Σκέψεις και προτάσεις πάνω στο σχέδιο νόμου «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις» του Υπουργείου Παιδείας
Του Τάσου Χατζηαναστασίου*
Το νομοσχέδιο για την Παιδεία, που κατατίθεται αυτές τις μέρες προς ψήφιση, μολονότι αποκαθιστά, σ’ έναν βαθμό, ορισμένες τραγικές επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης, πολύ απέχει από το να αναβαθμίζει τελικά το σχολείο όπως διατείνεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιχειρεί να εφαρμόσει, συχνά με υπερβάλλοντα ζήλο, αλλαγές που υπονομεύουν ακόμη περισσότερο το μορφωτικό αποτέλεσμα ενώ, παράλληλα, δεν υπάρχει καμία απολύτως μέριμνα να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά που φοιτούν στο ελληνικό σχολείο θα μάθουν γράμματα. Το σχολείο της αμάθειας διατηρείται επομένως, απλώς τώρα γίνεται ίσως περισσότερο εντατικό κι επιλεκτικό.
Διότι βρίσκεται στον αντίποδα της φιλοσοφίας που κυριαρχούσε τα προηγούμενα χρόνια που το ήθελε να αναστέλλει την ταξική επιλογή για μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο απ’ όπου σχεδόν όλοι αποφοιτούσαν, χωρίς υπερβολή, τυπικά αριστούχοι αλλά ουσιαστικά οι περισσότεροι με τραγικά γνωστικά κενά. Η δε ακώλυτη προαγωγή και απόλυση, η παντελής έλλειψη, έως τη δοκιμασία των πανελληνίων εξετάσεων, ελέγχου της εμπέδωσης της γνώσης, έδινε για χρόνια το μήνυμα ότι ο μόχθος και η συστηματική μελέτη αποτελούν περιττό μόχθο. Αντιλαμβάνεται κανείς τι συνέπειες έχει αυτό για τη συγκρότηση των αυριανών πολιτών, τη διαμόρφωση των χαρακτήρων των παιδιών και τελικά την κοινωνία και τη χώρα στην οποία εντάσσονται άνθρωποι που βγήκαν από το σχολείο αστοιχείωτοι, ανεύθυνοι και αμελείς χωρίς να έχουν καταβάλει κανέναν κόπο και γι’ αυτό είναι συχνά αλαζόνες και αυθάδεις.
Τώρα με τον νέο νόμο, αυξάνονται μεν τα εξεταζόμενα μαθήματα στις τελικές εξετάσεις του Γυμνασίου, αλλά δεν εξασφαλίζεται ότι τα παιδιά θ’ αποφοιτούν από το Δημοτικό έχοντας αποκτήσει βασικές γνώσεις με συγκεκριμένα μέτρα αντισταθμιστικής αγωγής και με υποστηριχτές δομές για όσους προέρχονται από ένα στερημένο περιβάλλον ή δεν έχουν γονείς να τους βοηθούν στο σπίτι. Γιατί αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι εγγράφονται στο Γυμνάσιο και συνεχίζουν ως την Γ΄ Λυκείου παιδιά που μπορεί ούτε μια αξιοπρεπή ανάγνωση να μην ξέρουν να κάνουν καλά καλά για να μην μιλήσουμε για απλές (sic) πράξεις της αριθμητικής, όπως η διαίρεση, ή για άλλες βασικές γνώσεις των πρώτων τάξεων του Δημοτικού. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Στο παρόν σημείωμα θα περιοριστούμε στα κυριότερα μέτρα που αφορούν την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Πρωτοβάθμια εκπαίδευση
Πρώτα πρώτα έχουμε την ασύλληπτη καινοτομία της εισαγωγής της αγγλικής γλώσσας στο … Νηπιαγωγείο! Πόσο απέχει αυτό από την αναγνώριση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους που είχε προτείνει η Διαμαντοπούλου πριν από λίγα χρόνια; Είναι πολύ χαρακτηριστικό της αντίληψης της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας για την ανατροφή δίγλωσσων παιδιών και αντανακλά απολύτως την ιδανική κοινωνία της παγκοσμιοποίησης όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε ταυτότητα, ούτε πατρίδα, ούτε εθνική γλώσσα. Πέρα όμως από τη γλωσσική ανάπτυξη των νηπίων, δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε οι συνέπειες στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξή τους, καθώς διαταράσσεται η ιδιαίτερη σχέση τους με την κυρία τους. Αυτό, δηλαδή, που ήδη συμβαίνει σε υπερβολικό βαθμό από την Α΄ Δημοτικού με πέντε και έξι δασκάλους ειδικοτήτων να εναλλάσσονται καθημερινά στην τάξη των εξάχρονων, περίπου όπως στο Γυμνάσιο.
Η δε εισαγωγή «δεξιοτήτων», στις οποίες περιλαμβάνεται και η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, δείχνει επίσης την αντίληψη με την οποία σήμερα η παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία αντιμετωπίζει τη στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση, τους άλλους ανθρώπους, το άλλο φύλο και την ίδια τη ζωή, ως ζήτημα «δεξιοτήτων», δηλαδή τεχνικών με συγκεκριμένες προδιαγραφές και όχι ως ζήτημα ηθικής στάσης και αξιών, όπως ο σεβασμός, η φροντίδα και η έγνοια γι’ αυτά. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων και άρσιν της έτοιμης μομφής περί … σεμνοτυφίας, σπεύδω να πω ότι η ανατομία, το αναπαραγωγικό σύστημα και ό,τι αφορά τη σεξουαλική λειτουργία, τις προφυλάξεις, τα νοσήματα κτλ περιλαμβάνονται και διδάσκονται στο Γυμνάσιο και το Λύκειο στο πλαίσιο του μαθήματος της Βιολογίας, από ειδικούς επιστήμονες παιδαγωγούς.
Αποτελεί υποκρισία και φανερώνει πλήρη άγνοια για τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή, το επιχείρημα ότι οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες οφείλονται στην έλλειψη ενημέρωσης των εφήβων. Η εμμονή στην εισαγωγή ειδικού αντικειμένου για τη σεξουαλικότητα δεν έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω από τα σχετικά κεφάλαια της Βιολογίας, εκτός από τον εκφυλισμό του σε μία …πικάντικη ανάπαυλα από το υπόλοιπο πρόγραμμα του σχολείου. Έτσι, έχουμε κι εδώ μία συμπλεγματική προσέγγιση που προκαλείται από την ανασφάλεια να μην κατηγορηθούμε ως… σκοταδιστές απέναντι σε μία ιδεοληπτική εμμονή που κάθε τέτοια συζήτηση τη μετατρέπει σε άγονη αντιπαράθεση μεταξύ «προοδευτικών» και «συντηρητικών».
Σε ό,τι αφορά την κατανομή ωρών στο Δημοτικό σχολείο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναπαράγει την υποβάθμιση της γλωσσικής διδασκαλίας, αλλά και της αισθητικής και φυσικής αγωγής ενώ εξακολουθούν να υφίστανται αντικείμενα που μάλλον λειτουργούν ως, περισσότερο ή λιγότερο «δημιουργική απασχόληση» παιδιών, όπως η «ευέλικτη ζώνη», η … Πληροφορική και πάλι τα Αγγλικά στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού χωρίς να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό ενώ στερούν ώρες από τη γλωσσική διδασκαλία αλλά και την αισθητική και κινητική αγωγή, το δημιουργικό παιχνίδι, την άθληση, δραστηριότητες στο και για το περιβάλλον κτλ. Η δε «Μελέτη Περιβάλλοντος» θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα ιδιαίτερα ωφέλιμο βιωματικό εργαστήριο για τη φύση και τη ζωή γενικότερα. Να δημιουργήσουν κήπους, θερμοκήπια, να φυτέψουν ταράτσες κτλ. Το βασικότερο ωστόσο ζήτημα παραμένει το ότι η Ελλάδα δεν υιοθετεί τη βέλτιστη πρακτική όσων χωρών έχουν πετυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα οι οποίες θέτουν συγκεκριμένους εθνικούς στόχους και φροντίζουν να τους φτάσουν όλα τα παιδιά, ει δυνατόν, παρέχοντας όλα τα μέσα.
Και για να το πούμε άλλη μια φορά ρόλος του σχολείου είναι πρώτα να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα και ν’ αποκτούν τις σχετικές δεξιότητες με έμφαση στην κουλτούρα μελέτης. Επίσης, να διαπαιδαγωγεί ανθρώπους με ήθος, πανανθρώπινες αξίες και υψηλά πρότυπα. Να καλλιεργεί, τέλος, τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας και του πολιτισμού της χώρας, ως απαραίτητα για την καλλιέργεια εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης στο πλαίσιο ενός σύγχρονου δημοκρατικού ανεξάρτητου κράτους χωρίς συμπλέγματα και χωρίς μισαλλοδοξία.
Αρνητική, τέλος εξέλιξη είναι η αύξηση του ορίου μαθητών ανά τάξη στο Δημοτικό, μία ρύθμιση καθαρά λογιστική για ν’ αποδειχθεί ότι τελικά οι ιθύνοντες είναι ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο στάρι. Ενώ δηλαδή προβλέπονται περισσότερες θέσεις για τη διδασκαλία των Αγγλικών στο Νηπιαγωγείο, αυτό οικονομικά ισοσκελίζεται από την αύξηση των μαθητών του Δημοτικού σε κάθε τμήμα.
Γυμνάσιο
Σε ό,τι αφορά το Γυμνάσιο, έχουμε τώρα πιο αυστηρές προϋποθέσεις για την προαγωγή και απόλυση των μαθητών καθώς καταργούνται οι χαριστικές ρυθμίσεις που ίσχυαν τα τελευταία χρόνια. Επανέρχεται επίσης η παραπομπή των μετεξεταστέων τον Σεπτέμβριο αλλά παραμένει σε μικρότερο βαθμό η διάκριση σε εξεταζόμενα και μη εξεταζόμενα μαθήματα που για το ελληνικό σχολείο σημαίνει τον απαράδεκτο διαχωρισμό σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μαθήματα με σαφή υποβάθμιση της φυσικής και αισθητικής αγωγής. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι νέες ρυθμίσεις είναι προτιμότερες από το προηγούμενο καθεστώς, όπου με τέσσερα μόνο εξεταζόμενα στις τελικές εξετάσεις μαθήματα, εξέλιπε για τους περισσότερους μαθητές κάθε λόγος για ν’ ασχοληθούν με τα αρχαία ελληνικά για παράδειγμα, που αντιμετωπιζόταν ως ένα περιττό και μάλλον υπό κατάργηση αντικείμενο. Παραμένει, ωστόσο, ζητούμενο το πώς θα εξασφαλίζεται ότι οι μαθητές στο Γυμνάσιο θα αποκτούν βασικές γνώσεις καθώς το πιθανότερο είναι ότι όσοι έρχονται από το Δημοτικό με σοβαρές ελλείψεις, δε θα μπορέσουν να τις καλύψουν. Επομένως αυτή η σαφής ανισότητα θα αναπαραχθεί και θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο σ’ αυτήν την κρίσιμη βαθμίδα. Η αντισταθμιστική αγωγή και εδώ, ο θεσμός θερινών μαθημάτων για όσα παιδιά υστερούν γνωστικά, ο περιορισμός της ύλης και των πολλών αντικειμένων, αλλά σε καμία περίπτωση η χαριστική προαγωγή, που έκρυβε τόσα χρόνια το πρόβλημα κάτω από το χαλί και αναπαρήγε την ανισότητα, θα μπορούσαν να αποτελούν μέτρα αντιμετώπισης της αμάθειας και των μορφωτικών ανισοτήτων.
Γενικό Λύκειο
Στο Γενικό Λύκειο η προαγωγή και η απόλυση γίνονται τώρα δυσκολότερες για τους μαθητές εκεί που το ισχύον καθεστώς καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την παραπομπή μαθητών σε επαναληπτική εξέταση ενώ η απόρριψη μαθητή λόγω επίδοσης άγγιζε τα όρια του στατιστικού λάθους. Ακόμη και μαθητές που δεν προσέρχονταν σε ορισμένα μαθήματα στις εξετάσεις και μηδενίζονταν σε αυτά, μαθητές που είχαν βαθμό κάτω από τη βάση σε εφτά και οκτώ μαθήματα, που δεν είχαν μάθει δηλαδή ούτε τα βασικά, προάγονταν ή απολύονταν πανηγυρικά. Η Ελλάδα μπορεί να είναι η μοναδική χώρα της οποίας το απολυτήριο Λυκείου στερείται οποιουδήποτε κύρους: πέρα από την πληθώρα αριστούχων, ακόμη και μαθητές με βαριάς μορφής νοητική υστέρηση μπορούν να το λάβουν καθώς έχει επικρατήσει η λογική της χαριστικής προαγωγής και απόλυσης ως… ανθρωπιστικού ή φιλολαϊκού μέτρου.
Όσοι έχουν μία στοιχειώδη επαφή με το σχολείο, γνωρίζουν ότι ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα: μαθητές που δεν ξέρουν ούτε που είναι τα βιβλία τους, λαμβάνουν απολυτήριο Λυκείου και συχνά και με υψηλό βαθμό. Κι όμως αυτή η δήθεν φιλάνθρωπη στάση είναι εντελώς ανεύθυνη, αν όχι και εγκληματική, καθώς το ότι ειδικά τα παιδιά των λαϊκών τάξεων μένουν αμόρφωτα τελικά, θα το πληρώσουν πολύ ακριβά και τα ίδια αργότερα αλλά και η κοινωνία όταν ορισμένοι από αυτούς τους γαλουχημένους στην ανευθυνότητα με κάποιο μέσον βρεθούν σε υπεύθυνη θέση. Πόσο μάλλον όταν στην επαγγελματική εκπαίδευση χορηγούνται χαριστικά πτυχία ειδικότητας σε παντελώς άσχετους και ανεύθυνους ή συχνά μειωμένης αντίληψης βοηθούς ηλεκτρολόγων, νοσηλευτών και άλλων τεχνιτών, που δεν μπορούν να διαβάσουν οδηγίες χρήσης εργαλείων ή να χορηγήσουν τα σωστά φάρμακα.
Η «Τράπεζα Θεμάτων», δηλαδή η άντληση θεμάτων στην τελική εξέταση κατά 50% από μία κεντρική δεξαμενή με κλήρωση, που επανέρχεται ως τρόπος εξέτασης, μπορεί να δυσχεραίνει τη χαριστική προαγωγή, αλλά δεν αποτελεί τη λύση στην ουσία του προβλήματος που είναι ο έλεγχος της εμπέδωσης της γνώσης. Μπορεί όμως, εάν αξιοποιηθεί σωστά, να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διάγνωση των ελλειμμάτων του εκπαιδευτικού συστήματος και της αποτυχίας του να μάθει στα παιδιά γράμματα χωρίς τη γονεϊκή παρέμβαση. Αυτό είχε συμβεί το 2014 όταν εφαρμόστηκε η Τράπεζα Θεμάτων και στην Α΄ Λυκείου μεγάλο ποσοστό απέτυχε στα Μαθηματικά και στην Νεοελληνική Γλώσσα. Αντί όμως να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να προσλαμβάνουν το μορφωτικό αγαθό περισσότερα παιδιά, επιλέχτηκε η μείωση του ορίου απόρριψης σε πιο «αντεχτά» για την κοινωνία επίπεδα, και εν τέλει η κατάργηση αυτού του «ταξικού» φραγμού για να συνεχίσουν τα παιδιά να μη παίρνουν βασικές γνώσεις. Αρκεί αυτό να μη … φαίνεται! Κι αυτό θεωρήθηκε “ταξική νίκη“!
Σοβαρό μειονέκτημα της Τράπεζας Θεμάτων είναι ο πεπερασμένος αριθμός τους. Όταν δηλαδή είναι γνωστό από το καλοκαίρι ότι τον επόμενο Ιούνιο θα ζητηθούν αυτά τα 100 θέματα, όλη η μαθησιακή διαδικασία αφιερώνεται αποκλειστικά σε αυτά με πρώτα και καλύτερα τα φροντιστήρια. Αυτό όμως δεν είναι σχολείο, είναι απλώς προετοιμασία για εξετάσεις. Όλα τα υπόλοιπα θέματα, η συζήτηση, η ανάδειξη επιμέρους ζητημάτων και η ενθάρρυνση της φιλομάθειας υπονομεύονται αν δεν καταστέλλονται βάναυσα. Εάν, όμως, αντίθετα τα θέματα ήταν απεριόριστα σε βαθμό που να μην είναι δυνατόν να διδαχθούν όλα αλλά μόνον οι βασικές γνώσεις και δεξιότητες που επιτρέπουν την αντιμετώπισή τους, τότε πράγματι θα ήταν ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο που πέρα από τη γνώση, καλλιεργεί την κριτική σκέψη και τη συνθετική ικανότητα.
Πολλή συζήτηση γίνεται επίσης για την αποκατάσταση των Λατινικών ως πανελλαδικώς εξεταζόμενου μαθήματος στην Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών στη θέση της Κοινωνιολογίας που είχε αντικαταστήσει τα Λατινικά με βάση νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης που τον διατήρησε η παρούσα για φέτος και για την επόμενη σχολική χρονιά. Η επαναφορά του δεύτερου σημαντικότερου πυλώνα των Κλασικών Σπουδών στις θεωρητικές σπουδές έπρεπε να είχε συντελεστεί ήδη από πέρσι και κακώς αναβλήθηκε για φέτος για να εφαρμοστεί τελικά το 2021. Η συζήτηση που διεξάγεται και οι επιθέσεις που δέχεται η κυβέρνηση για την αποκατάσταση των Λατινικών στο ελληνικό σχολείο γίνεται σε εσφαλμένη βάση καθώς αναπαράγει τη λογική του συστήματος περί «χρήσιμων» αντικειμένων, όπως εμφανίζεται η Κοινωνιολογία και «άχρηστων» Κλασικών Σπουδών και ιδιαίτερα των Λατινικών, που εμφανίζονται ως μία άχρηστη γλώσσα αφού δεν ομιλείται! Το ότι η Ελλάδα έχει το μοναδικό προνόμιο ν’ αποτελέσει ένα διεθνές κέντρο Κλασικών Σπουδών, το ότι τα Λατινικά αποτελούν τη βάση των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών και έχουν επηρεάσει το σύνολό τους, ότι και σήμερα χρησιμοποιούνται στερεότυπες λατινικές εκφράσεις που φανερώνουν ένα υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης (casus belli, moratorium, a priori, μεταξύ δεκάδων άλλων) ότι η εκμάθησή τους αποτελεί εξαιρετική άσκηση στην πειθαρχία του διαβάσματος και της μελέτης, όπως είχε επισημάνει κι ο Γκράμσι στα «Τετράδια Φυλακής», οι πολλαπλές δηλαδή ωφέλειες του μαθήματος, διαφεύγουν από τους επικριτές του μαθήματος αλλά και από την κυβέρνηση.
Η δε Κοινωνιολογία βεβαίως και έχει θέση στο Λύκειο ως μάθημα Γενικής Παιδείας για όλα τα παιδιά. Εδώ φαίνεται και μία μεγάλη αντίφαση των εκπροσώπων των Κοινωνιολόγων που ενώ, σωστά, τονίζουν τις αρετές του μαθήματος και τη συμβολή του στη συγκρότηση του αυριανού πολίτη, έχουν επικεντρώσει τη διεκδίκησή τους στη διατήρησή του ως πανελλαδικώς εξεταζόμενου μαθήματος αποκλειστικά και μόνο για τους μαθητές της Ομάδας Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών, γεγονός που προφανώς σχετίζεται όχι με την υπεράσπιση του μαθήματος αυτού καθεαυτού αλλά με τη διεκδίκηση μεριδίου στην πίτα των ιδιαιτέρων μαθημάτων και των φροντιστηρίων.
Αρνητική, από την άλλη, είναι η συγχώνευση των πεδίων Επιστημών Υγείας και Ζωής και Τεχνολογικών και Θετικών Σπουδών σε μία ενιαία Ομάδα Προσανατολισμού Θετικών Επιστημών στην Γ΄ Λυκείου, όπως και στην αύξηση ορίου των μαθητών ανά τμήμα του Δημοτικού, για αποκλειστικά λογιστικούς λόγους: να απαιτούνται λιγότεροι εκπαιδευτικοί και αίθουσες. Θυσιάζεται έτσι η δυνατότητα να γίνεται υψηλότερου επιπέδου μάθημα, με λιγότερους μαθητές και μάλιστα για ένα πεδίο, όπως αυτό των σπουδών Υγείας που επιβεβαιώνεται σήμερα η σημασία του για το ύψιστο αγαθό, τη ζωή.
Ο νέος νόμος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση των Προτύπων και Πειραματικών δημόσιων σχολείων. Στα πρότυπα η εισαγωγή θα γίνεται με εξετάσεις, όπως γινόταν τόσα χρόνια και στα Πειραματικά, επειδή ρόλος τους είναι να εκπαιδεύονται οι φοιτητές των παιδαγωγικών τμημάτων, δοκιμάζονται εκεί νέες διδακτικές μέθοδοι και εκπαιδευτικά προγράμματα και το δείγμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό όλων των γνωστικών επιπέδων των μαθητών, θα γίνεται με κλήρωση. Είναι προφανές ότι η ύπαρξη και η λειτουργία των Πειραματικών Σχολείων είναι αναγκαία για την παιδαγωγική επιστήμη σε οποιαδήποτε χώρα, οπότε καλώς επιχειρείται η ενίσχυσή τους.
Σε ό,τι αφορά τα Πρότυπα, από τη φύση τους αναδεικνύουν σε μεγαλύτερο βαθμό την αξία της αριστείας, αφού γίνεται επιλογή μαθητών. Το ερώτημα είναι γιατί το δημόσιο σχολείο να διαθέτει έναν τύπο σχολείου που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα και κάνει επιλογή μαθητών. Η κριτική που ασκείται στην ύπαρξή του θεσμού των προτύπων είναι ότι ευνοεί τα ανώτερα εισοδηματικά και μορφωτικά στρώματα αφού, όπως υποστηρίζεται, μόνο όσοι προέρχονται από αυτά μπορούν να προετοιμάσουν, είτε πληρώνοντας για ιδιαίτερα είτε με τις γνώσεις τους, τα παιδιά τους για τις εξετάσεις αυτών των σχολείων. Με βάση, δηλαδή αυτήν τη λογική, αναγνωρίζεται ότι στο δημοτικό σχολείο μαθαίνουν μόνο τα παιδιά, οι γονείς των οποίων μπορούν να τα μορφώσουν οι ίδιοι. Αντί, όμως, αυτή η διαπίστωση να αποτελεί αιτία διεκδίκησης του δικαιώματος στη μόρφωση για όλους, προβάλλεται ως δήθεν επιχείρημα για τη μη ύπαρξη ενός δημόσιου σχολείου όπου μπορούν να αναδείξουν τις ικανότητες τους μέσα σ’ ένα περισσότερο ανταγωνιστικό περιβάλλον κάποια πιο έξυπνα, πιο εργατικά και πιο μελετηρά παιδιά. Αυτό το τελευταίο αποτελεί άλλο ένα μεγάλο ταμπού για την κυρίαρχη για χρόνια αντίληψη στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας με βάση την οποία όλα τα παιδιά έχουν δήθεν τις ίδιες ικανότητες για όλα τα αντικείμενα, την ίδια ευφυΐα, όλες τις δεξιότητες και όλα τα ταλέντα και φυσικά την ίδια διάθεση για μελέτη, και τις μόνες διαφορές που παραδέχεται, υποκριτικά έστω, είναι τις ταξικές. Πρόκειται είτε για αφέλεια είτε για σκόπιμη καταδίκη παιδιών που έχουν την όρεξη και το ταλέντο να διακριθούν και να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο τις γνώσεις και τις ικανότητές τους. Η ισοπέδωση των πάντων προς τα κάτω μόνο επιβλαβής μπορεί να είναι για το άτομο, κυρίως όμως για το κοινωνικό σύνολο όταν κυριαρχούν παντού οι μέτριοι, οι φυγόπονοι, οι ανεύθυνοι και οι αστοιχείωτοι και δεν ενθαρρύνονται ούτε ενισχύονται οι ικανότεροι και αξιότεροι.
Βεβαίως, κανείς δεν αρνείται ότι οι ταξικές διαφορές είναι και υπαρκτές και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόοδο των μαθητών στο σχολείο. Το δημόσιο σχολείο, ωστόσο, εφόσον κοιτάζει να μορφώσει τα παιδιά και όχι να τα εγκαταλείψει, δήθεν από … λύπηση, στη μοίρα τους, μπορεί να αμβλύνει αυτές τις διαφορές δίνοντας τη δυνατότητα με τη δωρεάν φοίτηση και τους κατάλληλους θεσμούς και σε παιδιά από ένα στερημένο οικονομικά ή/και μορφωτικά περιβάλλον να προχωρήσουν. Καλώς λοιπόν υπάρχουν τα πρότυπα σχολεία που στηρίζουν τα πιο προικισμένα παιδιά – γιατί υπάρχουν κι αυτά – όπως υπάρχουν και τα ταλέντα στην άθληση, στην τέχνη και στη συγγραφή, που επίσης πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν την ιδιαίτερη κλίση τους. Μία δικαιότερη όμως ρύθμιση θα έδινε και πάλι έμφαση στο Δημοτικό σχολείο ώστε να επιτελεί σωστά το μορφωτικό του έργο.
Προβληματική είναι η ρύθμιση που δε θα επιτρέπει στο εξής να εγγράφονται στο ημερήσιο Επαγγελματικό Λύκειο μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές. Το μέτρο αυτό υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα του … σχολικού εκφοβισμού, που επίσης αποτελεί παραδοχή αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος εφόσον δεν μπορεί να διασφαλίσει ένα ασφαλές περιβάλλον. Δε νομίζω ότι είναι τόσα πολλά τα σχετικά περιστατικά ενδοσχολικής βίας που να καθιστούν επιβεβλημένη την απαγόρευση σε ενήλικες να εγγράφονται στα ΕΠΑΛ για να κάνουν μία νέα αρχή στη μόρφωσή τους. Έχοντας ο ίδιος περισσότερα από είκοσι χρόνια εμπειρία διδασκαλίας στην επαγγελματική εκπαίδευση τόσο σε μεγάλη πόλη όσο και στην επαρχία, έχω διαπιστώσει ότι, αντίθετα, η παρουσία μεγαλύτερης ηλικίας μαθητών στην τάξη του ΕΠΑΛ λειτουργεί θετικά για το σύνολο καθώς είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία άνθρωποι συγκροτημένοι, ώριμοι, συνειδητοποιημένοι, που έχουν θέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό στη ζωή τους κι έτσι λειτουργούν ως πρότυπα και για τους ανώριμους εφήβους. Άλλα είναι τα προβλήματα των ΕΠΑΛ και αφορούν την υλικοτεχνική τους υποδομή, τις ελλείψεις στον εξοπλισμό των εργαστηρίων και στις άλλες εγκαταστάσεις, την ποιοτική αναβάθμιση των σπουδών και την σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας και την κοινωνία, τα επαγγελματικά δικαιώματα. Η γενικότερη ένταξή τους σ’ έναν ανασχεδιασμό του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Να καθίσει επιτέλους η Πολιτεία με τα πανεπιστήμια και να προσδιορίσουν σε ποιες ειδικότητες θα πρέπει να εκπαιδευτούν τα νέα παιδιά ώστε να βρουν δουλειά και να καταστούν κοινωνικά ωφέλιμοι.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει κι άλλες, κυρίως διαδικαστικού και γραφειοκρατικού τύπου, ρυθμίσεις που δε θα επηρεάσουν ιδιαίτερα τη σχολική ζωή και το …μέλλον της χώρας, όπως η επαναφορά του χαρακτηρισμού διαγωγής των μαθητών, μία επιλογή που μόνον ως κατάλοιπο μιας παρωχημένης αντίληψης περί διαπαιδαγώγησης μπορεί να θεωρηθεί. Είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στην καλλιέργεια θετικών αξιών και υψηλών προτύπων στη νέα γενιά αλλά θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι παιδιά με παραβατική συμπεριφορά, που, φυσικά, πρέπει να ελέγχονται και να τιμωρούνται γι’ αυτήν, πολλές φορές ωριμάζουν και αλλάζουν προς το καλύτερο. Ένας χαρακτηρισμός επομένως στα 18 τους χρόνια φαντάζει σαν μία ισόβια καταδίκη ενός ανθρώπου που ακόμη διαμορφώνει κριτήρια και που μπορεί να υιοθετήσει στο μέλλον διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές.
Σε ό,τι, αφορά, τέλος, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι αναμενόμενο, εφόσον έως τώρα ο κλάδος των καθηγητών την απέρριπτε συλλήβδην, ότι θα γίνει με τους όρους της εκάστοτε κυβέρνησης. Είναι, επίσης, λογικό στην Ελλάδα να μην υπάρχει εμπιστοσύνη στα κριτήρια και τα πρόσωπα που θα αναλάβουν αυτό το έργο: οι προσωπικές και πολιτικές συμπάθειες και αντιπάθειες, πάντοτε επηρέαζαν αυτές τις διαδικασίες και η αξιοκρατία παραμένει πάντοτε ζητούμενο. Ωστόσο, μία αρχή πρέπει να γίνει και σ’ αυτόν τον τομέα χωρίς τιμωρητική λογική και με δικαίωμα επανεξέτασης μιας αρνητικής αξιολόγησης. Υπάρχουν πράγματι διδάσκοντες που θα ήταν καλύτερα να απασχολούνταν σε μία οποιαδήποτε άλλη θέση και όχι στην τάξη, αυτό το γνωρίζουμε όλοι, αλλά δεν υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που θα προστατεύει και τους ίδιους και πολύ περισσότερο τα παιδιά και το κοινωνικό σύνολο. Αυτό το θεσμικό έλλειμμα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον πιο επωφελή τρόπο για όλες τις πλευρές.
Η δε αξιολόγηση των σχολικών μονάδων δε θα πρέπει να οδηγεί σε σχολικό ανταγωνισμό, αυτοδιαφήμιση σχολείων και σε καταδίκη άλλων σε κλείσιμο λόγω «χαμηλότερων επιδόσεων». Θα πρέπει να αποτελεί μία αυστηρά εσωτερική διαδικασία που θα κινητοποιεί τους αρμόδιους για τη λήψη μέτρων έτσι ώστε τα σχολεία που υστερούν στην κάλυψη εθνικών στόχων να στηρίζονται με κάθε πρόσφορο μέσον, όπως συμβαίνει στις χώρες με τα πιο πετυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο. Προϋπόθεση βεβαίως είναι ο ορισμός αυτών των στόχων προκειμένου να υπάρχουν ενιαία κριτήρια. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, οποιαδήποτε προσπάθεια αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου το μόνο που θα επιτύχει είναι να αυξήσει το άγχος των στελεχών και του διδακτικού προσωπικού και τη γραφειοκρατία. Δε θα αναβαθμίσει πάντως τα σχολεία και το παρεχόμενο έργο.
Κοντολογίς, αυτό το νομοσχέδιο κάνει το σχολείο αυστηρότερο και εντατικότερο χωρίς όμως να αντιμετωπίζει την ουσία που αφορά την αποκατάσταση του μορφωτικού και παιδαγωγικού του ρόλου.
*Δρ Ιστορίας, Οργανωτικός Γραμματέας Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων
3 ΣΧΟΛΙΑ
Εξαιρετική η ανάλυσή σας κ. Χατζηαναστασίου. Ευχαριστώ.
Συμφωνῶ μὲ ὅσα καίρια ἐπισημαίνει ὁ Τάσος Χατζηαναστασίου, εἶναι ἀλήθειες ποὺ σπάνια λέγονται ἀπὸ τοὺς παροικοῦντες τὴν ἐκπαιδευτικὴ Ἱερουσαλήμ, συνήθως στενῆς συνδικαλιστικῆς συνειδήσεως ἀνθρώπους, ποὺ κατὰ κανόνα νοιάζονται γιὰ τὴν περίφημη «ὑλικοτεχνικὴ ὑποδομὴ» καὶ τὰ συντεχνιακὰ συμφέροντα, καὶ λίγο ἕως καθόλου γιὰ τὰ καθολικὰ συμφέροντα τοῦ τόπου καὶ τοῦ λαοῦ.
Κοντὰ λοιπὸν σ᾿ αὐτὰ θά ᾿θελα νὰ προσθέσω καὶ τὴν πρόταση ποὺ ἔχω κάνει κι ἀλλοῦ, γιὰ τὴν ἵδρυση, εὐάριθμων ἔστω, κλασικῶν Γυμνασίων καὶ Λυκείων, ὑψηλῶν προδιαγραφῶν καὶ ἀπαιτήσεων, τὰ ὁποῖα θὰ ἀναλάβουν νὰ μορφώσουν μιὰ γενιὰ κραταιῶν φιλολόγων, ἡ ὁποία θὰ ἀπογειώσῃ τὶς ἑλληνικὲς σπουδὲς στὸν τόπο μας.
Θὰ σπεύσουν ὡρισμένοι, ἐνδεχομένως καὶ καλοπροαίρετοι, νὰ μοῦ ἀποδώσουν συντεχνιακὲς προθέσεις, κάτι ποὺ δὲν τὸ δέχομαι. Ἂν κάτσουμε καὶ σκεφτοῦμε σὲ ποιούς τομεῖς διαθέτουμε (ἀκόμα) ὡς ἔθνος, ὡς λαός, ὡς κοινωνία, συγκριτικὰ πλεονεκτήματα, ἀποκλείεται νὰ μὴν τὰ διακρίνουμε στὸ ὅτι ἐξακολουθοῦμε ἀκόμα νὰ μιλᾶμε τὴν ἑλληνική, καὶ νὰ διαθέτουμε μιὰν ἀχανῆ γλωσσική – γραμματειακὴ παράδοση, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν μυκηναϊκὴ Γραμμικὴ Β΄, τὸν Ὅμηρο, τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα, τὴν ἑλληνιστικὴ κοινὴ κ.λπ., γιὰ νὰ φτάσῃ στὸ Βυζάντιο καὶ τοὺς νεώτερους χρόνους.
Καὶ τί κάνουμε μ᾿ αὐτὴν τὴν τεράστια παράδοση, ποὺ ἂν τὴν εἶχαν ἄλλοι λαοὶ θὰ μεγαλουργοῦσαν; Ἁπλούστατα τὴν ἔχουμε βάλει στὸ μούσκιο, καὶ λαχανιάζουμε ἀσθμαίνοντας πίσω ἀπὸ ὁποιαδήποτε ξένη παρλαπίπα τῆς μόδας, τὴν στιγμὴ ποὺ θά ᾿πρεπε νὰ εἴχαμε δημιουργήσει ἐκεῖνες τὶς μορφωτικές / ἐκπαιδευτικὲς προϋποθέσεις ὥστε νὰ εἶχε γίνει κοινὴ συνείδηση παγκοσμίως ὅτι γιὰ νὰ σπουδάσῃ κανεὶς ἑλληνικὰ θὰ πρέπῃ νὰ ἔρθῃ στὴν Ἑλλάδα.
Μὰ εἶναι τόσο δύσκολο νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο; Ὄχι, δὲν εἶναι. Χρειάζεται γι᾿ αὐτὸ νὰ εἰσαγάγουμε στὰ κλασικὰ Γυμνάσια – Λύκεια, ποὺ πρέπει ἐπειγόντως νὰ ἱδρύσουμε, ἕνα εἰδικὸ πρόγραμμα ἑλληνικῶν σπουδῶν ποὺ δὲν θὰ κατατρίβεται στὰ λίγα κολλυβογράμματα τῆς συνήθους ἐκπαίδευσης, ἀλλὰ θὰ διδάσκῃ, κατὰ τὸ πρότυπο, ἄλλωστε, τῶν Μουσικῶν Γυμνασίων – Λυκείων, εἰδικὰ ἀντικείμενα ὅπως εἶναι ἡ ἐπιγραφική, ἡ παλαιογραφία, ἡ ἀρχαιολογία, ἡ λαογραφία κ.λπ. κ.λπ.
Θὰ ἀντιτείνῃ κάποιος ὅτι μιὰ τέτοια «ἐξειδικευτικὴ» ἀντίληψη ἀντίκειται στὸ πνεῦμα τῆς «γενικῆς» παιδείας καὶ ἄλλων ἠχηρῶν παρομοίων, ὅμως δὲν εἶδα αὐτοὺς τοὺς λάτρεις τῆς γενικῆς παιδείας νὰ ξεστομίζουν μιὰν ἔστω λέξη κριτικῆς γιὰ τὴν πληθώρα τῶν Μουσικῶν Γυμνασίων καὶ Λυκείων, ποὺ παρέχουν βέβαια εἰδικὴ παιδεία. Κι ἔτσι φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ παράγουμε περισσότερους μουσικοὺς ἀπ᾿ ὅσους μποροῦμε νὰ καταναλώσουμε, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ ξενητεύωνται -ὅπως γίνεται δὰ καὶ μὲ τὴν πληθώρα τῶν γιατρῶν- καὶ ἄλλοι νὰ πιέζουν γιὰ τὴν δημιουργία ἀκόμα περισσότερων μουσικῶν σχολείων, γιὰ νὰ βροῦν δουλειά.
Κάπως ἔτσι τὰ ἀτομικά / συντεχνιακὰ συμφέροντα ἐπιβάλλονται πάνω στὰ καθολικά, καὶ κάπως ἔτσι ἡ κοινωνία αὐτὴ ἐμφανίζει μιὰ χαρακτηριστικὴ ἀδυναμία νὰ ἀξιοποιήσῃ τὰ ὑπαρκτά, κραυγαλέα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Θὰ ἀντέτεινε ἐν τέλει κάποιος: ποιός, καὶ μὲ ποιά ἐγχειρίδια θὰ διδάξῃ ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ὡραῖα, πλὴν εὐφάνταστα; Δόξα τῷ θεῷ, ὑπάρχουν (ἀλλὰ γιὰ πόσο ἀκόμα;) ἄνθρωποι ποὺ μποροῦν νὰ συνδράμουν ἀποφασιστικὰ στὴν κατάρτιση ἑνὸς τέτοιου προγράμματος. Ὁραματίζομαι ἕνα ἐγχειρίδιο μυκηναϊκῆς φιλολογίας γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Προμπονᾶ, ἐπιγραφικῆς ἀπὸ τὸν Ἄγγελο Ματθαίου, παλαιογραφίας ἀπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα Τσελίκα, λατινικῆς ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Πασχάλη, ἀρχαίου δράματος ἀπὸ τὸν Κώστα Γεωργουσόπουλο, βυζαντινῆς τέχνης ἀπὸ τὸν Δημήτρη Τριανταφυλλόπουλο, κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
Θαύματα μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε ὅραμα. Καὶ βεβαίως νὰ μὴν ξεχνᾶμε, «ποὺ ὁλονυχτὶς βοηθᾶν κ᾿ οἱ ἀποθαμένοι».
Το νομοσχέδιο για την παιδεία όπως και το νομοσχέδιο για το περιβάλλον ξεσήκωσαν εύλογα σοβαρές αντιδράσεις για την πολιτική τους στόχευση. Επιβλήθηκαν αντιδημοκρατικά γιατί ακριβώς είναι αυταρχικής και αντιεπιστημονικής αντίληψης. Η μέθοδος /διαδικασία επιβολής τους αποδεικνύει την στόχευση τους.
Απέδειξαν μάλιστα ότι οι ευγενείς απόφοιτοι μεγαλόσχημων ξένων πανεπιστημίων δρούν πολιτικά με την ίδια αμάθεια και αυταρχικότητα όπως και οι προηγούμενοι.
Με τρόμο μάλιστα βλέπω ότι η Ελληνική φύση, η κοινή μας κληρονομιά, έγιναν προϊόν συναλλαγής σε βάρος της φυσικής ισορροπίας και κάλλους.
Ακριβώς όπως και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας στο ευαίσθητο θέμα της σεξουαλικότητας. Το νομοσχέδιο για την παιδεία είναι τρομακτικό γιατί δίνει χωρίς έγκριση των γονιών, σε κάθε πολιτικό και εκπαιδευτικό , το δικαίωμα να διαμορφώνει σεξουαλική συνείδηση στα μικρά παιδιά, αδιαφορώντας για την γνώμη των γονιών τους και καταργώντας τον ρόλο της οικογένειας σε πολύ ευαίσθητα θέματα.
Είναι μια αντίληψη για την συλλογική διαπαιδαγώγηση και διαμόρφωση χαρακτήρων που συναντά κανείς σε παλαιά και αυταρχικά καθεστώτα που έκαναν διαπαιδαγώγηση σύμφωνα με την κομματική γραμμή.
Σήμερα η κομματική γραμμή και αυθαιρεσία έχουν αντικατασταθεί με την παγκοσμιοποιημένη αντιεπιστημονική γραμμή. Όπου η ανατομία, η βιολογία του ανθρώπου ως μαθήματα έχουν αντικατασταθεί από τσαρλατάνικες θεωρίες άφυλου ατόμου, άνευ ταυτότητας και βιολογικής διαφοροποίησης.