Του Χαράλαμπου Οικονόμου, καθηγητή κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου από το Άρδην τ. 112
Το ελληνικό σύστημα υγείας, το οποίο ήδη πριν την κρίση εμφάνιζε σοβαρά δομικά και λειτουργικά προβλήματα (Economou and Giorno, 2009, Economou, 2010), κλήθηκε να προσαρμοστεί στο νέο δυσμενές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, που προσδιόρισαν οι μνημονιακές πολιτικές αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, μείωσης των κοινωνικών δαπανών, περιορισμού των εισοδημάτων και πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, το σύστημα υγείας αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερες ανάγκες με λιγότερους πόρους. Η περικοπή των δημόσιων δαπανών και η υψηλή ανεργία περιόρισαν τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας από κρατικούς πόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η μακροχρόνια ανεργία διόγκωσε τον αριθμό όσων δεν μπορούν να κατοχυρώσουν δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης και πρόσβασης στη φροντίδα υγείας. Ταυτόχρονα, η επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών προσδιοριστών της υγείας αύξησε τη νοσηρότητα και, συνεπακόλουθα, τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας. Πολλά από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν υπέσκαψαν, παρά προήγαγαν, τους στόχους της ισότιμης πρόσβασης και της παροχής αποδοτικών, αποτελεσματικών και ποιοτικών υπηρεσιών υγείας (Economou et al., 2015, Οικονόμου 2013).
Σύμφωνα με τα Μνημόνια Συνεννόησης, η δημόσια δαπάνη για την υγεία δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 1% του ΑΕΠ. Δεδομένης της τάσης μείωσης που παρατηρείται συνεχώς στο παραγόμενο προϊόν της χώρας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση των δαπανών υγείας, με άμεσο κίνδυνο την απαξίωση του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος υγείας και την υποβάθμιση της επάρκειας και της ποιότητας των παρεχομένων από αυτό υπηρεσιών. Οι συνολικές δαπάνες υγείας μέσα σε μια εξαετία μειώθηκαν κατά 31,8%, οι δημόσιες κατά 39,4% και οι ιδιωτικές κατά 15%. Η μείωση ήταν ιδιαίτερα αισθητή στην περίπτωση των δαπανών υγείας των κοινωνικοασφαλιστικών φορέων, οι οποίες περικόπηκαν κατά 47,4%. Το αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων είναι η ιδιωτική δαπάνη να αυξήσει το μερίδιό της στο σύνολο της δαπάνης υγείας κατά 7,6 ποσοστιαίες μονάδες, αποτελώντας πλέον το 38,2% των δαπανών υγείας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η δημόσια δαπάνη για υγεία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι αρκετά χαμηλότερη (5,2%) ακόμα και από το 6% που ορίζουν τα μνημόνια.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών, αυξήθηκε η δαπάνη των νοικοκυριών για υγεία, ως ποσοστό της συνολικής μέσης μηνιαίας δαπάνης τους, από 6,4% το 2010 σε 7,4% το 2016, κατατάσσοντας την Ελλάδα πρώτη στην ΕΕ, με τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για υγεία ως ποσοστό του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών. Ειδικότερα, μεταξύ 2010-2016, η δαπάνη των νοικοκυριών για φάρμακα αυξήθηκε κατά 29% (από 1,4 σε 1,8 δις ευρώ) και για νοσοκομειακή περίθαλψη κατά 33% (από 1,2 σε 1,6 δις ευρώ). Αντίθετα, μειώθηκε κατά 47% (από 1,1 δις σε 0,6 δις ευρώ) η δαπάνη των νοικοκυριών για πρωτοβάθμια φροντίδα και κατά 65% (από 1,7 δις σε 0,6 δις ευρώ) για οδοντιατρική περίθαλψη (Ελληνική Στατιστική Αρχή 2017).
Οι τάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω είναι αποτέλεσμα εφαρμογής μέτρων για τη μείωση των δημόσιων δαπανών υγείας και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, των ασφαλιστικών εισφορών και της συμμετοχής των πολιτών στο κόστος χρήσης των υπηρεσιών, ενώ δευτερογενείς επιδράσεις προκύπτουν και από την εφαρμοζόμενη πολιτική απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών για την υγεία, όπως έγινε στην περίπτωση των ασφαλισμένων του ΟΓΑ, ενώ επιβλήθηκε και εισφορά 6% για την υγεία στους συνταξιούχους.
Μέτρα, τα οποία επιβάρυναν ιδιαίτερα τον πληθυσμό της χώρας και επέδρασαν αρνητικά στην πρόσβαση των υπηρεσιών υγείας, ήταν και αυτά που οδήγησαν στην αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στο κόστος χρήσης των υπηρεσιών υγείας. Εδώ εντάσσονται η θεσμοθέτηση καταβολής 5 ευρώ για κάθε επίσκεψη σε κέντρα υγείας και εξωτερικά ιατρεία δημόσιων νοσοκομείων (καταργήθηκε το 2015), η υποχρεωτική επέκταση της ολοήμερης λειτουργίας των νοσοκομείων και η άμεση πληρωμή για επίσκεψη στα απογευματινά ιατρεία, που κυμαίνεται από 16 έως 72 ευρώ, η αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων για φάρμακα και για αναλώσιμο υγειονομικό υλικό, η πληρωμή ενός ευρώ για κάθε συνταγή που έχει εκδοθεί από δημόσιες μονάδες υγείας, η συμμετοχή μεταξύ 30%-50% των ασφαλισμένων του ΟΓΑ και του ΟΑΕΕ για ιατρικές υπηρεσίες παρεχόμενες από ιδιώτες συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ, η πρόσθετη χρέωση των ασφαλισμένων για τη χρησιμοποίηση της υπηρεσίας των τηλεφωνικών ραντεβού, μιας κι αυτή έχει εκχωρηθεί σε ιδιωτικές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, η οποία κυμαίνεται από 0,95 έως 1,65 ευρώ ανά τηλεφώνημα, και η διαφοροποίηση της ασφαλιστικής από την εμπορική τιμή των φαρμάκων, όπου στην περίπτωση που η λιανική τιμή του φαρμάκου είναι υψηλότερη από την τιμή που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ, ο ασθενής πληρώνει, εκτός από την προβλεπόμενη θεσμοθετημένη συμμετοχή, το σύνολο της διαφοράς μεταξύ της τιμής αποζημίωσης και της λιανικής τιμής (Economou et al. 2015, Οικονόμου 2012 και 2013). Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθούν οι οριζόντιες περικοπές των λειτουργικών δαπανών των δημόσιων νοσοκομείων κατά 54 % μεταξύ 2009 (2,8 δις ευρώ) και 2016 (1,3 δις ευρώ). Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλεφθούν οι παράπλευρες συνέπειες που προκύπτουν για τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, από την πολιτική που εφαρμόζεται στους τομείς της απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων. Η εκτίναξη της ανεργίας, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η ευελιξία, καθώς και η μείωση των μισθών, περιορίζουν τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της κρατικής επιχορήγησης του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) στο 0,4% του ΑΕΠ, έναντι του αρχικού προβλεπόμενου ποσοστού (0,6%), δυσχεραίνει την οικονομική βιωσιμότητα του ενιαίου ταμείου υγείας και καθιστά αναγκαίο τον επανασχεδιασμό της ακολουθούμενης πολιτικής (Economou et al. 2015, Οικονόμου 2012 και 2013).
Μια άλλη δέσμη μέτρων που υιοθετήθηκαν και αναιρούν, επίσης, ένα βασικό στόχο των εθνικών συστημάτων υγείας, είναι αυτά που περιορίζουν την έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης του πληθυσμού. Η θεσμοθέτηση του ΕΟΠΥΥ συνοδεύτηκε από τέτοιου είδους παρεμβάσεις, καθώς ο αρχικός Κανονισμός Παροχών του οργανισμού τροποποιήθηκε δύο φορές και οδήγησε, πρώτον, στην εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη δωρεάν χορήγηση υγειονομικού υλικού σε κατηγορίες ασφαλισμένων, δεύτερον, σε περιορισμό δικαιολογούμενων θεραπειών όπως φυσικοθεραπειών, λογοθεραπειών, εργοθεραπειών, αεροθεραπειών, λουτροθεραπειών κ.λπ. και, τρίτον, στη μη κάλυψη ορισμένων ακριβών εξετάσεων (Economou et al. 2015, Οικονόμου 2012 και 2013). Επιπροσθέτως, δεν έχει συναφθεί καμία σύμβαση του ΕΟΠΥΥ με οδοντιάτρους, με συνέπεια την ακύρωση της κάλυψης του πληθυσμού για υπηρεσίες στοματικής υγείας.
Ένα άλλο μέτρο, η επιβολή ανώτατων ορίων στις επισκέψεις, τις συνταγογραφούμενες εξετάσεις και τα συνταγογραφούμενα φάρμακα των συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ γιατρών, επιβαρύνει τους ασφαλισμένους με την άσκοπη περιπλάνησή τους στο σύστημα υγείας, μέχρι να βρουν γιατρό που δεν έχει ξεπεράσει και τα τρία παραπάνω όρια. Με άλλα λόγια, αντί να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν τον προσανατολισμό του ασθενή στο σύστημα υγείας, με τη μορφή, για παράδειγμα, του γενικού οικογενειακού γιατρού, ο ασθενής επιβαρύνθηκε με την ευθύνη αναζήτησης υπηρεσιών, με περιορισμένες δυνατότητες επιλογής (Economou et al. 2015, Οικονόμου 2012 και 2013).
Επίσης, το πάγωμα των προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία να μειωθεί από 114.471 το 2009 σε 94.659 το 2015, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, μετά τη Ρουμανία, ως προς την αναλογία εργαζομένων σε νοσοκομεία ανά 100.000 κατοίκους (875 εργαζόμενοι / 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα και 812 στη Ρουμανία) (Βάση Δεδομένων Eurostat)[1].
Σχετικά με την αναδιοργάνωση των διοικητικών δομών του συστήματος υγείας, σημαντικό μέτρο αποτέλεσε η σύσταση του ΕΟΠΥΥ. Όμως, η λειτουργία του εμφάνισε σημαντικά προβλήματα. Πρώτον, η ομογενοποίηση των παροχών υγείας προς όλους τους ασφαλισμένους και η πρόσβαση σε ενιαίο σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας ως προς το είδος, την έκταση, το ύψος, τον τρόπο και τη διαδικασία χορήγησης συντελέστηκε προς τα κάτω, με περιορισμό της ασφαλιστικής κάλυψης. Δεύτερον, ο ΕΟΠΥΥ, από τη στιγμή της σύστασής του ήταν ελλειμματικός, με την έννοια ότι ενσωματώθηκαν σε αυτόν τα ελλείμματα των ταμείων που συμπεριέλαβε. Τρίτον, είναι αμφίβολο τόσο το κατά πόσο καταβάλλεται στον ΕΟΠΥΥ η θεσμοθετημένη συμμετοχή του κράτους ύψους 0,4% του ΑΕΠ, όσο και το εάν αποδίδονται έγκαιρα σε αυτόν οι παρακρατούμενες από τον ΕΦΚΑ (Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης) εισφορές (Economou et al. 2015, Οικονόμου 2012 και 2013).
Το 2013, το 23% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή 2.500.000 άτομα, δεν είχαν δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης για υπηρεσίες υγείας. Το ίδιο έτος, το 9% του πληθυσμού δήλωσε ανάγκες για ιατρικές εξετάσεις ή θεραπείες που δεν ικανοποιήθηκαν, λόγω περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, μεγάλων λιστών αναμονής, έλλειψης χρόνου και μεγάλης απόστασης από τις υπηρεσίες υγείας, όταν το 2010 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5,5%.
Τα μέτρα που πάρθηκαν για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου αριθμού των ανασφάλιστων για υγεία αποδείχθηκαν αποσπασματικά και αναποτελεσματικά, όπως, για παράδειγμα, τα κουπόνια υγείας, που θεσπίστηκαν το 2013, ή εμφάνισαν προβλήματα εφαρμογής, όπως οι δύο υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν το 2014 και προέβλεπαν την κάλυψη για φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη όσων δεν δικαιούνταν ασφάλισης, βιβλιαρίων απορίας ή είχαν χάσει το ασφαλιστικό τους δικαίωμα. Η προϋπόθεση που έβαζαν αυτές οι αποφάσεις για παραπομπή, η οποία δεν ίσχυε για τον υπόλοιπο πληθυσμό, έθεσε ζητήματα στιγματισμού, η υποχρέωση καταβολής συμπληρωμών, όπως ισχύει και για τους ασφαλισμένους, ανέδειξε το πρόβλημα της οικονομικής δυνατότητας χρησιμοποίησης των υπηρεσιών, ενώ η ασάφεια ως προς την εφαρμογή τους δημιούργησε σοβαρά διοικητικά εμπόδια πρόσβασης (Economou et al. 2014). Το αποτέλεσμα ήταν το ποσοστό του πληθυσμού που δήλωνε αδυναμία χρησιμοποίησης των υπηρεσιών υγείας το 2015 να αυξηθεί ακόμα περισσότερο και να ανέλθει σε 12,3%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά την Εσθονία (12,7%) (Βάση Δεδομένων Eurostat)[2]. Στο πλαίσιο αυτό, κρίθηκε αναγκαία μια τρίτη παρέμβαση με την έκδοση της ΚΥΑ Α3(γ)/ΓΠ/οικ.25132/4-4-2016, η οποία διορθώνει τις ατέλειες των προηγούμενων παρεμβάσεων, πρώτον, θεσπίζοντας νέες διαδικασίες πρόσβασης με βάση τη χρησιμοποίηση του ΑΜΚΑ ή της Κάρτας Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού και καταργώντας τη στιγματιστική διαδικασία ελέγχου των πόρων διαβίωσης και, δεύτερον, περιορίζοντας τη συμμετοχή στο κόστος της φαρμακευτικής περίθαλψης.
Παρ’ όλο που το ελληνικό σύστημα υγείας χαρακτηριζόταν διαχρονικά από ανισοτιμίες στην πρόσβαση και την κάλυψη του πληθυσμού για υπηρεσίες υγείας (Economou and Giorno, 2009, Economou, 2010), μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κρίση επιδείνωσε το πρόβλημα. Αυτό είναι το κύριο εύρημα μελέτης που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σοβαρά κενά στη διαθεσιμότητα, την προσβασιμότητα, την αποδοχή, την επαφή με τις υπηρεσίες και την αποτελεσματική κάλυψη υγείας του ελληνικού πληθυσμού (Economou, 2015). Οι σοβαρές ελλείψεις και η άνιση περιφερειακή κατανομή όλων των κατηγοριών επαγγελματιών υγείας, οι ελλείψεις υλικών και αναλώσιμων στα δημόσια νοσοκομεία και η ανεπαρκής παροχή βιοϊατρικής τεχνολογίας στον δημόσιο τομέα επιδεινώθηκαν, λόγω των υποχρεώσεων που επέβαλαν τα μνημόνια. Σε ομάδες του πληθυσμού τέθηκαν εμπόδια στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, εξαιτίας της αδυναμίας πληρωμής του κόστους μετάβασης στις μονάδες υγείας, της αύξησης της συμμετοχής των ασθενών στο κόστος χρήσης των υπηρεσιών, γραφειοκρατικών και στιγματιστικών διοικητικών φραγμών και της απώλειας του ασφαλιστικού δικαιώματος λόγω της μακροχρόνιας ανεργίας. Επιπροσθέτως, ακόμη και όσοι, θεωρητικά, διαθέτουν ασφαλιστική κάλυψη αντιμετωπίζουν προβλήματα στην πρόσβαση, επειδή αναγκάζονται να καταβάλουν παράτυπες πληρωμές. Υπάρχουν, επίσης, εμπόδια όσον αφορά την αποδοχή των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η μεγάλη δυσαρέσκεια των ασθενών σε σχέση με την ποιότητα και την ανταπόκριση των υπηρεσιών υγείας στις ανάγκες τους σχετίζεται με διαρθρωτικά, οργανωτικά και διοικητικά προβλήματα του συστήματος υγείας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται ο αντίστροφα προοδευτικός χαρακτήρας της χρηματοδότησης του ΕΣΥ, λόγω των υψηλών άμεσων πληρωμών που καταβάλλουν οι ασθενείς, η κατακερματισμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, όπου απουσιάζει ένα σύστημα παραπομπής, οι μακρές λίστες αναμονής και οι καθυστερήσεις στον προγραμματισμό των ραντεβού με συμβεβλημένους γιατρούς και τα μέτρα λιτότητας που εγκρίθηκαν (αυξήσεις στις συμπληρωμές και τα τέλη χρήσης των υπηρεσιών). Όσον αφορά την επαφή με τις υπηρεσίες υγείας, αντί να ελεγχθεί η ζήτηση και η παροχή υγειονομικής περίθαλψης μέσω ενός συστήματος παραπομπής – εξορθολογίζοντας, έτσι, τη χρήση του συστήματος υγείας και καθιστώντας το πιο φιλικό προς τον χρήστη – είναι προφανές ότι η απόφαση να επιβληθούν ανώτατα όρια στις επισκέψεις και τη συνταγογράφηση φαρμάκων και εξετάσεων από τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ γιατρούς συνέβαλε στην αύξηση του κόστους για τους ασθενείς.
Τέλος, η αποτελεσματικότητα του ελληνικού συστήματος υγείας είναι αμφισβητήσιμη, δεδομένου ότι οι επιδόσεις του παρουσιάζουν σημαντικές υστερήσεις σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ ως προς την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ασθενειών, όπως συχνές μορφές καρκίνου (μαστού, τραχήλου της μήτρας, προστάτη, παχέος εντέρου), ή νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, και η διαχείριση των χρόνιων νόσων γίνεται συνήθως αποσπασματικά, με έμφαση κυρίως στη συνταγογράφηση. Μηχανισμοί εποπτείας και αξιολόγησης των ιατρικών πρακτικών απουσιάζουν και δεν υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα για τη διατήρηση, οργάνωση και συντονισμό των ιατρικών φακέλων, τη μέτρηση της χρήσης των πόρων υγείας ή την αξιολόγηση και παρακολούθηση των κλινικών αποτελεσμάτων. Επιπλέον, σπάνια χρησιμοποιούνται διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα (Economou, 2015).
Η σύντομη και σε καμία περίπτωση εξαντλητική κριτική επισκόπηση βασικών αλλαγών που συντελέστηκαν στο ΕΣΥ μετά το 2010, η οποία επιχειρήθηκε στο παρόν κείμενο, δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του ΕΣΥ έτσι όπως λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα. Αμφισβητεί την κατεύθυνση των αλλαγών, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό δεν απορρέουν από τις πραγματικές ανάγκες του ίδιου του συστήματος υγείας και του ελληνικού πληθυσμού, αλλά υπάγονται σε μια δογματική προσέγγιση που επιβάλλεται από έναν εξωτερικό παράγοντα (Economou 2012). Τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα της αναζήτησης μιας εναλλακτικής αποτελεσματικής πολιτικής υγείας. Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής πρέπει να τεθεί η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, καθολικά προσβάσιμη και κύριος ρυθμιστής προσανατολισμού του ασθενή στο σύστημα υγείας. Από την οπτική αυτή είναι θετική η ψήφιση του Ν. 4486/2017, ο οποίος αντλεί στοιχεία από σχετικές προτάσεις του ΠΟΥ (WHO, 2008) και προβλέπει την αναδιοργάνωση της παροχής υπηρεσιών υγείας γύρω από ένα μοντέλο πρωτοβάθμιας φροντίδας, το οποίο έχει ως πυρήνα μονάδες υγείας κοντά στην κοινότητα, στελεχωμένες με διεπιστημονικές ομάδες, υπεύθυνες να παρέχουν σε συγκεκριμένο πληθυσμό ένα ολοκληρωμένο φάσμα ανθρωποκεντρικής φροντίδας και να τον προσανατολίζουν-κατευθύνουν μέσα στο σύστημα υγείας.
[1] appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/submitVi-
ewTableAction.do (πρόσβαση 17/10/2017).
[2] Όπ.π.
Βιβλιογραφία
Economou, C. (2015). Barriers and facilitating factors in access to health services in Greece, Copenhagen: WHO Regional Health for Europe.
Economou, C. (2012). «The performance of the Greek healthcare system and the Economic Adjustment Programme: ‘Economic crisis’ versus ‘system-specific deficits’ driven reform», Social Theory, 2, pp. 33-69.
Economou C. (2010). «Greece: Health system review». Health Systems in Transition, 12(7): 1-180.
Economou C., Giorno C. (2009). «Improving the performance of the public health care system in Greece», OECD Economics Department Working Papers, No 722.
Economou, C., Kaitelidou D., Katsikas D. et al. (2014). «Impacts of the economic crisis on access to healthcare services in Greece with a focus on the vulnerable groups of the population», Social Cohesion and Development, 9(2), pp. 99-115.
Economou, C., Kaitelidou, D., Kentikelenis, A. et al. (2015). «The impact of the crisis on the health system and health in Greece, in Maresso, A. et al. (eds.), Economic crisis, health systems and health in Europe». Country experiences, Copenhagen: WHO/EURO, European Observatory on Health Systems and Policies.
Eurostat Database (http://ec.europa.eu/eurostat/data/database)
WHO. (2008). The World Health Report 2008. Primary Health Care: Now more than ever, Geneva.
Ελληνική Στατιστική Αρχή. (2018α). Η Ελληνική οικονομία, Αθήνα.
Ελληνική Στατιστική Αρχή. (2018β). Συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα, Αθήνα.
Ελληνική Στατιστική Αρχή. (2018γ). Δελτίο Τύπου: Σύστημα Λογαριασμών Υγείας (ΣΛΥ) 2016, Αθήνα.
Ελληνική Στατιστική Αρχή. (2017). Δελτίο Τύπου: Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016, Αθήνα.
Οικονόμου, Χ. (2013). «Υγεία, σύστημα υγείας και κοινωνική ευημερία. Μια αποσιωπημένη σχέση με μοιραία αποτελέσματα», Foreign Affairs, Ιούλιος 2013.
Οικονόμου, X. (2012). «Το θεσμικό πλαίσιο παροχών ασθενείας στην Ελλάδα. Η λειτουργία και ο ρόλος του Εθνικού Συστήματος Υγείας», Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων, Ερευνητική Μονάδα Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων.
ΣΦΕΕ. (2018). Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα. Γεγονότα και στοιχεία 2017, Αθήνα.