της Ε. Σαρρηγιαννίδου, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007
Στο γενικότερο κλίμα χάους και αποσύνθεσης που κυριαρχεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση την τρέχουσα περίοδο ήρθε να προστεθεί το σκάνδαλο και η Δίκη του Παντείου. Για πολλοστή φορά το «άντρο του μεταμοντέρνου μπάχαλου διχάζει την ελληνική κοινωνία». Οι απόψεις διίστανται καθώς η διαφθορά και η δικαιοσύνη που καλείται να την αποκαταστήσει τίθενται στο στόχαστρο.
Η «Ελευθεροτυπία» αυτοδιοριζόμενη «δικαστής των δικαστών» αποφαίνεται, και ιδού η δική της ετυμηγορία: «Δεν εξάντλησαν, προσπέρασαν τα άκρα όρια της αυστηρότητας οι δικαστές της υπόθεσης του Παντείου αποφασίζοντας χθες να καταδικάσουν τους κατηγορούμενους, πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις, διοικητικούς υπαλλήλους του πανεπιστημίου και ιδιώτες, με ποινές δρακόντειες, αναπάντεχες για τη συνήθη δικαστική πρακτική, τη φύση της υπόθεσης, έξω από το κοινό περί δικαίου αίσθημα» και λίγο παρακάτω συνεχίζει «για πρώτη φορά ακαδημαϊκοί κατηγορούμενοι για οικονομικά αδικήματα οδηγήθηκαν στη φυλακή αφού απερρίφθη το αίτημα για αναστολή του πρώην πρύτανη Αιμίλιου Μεταξόπουλου και του πρώην αντιπρύτανη Παναγιώτη Γετίμη».
Η «συναισθηματική και ευαίσθητη καρδιά» της Ελευθεροτυπίας πάλι ράγισε και κατήγγειλε την αδικία: «Απαξιώθηκαν συλλήβδην προσωπικότητες, έντιμος βίος (αν και τους αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό), αλλά και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είθισται να προσδιορίζουν την απόδοση του ανασταλτικού χαρακτήρα στην έφεση.» Σε ποιες προσωπικότητες αλήθεια αναφέρεται; Μήπως σε αυτές που προ 20-30 ετών ήταν όλοι τους «αριστεροί» από εκείνους ξέρετε, με τα «ιδανικά» που η γενίκευση του πασοκικού σκανδάλου τους «σκανδάλισε» στην αρχή – και στη συνέχεια, τους έκανε πιο «ανεκτικούς», πιο «ευπροσάρμοστους», πιο «κυνικούς» (μαζί με την πικρία τους για την απώλεια των ιδανικών τους, άτιμη κοινωνία που κατακρεούργησες τον ρομαντικό ιδεαλισμό μας κ.λπ.). Και η Ελευθεροτυπία αυτό το «κοινό μυστικό» γιατί καμώνεται πως δεν το ξέρει; Μήπως αισθάνεται κάποια αδερφική συγγένεια με τους «λεβέντες» που είναι «πίσω από της φυλακής τα σίδερα»; Όσο δε για τον έντιμο βίο, η πιστοποίηση της «Ε» αρκεί για να μας πείσει. Μα τι έκαναν οι αξιολογότατοι τούτοι ακαδημαϊκοί και δεν τους δείχνετε μια στάλα επιείκεια; Προσπάθησαν κι αυτοί («όπως και τόσοι άλλοι βρε αδερφέ») να χτίσουν βίλες με πισίνες, να ταξιδεύουν με το δικό τους κότερο να μετακινούνται με πολυτελή αυτοκίνητα κλπ. κλπ. Και όλα τούτα τα άξιζαν με το παραπάνω γιατί δεν είναι «τυχαίοι», αλλά πανεπιστημιακοί άνθρωποι και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Παρασκευόπουλος: «Αν εξαντλείται η αυστηρότητα σε πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις καταξιωμένους για την προσφορά τους στις επιστήμες με πολύχρονη δουλειά και εκλεγμένους στη διοίκηση των πανεπιστημίων με ψήφους της πανεπιστημιακής κοινότητας, τότε δεν παραμελούνται τα δικαιικά αυτά κριτήρια;» Θα σπεύδαμε να συμφωνήσουμε με τον κ. Παρασκευόπουλο αν δεν θεωρούσαμε πως του διαφεύγει (περίεργο για τη θέση του μιας και είναι καθηγητής ποινικού δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο) μια σημαντική λεπτομέρεια. Ξεχνά, καθώς φαίνεται, ότι οι εκάστοτε πρυτανείες εκλέγονται συναλλασσόμενες με φοιτητικές παρατάξεις, καθώς επίσης ότι το κύρος της πανεπιστημιακής κοινότητας στο οποίο αναφέρεται έχει σχεδόν ανεπανόρθωτα τρωθεί, αφού υποθέτω θα γνωρίζει, πως η πλειοψηφία της απέκτησε διδακτορικά διπλώματα και στελέχωσε τα ΑΕΙ δημιουργώντας τα «νέα ακαδημαϊκά τζάκια» της τελευταίας εικοσαετίας.
Συνεπώς, η προσωπικότητα, ο έντιμος βίος, η επιστημονική προσφορά και επάρκεια πρέπει να κριθούν «σχετικά» και ιδωμένα σ’ ένα πλαίσιο γενικότερης αποσάθρωσης και διάβρωσης και όχι απόλυτα με «σκληρές» δικαστικές αποφάσεις που πέφτουν σαν κεραυνός εν αιθρία, τσουρουφλώντας τις ανοχές μιας κοινωνίας που έχει τοποθετήσει την αξιοκρατία, την τιμή και την αξιοπρέπεια στην προκρούστεια κλίνη. Ή για να μείνουμε στα λόγια των νομικών σχολιαστών: «Σε μια προηγμένη δημοκρατική κοινωνία ποινές αυτού του είδους δεν έχουν καμία θέση» σχολιάζει ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος (επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας) και ο κ. Φώτης Κουβέλης (βουλευτής του ΣΥΝ και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης) συμπληρώνει: «Ο νόμος 1608/50 αφορά άλλες εποχές και άλλες συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε. Η εφαρμογή του σήμερα είναι αναντίστοιχη προς τα πράγματα και τις κρατούσες συνθήκες δικαίου». Υπερβολικές λοιπόν οι ποινές; Ίσως! Αλλά, ενώπιον μιας δικαιοσύνης που μοιράζει συνήθως απλώς «βολικές» τιμωρίες, λίγη «υπερ-βολή», έστω και για τα μάτια του κόσμου, δεν βλάπτει…
Επομένως, σε ποια εποχή αναφέρεται η «ελαστική ηθική» την οποία επιδεικνύουν οι παραπάνω σχολιαστές; Σε ποιο λάιφ στάιλ «ψαγμένης ανεκτικότητας» που συγχωρεί σφάλματα που βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον (ειδικά αυτό); Μήπως ακόμα περισσότερο σε έναν κυνισμό και μηδενισμό που δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά για τα αμαρτήματά του, όχι από θάρρος, μα από θρασύτητα μιας και καθόλου δεν φαντάζεται πως κινδυνεύει; Όμως καμία τάξη πραγμάτων δεν είναι αιώνια και οι πράσινες δεκαετίες άλλαξαν χρώμα. Φαίνεται πως οι καταδικασθέντες έπασχαν από αχρωματοψία και αδυνατούσαν να αντιληφθούν τον ερχομό της χρωματικής αλλαγής. Η νέα κυβέρνηση εφαρμόζοντας κατακλυσμιαία θεραπεία έκανε αισθητή την παρουσία της. «Μοιάζει με εκδίκηση μεταμφιεσμένη σε ποινή» αναφέρει ο ποινικολόγος κ. Χριστόφορος Αργυρόπουλος. Ας μας επιτρέψει να διαφωνήσουμε με το «πάθος» που διακρίνει το σχόλιο του. Απλούστατα, η κυβέρνηση επιχειρεί «σημειολογικά» μια προειδοποίηση στους «ναυτιλομένους» με το δημόσιο χρήμα ή για τους «συνεφίλ» – ένα μικρό, δικαστικό «midnight express», με εξιλαστήρια θύματα «τα μεγάλα κοροΐδα», (που θα μπορούσαν όπως και τόσοι άλλοι, πρόεδροι, διευθυντές δημόσιων οργανισμών, υπουργοί, ακαδημαϊκοί λειτουργοί και κάθε είδους αποδέκτες και διαχειριστές δημόσιου χρήματος που προέρχεται από κοινοτικά προγράμματα –κυρίως- αλλά όχι μόνο) να την έχουν βγάλει και αυτοί «καθαροί».
Άλλωστε, η κατάσταση στα ΑΕΙ της χώρας, στα Ινστιτούτα Ερευνών και γενικότερα στους δημόσιους οργανισμούς μοιάζει με «μαύρη τρύπα» που ποτέ δεν κλείνει και όλοι περνοδιαβαίνουν προσέχοντας να μην πέσουν μέσα μιας και η διάμετρός της αυξάνεται σταθερά με γεωμετρική πρόοδο (πολλοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων η Επιτροπή Ερευνών του Παντείου, έχουν να κλείσουν ισολογισμό αρκετά χρόνια). Οι πρυτάνεις, οι αντιπρυτάνεις, οι διοικητικοί υπάλληλοι κλπ. του Παντείου φάνηκαν απρόσεχτοι, παραπάτησαν κι έπεσαν μέσα. Τούτο βέβαια δεν εκπλήσσει κανέναν αφού, καθώς λέγεται, δεν κρατούσαν ούτε τα προσχήματα – πέραν της γνωστής Ferrari, δικαιολογούσαν αγορές για εξοπλισμό της οικείας τους με αποδείξεις από πλαστικά χειρουργείου, διέθεταν μόνιμη, «σεμιναριακής χρήσης», γκαρσονιέρα στον Αστέρα, διεξήγαγαν συνέδρια και σεμινάρια σε μπουζουξίδικα και στριπτιζάδικα της περιοχής πλησίον του Παντείου, έκαναν «εκπαιδευτικές διακοπές» σε εξωτικά νησιά, μετέφεραν τα αυτοκίνητά τους με αεροπλάνο, καθώς επίσης και άλλα πολλά τα οποία καθώς λέγονται τόσο πολύ, φαντάζομαι θα σας είναι γνωστά. Όσον αφορά εκείνους που αναρωτιούνται «πως κατάντησε έτσι το Πάντειο Πανεπιστήμιο» θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το ίδρυμα αυτό (την τελευταία εικοσαετία), εξέθρεψε στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, τους «οργανικούς διανοούμενους» του (Πασοκικού) εκσυγχρονισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι συγκεντρώνει αντιπάθειες από πλευράς του σημερινού κυβερνητικού σώματος.
Αν, συνεπώς, οι καλοί μας ακαδημαϊκοί και οι συνεργάτες τους τιμωρήθηκαν για κάτι με τις «αυστηρές» ποινές που τους επιβλήθηκαν δεν είναι τόσο οι λοβιτούρες, μα πιότερο ο κυνισμός και η ασφάλειά τους πως τα «νέα ακαδημαϊκά τζάκια» στην πολύπλευρη διαπλοκή τους με τα «νέα οικονομικά τζάκια» ήρθαν και θα μείνουν και η θέση τους δεν διακυβεύεται. Μήπως αυτό το πλήρωμα του χρόνου καταγγέλλει μετά βδελυγμίας η Ελευθεροτυπία πίσω από τις «ανθρωπιστικές εκκλήσεις της για μια λιγότερο απάνθρωπη δικαιοσύνη; Και ποια ιδέα δημοκρατίας προάγει όταν αναφέρεται αρνητικά στο σχόλιο του εισαγγελέα το οποίο δεν επισημαίνει τίποτε περισσότερο από το προφανές: «“Δεν μπορεί μικροεγκληματίες να οδηγούνται στην φυλακή και σε αυτήν την υπόθεση λευκού περιλαιμίου, εξαιτίας της οποίας ζημιώθηκε το Δημόσιο με δισ. δραχμές, οι δράστες να μείνουν ελεύθεροι»” και εν πάση περιπτώσει όπως σχολίασε χαρακτηριστικά “οι ποινές είναι για να εκτίονται”». Πού πήγε στην περίπτωση αυτή το λέγειν της «Ε» περί μη διακρίσεων και ίσης αντιμετώπισης των πολιτών; Ξαφνικά τάσσεται υπέρ της άνισης μεταχείρισης και βαφτίζει την ψυχρή δικαιοσύνη αυταρχική και αντιδημοκρατική; Αλλά και στο εσωτερικό των καταδικασθέντων του Παντείου υπάρχει μια μεροληπτική στάση υπέρ των τιμωρηθέντων ακαδημαϊκών λειτουργών, αλλά πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου των εξ ίσου τιμωρηθέντων με βαρύτατες ποινές διοικητικών υπαλλήλων που εμπλέκονται στα παραπάνω σκάνδαλα: Τι να πει κανείς για όλους τους δημόσιους και αυτόκλητους «συνηγόρους υπεράσπισης»; Ότι κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει;
Το σκάνδαλο του Παντείου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικο-οικονομικής αυθαιρεσίας και αλαζονείας. Η δίκη τιμωρώντας μια από τις πιο εξόφθαλμές περιπτώσεις διαφθοράς, φυσικά δεν αποτελεί την αρχή μιας «ροβεσπιερικού» τύπου κάθαρσης παρόμοιων οικονομικών εγκλημάτων, αλλά μια προειδοποίηση και τιμωρία προς παραδειγματισμό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι καταδικασθέντες αποτελούν τους αποδιοπομπαίους τράγους μιας τιμωρητικής και απολυταρχικής πολιτικής, κάθε άλλο. Η διαφορά τους με τους υπόλοιπους; Δεν θεώρησαν σκόπιμο να «σκουπίσουν τα δακτυλικά αποτυπώματα» φεύγοντας.
Καταληκτικά και για να το «διασκεδάσουμε λίγο»: Και επειδή το διαβρωτικό χιούμορ δεν λείπει σε αυτήν την χώρα και ειδικά έχει δοθεί με αφθονία στην φοιτητική κοινότητα, οι αναρχικοί αστειευόμενοι με την κατάσταση μια μέρα μετά την δικαστική απόφαση –όπου οι διάδρομοι του πανεπιστημίου είχαν γεμίσει από δημοσιογράφους οι οποίοι αναζητούσαν την άποψη του «απλού φοιτητή» για το σκάνδαλο– γυρνοβολούν με ευρηματικό πανό στους απογευματινούς πεζόδρομους του Παντείου φωνάζοντας συνθήματα μεταξύ των οποίων: «Οι καθηγητές δεν είναι συντεχνία, παλεύουν για Ferrari και Δωρεάν Παιδεία».
- Φοιτήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.