Αρχική » Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα

Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Καρανικόλα, Επίκουρου Καθηγητή Τμ. Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης ΓΠΑ
Από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009

Οι πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις επανέφεραν στο προσκήνιο τα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και καθιστούν τη συζήτηση για τις προοπτικές της εξαιρετικά επίκαιρη. Εάν θελήσουμε να προσεγγίσουμε τα προβλήματα αυτά από μια διαχρονική οπτική γωνία, τότε η έννοια του «Αγροτικού Ζητήματος» θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη. Ιδιαίτερα δημοφιλής παλιότερα, ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται πια, καθώς από πολλούς θεωρείται ότι δεν υφίσταται πλέον.

Τι είναι όμως «Αγροτικό Ζήτημα»; Ένας κλασικός ορισμός του αγροτικού ζητήματος αναφέρεται στη χρόνια υστέρηση (και αστάθεια) των γεωργικών εισοδημάτων ως προς τα μη γεωργικά εισοδήματα. Για μια σειρά από λόγους (π.χ. εξάρτηση από βιολογικούς και κλιματικούς παράγοντες), οι τιμές των γεωργικών προϊόντων και, συνακόλουθα, τα γεωργικά εισοδήματα παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις, ενώ παράλληλα υπολείπονται των εισοδημάτων που αποκτώνται στους άλλους τομείς της οικονομίας. Η ριζοσπαστική προσέγγιση, ήδη από τον 19ο αιώνα, βλέπει στο αγροτικό ζήτημα τη διαδικασία ενσωμάτωσης της γεωργίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε κυρίως στο κατά πόσο θα επικρατήσουν και στη γεωργία οι «νόμοι» της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία συγκέντρωσης της γης και προλεταριοποίησης των μικρών γεωργών. Νεότερες εκδοχές αυτής της συζήτησης, γνωστές και στην Ελλάδα, είναι η θέση για την «προλεταριοποίηση της οικογενειακής εκμετάλλευσης μέσω της πόλωσης» και η θέση της «διατήρησης της οικογενειακής εκμετάλλευσης μέσω της διαφοροποίησης», όπως επίσης και η αντιπαράθεση επιχειρημάτων του Κ. Βεργόπουλου και του Ν. Μουζέλη τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Όπως είναι γνωστό, μεταπολεμικά υπήρξε διεθνώς μια ευρύτατη συναίνεση αφενός ως προς τη μεγάλη σημασία της γεωργίας σε κάθε χώρα (εξασφάλιση βασικών ειδών διατροφής, κ.λπ.) και αφετέρου ως προς την καθυστέρησή της και την ανάγκη να μειωθεί το χάσμα που τη χωρίζει από τους άλλους τομείς. Κεντρική ιδέα ήταν η «ισοτιμία» (parity) της γεωργίας με τους άλλους τομείς, η οποία επιδιώχθηκε στη μεν Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω της επίτευξης ενός «συγκρίσιμου εισοδήματος», στις δε ΗΠΑ με τον στόχο οι τιμές πώλησης των γεωργικών προϊόντων να μην είναι χαμηλότερες των τιμών των γεωργικών εισροών.


Η επιδίωξη αυτή εντάχθηκε μέσα σ’ ένα συγκροτημένο σύνολο μέτρων αγροτικής πολιτικής, που αποσκοπούσαν στην προστασία και στήριξη του γεωργικού τομέα. Στην περίπτωση της ΕΕ, η πολιτική αυτή είχε εξαρχής και κοινωνική διάσταση, ενώ με την πάροδο του χρόνου ενσωμάτωσε περιβαλλοντικούς στόχους και εμπλουτίστηκε με μια ισχυρή διαρθρωτική συνιστώσα, δηλ. την πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου.
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όμως, σημειώνεται μια σημαντική στροφή προς τη «φιλελευθεροποίηση» των αγροτικών πολιτικών. Η στροφή αυτή ήλθε ως συνέχεια των διαρκών πιέσεων για φιλελευθεροποίηση του διεθνούς γεωργικού εμπορίου (ήδη από τη δεκαετία του ’60) και της επικράτησης του μονεταρισμού στην οικονομική θεωρία, από τη δεκαετία του ’70, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εγχώριες πιέσεις για περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, καθώς και οι διεθνείς πιέσεις στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης. Στο πλαίσιο αυτό, αναθεωρούνται ορισμένες βασικές σταθερές της μέχρι τότε συναίνεσης: Δεν υπάρχει καμιά «γεωργική ιδιαιτερότητα», ούτε και «αγροτικό ζήτημα», επομένως η κατανομή των πόρων μέσω της αγοράς προηγείται της παρέμβασης του κράτους στη γεωργία. Στη γεωργία πρέπει να παραμείνουν αυτοί που μπορούν να αποκτήσουν ένα επαρκές εισόδημα από την πώληση των προϊόντων τους σε ανταγωνιστικές αγορές. Η γεωργική εκμετάλλευση θεωρείται μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στις διεθνείς αγορές, ο γεωργός θεωρείται επιχειρηματίας και όχι παραγωγός τροφίμων για το έθνος, ενώ οι γεωργοί αυτοπροστατεύονται μέσω ιδιωτικών ασφαλιστικών προγραμμάτων από τις ενδεχόμενες απώλειες εισοδήματος.


Έτσι, δεν απομένουν περιθώρια για ενεργό ρόλο του κράτους (ή άλλων οργανισμών) στη διαμόρφωση των γεωργικών δομών: «…Η διαρθρωτική προσαρμογή είναι μια δυναμική διαδικασία που καθοδηγείται από τα σήματα των αγορών…» (OECD, 1995). Φυσικό επακόλουθο ήταν η σταδιακή απορρύθμιση των γεωργικών αγορών και η σαφής υποβάθμιση της γεωργικής διαρθρωτικής πολιτικής.
Μπορούμε να αποκομίσουμε μια συνοπτική εικόνα για το αγροτικό ζήτημα προσεγγίζοντάς το από την εισοδηματική του διάσταση. Η προσέγγιση αυτή θα γίνει μέσα από την έννοια της οικονομικής βιωσιμότητας και τη χρήση ορισμένων από τα πιό πρόσφατα διαθέσιμα επεξεργασμένα στοιχεία για την Ελλάδα. Θα προσπαθήσουμε επίσης να αποσαφηνίσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά του εισοδηματικού προβλήματος της σύγχρονης γεωργίας.

Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα
Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα συνδέεται με ορισμένες κρίσιμες πτυχές της σύγχρονης ιστορίας μας. Κύριες εκδηλώσεις του, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν το θέμα της ιδιοκτησίας της γης, παράλληλα με την κρίση στους δύο πιο εμπορευματοποιημένους κλάδους της ελληνικής γεωργίας, τη σταφίδα και τον καπνό. Λίγο αργότερα, ακολούθησε η αποκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών. Στη συνέχεια, η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας και της Γεωπονικής Σχολής, και η δράση των γεωργικών συνεταιρισμών, παράλληλα με μια πολύπλευρη παρέμβαση του κράτους σε θεσμικό και τεχνικό επίπεδο, συνέβαλαν στο –ελάχιστα γνωστό– «γεωργικό θαύμα» του μεσοπολέμου. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε με τον γεωργικό εκσυγχρονισμό της μεταπολεμικής περιόδου (εκμηχάνιση, άρδευση, εντατικοποίηση, χρήση βελτιωμένων εισροών κ.λπ.).
Από την ένταξη στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα, η ελληνική γεωργία χαρακτηρίζεται από στασιμότητα των παραγωγικών επιδόσεων, σταθερότητα και, στη συνέχεια, μείωση του γεωργικού εισοδήματος, και ραγδαία επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της, παρά τη σημαντική δημόσια στήριξή της μέσω επιδοτήσεων. Στη δεκαετία του ’80, λόγω των αυξημένων επιδοτήσεων, η στασιμότητα στη γεωργική παραγωγή δεν είχε γίνει αισθητή στο συνολικό γεωργικό εισόδημα, ενώ, μετά το 1995, η στασιμότητα και η υποχώρηση των παραγωγικών επιδόσεων αντανακλάται τόσο στο συνολικό γεωργικό εισόδημα, όσο και στο οικογενειακό γεωργικό εισόδημα, τα οποία μειώνονται.


Η βιωσιμότητα της γεωργικής εκμετάλλευσης
Το Διάγραμμα 1 απεικονίζει την οικονομική βιωσιμότητα στο επίπεδο της γεωργικής εκμετάλλευσης. Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις έχουν ταξινομηθεί σε 17 αμιγείς ή μικτές ομάδες (ή «κλάδους»), ανάλογα με την παραγωγική τους εξειδίκευση. Το τελικό εισοδηματικό αποτέλεσμα της μέσης γεωργικής εκμετάλλευσης κάθε κλάδου συγκρίνεται με τη μέση αμοιβή των εργαζομένων στον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα της οικονομίας. Με άλλα λόγια, το γεωργικό οικογενειακό εισόδημα, ανά πλήρως απασχολούμενο μέλος του νοικοκυριού, συγκρίνεται με το «εισόδημα αναφοράς». Παρατηρούμε ότι η μέση γεωργική εκμετάλλευση της χώρας εξασφαλίζει καθαρό εισόδημα στα μέλη της το οποίο αντιστοιχεί περίπου στα τρία τέταρτα της καθαρής αμοιβής των εργαζομένων στους λοιπούς τομείς της οικονομίας. Γύρω από αυτόν τον μέσο όρο, όμως, παρατηρούνται πολύ σημαντικές αποκλίσεις. Μόνο τέσσερις κλάδοι φαίνεται να ξεπερνούν το εισόδημα αναφοράς, τα εσπεριδοειδή, τα βοοειδή, τα κηπευτικά-άνθη, και οριακά το βαμβάκι. Η πλειονότητα των κλάδων κυμαίνεται στην περιοχή του 60%-80% του εισοδήματος αναφοράς, ενώ ξεχωρίζουν τρεις κλάδοι με ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις: τα κρασιά, ο καπνός και τα δημητριακά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση του προηγούμενου δείκτη στα δύο επιμέρους συστατικά του στοιχεία, πρώτον, στο εισόδημα που αποκομίζει μια εκμετάλλευση από την πώληση των προϊόντων της στην αγορά και, δεύτερον, στις επιδοτήσεις. Έτσι, στη μέση εκμετάλλευση της χώρας, λίγο περισσότερο από το μισό γεωργικό οικογενειακό εισόδημα ανά πλήρως απασχολούμενο μέλος του νοικοκυριού αντιπροσωπεύουν οι επιδοτήσεις, ενώ το υπόλοιπο προέρχεται από την αγορά (Διάγραμμα 2). Οι 14 από τους 17 κλάδους της ελληνικής γεωργίας εμφανίζουν θετικό εισόδημα από την αγορά, με υψηλότερο εκείνο των κηπευτικών-ανθέων και των εσπεριδοειδών. Στους υπόλοιπους από τους 14 κλάδους, το θετικό εισόδημα από την αγορά συμπληρώνεται σε ποικίλους βαθμούς από τις επιδοτήσεις. Τρεις από τους σημαντικότερους κλάδους όμως (βαμβάκι, καπνός και δημητριακά), εμφανίζουν αρνητικό εισόδημα από την αγορά, δηλαδή είναι ζημιογόνες. Το αρνητικό αυτό οικονομικό αποτέλεσμα υπεραναπληρώνεται από τις χορηγούμενες επιδοτήσεις. Υπενθυμίζεται ότι, για πολλά χρόνια, το βαμβάκι και ο καπνός αντιπροσώπευαν το 40% των συνολικών πόρων της Ελλάδας από την ΚΑΠ.


Εκτός από τη διαφορετική συμβολή των επιδοτήσεων στο επιτυγχανόμενο οικονομικό αποτέλεσμα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, άλλη μια ενδιαφέρουσα πτυχή του προβλήματος είναι η αντίληψη των ίδιων των γεωργών για τον ρόλο που πρέπει να παίζουν οι επιδοτήσεις στο εισόδημά τους. Σε μια έρευνα μεταξύ των γεωργών των 27 χωρών της ΕΕ (ΕΥΡΩΒΑΡΟΜΕΤΡΟ, 2-3-2005), ένα από τα ερωτήματα ήταν: «Η εξασφάλιση σταθερού εισοδήματος στους αγρότες πρέπει να είναι ο υπ’ αριθμόν 1 στόχος της ΚΑΠ;». Όπως βλέπουμε στο Διάγραμμα 3, οι Έλληνες αγρότες, με μεγάλη διαφορά από όλους τους άλλους, σε ποσοστό 61% δίνουν στο ερώτημα αυτό θετική απάντηση. Επομένως, ενώ οι Έλληνες αγρότες είναι απόλυτα ενσωματωμένοι στην αγορά, παράγουν αποκλειστικά ή κυρίως γι’ αυτήν και σε ελάχιστο βαθμό για αυτοκατανάλωση, δεν επιδιώκουν να αποκτήσουν το εισόδημά τους πρωτίστως από την πώληση των προϊόντων τους στην αγορά, αλλά προσβλέπουν στην ΚΑΠ για την εξασφάλιση του εισοδήματός τους! Θα ήταν μάλλον λάθος να θεωρήσει κανείς την απάντηση αυτή ως συγκυριακή, καθώς πρόκειται για μια μάλλον παγιωμένη νοοτροπία καθ’ όλη τη μετά την ένταξη στην ΕΕ περίοδο. Πρόκειται επομένως για συμπεριφορά ενός εισοδηματία ο οποίος πρωτίστως ενδιαφέρεται για την είσπραξη της επιδότησης, αδιαφορώντας για την ποιότητα ή την εμπορική διάθεση του προϊόντος που παράγει.


Η βιωσιμότητα του αγροτικού νοικοκυριού
Η εισοδηματική πτυχή του αγροτικού ζητήματος αποκτά διαφορετική διάσταση όταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μετατοπιστεί από τη γεωργική εκμετάλλευση στο αγροτικό νοικοκυριό, δηλαδή στα εισοδήματα που αποκτούν τα μέλη των αγροτικών νοικοκυριών από κάθε δυνατή πηγή, συμπεριλαμβανομένης της γεωργίας και κτηνοτροφίας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (2004/05), τα νοικοκυριά των οποίων ο αρχηγός είναι γεωργός αντιπροσωπεύουν το 5,5% του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας (στο εξής: «αγροτικά νοικοκυριά»). Το μέσο ισοδύναμο εισόδημά τους, μετά από μια ανοδική πορεία τα τελευταία 20 χρόνια, έχει φθάσει στο 90% περίπου του μέσου εισοδήματος της χώρας. Από την άλλη πλευρά, τα νοικοκυριά των οποίων οι αρχηγοί έχουν τη γεωργία ως δευτερεύουσα ή συμπληρωματική δραστηριότητα ανέρχονται στο 10% των νοικοκυριών της χώρας και το εισόδημά τους ουσιαστικά ταυτίζεται με το μέσο εισόδημα της χώρας. Σοβαρό πρόβλημα εμφανίζουν τα νοικοκυριά των οποίων ο αρχηγός είναι συνταξιούχος του ΟΓΑ, με εισόδημα το οποίο μόλις φθάνει το μισό του μέσου εθνικού εισοδήματος. Η κατηγορία αυτή αντιπροσωπεύει το 6,7% του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας.


Όπως είναι αναμενόμενο, οι εισοδηματικές επιδόσεις των αγροτικών νοικοκυριών παρουσιάζουν πολύ έντονη γεωγραφική διαφοροποίηση. Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτικών νοικοκυριών στην Ήπειρο, τη Δυτική Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου των μη αγροτικών νοικοκυριών σ’ αυτές τις περιφέρειες, ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 1999.
Εξάλλου, το 16% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Τα νοικοκυριά με αρχηγό συνταξιούχο του ΟΓΑ είναι από τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες (το 56% από αυτά βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας), και όσο μεγαλύτερη είναι η εισοδηματική εξάρτηση ενός νοικοκυριού από τη γεωργία, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του αντίστοιχου πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Επίσης, τα αγροτικά νοικοκυριά με το μεγαλύτερο πρόβλημα φτώχειας βρίσκονται κυρίως στη Δυτ. Ελλάδα και στη συνέχεια στο Ν. Αιγαίο, την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και την Ήπειρο. Το γεγονός αυτό σχετίζεται άμεσα με τη σύνθεση των κλάδων γεωργικής παραγωγής στις εν λόγω περιφέρειες, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των εκμεταλλεύσεων και τα οικονομικά τους αποτελέσματα.
Το (μόνιμο) εισοδηματικό πρόβλημα
της γεωργίας
Είναι γνωστό ότι η σύγχρονη γεωργία ενσωματώνει πολύ γρήγορα τις σύγχρονες τεχνολογίες (μηχανήματα, γενετικό υλικό κ.λπ.), με αποτέλεσμα να αυξάνεται πολύ γρήγορα η παραγωγή και η παραγωγικότητα του γεωργικού τομέα, και να συμπιέζονται οι τιμές των προϊόντων προς τα κάτω. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η ζήτηση για πολλά γεωργικά προϊόντα είναι ανελαστική, οδηγεί σε μια διαρκή τάση συρρίκνωσης των γεωργικών εισοδημάτων. Αυτή είναι η μία όψη του εισοδηματικού προβλήματος της σύγχρονης γεωργίας και σ’ αυτήν εξαντλείται συνήθως η συμβατική προσέγγιση γύρα από τα σχετικά θέματα.
Για να κατανοήσει κανείς πλήρως το πρόβλημα, πρέπει να συνυπολογίσει και την άλλη όψη, η οποία αναφέρεται στους όρους ενσωμάτωσης της οικογενειακής γεωργικής εκμετάλλευσης στο ευρύτερο αγροτοδιατροφικό σύστημα. Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι η οικογενειακή γεωργία, ως παραγωγικός τομέας, αδυνατεί να συγκρατήσει το όφελος που δημιουργεί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την οποία καρπούνται συνήθως οι μεγάλες επιχειρήσεις τού ολιγοπωλιακά διαρθρωμένου αγροτοδιατροφικού τομέα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο Διάγραμμα 4, όπου, ενώ ο γεωργικός τομέας των ΗΠΑ παρήγε ένα προϊόν όλο και μεγαλύτερης πραγματικής αξίας, τουλάχιστον για την περίοδο 1910-1980, αυτό που απέμενε στις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις ως καθαρό εισόδημα ήταν ένα όλο και μικρότερο ποσοστό, από 50% στις αρχές του 20ού αι. στο 20% το 1980. Στα ίδια περίπου ποσοστά κυμαίνεται και μετά το 1980, μόνο που την περίοδο αυτή και η αξία του προϊόντος υποχωρεί διαρκώς. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η παροχή κρατικών ενισχύσεων ελάχιστα αλλάζει την εικόνα αυτή (βλ. τη διαφορά ανάμεσα στο “net income” και στο “adjusted production income”, στο Διάγραμμα 4).


Επομένως, μια γεωργική εκμετάλλευση, για να διατηρήσει διαχρονικά ένα σταθερό εισοδηματικό επίπεδο και συνακόλουθα ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης των μελών της, δεν αρκεί να μειώσει το κόστος παραγωγής της ή να γίνει πιο αποτελεσματική (efficient). Θα πρέπει παράλληλα να διευρύνει το μέγεθός της ή/και τον όγκο ή/και την αξία του παραγόμενου προϊόντος της, και πιθανότατα να προσφεύγει όλο και περισσότερο στην εξασφάλιση πρόσθετου εισοδήματος από την απασχόληση των μελών της εκτός γεωργίας. Επίσης, ακόμα κι αν επιτευχθεί η παραγωγή πλεονάσματος, η επένδυση ολόκληρου ή ενός μέρους του για τη διεύρυνση του παραγωγικού συστήματος της εκμετάλλευσης δεν είναι δεδομένη, καθώς εξαρτάται από πλήθος άλλων παραγόντων.
Η άνιση αυτή ενσωμάτωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι από τους βασικούς παράγοντες της συμπίεσης του γεωργικού εισοδήματος. Είναι γνωστή και στη χώρα μας η ύπαρξη των «καρτέλ» του γάλακτος και άλλων προϊόντων, η κυριαρχία των μεγάλων αλυσίδων σούπερ-μάρκετ και των βιομηχανιών επεξεργασίας τροφίμων στην ευρύτερη αγροτοδιατροφική αλυσίδα και οι εκβιαστικές πρακτικές τους απέναντι στους γεωργούς και κτηνοτρόφους. Η διεθνής όμως εμπειρία αποδεικνύει επίσης ότι ο μοναδικός τρόπος για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι, εκτός από την αυστηρή τήρηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, η συλλογική δράση των ίδιων των γεωργών και η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην ευρύτερη αλυσίδα, μέσω της ενεργού παρέμβασης των συνεταιρισμών και των ομάδων παραγωγών. Σημειώνεται ότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι επιδόσεις μας και σ’ αυτόν τον τομέα είναι απογοητευτικές.
Η δεύτερη αυτή όψη του εισοδηματικού προβλήματος της γεωργίας, η οποία παραπέμπει στη δομή των αγορών και τη διανομή του εισοδήματος, θα μπορούσε να είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά πεδία αντιπαράθεσης απόψεων γύρω από τη σύγχρονη γεωργία: Εάν αγνοήσουμε την ύπαρξή της, τότε «αυτόματα» εξαφανίζεται και το αγροτικό ζήτημα, όπως κάνει σήμερα η επικρατούσα διεθνώς άποψη. Εάν όμως την αποδεχθούμε και την αναλύσουμε, τότε η συζήτηση για την οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση και το αγροτικό ζήτημα εμπλουτίζεται με νέες διαστάσεις, όπως, π.χ., την κατανομή της ισχύος στο αγροτοδιατροφικό σύστημα, τις πρακτικές των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων του αγροτοδιατροφικού τομέα, το περιεχόμενο που πρέπει να έχουν οι δημόσιες πολιτικές στήριξης της γεωργίας κ.λπ.
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν φέρει στο προσκήνιο και μία άλλη πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση του αγροτικού ζητήματος. Πρόκειται για την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των πολιτών γύρω από τα θέματα της ποιότητας και παραγωγής των τροφίμων, της διατήρησης της βιοποικιλότητας, της προστασίας του τοπίου, της ενίσχυσης της ιδιαίτερης «τοπικής» ταυτότητας, κ.ά., τα οποία σχετίζονται άμεσα με την ίδια τη σύγχρονη γεωργία. Η ευαισθητοποίηση αυτή έχει συμβάλει στη θέσπιση μιας σειράς περιορισμών στις γεωργικές πρακτικές, ως προϋποθέσεων για τη χορήγηση των επιδοτήσεων στους γεωργούς («πολλαπλή συμμόρφωση»). Από την άλλη πλευρά, ένας από τους τρόπους ενεργητικής παρέμβασης στις εξελίξεις αυτές είναι η συγκρότηση δικτύων γεωργών και τελικών καταναλωτών, με αμοιβαία οικονομικά οφέλη, αλλά και μια νέα συνειδητοποίηση των σύγχρονων προβλημάτων, τη ζήτηση προϊόντων με συγκεκριμένες ποιοτικές προδιαγραφές και, μέσω αυτής, τη στήριξη του παραγωγικού ιστού αγροτικών περιοχών κ.λπ.

Αντί επιλόγου
Μέσα σ’ ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική γεωργία καλείται να ξεπεράσει την πολύχρονη κρίση της και να πετύχει ταυτόχρονα δύο στρατηγικούς στόχους: από τη μία πλευρά, τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της, και από την άλλη την πολυλειτουργικότητα. Η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, μια τριπλή «απεξάρτηση»: πρώτον, των Ελλήνων γεωργών από τη στείρα «επιδοματική» λογική, στην οποία είναι ισχυρά εθισμένοι· δεύτερον, του ελληνικού κράτους από τη βραχυπρόθεσμη-εισπρακτική λογική έναντι των ευρωπαϊκών Ταμείων, στον βωμό της οποίας θυσιάζεται ο μακροχρόνιος αναπτυξιακός σχεδιασμός για τη γεωργία και την ύπαιθρο· και τρίτον, της κοινωνίας και του πολιτικού μας συστήματος από τον αχαλίνωτο λαϊκισμό.


Το αγροτικό ζήτημα εξακολουθεί να υφίσταται μέσα από νέες μορφές. Αφορά δε όχι μόνο τους κατ’ επάγγελμα γεωργούς αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση των νέων διαστάσεων και προεκτάσεων του αγροτικού ζητήματος μπορεί να το ξανατοποθετήσει σε κεντρική θέση στον δημόσιο διάλογο και να μας βοηθήσει να το ξαναδούμε ως κατ’ εξοχήν κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ