Από το Άρδην τ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008
Η παγκόσμια κρίση μαίνεται, τα χρηματιστήρια συνεχίζουν την καθοδική τους πορεία, οι απολύσεις πολλαπλασιάζονται και οι δυσοίωνες προβλέψεις κυριαρχούν στα «σομόν» έντυπα που μόλις μερικούς μήνες πριν εκθείαζαν την αδιατάρακτη πορεία των αγορών και των κερδών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον είναι δυνατόν μια οικονομία εξόχως παρασιτική και υπερκαταναλωτική, όπως η ελληνική –την οποία έχουμε χαρακτηρίσει «παρασιτική απόφυση της Δύσης»–, να αποφύγει την κρίση; Προφανώς, όχι μόνο δεν μπορεί να αποφύγει την κρίση, αλλά θα υποστεί βαθύτατα τις συνέπειές της. Η Ελλάδα μπορεί να απέφυγε τη χρηματοπιστωτική κρίση, διότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν τεράστια υπερκέρδη από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και έτσι δεν χρειάστηκε να μπλεχτούν με τα στεγαστικά ομόλογα και τα παράγωγά τους. Όταν όμως η κρίση φτάσει στην περιβόητη «πραγματική οικονομία», τότε, αντίθετα, θα πληγεί πολύ περισσότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και τα αίτια είναι προφανή: Η εμπλοκή της ελληνικής οικονομίας σε τομείς υπερπαγκοσμιοποιημένους, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, παρά τη σταδιακή μετακίνησή τους προς την Ανατολική Ευρώπη και την Ασία, είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει ένα τεράστιο «υφεσιακό σοκ».
Η παρασιτική δομή, που χτίστηκε τα τελευταία χρόνια με την αποβιομηχάνιση, την εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής, την «καφετεριοποίηση» της ελληνικής οικονομίας μέσα από το μαύρο χρήμα και τις ολυμπιακές σπατάλες, θα δοκιμαστεί έντονα. Ήδη στη ναυτιλία οι ναύλοι έχουν πέσει κατακόρυφα και οι κρατήσεις των τουρ οπερέιτορ για την τουριστική περίοδο του 2009 έχουν μειωθεί κατά 50% ενώ διευρύνεται το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2008, πριν δηλαδή την κρίση, έφτασε τα 24,6 δισ. ευρώ, δηλ. το 10% του ΑΕΠ) ενώ ο κινητήρας της ελληνικής «παραγωγικής» οικονομίας, η οικοδομή, έχει πέσει κατά 20% ή 30%. Κατά συνέπεια, η ελληνική οικονομία υποφέρει από παρασιτική υπερκατανάλωση και η κρίση της θα οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση και σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις γύρω από το ποιες τάξεις θα την υποστούν.
Έτσι, παρ’ όλο που όπως δείξαμε στο προηγούμενο τεύχος του Άρδην, σε άρθρο του Γ. Καραμπελιά (βλ. Άρδην τ. 71, «Η διεθνής οικονομική κρίση και οι συνέπειές της» σσ 10-12) το παραγωγικό τμήμα της οικονομίας μετακινείται όλο και περισσότερο προς τα «Ανατολικά» –και η ίδια η κρίση θα επιταχύνει αυτή τη στροφή καθιστώντας την επείγουσα–, το παρασιτικό της μέρος εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο από την άποψη του ύψους των εισοδημάτων και κατά συνέπεια το σύνολο της οικονομίας θα πληγεί αποφασιστικά. Η κατανάλωση θα μειωθεί και το ζήτημα είναι πλέον ποιες κοινωνικές τάξεις θα υποστούν το βάρος της κρίσης και ποιες θα είναι οι πολιτικές συνέπειες αυτής της κρίσης.
Οι τράπεζες και τα παρασιτικά στρώματα
Η αποσύνθεση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας έχει αναδείξει στο επίκεντρο της οικονομίας το τραπεζικό κεφάλαιο, το οποίο εξάλλου είναι συνδεδεμένο και με τους εφοπλιστές και το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Η παρασιτική δομή της κατανάλωσης, που στηρίζεται σε τεράστιο βαθμό στο δανεικό χρήμα, είναι ο δεύτερος παράγοντας που οδήγησε στη γιγάντωση των τραπεζών. Τέλος, η περιβόητη επέκταση της ελληνικής οικονομίας στα Βαλκάνια δεν υπήρξε αποτέλεσμα κάποιων παραγωγικών επενδύσεων, αλλά κατ’ εξοχήν της δράσης των τραπεζών. Έτσι το τραπεζιτικό κεφάλαιο γιγαντώθηκε εις βάρος της υπόλοιπης ελληνικής οικονομίας και των ίδιων των καταναλωτών και μεταβλήθηκε στον απόλυτο δικτάτορα της οικονομίας, ενισχυμένο και από τη σταδιακή αποκρατικοποίηση του τραπεζικού τομέα. Εξαιτίας αυτής της φύσης του πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν τοκογλυφικό κεφάλαιο, το οποίο θέλει να μετακυλίσει το κόστος της κρίσης στην κοινωνία, τόσο στους καταναλωτές, όσο και στους παραγωγικούς τομείς και τις επενδύσεις. Η αντιπαράθεση με τις τράπεζες, ως την επιτομή του παρασιτικού-τοκογλυφικού κεφαλαίου, αποτελεί βασικό μέτωπο των οικονομικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων στις οποίες θα εμπλακεί τόσο η κυβέρνηση, όσο και τα κόμματα και οι ίδιοι οι πολίτες.
Ωστόσο δεν είναι και το μοναδικό, και ίσως ούτε το πιο δύσκολο, παρότι ηγεμονικό. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό της παρασιτικής φύσης της ελληνικής οικονομίας είναι η επέκταση των ασύδοτων παρασιτικών στρωμάτων που καρπώνονται τη μαύρη εργασία, το μαύρο χρήμα, τα φακελάκια, την επιδεικτική κατανάλωση. Είναι η επέκταση ενός μοντέλου κατανάλωσης ανάλογου ή και πιο σπάταλου από το δυτικο-ευρωπαϊκό, χωρίς την αντίστοιχη παραγωγική δομή. Είναι τα αρπακτικά του Κολωνακίου και των Βορείων Προαστίων, οι μεγαλογιατροί με τις υπερμεγέθεις πισίνες, οι πάμπλουτοι εφοριακοί και δικαστικοί, είναι όλος ο υπόκοσμος της Μυκόνου και της Αράχοβας, από πολιτικούς και μεγαλοδημοσιογράφους μέχρι ιδιοκτήτες μπαρ και διακινητές ναρκωτικών. Και αυτοί είναι πιο «δύσκολοι», διότι συνιστούν τη ραχοκοκαλιά των μηχανισμών της πολιτικής, των κομμάτων, του κράτους, και γιατί είναι πάρα πολλοί και έχουν γιγαντωθεί τόσο ώστε η περικοπή των εισοδημάτων τους να φαντάζει ως έγκλημα καθοσιώσεως. Αυτοί κινητοποιήθηκαν αμέσως μόλις ακούστηκε η λέξη τεκμήρια. Από τον Συνασπισμό και την Ελευθεροτυπία μέχρι τα κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, για να μην αναφερθούμε στο ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ. Και το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί, τα τεκμήρια, το μόνο μέσο δηλαδή για να συλληφθούν τα παρασιτικά εισοδήματα, μέσω της κατανάλωσής τους, εγκαταλείφθηκαν.
Ποιος λοιπόν θα πληρώσει την κρίση; Μήπως το μη παρασιτικό και εργαζόμενο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, οι αγρότες που εξακολουθούν να παράγουν, οι εργάτες, Έλληνες και ξένοι, οι νέοι, οι εργαζόμενες γυναίκες, οι μισθωτοί και οι ελευθεροεπαγγελματίες, οι μικροεπιχειρηματίες, οι παραγωγικοί επιχειρηματίες (υπάρχουν και λίγοι τέτοιοι), ενώ η παρασιτική δομή που είναι υπεύθυνη για την κρίση που έρχεται θα μείνει και πάλι στο απυρόβλητο;
Άραγε τα μη παρασιτικά στρώματα και τάξεις θα αποφασίσουν κάποτε να διαχωριστούν από την παρασιτική μειοψηφία, η οποία όμως έχει τη δύναμη να τους μετατρέπει σε ασπίδα και προκάλυμμά της μέσω των κομμάτων, των ΜΜΕ, των διανοουμένων, ακόμα και των συνδικαλιστικών μηχανισμών; Αυτό είναι το μεγάλο ερωτηματικό της κρίσης.
άρδην