του Κ. Δημητρόπουλου, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007
Ο ι προσπάθειες που γίνονται στη γειτονική μας χώρα για την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών προκαλούν έντονο και ειλικρινές ενδιαφέρον, τουλάχιστον στον περίγυρο. Στο σύντομο βίο της ως κράτος, η Αλβανία διανύει την πρώτη της – ουσιαστικά – περίοδο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μετά τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές1, η διαδικασία εκδημοκρατισμού διέρχεται από τις συμπληγάδες της κρίσης του 1997 – 1998. Οι ιδιαιτερότητες της αλβανικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, αλλά και ο ρόλος του κράτους ως εγγυητή της εθνικής ενότητας, θα δημιουργήσει ανησυχίες για την ουσία αυτής της δημοκρατίας. Οι πιέσεις προς τους πολίτες για ομοιόμορφη και κρατικά αποδεκτή συμπεριφορά έχουν περιοριστεί, αλλά δεν έχουν εκμηδενιστεί. Οι εθνικές και γλωσσικές ομάδες, σιγά -σιγά και τμηματικά, βρίσκονται σε μια πορεία επαναδιαπραγμάτευσης των σχέσεών τους με την κοινωνία και την επίσημη πολιτεία. Κυρίως, όμως, διαμορφώνουν εκ νέου τα χαρακτηριστικά της αυτοσυνειδησίας τους, διακριτά αλλά και με προσοχή.
Κατά την διάρκεια των εκλογικών αναμετρήσεων, οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Στη σύγχρονη αλβανική πραγματικότητα, παρατηρείται η διάθεση και ο αγώνας ορισμένων ομάδων, που δρουν στα κόμματα και τις κρατικές δομές, να διαμορφώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έρχεται σε αντίθεση με τον «εθνικό μύθο».
Στις 18 Οκτωβρίου, οι παρατηρητές του ODHIR δεν παραξενεύτηκαν με αυτά που βίωσαν. Ο κύριος λόγος είναι ότι είναι πια προετοιμασμένοι ή ακόμα και συνηθισμένοι. Οι τοπικές εφορευτικές επιτροπές, σε πολλά μέρη της χώρας, αδυνατούσαν για μέρες να ολοκληρώσουν την καταμέτρηση των ψήφων. Τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών λειτουργούσαν με ένα τρόπο που στόχευε στην πάση θυσία νίκη των κομμάτων τους ή τουλάχιστον την αύξηση των δυνάμεών τους με τον ταυτόχρονο περιορισμό της δύναμης των αντιπάλων. Το επαναλαμβανόμενο αυτό σενάριο χαρακτηρίζει τη νοοτροπία των καθεστωτικών –τουλάχιστον– πολιτικών δυνάμεων της Αλβανίας.
Γενική άποψη
Η εκλογική διαδικασία, την φορά αυτή, ολοκληρώθηκε σε ένα σχετικά ήπιο κλίμα. Οι προσεκτικοί παρατηρητές από πολύ νωρίς διέγνωσαν ένταση που εκφράστηκε από τη διαμάχη σχετικά με την ημερομηνία των εκλογών και κυρίως από τη νευρικότητα των στελεχών των κατά τόπους επιτελείων των κομμάτων εξουσίας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τα περιορισμένα επεισόδια όπου ασκήθηκε ψυχολογική πίεση ή και χρησιμοποιήθηκε φυσική βία σε εκλογείς και μέλη εφορευτικών επιτροπών. Δεν έλειψαν και οι καταγγελίες που αφορούσαν επιχειρήσεις αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων. Για τη μικρή χώρα της βαλκανικής με την πολυτάραχη πολιτική ζωή, όλα αυτά τα γεγονότα θεωρούνται «φυσιολογικά», καθώς δεν ξέφυγαν πέρα από κάποια όρια που θα προκαλούσαν κρίση και βίαιη αντιπαράθεση.
Αλλά και η ίδια η διαδικασία της ψηφοφορίας είχε τις ιδιαιτερότητές της. Ο κάθε ψηφοφόρος έλαβε δύο ψηφοδέλτια. Στο ένα έπρεπε να δηλώσει την προτίμησή του στο πρόσωπο που επιθυμεί να καταλάβει το δημαρχιακό αξίωμα και στο άλλο το κόμμα που τον εκφράζει. Με το πρώτο ψηφοδέλτιο γίνεται η εκλογή του Δημάρχου (ή του Έπαρχου αντίστοιχα), ενώ με το άλλο, και ανάλογα με την τοπική ποσοστιαία δύναμη των κομμάτων, αναδεικνύονται οι Δημοτικοί ή Επαρχιακοί Σύμβουλοι. Με τον τρόπο αυτό, πολλές φορές, παρατηρείται το φαινόμενο να εκλέγεται κάποιος δήμαρχος, αλλά το κόμμα που τον στηρίζει να μην έχει και τον αναμενόμενο αριθμό συμβούλων ή οι ο αριθμός αυτός να είναι μειοψηφικός στο Δημοτικό ή Επαρχιακό Συμβούλιο.
Σ ύμφωνα με τα αποτελέσματα που εξέδωσε η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή2, οι δήμαρχοι που εξελέγησαν με τη σημαία του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος3, και των κατά τόπους συμμάχων του, συγκέντρωσαν το 47,6 % του συνόλου των ψήφων (629.290). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας, μαζί με άλλα κόμματα, συγκέντρωσαν το 43,74 %% των ψήφων (575.680). Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από τους 73 δήμους της χώρας το Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισε τους 40 και απ’ αυτούς τους 25 μόνο του και τους 15 με συνεργασίες. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξέλεξε και τους 33 δημάρχους του με την συμμετοχή και άλλων κομμάτων, ενώ το ΚΕΑΔ κατόρθωσε να εκλέξει πέντε δημάρχους, τους δύο απ’ αυτούς αυτόνομα.
Η ύπαρξη δεύτερου ψηφοδελτίου, όπου σταυροδοτείται ένα κόμμα, διαφοροποιεί την κατάσταση στα Δημοτικά και Επαρχιακά Συμβούλια. Στο συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο, πρωτεύει το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας με 23,7 % (305.820 ψήφοι) και έρχεται δεύτερο το Δημοκρατικό Κόμμα Αλβανίας με 20,0 % (271.05 ψήφοι). Ακολουθούν το Σοσιαλιστικό Κίνημα για την Ολοκλήρωση (LSI) του Ιλίρ Μέτα και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (PR) του Φατμίρ Μεντίου, με 9,19% και 5,74% αντίστοιχα.
Στα δεδομένα της εκλογικής αναμέτρησης της 18ης Φεβρουαρίου, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και το μεγάλο ποσοστό της αποχής, η οποία έφτασε στο 49,57%4. Το γεγονός αυτό σχετίζεται και με τη φυγή μεγάλου μέρους του ενεργού πληθυσμού προς την Ελλάδα (δευτερεύοντως την Ιταλία κ.ά). Στις περιοχές της αλβανικής επικράτειας που συνορεύουν με το ελλαδικό κράτος, τα ποσοστά της αποχής είναι μεγαλύτερα του γενικού μέσου όρου. Στο νομό Αργυροκάστρου, η αποχή έφτασε το 57,27%, στο Δέλβινο 61,86% και στους Αγίους Σαράντα 64,35%5.
Το όλο ενδιαφέρον της εκλογικής αναμέτρησης εστιάστηκε σε δύο δήμους: τα Τίρανα και τη Χιμάρα. Όσο και αν φαίνονται τα μεγέθη διαφορετικά, η αξία του καθένα είναι μεγάλη. Ειδικότερα για τα Τίρανα, ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας ήταν ο απερχόμενος δήμαρχος αλλά και ο ηγέτης του. Συνεπώς το κόμμα του κ. Μπερίσα είχε αρκετούς λόγους να επιζητεί την ήττα του κ. Ράμα. Ο τελευταίος θεωρείται ανερχόμενο αστέρι στην πολιτική ζωή της Αλβανίας. Χαίρει της εμπιστοσύνης της Δύσης αλλά και του Ιδρύματος Σόρος. Είναι γνωστή εξάλλου, η βοήθεια που έλαβε για τον – επιφανειακό για πολλούς – εξωραϊσμό των Τιράνων, αλλά και τον χαρακτηρισμό του ως καλύτερου δημάρχου του κόσμου για το 2004, από μια αγγλική ιστοσελίδα6. Για την περίπτωση της Χιμάρας, η εκλογική μάχη συνδέεται με την υπεράσπιση του αλβανικού εθνικού μύθου, αλλά και την καταβρόχθιση των παραθαλάσσιων οικοπεδικών «φιλέτων».
Ο βορράς συνεχίζει να ακολουθεί το ΔΚ, ενώ οι περιοχές που βρίσκονται νότια της πρωτεύουσας δεν κάνουν το ίδιο με το Σοσιαλιστικό. Η θρησκευτική παράδοση των κατοίκων μιας πόλης, κάποιες φορές φαίνεται πως εξακολουθεί να λειτουργεί (περιπτώσεις μουσουλμανικών πλειοψηφιών σε Κονίσπολη, Λιμπόχοβο). Το κόμμα του Μπερίσα κατορθώνει να εκλέξει δημάρχους και να διατηρήσει ερείσματα στον ίδιο χώρο και σε τόπους με μικτούς θρησκευτικά, γλωσσικά και πολιτιστικά πληθυσμούς (Άγιοι Σαράντα, Πρεμετή, Δέλβινο, Λεσκοβίκι, Κλεισούρα κ.ά.). Τα μέρη αυτά το ΣΚ θεωρούσε ως «έδρα» του, καθώς εκεί κατόρθωσε να αναδιοργανωθεί και να πάρει τη ρεβάνς, εκμεταλλευόμενο την αφορμή που δόθηκε με την ένοπλη στάση του 1997.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΕΑΔ – ΟΜΟΝΟΙΑΣ
Η οργάνωση της Ομόνοιας, καθώς από το 1992 απαγορεύεται να λειτουργεί ως κόμμα, υποστηρίζει τοπικά τους συνδυασμούς του ΚΕΑΔ7. Το Κόμμα της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είχε να αντιμετωπίσει την δυσπιστία και την αντιπαλότητα του αλβανικού πολιτικού και κρατικού κατεστημένου, τις εσωτερικές του αδυναμίες, αλλά και την μικρή συσπείρωση της εκλογικής του βάσης. Παρ’ όλα τα αρνητικά αυτά στοιχεία, πέτυχε ιδιαίτερες νίκες που οφείλονται εν μέρει στα πρόσωπα των υποψηφίων, την προσωπική προεκλογική εργασία κάποιων στελεχών της, αλλά και το αίσθημα αισιοδοξίας και ασφάλειας που γέννησε η πρόσφατη υπόσχεση της ελληνικής πολιτείας για την χορήγηση της υπηκοότητας. Το ΚΕΑΔ, αύξησε τις δυνάμεις του ποσοστιαία και αριθμητικά και κυρίως κέρδισε μια σειρά Δήμων:
Α. Αυτόνομα
στον σημερινό νομό του Αυλώνα, τον Δήμο της Χιμάρας (Β. Μπολάνος) με ποσοστό 49,16% (1.264 ψήφοι),
τον Δήμο του Ντιβγιάκε (Ηρ. Γορέγιας) στο νομό Λούσνιας8, με ποσοστό 40.36% ή 2.203 ψήφους και
Β. Σε συνεργασία με το Δημοκρατικό Κόμμα
στο νομό Σκραπαρίου9, τον Δήμο Πολύτσανης (Α. Ζώτκαϊ) με ποσοστό 55.31% (1.718 ψήφοι),
τον Δήμο της Σελενίτσας (Ηλ. Σεφέρης) με ποσοστό 66,39% (1.037 ψήφοι).
Η συγκομιδή στις Επαρχίες ήταν ακόμα πιο ελπιδοφόρα10:
Άνω Δρυϊνούπολη – Αργυρόκαστρο (Κ. Κώστας), με 55,57% ή 1.487 ψήφους
Κάτω Δρυϊνούπολη – Αργυρόκαστρο (Δ. Μαλιούκης), με 56,58% ή 1.638 ψήφους
Πωγώνι – Αργυρόκαστρο (Δ. Μεϊντής), με 299 ψήφους ή 64,03%,
Μπούζ – Τεπελένι (Μπ. Σκέντι), με 288 ψήφους ή 54,44%11,
Μόλλαϊ – Κορυτσά (Φρ. Τζέμος), με 1.431 ψήφους ή 65,67%,
Φοινίκη – Δέλβινο (Ζ. Λούτσης), με 57,21% ή 893 ψήφους,
Μεσοπόταμος – Δέλβινο (Θεμ. Καΐσης), με 63,66% ή 1.081 ψήφους,
Αλήκο – Άγιοι Σαράντα (Ηλ. Αθανασίου), με 35,03% ή 722 ψήφους,
Λειβαδιά – Άγιοι Σαράντα (Ηρ. Νταλιάνης), με 70,79% ή 1.587 ψήφους,
Χαϊμέλ – Σκόδρα (Λ. Μπίμπα), με 1.674 ψήφους ή 65,09%,
Άρτα (Κέντρο Αυλώνα) – Αυλώνας (Φρ. Μπερμπέρης), με 1.810 ψήφους ή 44,64%,
Τούνιε – Γκράμσι (Ν. Χότζα), με 285 ψήφους ή 33,26%.
Η επιτυχία είναι μεγάλη καθώς επανήλθε στον έλεγχο της Ομόνοιας και του ΚΕΑΔ το μεγαλύτερο μέρος της τοπικής εξουσίας των ελληνόγλωσσων περιοχών, «αναγνωρισμένων» και μη (Δήμος Χιμάρας και Επαρχίες Άνω και Κάτω Δρυϊνούπολης, Πωγωνίου, Φοινίκης, Μεσοποτάμου, Αλήκου, Λειβαδιάς), καθώς και επαρχίες όπου υπάρχει ισχυρή παρουσία βλαχόφωνων πληθυσμών (Δήμος Σελενίτσας). Το ΚΕΑΔ σε άλλα μέρη είχε και αποτυχίες, οι οποίες αποδίδονται σε νόθευση του αποτελέσματος, όπως στην Άρτα του Αυλώνα όπου οι υποψήφιοι του ΚΕΑΔ έχασαν τη νίκη για 66 ψήφους12 και στην Ζαγοριά του Αργυροκάστρου για δύο13!
Το ΚΕΑΔ κατάφερε να υπερτερήσει στην κοιλάδα της Δρυϊνούπολης, που θεωρείται και η καρδιά της Μειονότητας ή τουλάχιστον η βιτρίνα της. Ας σημειωθεί πως και οι δύο επαρχίες της περιοχής, την προηγούμενη τριετία, ανήκαν στο ΣΚΑ. Στις πρόσφατες εκλογές, τα στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας στην Κάτω Δρυϊνούπολη, φάνηκε να είναι διασπασμένα λόγω εσωτερικών ερίδων. Οι αδελφοί Τάβου, που άλλες φορές αποτελούσαν το βαρύ πυροβολικό της αντι-Ομονοιακής παράταξης14, αποδείχθηκαν εξαιρετικά αδύναμοι να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Οι προβλέψεις έπεσαν έξω ακόμα και στην Επαρχία της Άνω Δρόπολης. Εδώ, υπήρχε η εντύπωση ότι κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του απερχόμενου Επάρχου Πάνου Λιούλιου. Στα σχεδόν έρημα ορεινά χωριά της επαρχίας, που το κέντρο της Επαρχίας μάλλον θεωρούσε δεδομένα, έλαβε χώρα ένας μαραθώνιος ανατροπής της ισχύουσας κατάστασης και των προγνωστικών15. Στα μικρά εκλογικά τμήματα αυτών των χωριών, οι ηλικιωμένοι εκλογείς έκαναν την υπέρβαση.
Μερικοί ακόμα ελληνικής καταγωγής υποψήφιοι που κατέβηκαν στις εκλογές, υποστηριζόμενοι από αλβανικά κόμματα ή ανεξάρτητοι, κατάφεραν να εκλεγούν. Μπορούμε να αναφέρουμε τις περιπτώσεις του Βλαδίμηρου Κουμή στην Επαρχία Λουκόβου (Χιμάρα)16, του Σωκράτη Καλτσούνη στην Επαρχία Δίβρης (Άγιοι Σαράντα)17 κ.ά.
Σ’ όλες τις επαρχίες που επικέντρωσε την προσοχή του το σχήμα του ΚΕΑΔ και που κατοικούνται από Έλληνες, η αποχή είναι σημαντική18. Τα ποσοστά της συμμετοχής καταγράφονται σε χαμηλά επίπεδα και κυμαίνονται κάτω του 46%. Οι εκλογείς δεν επιστρέφουν στους γενέθλιους τόπους τους για να ασκήσουν τα εκλογικά τους δικαιώματα. Συνεπώς, δεν ενισχύονται σημαντικά οι υποψήφιοι των οργανώσεων Ομόνοια και ΚΕΑΔ που, άμεσα ή έμμεσα, εκφράζουν την Κοινότητα των Ελλήνων. Η συγκεκριμένη στάση των εκλογέων που βρίσκονται στην Ελλάδα, φανερώνει πως:
α) η Ομόνοια και το ΚΕΑΔ έχουν απομακρυνθεί από τη λαϊκή τους βάση,
β) μερίδα των εκλογέων δεν έχουν πειστεί για την αναγκαιότητά της λειτουργίας αυτών των οργανώσεων ή θεωρούν ότι δεν πρέπει να έρχονται σε οποιαδήποτε αντίθεση με το αλβανικό κράτος,
γ) κάποιοι εκλογείς έπαψαν να θεωρούν σπουδαία αυτή τους την ιδιότητα καθώς αδυνατούν να κατανοήσουν το σύνολο των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κοινότητά τους ή, ακόμα χειρότερα, ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τη λύση των προβλημάτων των περιοχών που έχουν εγκαταλείψει. Με άλλα λόγια, μερίδα των Β/Ηπειρωτών, που αποφάσισε την μόνιμη – πια– εγκατάστασή της στην ελλαδική επικράτεια, γυρίζει την πλάτη της και απέχει πλήρως από οτιδήποτε συμβαίνει στις γενέθλιες πατρίδες.