Αρχική » Αναγνώσεις του Δεκέμβρη του 2008

Αναγνώσεις του Δεκέμβρη του 2008

από Άρδην - Ρήξη

του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009

Τα «Δεκεμβριανά» του 2008 αντιμετωπίστηκαν, μέχρι σήμερα, με πολλαπλές, συχνά ανταγωνιστικές, αναγνώσεις:

Από τη μία πλευρά, οι θιασώτες της εκδοχής ότι πρόκειται για εξέγερση προβάλλουν το γεγονός της εκτεταμένης πανελλαδικής κινητοποίησης ενός σημαντικού μέρους της νεολαίας, ιδιαίτερα της μαθητικής και της φοιτητικής. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ορισμένες «σπασμένες βιτρίνες» και η δράση των «κουκουλοφόρων» ήταν το λιγότερο σημαντικό, ενώ η εξέγερση της νεολαίας ήταν το αποφασιστικό.

Από την άλλη, οι υποστηρικτές της εκδοχής ότι πρόκειται για κατευθυνόμενη «πορτοκαλί επανάσταση» επιμένουν στο ότι τα γεγονότα ήταν κατευθυνόμενα από κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και εν πολλοίς ΠΑΣΟΚ), ΜΜΕ (από τον Άλφα και το Μέγκα έως το CNN, και από την Ελευθεροτυπία έως τη… Libération) και πρεσβείες (και κατ’ εξοχήν την «Πρεσβεία»), που χρησιμοποίησαν τους «κουκουλοφόρους» και την αγανάκτηση της νεολαίας για να ανατρέψουν την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία δεν δείχνεται όσο ενδοτική θα ήθελαν (Σχέδιο Ανάν, αγωγοί, Σκόπια κ.λπ.), καθώς και από τους εγχώριους νταβατζήδες που προτιμούν την ύπαρξη μιας απόλυτης ακυβερνησίας (λέγε με Γιωργάκη).

Τέλος, μια τρίτη άποψη είναι εκείνη που καταδικάζει τα γεγονότα από μια θέση αρχής, ως φαινόμενο «παράνομης βίας» και ως παροξυστική εκδοχή της μεταπολιτευτικής αφασίας.

Η καθολική κρίση μιας παρασιτικής κοινωνίας

Για τον υποφαινόμενο, η έκταση των γεγονότων δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από την κατάρρευση και την αποσύνθεση μιας παρασιτικής κοινωνίας που, εδώ και δεκαετίες, επιδίδεται στην κατεδάφιση όλων των αξιών και των προτύπων πάνω στα οποία είχε οικοδομηθεί το ελληνικό έθνος και το ελληνικό κράτος, και μάλιστα από εκείνους που εμφανίζονταν ως οι εκφραστές αυτών των αξιών.

Η χούντα –ως η ακραία έκφραση της παραδοσιακής εθνικοφροσύνης και της Δεξιάς– προκάλεσε μια εθνική καταστροφή στην Κύπρο. Η Αριστερά, από την αντίπερα όχθη, ως ο εκφραστής του σοσιαλιστικού αιτήματος, κατέρρευσε, είτε μαζί με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, είτε με την ανοικτή προσχώρηση των σοσιαλ-ληστών στον νεοφιλελευθερισμό και τη διαφθορά. Η «Ελευθεροτυπία», το όνειρο γενεών και γενεών Ελλήνων, παραδόθηκε στους νταβατζήδες των καναλιών και στους «αλήτες-ρουφιάνους-δημοσιογράφους». Η Διανόηση και οι «μορφωμένοι», οι καθηγητάδες και οι προοδευτικοί, όχι μόνο κατακλέβουν τον ελληνικό λαό (λέγε με πρύτανη της Παντείου), όχι μόνο τρώνε με δέκα μασέλες (που τις αποκαλούν ευρωπαϊκά προγράμματα και μη-κυβερνητικές οργανώσεις, αλά Σόρος), όχι μόνο παράγουν ελάχιστο δημιουργικό έργο, αλλά έχουν αποδυθεί σε ένα ηροστράτειο έργο κατεδάφισης κάθε αξίας που εξακολουθεί να συνέχει τον ελληνικό λαό: εξ ου και το κατάπτυστο βιβλίο Ιστορίας, ο «ελληνο-οθωμανισμός», η συκοφάντηση του πατριωτισμού, της Εθνικής Αντίστασης, η απεμπόληση της Κύπρου.

Η Ορθοδοξία, το τελευταίο αποκούμπι των λαϊκών στρωμάτων, που κράτησε τον ελληνισμό όρθιο στις πιο μαύρες μέρες, έχει παραδοθεί στους Εφραίμ, τους παπαροκάδες και τους τουρκόφρονες, μέσα σε μια γενικευμένη υποκρισία.

Και βέβαια οι πολιτικοί, σχεδόν όλων των χρωμάτων και αποχρώσεων, είναι είτε διεφθαρμένοι ως το μεδούλι, μέτριοι και ανδράποδα, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, μισθοσυντήρητοι γραφειοκράτες που για τριάντα πέντε χρόνια, σε όλη τη μεταπολίτευση, ζουν πλουσιοπάροχα από την πολιτική, εκεί που άλλοτε διακινδύνευες όχι μόνο περιουσίες αλλά και την ίδια τη ζωή σου.

Αν αυτά λοιπόν συμβαίνουν στους «από πάνω», στις άρχουσες τάξεις και τους θεσμούς, όπως κι άλλες φορές ίσως είχε συμβεί στο παρελθόν, ωστόσο υπήρχαν πάντοτε και οι «από κάτω», ο λαός, οι αγρότες, οι εργάτες, οι «μικρομεσαίοι», που τροφοδοτούσαν αυτή τη χώρα αδιάκοπα με ήρωες και αγωνιστές, με τον Κοσμά τον Αιτωλό και τον Καραϊσκάκη, με τον Μακρυγιάννη και τον Βελουχιώτη, με τον Αυξεντίου και τον Σολωμό Σολωμού. Σήμερα, μετά από τριάντα πέντε χρόνια μεταπολίτευσης, έχουν διαφθαρεί, κομματιαστεί, αποσυντεθεί και οι «από κάτω». Η αγροτιά, και ιδιαίτερα η ορεινή, που τροφοδοτούσε όλους τους εθνικούς αγώνες, μέχρι την Εθνική Αντίσταση και την ΕΟΚΑ, έχει συρρικνωθεί, ενώ αυτή που έμεινε έχει μεταβληθεί σε επιδοτούμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, για ένα μεγάλο μέρος τους, σε επιστάτες των Αλβανών και των Πακιστανών που δουλεύουν για λογαριασμό της. Η ελληνική εργατική τάξη έχει μετακομίσει στις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο, τα μπαρ, τα καφενεία και τις «πόρτες» των σκυλάδικων, ενώ η παραγωγική εργασία των χειρωνακτών εργαζομένων έχει αναληφθεί από τους ξένους. Στο Δημόσιο, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στις ΔΕΚΟ, βασιλεύουν οι συνδικαλιστές, οι κηφήνες, οι καλοπερασάκηδες μηδενιστές. Γι’ αυτό και τα εκατομμύρια των Ελλήνων που δεν έχουν διαφθαρεί, που δεν έχουν διέξοδο, βρίσκονται αιχμαλωτισμένοι μέσα σε ένα αδιέξοδο, όπου από τη μία πλευρά νιώθουν ασφυκτικό τον ανταγωνισμό της μετανάστευσης, από την άλλη όμως έχουν μεταβληθεί σε κομμάτι μιας δουλοκτητικής κοινωνίας που εκμεταλλεύεται την εργασία των μεταναστών.

Κυρίαρχο, αποφασιστικό, παραμένει το γεγονός του παρασιτισμού, που από τις άρχουσες τάξεις κατέβηκε προς τα «κάτω» και διέφθειρε και ένα μεγάλο ποσοστό των λαϊκών στρωμάτων. Οι Έλληνες σήμερα ζουν με πολύ περισσότερα από όσα παράγουν. Και αυτό δεν αφορά μόνο την «πλουτοκρατία» αλλά και τα μεσαία στρώματα και ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό και τα αυτοκίνητα, τα κινητά, οι κάρτες, η υπερχρέωση. Όμως, το «πάρτι» της ανόδου των εισοδημάτων και της κατανάλωσης τελειώνει. Και μάλιστα, σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης.

Η ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία που στηριζόταν σε αξίες για να επιβιώνει, την πατρίδα, τη γλώσσα, την Ορθοδοξία, την κοινωνική δικαιοσύνη, τα κατανάλωσε και τα εξόντωσε όλα. Έφτασε στον βαθμό μηδέν. Γυμνή στο τελευταίο σκαλί.

Η φύση του μηδενισμού

Φως δεν μοιάζει να έρχεται από πουθενά. Γι’ αυτό και οι εξεγέρσεις μπορούν να είναι ταυτόχρονα πραγματικές, μηδενιστικές, διότι δεν εμπεριέχουν όραμα, και χειραγωγήσιμες, αν δεν υπάρξει κάποιος συνθετικός πόλος –που σήμερα απουσιάζει.

Δηλαδή, η διάλυση μιας μηδενιστικής κοινωνίας παράγει αντιδράσεις και κινητοποιήσεις εξίσου μηδενιστικές με την κυρίαρχη ιδεολογία και πραγματικότητα. Γι’ αυτό και μπορούν να τις εκμεταλλευτούν, ή να επιχειρήσουν να τις εκμεταλλευτούν, τόσο εξωτερικές δυνάμεις που θέλουν να ρίξουν ή να υποτάξουν τον Καραμανλή, όσο και εσωτερικοί καιροσκόποι.
Ο Στέλιος Ράμφος επιχείρησε μια εντελώς αντίστροφη ερμηνεία, που αξίζει να προσεγγίσουμε: «Ο μηδενισμός των “Δεκεμβριανών” είναι συνέπεια της ορθόδοξης ιδιοπροσωπίας των Ελλήνων»! Το γεγονός πως αυτή η ερμηνεία βρίσκεται στον αντίποδα της πραγματικότητας δεν μας εκπλήσσει πλέον. Όπως ίσως δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει πως βρίσκεται στον αντίποδα εκείνων που ο ίδιος υποστήριζε μόλις πριν ορισμένα χρόνια! Έγραφε, λοιπόν, το 1995:

Διότι ο Ρωμηός χάνεται χωρίς όνειρο. Χιλιετίες πολιτισμού τον εδίδαξαν να βλέπη τα πράγματα εις την απόλυτή των διάστασι, και, τούτο δεν ανατρέπεται, μπορεί όμως να διαστραφή, οπότε ακολουθεί εθνική και κοινωνική έκπτωσις. [ ] Οι πολιτικοί κατέστησαν αναξιόπιστοι, επειδή έχουν όραμα το ευτελές συμφέρον. [ ] Θα πρέπη να δηλώσω ότι δεν αντιλαμβάνομαι το όραμα ως ζωτικό ψεύδος. Πρόκειται αντιθέτως για αλήθεια ζωτική, συνδέουσα την ιστορική στιγμή με ένα τέλος που της δίνει ουσιώδες περιεχόμενο. [ ] Ένας λαός χωρίς σκοπό χάνει το κίνητρο της ζωής…2

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο Ράμφος, στο παρελθόν, εντόπιζε μάλλον εύστοχα τα αίτια της κρίσης της μεταπολίτευσης, στη δεκαετία του 1990, ακριβώς ως συνέπεια της κρίσης αυτής της ιδιοπροσωπίας, η οποία δεν είναι συνδεδεμένη με το κράτος και την πολιτεία ως θεσμό. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μια πολιτοφροσύνη δυτικού τύπου, αλλά οι Έλληνες συγκροτούν κοινωνία και κράτος μέσω της σύνδεσής τους με την οικογένεια, την κοινότητα, καθώς και ορισμένα οράματα ή ιδεολογίες. Μέχρι το 1922 η κυρίαρχη συνεκτική ιδεολογία ήταν ο ελληνοχριστιανισμός και η Μεγάλη Ιδέα. Στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά την Κατοχή, η «Λαοκρατία» από τη μια και ο «Ελεύθερος Κόσμος» μαζί με τον ελληνοχριστιανισμό από την άλλη, μετά την Μεταπολίτευση η Κοινωνική Δικαιοσύνη και η Εθνική Ανεξαρτησία, κ.λπ.

Σήμερα, σε μια απόπειρα να αποκρυπτογραφήσει το «μηδενιστικό δυναμικό» των Δεκεμβριανών, επιχειρεί, με μια ολοκληρωτική αντιστροφή, να αναζητήσει το θετικό μήνυμα της εξέγερσης ακριβώς στη διάλυση και την αποσύνθεση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Σύμφωνα με την ανάγνωση του Ράμφου, ο μηδενισμός αυτός είναι ένδειξη του βαθαίματος της ατομικής συνείδησης, ως θετική έκφραση του εκσυγχρονισμού και του τέλους της ελληνικής/ορθόδοξης «ρηχής» ατομικότητας, είτε «τυποτελετουργικής» στη μια της έκφανση, είτε ασκητικής στον πυρήνα της.

Στην Ελλάδα ο μηδενισμός τούτος δεν είχε απήχησι. Το βάρος της τυποτελετουργικής θρησκευτικότητας δεν άφηνε περιθώρια στο αίσθημα να αναπτυχθή αυτοδύναμα, ενώ ο Διαφωτισμός δεν πέτυχε ισχυρή διεισδυτικότητα, για να ελευθερώση μαζί με το άτομο και την εσωτερική του ζωή. Μας κατέχει ένα αίσθημα υπερβατικού, με περιεχόμενο τον εαυτό του, αίσθημα το οποίο εσωτερικεύουμε σαν μελαγχολικό καημό, μας ωθεί δε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον καθολικό λόγο του φυσικού κόσμου και του κρατικού θεσμού, για να μας συσπειρώσει στους δεσμούς τόπου (πατρίδα), αίματος (οικογένεια) και κοινής μοίρας (θρησκεία). Αφ’ ης στιγμής όμως με τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό η ανάπτυξι της ατομικότητας έκανε χωρητικότερη την συνείδησι και ικανή να έχη περιεχόμενο τη δική της θετικότητα ή το δικό της κενό, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα μεταχρονολογημένο ιθαγενή μηδενισμό. Αυτό αξίζει να το κρατήσωμε.
Πρόκειται για στοιχείο νευραλγικό, στην πνευματική αξιοποίησι του οποίου θα μπορούσε να στηριχθή ένας αξιόλογος νεοελληνικός πολιτισμός, του οποίου οι θεσμοί να υπολογίζουν και το αίσθημα, ώστε να μην απωθήται ως αγωνία εγκαταλείψεως αρνητικά. Ως γνωστόν, η ανατολική χριστιανική παράδοσι αρνείται στον ασκητικό πυρήνα της τον πολιτισμό, αφού θέλει να σώζεται ο άνθρωπος εκτός κόσμου. Αντιθέτως, η δυτική χριστιανοσύνη άρχισε τον 12ο αιώνα να συμφιλιώνεται με τον φυσικό κόσμο και να περιλαμβάνει στα μέσα για την εξύψωση του ανθρώπου τον παράγοντα του πολιτισμού3.

Έτσι, σύμφωνα με την ανάγνωση του Ράμφου, η μηδενιστική κρίση δεν είναι η αρνητική συνέπεια της αποσύνθεσης της ελληνικής ιδιοπροσωπίας στη συνάντησή της με τον δυτικό, κενό νοήματος, σύγχρονο πολιτισμό, ο οποίος δεν προσφέρει πλέον σημασίες και νόημα στις εξεγέρσεις, αλλά, αντίθετα, αποτελεί συνέπεια της κρίσης της ελληνικής ιδιοπροσωπίας καθεαυτής! Το δε γεγονός πως αυτή η ελληνική ιδιοπροσωπία έφθασε στο ναδίρ της, όπως κατεδείχθη και τον Δεκέμβριο του 2008, αποτελεί ένα μάλλον θετικό γεγονός, «στην πνευματική αξιοποίησι του οποίου θα μπορούσε να στηριχθή ένας αξιόλογος νεοελληνικός πολιτισμός»! Και η εξύμνηση της Δύσης φθάνει στο απόγειο: Η ελληνική/ορθόδοξη ιδιοπροσωπία στην κρίση της παράγει «Δεκεμβριανά», σε αντίθεση με το γαλλικό ανάλογό της, τον Μάη του ’68, ο οποίος παρήγαγε μια εξέγερση με νόημα:
Η εξήγησι χρειάζεται όχι τόσο πολιτικούς όρους όσο ποιητικούς και ψυχολογικούς, οι οποίοι, τηρουμένων των αναλογιών, μου θυμίζουν τον γαλλικό Μάη του 1968. Τότε [ ] οι φοιτητές αυτοί, χωρίς να το συνειδητοποιούν, έδωσαν συμβολική μορφή στο ζωτικό αίτημα για ουσιαστικότερη δημοκρατία και το εξέπεμψαν χρησιμοποιώντας την παλιά γλώσσα για νέα πράγματα. [ ] Στην δική μας περίπτωσι ο εκρηκτικός μηχανισμός ήταν παρόμοιος αλλά το μήνυμα και ο συμβολισμός του μηδενιστικός4.

Και βέβαια, δεν περνάει από το μυαλό του συγγραφέα πως τα ελληνικά Δεκεμβριανά δεν συγκρίνονται, ούτε στο ελάχιστο, με τον Μάη του 1968, αλλά συγκρίνονται, πολύ περισσότερο, με βίαια ξεσπάσματα όπως εκείνο του Λος Άντζελες το 1992, όταν, με αφορμή τον βάρβαρο ξυλοδαρμό του Ρόντνεϋ Κινγκ από αστυνομικούς, 58 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πάνω από 2000 τραυματίστηκαν, οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ καταστράφηκαν 1100 κτήρια. Ή με τις παρατεταμένες και μεγάλης διάρκειας εξεγέρσεις, πολύ μεγαλύτερες από την Ελλάδα, στην Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με το κίνημα των «αυτονόμων», έως το Παρίσι και τη Γαλλία το 2005 κ.λπ. Και μάλιστα, αυτές οι ταραχές ή οι εξεγέρσεις ήταν πολύ μεγαλύτερης έκτασης και διαφορετικού κοινωνικού περιεχομένου από τα ελληνικά Δεκεμβριανά και είχαν όλες ανάλογα ή ακόμα πιο τονισμένα «μηδενιστικά» χαρακτηριστικά.
Από την κρίση της Δύσης, λοιπόν, εκπορεύεται ο μηδενισμός των κινημάτων της, και όχι βέβαια από την κρίση της ορθόδοξης ιδιοπροσωπίας. Η κρίση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας εξηγεί απλώς τη συντριπτική ηγεμονία δυτικών προτύπων και αξιών στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής νεολαίας. Και το γεγονός ότι συνήθως όλες οι μορφές των κινημάτων που στην Ελλάδα αντιγράφουν χωρίς προσπάθεια πραγματικής σύνθεσης τα κινήματα της Δύσης είναι πιο επιφανειακές, πιο light και πιο ψεύτικες απ’ ό,τι στη Δύση, όπως συνέβη με το οικολογικό, το φεμινιστικό, το αντιεξουσιαστικό, κ.λπ., αυτό είναι απλώς συνέπεια του γεγονότος πως η ελληνική κοινωνία είναι ενταγμένη στη Δύση παρασιτικά, και δεν παράγει από μια εσωτερική δυναμική αυτά τα κινήματα.

Εξέγερση και περιεχόμενό της

Ωστόσο, αυτός ο ξεσηκωμός έχει και πραγματική διάσταση. Διότι, κατά τεκμήριο, σε μια κοινωνία σε κρίση, πάντοτε τα πιο ευαίσθητα στοιχεία της είναι οι νέοι: εκείνοι που δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στην παραγωγή, δεν έχουν πραγματοποιήσει τους αναρίθμητους συμβιβασμούς των μεγαλυτέρων, δεν έχουν εξαγοράσει ή εξαργυρώσει τις απόψεις τους. Επομένως, όταν ξεσηκώνονται οι μαθητές, με αφορμή τη δολοφονία του συμμαθητή τους, ξεσηκώνονται και ενάντια σε μια κοινωνία χωρίς διέξοδο, όπου όλα φαντάζουν μαύρα και τελειωμένα. Και ξεσηκώνονται πάντα με απόθεμα τα ιδεολογικά εργαλεία τα οποία τους προσφέρει η κοινωνία.
Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Ο ξεσηκωμός της νεολαίας δεν είναι αφ’ εαυτού εγγενώς επαναστατικός. Καθορίζεται από τις υπαρκτές ιδεολογίες και αντιστάσεις. Όταν, στη δεκαετία του 1960, ξεσηκωνόταν η νεολαία όλου του κόσμου, τα κυρίαρχα επαναστατικά «παραδείγματα» ήταν ο Τσε Γκεβάρα, ο Χο Τσι Μινχ, ο Μάο Τσε Τουνγκ, ο… Μαρκούζε και ο Μπομπ Ντύλαν. Στην Ελλάδα, ο Λαμπράκης, η Εθνική Αντίσταση και ο Θεοδωράκης, κ.λπ., κ.λπ. Την ίδια εποχή, στο παλαιστινιακό κίνημα ήταν ο Νάσερ, ο σοσιαλιστής Αραφάτ και οι μαρξιστές Χαμπάς, Ναουατμέχ κ.ά. Σήμερα είναι ο προφήτης Αλή, ο Χομεϊνί και ο Νασράλα για τη νεολαία των σιιτών, ο προφήτης Μωάμεθ, ο Σαγιέντ Κουντμπ και η Χαμάς για την παλαιστινιακή νεολαία. Στην Πολωνία, επί υπαρκτού σοσιαλισμού, τα ινδάλματα της νεολαίας ήταν ο πάπας Βοϊτύλα, ο Λεχ Βαλέσα, και ο… Ρήγκαν. Σήμερα, τα ινδάλματα της ισραηλινής νεολαίας είναι οι εξτρεμιστές ραβίνοι της «Σας» και του «Λικούντ». Το ίδιο και στη διάρκεια του μεσοπολέμου, στη Γερμανία και την Ιταλία, η πλειοψηφία της νεολαίας θα ενταχθεί στα τάγματα εφόδου και τα φασιστικά «φάσιο».

Στην Ελλάδα, ο ξεσηκωμός της νεολαίας είναι εξαιρετικά ισχνός ακόμα. Δεν έχει πάρει ευρύτερες και συστηματικές διαστάσεις. Γι’ αυτό και η έκταση των γεγονότων του Δεκέμβρη του 2008 είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρότερη απ’ ό,τι την εμφάνισαν τα κανάλια, τα κόμματα και οι πρεσβείες, επειδή είχαν συμφέρον να το κάνουν. Όπως το εξέφρασε τόσο ωραία ο Α. Φαρμάκης στη Ρήξη:

Η αυτοκρατορία κυριαρχεί με το πνευματικό περιεχόμενο και τα ιδεολογήματα που τις προσφέρουνε οι πρώην κομμουνιστές, οι πρώην τροτσκιστές, τα παιδιά των εξεγέρσεων και των κινημάτων της δεκαετίας του ’60, οι εξεγερθέντες του Μάη του ’68, τα παιδιά του Πολυτεχνείου. Και εκείνες οι εξεγέρσεις του παρελθόντος ήταν απείρως μαζικότερες και πλουσιότερες από τη σημερινή «τυφλή» εξέγερσι, όπως την ονομάζουν. Τυφλή γιατί της βγάλανε τα μάτια. [ ]

Θυμάμαι τις πάνδημες λαϊκές εξεγέρσεις των γυναικών στη Χιλή κατά της κυβερνήσεως του Αλλιέντε. Χιλιάδες στους δρόμους –με τους άδειους τετζερέδες– και ήσαν αυτές οι λαϊκές εξεγέρσεις που προετοίμασαν το πραξικόπημα.

Θυμάμαι το πλήθος των κτηνωδών βαρβάρων, των βιαστών, των πλιατσικολόγων και μαχαιροβγαλτών που υπό την ηγεσία του Σπάρτακου εξέφρασαν μία βαθειά ανθρώπινη συνθήκη που η υπόλοιπη ανθρωπότητα –στην οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο Αριστοτέλης– κατάλαβε μετά από αιώνες.

Και καταλήγω. Η μορφή δεν καθορίζει το περιεχόμενο. Η εικόνα δεν περιέχει το νόημά της. Τι συνέβη ακριβώς στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 2008; Ξέρει κανένας να μου πη ή δεν ξέρει;

Η εξέγερσι δεν ήταν τίποτα. Ούτε καλή, ούτε κακή. Όταν ήμουν μικρός, έφτιαχνα έναν κρατήρα λάσπης και τον γέμιζα νερό. Ύστερα παρακολουθούσα καθώς τα πιο αδύνατα σημεία των τοιχωμάτων υποχωρούσαν και κατέρρεαν – και το νερό κυλούσε ελεύθερο. Καμιά φορά το οδηγούσα εγώ. Άνοιγα με τα δάχτυλα μια τρύπα στον κρατήρα κι οδηγούσα το νερό εκεί που ήθελα. Η εξέγερσι είναι αυτό που θα γίνη – ή που θα μπορούσε να γίνη. Αλλά δεν έγινε. Κανείς δεν έσκαψε το αυλάκι.
Τώρα το σκάβουνε οι απατεώνες – οι νεοταξίτες, οι Ιοί και οι μελλοντικοί υπουργοί του πασοκοσύριζα. Αυτό θα γίνη η εξέγερσι5.

Μια νεολαία του no future, αηδιασμένη από τον κόσμο των «μεγάλων», αλλά και από τον ίδιο της τον καταναλωτικό εαυτό, ίσως αντέδρασε ενστικτωδώς. Και αυτό το γεγονός πρέπει να καταγραφεί και να υπογραμμιστεί. Και να μας προβληματίσει/κινητοποιήσει ποικιλοτρόπως.

Να καταγγείλουμε ή να διαμορφώσουμε όραμα;

Τα ερωτήματα μπαίνουν από κει και πέρα. Είναι όντως γεγονός ότι οι μεσαίες ηλικίες, ιδιαίτερα των μεσοαστικών στρωμάτων, που ζουν σε ένα απόλυτο υπαρξιακό κενό και έχουν εγκαταλείψει συχνά τα παιδιά τους στην τύχη τους, χαϊδεύοντας τα αυτιά τους, προσπαθούν να εξαγοράσουν τις τύψεις και τις ενοχές τους για το μηδέν που τους παρέδωσαν.
Είναι όντως αλήθεια ότι αυτά τα παιδιά έχουν μεγαλώσει σε μια «παιδόφιλη» και ταυτόχρονα ανάλγητη κοινωνία, που από τη μια πλευρά τούς χαϊδεύει τα αυτιά και το πορτοφόλι, και από την άλλη δεν τους προσφέρει κανένα όραμα και καμιά αξία. Επομένως, είναι απολύτως «κακομαθημένα» και στην ίδια την εξέγερσή τους.

Είναι όντως αλήθεια ότι η ιδεολογικά κυρίαρχη ατμόσφαιρα είναι μια ατμόσφαιρα εθνομηδενισμού, μεταμοντέρνου ολοκληρωτισμού, ιδεολογικής, ακόμα και φυσικής, τρομοκρατίας. Και ότι υπάρχουν και φαινόμενα αντιδημοκρατικής ή ακόμα και φασιστικής συμπεριφοράς, που πλέον δεν περιορίζονται μόνο στα γήπεδα, αλλά έχουν επεκταθεί και στα πανεπιστήμια και στις διάφορες πολιτικές κινητοποιήσεις και ομαδοποιήσεις.

Όμως, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πάντα η «πανουργία της ιστορίας». Μιας ιστορίας που σήμερα οδηγεί σε παγκόσμια κρίση –οικονομική και ταυτόχρονα κρίση της παγκοσμιοποίησης–, που προκαλεί έξαρση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην περιοχή, με την Παλαιστίνη ως επίκεντρο, μια παγκόσμια κρίση που θα αποτελέσει ταυτόχρονα και κρίση των ιδεολογιών του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού και της παγκοσμιοποίησης. Κατά συνέπεια, ακόμα και κινήματα και εξεγέρσεις που μοιάζουν να στερούνται νοήματος ή στόχων καθ’ εαυτά, μπορούν να ενταχθούν σε μια ευρύτερη κοινωνική κινητοποίηση και να αποκτήσουν νόημα ex post, ακριβώς γιατί εντάσσονται σε μια ευρύτερη κοινωνική, ιδεολογική και παγκόσμια συγκυρία. Έτσι, για παράδειγμα, ο Σαρκοζύ, φοβισμένος από τον ελληνικό Δεκέμβρη, ανέστειλε την εκπαιδευτική του νεοφιλελεύθερη «μεταρρύθμιση» Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό πως, ακόμα και ένα γραφειοκρατικό κόμμα όπως το ΚΚΕ –και παρά την αιώνια λογική της προβοκάτσιας, με την οποία αναλύει τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα–, κατορθώνει όχι μόνο να εντάσσει στους κόλπους του ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας, ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα, αλλά και να αντιστέκεται στη χαβιαροαριστερά.

Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν πρέπει να περάσουμε στο αντίθετο άκρο, μιας ακραίας και καθολικής απόρριψης, όπως κάνουν πολλοί αναλυτές και διανοούμενοί μας, ελαυνόμενοι μάλιστα από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, υποτιμώντας τόσο πολύ τις αιτίες ενός βίαιου ξεσπάσματος και την ευθύνη της «κατεστημένης» κοινωνίας, και ιδιαίτερα των διανοουμένων, για την έλλειψη νοήματος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Εξάλλου, μια τέτοια καθολική απαξίωση της νεολαίας και της υποκειμενικότητάς της προδίδει και έλλειψη ψυχραιμίας και οδηγεί σε ακραίες κατασταλτικές ατραπούς. Διαβάζουμε ένα από τα πολλά ανάλογα κείμενα του Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος την τελευταία περίοδο, εκτός από την ανακάλυψη της ανάγκης να συνδιαλλαγούμε με τη νεοθωμανική Τουρκία (βλ. το άρθρο «Η φανερή και κρυφή γοητεία του νεο-οθωμανισμού» στις σελ. 51-55), με μια καθόλου ψύχραιμη κινδυνολογία, επιτίθεται συλλήβδην στη νεολαία και σε κάθε είδους κινητοποίηση. Αναρίθμητα είναι πλέον τα σχετικά κείμενά του στην Καθημερινή, που μετά τα Δεκεμβριανά, γίνονται όλο και πιο δηλητηριώδη:

Από ένα τέτοιο περιβάλλον εκπαίδευσης ως την κουκουλοφορία, η απόσταση είναι ελάχιστη. Το ίδιο και από την “κατάληψη”, τον αποκλεισμό της εισόδου των δασκάλων στο σχολειό, το κάψιμο θρανίων στην αυλή, ως τον θρυμματισμό βιτρίνας, τον εμπρησμό καταστημάτων. Ελάχιστη, μηδαμινή απόσταση από το να λιθοβολούν δεκάχρονα αστυνομικούς και αστυνομικά τμήματα (Καθημερινή 11/12/08) ως την προμελετημένη, μεθοδική επιδίωξη να δολοφονήσεις τον “μπάτσο” με λοστό ή τσεκούρι, να τον κάψεις ζωντανό με μολότοφ. Και όλοι γύρω να ερμηνεύουν την «εκτόνωση» ή τον χαβαλέ σου σαν «αμφισβήτηση» και «διαμαρτυρία» για την ανεργία που σε περιμένει ή για το μάταιο της ανάπηρης σπουδής σου. Ωσάν να υπάρχει σκολιαρόπαιδο σήμερα που να διαβάζει εφημερίδα και πολιτικές αναλύσεις, να ξέρει να προβληματιστεί για το μέλλον του6.

Έτσι λοιπόν, ο λιθοβολισμός των αστυνομικών τμημάτων από τα δεκάχρονα οδηγεί σε ευθεία γραμμή ως την τρομοκρατία και τη δολοφονία αστυνομικών! Όσο δε για τα «σκολιαρόπαιδα», αυτά δεν μπορούν να προβληματιστούν καν για το μέλλον τους. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να το βουλώνουν. Έτσι, απέναντι στην αισχρή “παιδοφιλία” των «προοδευτικών» και των εμπόρων –για τους οποίους οι νέοι αποτελούν μια τεράστια αγορά και επομένως προωθούν τις αντίστοιχες συμπεριφορές– προτάσσεται μια αντίστοιχη και συμμετρική «παιδοφοβία». Το γεγονός ότι στη μεταπολίτευση όντως η «αντιαυταρχική εκπαίδευση» εξετράπη σε μια χαώδη πραγματικότητα, που έχει οδηγήσει σε κρίση τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, δεν συνδέεται καθόλου με τη λογική του καταναλωτικού καπιταλισμού και της «ανεκτικής κοινωνίας», αλλά επικεντρώνεται απλώς και μόνο στο, εν πολλοίς παράγωγο, ήθος της νεολαίας.

Και αν στην Ελλάδα αυτά τα φαινόμενα έχουν προσλάβει παροξυστικό χαρακτήρα, αυτό είναι ακριβώς συνέπεια του γεγονότος ότι μια «κοινωνία καταστολής», μέχρι τη μεταπολίτευση –καταστολής σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο–, μετετράπη σε μια κοινωνία απόλυτης επιτρεπτικότητας στη συνέχεια. Αντί λοιπόν ο συγγραφέας να προτείνει επιτέλους την ανάγκη ισορροπίας της κοινωνίας μας ανάμεσα στην υποχρέωση και το δικαίωμα, με νέες μορφές πειθάρχησης και αυτοπειθάρχησης των πολιτών, προτείνει την επιστροφή σε μια «πειθαρχημένη διαβίωση» παλαιού τύπου, με πηλίκια για τους μαθητές και ποδιές για τις μαθήτριες. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι αντιεξουσιαστές επικεντρώνουν τα «αιτήματα» και το μίσος τους στην αστυνομία, αυτός, χωρίς καμία επιφύλαξη, την εκθειάζει. Λες και φθάσαμε σε ένοπλη σύρραξη και το κεντρικό ζήτημα γίνεται η σύγκρουση αστυνομίας και ανατροπέων. Το ίδιο μανιχαϊστικό φάσμα του εμφυλίου κυριαρχεί εξίσου στα μυαλά αντιεξουσιαστών και Γιανναρά. Τόσο μάλιστα έχει επεκταθεί η αναρχία στη χώρα ώστε οι αστυνομικοί φοβούνται να καταθέσουν:

Εκεί, στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, φαίνεται ότι πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο γιατί, επί τριάντα χρόνια, μένουν ασύλληπτοι, ατιμώρητοι, ασύδοτοι οι αυτουργοί δημόσια τελούμενων εγκλημάτων, μάστιγα βίας και τρομοκρατίας της ελλαδικής κοινωνίας. [ ] Στην άρνηση ή ολιγωρία των δικαστικών λειτουργών να εφαρμόσουν τον νόμο για την προστασία των μαρτύρων κατηγορίας.

Για κάθε ταραξία που συλλαμβάνεται, πρέπει δύο αστυνομικοί υπάλληλοι της ομάδας που τους συνέλαβε να συντάξουν γραπτή κατάθεση μαρτυρίας για την ενοχή τους. Όμως οι ίδιοι αυτοί υπάλληλοι πρέπει επιπλέον να εμφανιστούν και στο δικαστήριο. [ ] Και εκεί στοχοποιούνται. Το κατεστημένο της «προοδευτικής» τρομοκρατίας είναι απίστευτα οργανωμένο: μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχουν εντοπίσει το σπίτι του αστυφύλακα, την οικογένειά του, το σχολείο των παιδιών του, πού σταθμεύει το αυτοκίνητό του (αν τυχόν έχει).

Όταν ενεργεί ενταγμένος στη διμοιρία του και εκτελώντας εντολές, όπως και όταν συντάσσει τη μαρτυρική του κατάθεση, ο αστυνομικός νιώθει την ασφάλεια και προστασία του κρατικού θεσμού τον οποίο υπηρετεί. Στο δικαστήριο εγκαταλείπεται μόνος, ολοκληρωτικά εκτεθειμένος στην εκδικητικότητα και στο θανάσιμο μίσος του οργανωμένου εγκλήματος. Έξω από την αίθουσα η συμπαράσταση στους κατηγορούμενους ουρλιάζει: «Μπάτσοι, Γουρούνια, Δολοφόνοι». Σκέφτεται τα παιδιά του, τη γυναίκα του, τον βιοπορισμό του που τον κερδίζει εκτεθειμένος κάθε μέρα στον θάνατο, στο μίσος, στη χλεύη. Αναιρεί την κατάθεσή του, ποιος στη θέση του δεν θα έκανε το ίδιο; Και ο εγκληματίας αθωώνεται.7

Ζούμε λοιπόν σε μια χώρα όπου σύμφωνα με τον Γιανναρά δεν υπάρχει αστυνομική αυθαιρεσία, η οποία εκδηλώνεται με όλους τους τρόπους καθημερινά, από την πιο ανώδυνη, στην επαφή με τη θρασύτητα και τον «τσαμπουκά» των Τροχαίων, μέχρι το ξυλοφόρτωμα των μεταναστών, την παροχή προστασίας στα σκυλάδικα, και συχνά-πυκνά πυροβολισμούς, όπως εκείνους που έκοψαν το νήμα της ζωής του Γρηγορόπουλου; Ε, όχι, κι ότι οι «αστυνομικοί υπάλληλοι» δεν τολμούν να καταθέσουν, διότι απειλείται η ζωή των ίδιων και της οικογένειάς τους! Θα πρέπει κανείς να μην έχει βρεθεί ποτέ σε δίκη πολιτικού χαρακτήρα –όπως συμβαίνει με τον κ. καθηγητή– για να λέει τέτοιες ανακρίβειες. Τέτοιες περιπτώσεις αστυνομικών που φοβούνται να καταθέσουν υπάρχουν οπωσδήποτε, αλλά είναι ελάχιστες και αφορούν τις δίκες για τρομοκρατία και μόνο. Αντίθετα, υπάρχουν πολλοί αστυνομικοί που όχι μόνο δεν φοβούνται να καταθέσουν, αλλά συχνά φορτώνουν τους κατηγορούμενους με ανύπαρκτα αδικήματα8.

Ο κίνδυνος ενός αδιέξοδου διπόλου

Θα αποτελούσε κεφαλαιώδες σφάλμα αν με αντιδράσεις τέτοιου χαρακτήρα χαρίζαμε όλη τη νεολαιίστικη αντίδραση στις δυνάμεις της ψευδοεναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού, χαρακτηρίζοντάς τη συλλήβδην ως αντιδραστική ή «φασιστική νέου τύπου». Η πραγματικότητα τα επόμενα χρόνια θα οδηγήσει στη συρρίκνωση αυτών των τάσεων και την ενίσχυση των αντιπαγκοσμιοποιητικών ρευμάτων, τα οποία, με τη σειρά τους, δεν θα πρέπει να τα εκχωρήσουμε αμαχητί στο ΛΑΟΣ.

Διότι σήμερα κινδυνεύουμε να δούμε να αναπαράγονται, mutatis mutandis, φαινόμενα «μεσοπολέμου»: Ένα μέρος της κοινωνίας και των πολιτικοποιημένων πολιτών να τραβήξει προς μια δήθεν αποκλειστικά «ταξική» και μόνο αντίληψη του κόσμου –και μάλιστα σε παροξυστική, αναρχική και μεταμοντέρνα μορφή, εξαιτίας της έλλειψης συγκροτημένων ιδεολογικών κινημάτων–, και ένα άλλο, πιθανώς το μεγαλύτερο, σε μια κατασταλτική και φασιστική λογική, που όμως θα ενθυλακώσει και θα παγιδεύσει τις ιδέες της ταυτότητας, του έθνους, της κοινωνικής συνοχής. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει τις χειρότερες δυνατές συνέπειες για την κοινωνία, την κοινωνική δικαιοσύνη, το έθνος και την ταυτότητά μας. Εξάλλου, για όσους θέλουν να διδάσκονται από την ιστορία, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πώς ο Μουσολίνι προερχόταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας και χρημάτισε ηγέτης της αριστερής του πτέρυγας, ενώ ένα μεγάλο μέρος των σορελικών αναρχοσυνδικαλιστών της Γαλλίας και της Ιταλίας προσχώρησε στον φασισμό. Και μόνο όταν πλησίαζε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δυνάμεις της Αριστεράς και κομμουνιστικά κόμματα άρχισαν να συνειδητοποιούν την ανάγκη της «επανεθνικοποίησής» τους, αλλά ήταν πλέον αργά για να τον αποτρέψουν, παρ’ όλο που αυτή η στροφή τούς επέτρεψε στη συνέχεια να ηγηθούν στην Αντίσταση. Ο ίδιος μηχανισμός, η ίδια πόλωση προδιαγράφεται και σήμερα.

Το εγχείρημά μας είναι εξαιρετικά δύσκολο και κινείται στην κόψη του ξυραφιού, αλλά αυτό είναι το τίμημα του να ζούμε σε μια χώρα των συνόρων, παρασιτική από τη μια και ταυτόχρονα αποπαίδι της Δύσης, τη στιγμή που ο παρασιτισμός μπαίνει σε βαθύτατη κρίση. Στην αρχή θα αντιδράσει σαν κακομαθημένο παιδί, αλλά σύντομα θα υποχρεωθεί να αναμετρηθεί και πάλι με την ιστορία της, μια ιστορία δημιουργίας και αντίστασης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ