηματικός κίνδυνος (ρίσκο). Ένα άλλο κομμάτι αυτών των αμοιβών μπορεί να συνδεθεί με τη διαχειριστική επιβάρυνση, που οφείλεται στη μετατροπή του χρήματος σε ρευστό, και τον προσανατολισμό του προς τις επιχειρήσεις.
Αν αφαιρέσουμε από το σύνολο των χρηματοπιστωτικών εισοδημάτων αυτά τα δύο ποσά, που μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένα (επιχειρηματικός κίνδυνος και κόστος διαχείρισης), το υπόλοιπο αποτελεί το μη οφειλόμενο (το αδικαιολόγητο, την πρόσοδο) εισόδημα, και συνιστά ένα επιπλέον κόστος που επιβαρύνει το «αληθινό κόστος» του κεφαλαίου:
Η έρευνα του Clersé αποκαλύπτει το πόσο σημαντικό ήταν για τη Γαλλία αυτό το υπερβάλλον κόστος κατά το έτος 2011. Ανερχόταν σε 94,7 δισεκατομμύρια ευρώ για το σύνολο των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Συγκρινόμενο με το «αληθινό» κόστος του κεφαλαίου, δηλαδή με την επένδυση σε παραγωγικό κεφάλαιο, που έφθανε εκείνο το έτος τα 202,3 δισεκατομμύρια ευρώ, εμφανίζεται ένα υπερκόστος της τάξης του 50%. Αν συγκρίνουμε αυτό το ποσό με το αποσβεσθέν κεφάλαιο –που σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους ορίζει ακριβέστερα το «αληθινό» κόστος του κεφαλαίου– βρίσκουμε ένα ποσοστό ακόμα πιο εκπληκτικό: 70%.
Αυτό σημαίνει πως, όταν οι Γάλλοι εργαζόμενοι είναι ικανοί να παράγουν τα μηχανήματά τους, τα εργοστάσιά τους, τα ακίνητά τους, τις υποδομές τους κ.τ.λ. σε μια συνολική τιμή εκατό ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του περιθωρίου κόστους του κεφαλαίου), στην πραγματικότητα αυτό κοστίζει στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αυτό το παραγωγικό κεφάλαιο μεταξύ 150 και 170 ευρώ, επειδή επιβαρύνονται με ένα είδος αδικαιολόγητου τέλους, προς όφελος αυτών ακριβώς που προμηθεύουν τους χρηματικούς πόρους.
Ένα τέτοιο υπερβάλλον κόστος ούτε απαραίτητο είναι ούτε μοιραίο. Κατά την περίοδο 1961-1981, η οποία προηγήθηκε του παγκόσμιου πιστωτικού «μπιγκ-μπαγκ», έφθανε κατά μέσον όρο στο 13,8%. Είχε μάλιστα καταστεί αρνητικό στο τέλος των «τριάντα ενδόξων ετών» εξ αιτίας του πληθωρισμού της εποχής.
Οι πολιτικές λιτότητας, εμπνευσμένες από τις «μονεταριστικές επαναστάσεις», άνοιξαν τον δρόμο στην κλιμάκωση του χρηματοπιστωτικού εισοδήματος, εκτοξεύοντας στα ύψη τα επιτόκια. Όταν στη δεκαετία του ΄90 ήρθε η στιγμή της πτώσης των επιτοκίων των δανείων, τη διαδέχθηκε η επίσπευση της καταβολής των μερισμάτων των μετοχών. Η εξουσία των μετόχων επανήλθε με την ενίσχυση των θεσμικών επενδυτών (εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων, ταμεία συντάξεων, ασφαλιστικές εταιρείες…) στηρίχθηκε δε πάνω στην επιβολή της πειθαρχίας των αγορών, τη δραστηριότητα των μετόχων και τον καινούργιο τρόπο διακυβέρνησης των επιχειρήσεων, έτσι ώστε η πρόσοδος αυτή να μη διαφεύγει σε άλλα χέρια.
Τελικά, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως η εκρηκτική άνοδος του υπερκόστους του κεφαλαίου τα τριάντα τελευταία χρόνια αποτελεί την άμεση συνέπεια της ανόδου της χρηματοπιστωτικής κυριαρχίας που επιβλήθηκε στις επιχειρήσεις με τη βοήθεια των ιθυνόντων της βιομηχανίας, τα συμφέροντα των οποίων ευθυγραμμίστηκαν με τα συμφέροντα των μετόχων.
Οι συνέπειες αυτής της ανόδου του χρηματοπιστωτικού κόστους είναι αναρίθμητες Και οι πιο σημαντικές δεν είναι οι εμφανέστερες. Οι μεταβιβάσεις που κατευθύνονται προς τους δανειστές και τους μετόχους αποτελούν ένα σημαντικό ποσό και πέρασαν από το 3% της προστιθέμενης αξίας της γαλλικής οικονομίας τo 1980, στο 9% σήμερα. Και δεν κατευθύνονται ούτε στις τσέπες των επιχειρηματιών (εκτός αν είναι και ιδιοκτήτες της επιχείρησης) και ακόμα λιγότερο στις τσέπες των μισθωτών. Εξάλλου, είναι αδιαμφισβήτητο πως έχει σαφώς αυξηθεί η εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Αλλά, κάτι χειρότερο, δίχως προηγούμενο, συμβαίνει ταυτόχρονα: η τεράστια σπατάλη πόρων ως συνέπεια των θέσεων εργασίας που δεν δημιουργήθηκαν και των συλλογικών, κοινωνικών, περιβαλλοντολογικών προγραμμάτων που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν, μόνο και μόνο επειδή η πραγματοποίησή τους δεν θα απέφερε κάθε χρόνο ένα κέρδος 15% τουλάχιστον!
Πόσο παράξενο είναι, λοιπόν, το γεγονός της καχεκτικής ανάπτυξης των οικονομιών, των οποίων οι επιχειρήσεις μας, είτε ιδιωτικές είτε δημόσιες, επιβαρύνονται κατά 50% ή 70%, επειδή υποβάλλονται στον ζυγό του χρηματοπιστωτικού τομέα; Μόνο ο γάιδαρος αντέχει να κουβαλάει φορτίο ίσο με 70% του βάρους του.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι οι χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις αποξηραίνουν τα αναγκαία κονδύλια για επενδύσεις. Αντίθετα, το πρόβλημα έγκειται στο ότι το χρήμα που οι πιστωτές και οι μέτοχοι συλλέγουν είναι το ακριβές ισότιμο των κερδών που οι επιχειρήσεις δεν χρειάζονται πια, δηλαδή περιορίζουν θεληματικά τα επενδυτικά τους προγράμματα στο μέρος εκείνο που θεωρείται το πιο προσοδοφόρο. Η σωστή ερώτηση είναι επομένως η εξής: Σ’ έναν κόσμο στον οποίο πραγματοποιούνται, ατομικά ή συλλογικά, μόνο εκείνες οι δραστηριότητες που αποφέρουν μεταξύ 15% και 30% κέρδος, πόσο μεγάλη είναι η επιφάνεια του κοιμητηρίου των ιδεών και των πρωτοβουλιών, που δεν θα δουν ποτέ το φως, επειδή εικάζεται πως θα αποφέρουν κέρδος μόνο μεταξύ 0% και 15%;
Τη στιγμή που γίνεται αναγκαία η μετάβαση προς έναν οικολογικό και κοινωνικό μετασχηματισμό των οικονομιών μας, ένα πολιτικό πρόταγμα αυθεντικά σοσιαλδημοκρατικό θα χρειαζόταν τουλάχιστον να θέσει σαν στόχο την απελευθέρωση του δυναμικού των ανθρώπων με επιχειρηματικό πνεύμα, των μισθωτών, όλων όσοι επιζητούν την οικονομική και κοινωνική πρόοδο και τη χειραφέτηση από τον ζυγό της ιδιοκτησίας και της χρηματοπιστωτικής προσόδου.
Ιούλιος 2013
Μετάφραση από τα γαλλικά:
Γιώργος Δαγιάντης
επιμέλεια: Γ. Κ.