Αρχική » O tempora o mores!

O tempora o mores!

από Τάσος Χατζηαναστασίου

…η υποβάθμιση της κλασικής παιδείας συνεχίζεται…

του Τάσου Χατζηαναστασίου από την Ρήξη φ. 146

Τα νέα μέτρα που εξήγγειλε ο υπουργός Παιδείας για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την κατάργηση της μετάφρασης του διδαγμένου κειμένου και την υποβάθμιση, βαθμολογική και ποσοτική, της μετάφρασης του αδίδακτου (του «άγνωστου») κειμένου κατά την εξέταση του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στις πανελλήνιες εξετάσεις, συνιστούν μία καθόλα αρνητική εξέλιξη σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τις πολύπαθες ανθρωπιστικές σπουδές, αλλά και για τη συνολικότερη συγκρότηση του αυριανού πολίτη. Πολύ συνοπτικά και κωδικοποιημένα, οι λόγοι για τη ριζική αντίθεσή μας είναι οι εξής:
Καταργούνται όλα τα μαθήματα Γενικής Παιδείας στη Γ΄ Λυκείου πλην τριών μαθημάτων: της Νεοελληνικής Γλώσσας που στο εξής αποτελεί κοινό αντικείμενο με τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, παρά το ότι έχουν σαφώς διαφορετικό σκοπό και μέθοδο διδασκαλίας και γι’ αυτό αποτελούσαν διακριτά αντικείμενα, των Θρησκευτικών, που παραμένουν ως μονόωρο μάθημα, δηλαδή ως υποβαθμισμένο μάθημα που δεν θα εξετάζεται κατά τις ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις και της Φυσικής Αγωγής. Μεταξύ άλλων καταργείται και το μάθημα της Ιστορίας, όπως επίσης και τα μαθήματα Φυσικών Επιστημών. Η ξένη γλώσσα παραμένει ως μάθημα επιλογής.
Στην Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών καταργείται το μάθημα των Λατινικών, το οποίο αντικαθίσταται από το μάθημα της Κοινωνιολογίας. Τα Λατινικά δεν είναι «χρήσιμα μόνον για τους κλασικούς φιλολόγους», όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στις 3 Σεπτεμβρίου ο υπουργός, αλλά επίσης στους νομικούς και τους θεολόγους, ενώ αποτελεί τη μήτρα πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών. Τέλος, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού.
Η κατάργηση της κορυφαίας πνευματικής άσκησης, της απόδοσης στη Νέα Ελληνική ενός αποσπάσματος διδαγμένου κειμένου στην εξέταση στα Αρχαία Ελληνικά, δεν αντιμετωπίζει την παπαγαλία όπως διατείνονται οι εμπνευστές του μέτρου. Γιατί και οι απαντήσεις στις ερμηνευτικές ερωτήσεις μπορούν να αποδοθούν μηχανικά από τα ποικίλα «βοηθήματα» χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής επεξεργασίας από τον υποψήφιο. Αλλά ακόμη κι αν ίσχυε αυτό, είναι εύκολο να ελεγχθεί, με το να δοθεί για μετάφραση ένα απόσπασμα από εκτενέστερο κείμενο για μετάφραση, όπου θα φαινόταν ποιος μαθητής γνωρίζει τι και πώς το μεταφράζει. Και, τέλος, είναι προτιμότερο και πολλαπλώς ωφελιμότερο να γνωρίζει κανείς από στήθους ένα κείμενο υψηλής αξίας, από το να αναμασά τις έτοιμες εν είδει κονσέρβας απαντήσεις σε ερμηνευτικές ερωτήσεις.
Τέλος, ο περιορισμός της μετάφρασης του αδίδακτου κειμένου σε λίγους στίχους και η βαθμολογική του υποβάθμιση (από 20 σε 10 στις εκατό μονάδες) μόνο ως φτηνός λαϊκισμός μπορεί να εκληφθεί, ως «διευκολυντικό» μέτρο, που επιτρέπει σε μαθητές μέτρια προετοιμασμένους, αλλά τυχερούς ως προς τα υπόλοιπα θέματα, να συναγωνιστούν έναν καλά προετοιμασμένο στην αποκωδικοποίηση ενός αδίδακτου κειμένου.
Το πρόβλημα βεβαίως αφορά τη συνολική αντίληψη που διέπει τα νέα μέτρα. Δεν πρόκειται απλώς για μία σκανδαλώδη εύνοια υπέρ των κοινωνιολόγων εις βάρος των φιλολόγων, ούτε καν για τη συνήθη απέχθεια των γκλαμουράτων «εκσυγχρονιστών» έναντι της «μούχλας» των κλασικών φιλολόγων με τα αρχαία και τα λατινικά τους, παρ’ όλο που κι αυτά παίζουν τον ρόλο τους. Πρόκειται για έναν συνδυασμό αγραμματοσύνης, έλλειψης ουσιαστικής Παιδείας, αλλά και συνειδητής αντίθεσης σε αυτό που συνιστά την ουσία της γνώσης ως αθλήματος παιδείας και της ευρύτερης πνευματικής καλλιέργειας, βάση των οποίων είναι ο πνευματικός μόχθος. Τα περί δήθεν αναβάθμισης και περιορισμού της παπαγαλίας συνιστούν απλά προσχήματα, βρίσκουν όμως ευήκοα ώτα στους απαίδευτους και σε όσους απεχθάνονται συνολικά κάθε κοπιαστική προσπάθεια για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού, όπως η γνώση εν προκειμένω. Γιατί και η Κοινωνιολογία παπαγαλιστί θα αποδίδεται στις εξετάσεις και όχι ως μάθημα ελεύθερης ανάπτυξης της δείνα ή της τάδε άποψης για την οικογένεια ή το κράτος. Διαφορετικά, ας μην ορίσουν ένα εγχειρίδιο, αλλά ας δώσουν απλώς θέματα προς εξέταση και ας διαβάσει ο καθένας από τη βιβλιογραφία ό,τι νομίζει. Δεν θα το κάνουν όμως. Θα δώσουν ένα βιβλίο και οι μαθητές θα το μάθουν απέξω. Γιατί, αν ήθελαν να καταπολεμήσουν την παπαγαλία στα Λατινικά, μπορούσαν, εισάγοντας την εξέταση και σε ένα απόσπασμα από αδίδακτο κείμενο.
Φυσικά και είναι κουραστικό και βαρετό να μελετά κανείς αρχαία κείμενα, ελληνικά και λατινικά, να μαθαίνει αρχικούς χρόνους και να ασκείται στα ποικίλα συντακτικά φαινόμενα. Πολύ πιο ευχάριστο και ξεκούραστο να συζητά για την τάδε ή δείνα άποψη μη έχοντας ιδέα τι πραγματικά λέει το κείμενο. Αλλά, πώς μπορεί να φτάσει κάποτε, αν το επιθυμεί, να αξιολογήσει ο ίδιος (κριτική σκέψη) ή έστω μόνο ν’ απολαύσει την ανάγνωση ενός κειμένου, εάν δεν το κατανοεί γλωσσικά; Πώς μπορεί να απολαύσει ένα βιβλίο ή μια συζήτηση σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα εάν πρώτα δεν στρωθεί να μάθει τη γερμανική γραμματική και τις συντάξεις των αγγλικών ρημάτων; Αυτά τα αυτονόητα για κάθε γνώση ή δεξιότητα, αγνοεί, περιφρονεί και επιχειρεί να καταργήσει με τα νέα μέτρα ο υπουργός.
Ceterum censeo cultura delenda est, σκέφτηκαν και γι’ αυτό αποτελούν προ πολλού persona non grata ο υπουργός και η κυβέρνησή του. Alea jacta est (ο κύβος ερρίφθη). Ας διαβούμε κι εμείς τον Ρουβίκωνα!

ΣΧΕΤΙΚΑ

3 ΣΧΟΛΙΑ

Μπάμπης 10 Σεπτεμβρίου 2018 - 12:35

Οι Kοινωνιολόγοι που είναι κυρίως Αριστεροί, με αυτό το μέτρο θα βρουν δουλειά στο δημόσιο, που θα τη χάσουν οι κλασσικοί φιλόλογοι, που είναι σε μεγαλύτερα ποσοστά δεξιοί, δηλαδή φασίστες. Άρα ο στόχος επετεύχθη.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Χρίστος Δάλκος 11 Σεπτεμβρίου 2018 - 10:58

Σχετικά μέ τήν διδασκαλία τῆς Γραμματικῆς -πού ἀποδοκιμάσθηκε ἀπό τόν ὑπουργό παιδείας- παραθέτω ἀπόσπασμα ἀπό ἕνα παλαιότερο, ἀδημοσίευτο ἄρθρο μου: “Ἡ διδασκαλία τῆς γραμματικῆς παρωπλίστηκε ἀπό τούς νέους γλωσσολόγους μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι «στο σχολείο μιλάμε τη γλώσσα, δε μιλάμε για τη γλώσσα». Καί βέβαια θά ἀρκοῦσε ἡ ἐπισήμανση ὅτι ὁ μαθητής, ἤδη ἀπ᾿ τήν πρώτη δημοτικοῦ, μαθαίνει τήν ἀλφαβήτα, δηλ. μαθαίνει ὄχι τήν γλῶσσα, ἀλλά γιά τήν γλῶσσα, γιά νά καταρρεύσουν ὅλα αὐτά τά ἐπιστημονικοφανῆ φληναφήματα, πού καταδικάζουν τούς μαθητές στήν ἀγραμματοσύνη.
Ἡ νέα γλωσσολογία καί ἡ ὁμογάλακτη διδακτική πρακτική ἀντιμετωπίζουν τήν διδασκαλία τῆς γραμματικῆς, καί μάλιστα ἀποσπασμένων ἀπό τό κείμενο κλιτικῶν παραδειγμάτων, ὡς μηχανιστική διαδικασία, καμμιά φορά καί ὡς «παπαγαλία». Μιά καλή συνάδελφος, σ᾿ ἕνα πρόσφατο ἄρθρο της γράφει: «Οι μαθητές και οι μαθήτριες δεν αποστηθίζουν τις ιδιότητες των πτώσεων ή των μετοχών αλλά τα συνδέουν μεταξύ τους σε ένα δυναμικό πλαίσιο». Ἀρκεῖ ἕνα γλωσσικό ἔκτρωμα τοῦ τύπου «τῶν ληφθέντων ἀποφάσεων» γιά νά ἀντιληφθῇ κανείς ὅτι ἄν περίμενε νά συναντήσουν οἱ μαθητές «σ᾿ ἕνα δυναμικό πλαίσιο», κι ὄχι σ᾿ ἕνα κλιτικό παράδειγμα, τήν σπάνια γενική πληθυντικοῦ «ληφθεισῶν», μᾶλλον ἀκόμα θά περίμενε (ὑπάρχει μιά φορά στόν Θουκυδίδη καί μιά φορά στόν Ἰσοκράτη). Δέν ξέρω τί ἔχουμε πάθει γενικῶς μέ τήν –λελογισμένη, βεβαίως- διδασκαλία κλιτικῶν παραδειγμάτων, πάντως ἡ διδασκαλία τους στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἤδη ἀπό τόν 7ο αἰῶνα -ὅπως δείχνει τό ἀρχιλόχειο «Νῦν δὲ Λεώφιλος μὲν ἄρχει / Λεωφίλου δ᾿ ἔπεα κρατεῖ / Λεωφίλῳ δὲ πάντα κεῖται / Λεώφιλον δ᾿ ἄκουε»- δέν βλέπω νά ἔβλαψε σέ τίποτα τήν πνευματική τους συγκρότηση.
Δέν εἶναι παπαγαλία νά ἀπομνημονεύῃς κάτι πού τό καταλαβαίνεις, ἀντίθετα εἶναι παπαγαλία νά γράφῃς τήν λέξη «διάλειμμα» μέ δύο λάμδα ἐπειδή θυμᾶσαι ἀμυδρά πώς κάπου ὑπάρχουν δύο σύμφωνα· παπαγαλία εἶναι νά γράφῃς «δόξα τό θεό» μέ Αἰτιατική γιατί δέν βρέθηκε κανένας νά σοῦ μιλήσῃ γιά τήν Δοτική· κι ἀκόμα χειρότερη παπαγαλία εἶναι νά γράφῃς «μά τῷ θεῷ» μέ δύο ὠμέγα, γιατί δείχνει πώς δέν ἔχεις καταλάβει ὅτι τό μά συντάσσεται, μά τήν πίστη μου, μέ Αἰτιατική.”

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Α.Δ.Δ. 11 Σεπτεμβρίου 2018 - 12:20

Εξαιρετική τοποθέτηση κ. Δάλκο!

Νομίζω ότι η αποδοκιμασία της διδασκαλίας των γραμματικών κανόνων ουσιαστικά συνδέεται με μία ιδεολογία συνολικής απόρριψης του σωστού και του λάθους στην γλώσσα (διότι αν δεν υπάρχουν γραμματικοί κανόνες, κάθε γλωσσικός αυτοσχεδιασμός ή σολοικισμός τείνει να γίνει δεκτός, αρκεί κουτσά στραβά “να βγαίνει το νόημα”). Συγχρόνως στον Τύπο παρατηρούμε (με έκπληξη) την απόπειρα αναβίωσης ενός νέου είδους γλωσσικού διχασμού με ενοχλητικές πολιτικές προεκτάσεις.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ