του Δ. Γιαννάτου, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Προσεγγίζοντας το πεδίο της ψυχοθεραπείας, ως μια διαδικασία προσωπικής συναισθηματικής ανάπτυξης, ως δημιουργία ανθρώπινων σχέσεων με ευθύνη και φροντίδα αλλά και ως αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να πλησιάσουμε με περίσκεψη και όλα αυτά που την καθορίζουν και την μορφοποιούν («επαγγελματίες», οργανισμοί ψυχικής υγείας, λειτουργικός ρόλος της, κοινωνική συμμετοχή κ.ά).
Αναφέρω τη λέξη περίσκεψη, θέλοντας να τονίσω πως κάθε «θεραπευτική δράση», που λαμβάνει χώρα στις δεδομένες συνθήκες ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, και ιδιαίτερα σε μεταβατικές περιόδους, επικαθορίζεται από αυτό, και παράλληλα μπορεί να εκτραπεί σε ιδεολογικό μηχανισμό συντήρησης και αναπαραγωγής του δεδομένου τρόπου ζωής.
Σε μια εποχή, που η αναζήτηση και η απόπειρα του εναλλακτικού σε κάθε μορφή του ατομικού και συλλογικού βίου, αποτελεί υγιή διέξοδο από την «υποχρεωτική» αποδοχή δύο (και από το 1989 και μετά ενός) συγκεκριμένων μοντέλων ανάπτυξης οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Σε μια στιγμή, που η αντιεξουσιαστική αυτό-διαχείριση, οι άμεσες μορφές δημοκρατίας, η οικολογική ανάπτυξη σε ανθρώπινη κλίμακα και μέτρο, συναντάνε τη «ρομαντική-ανθρωπιστική» ανάγκη για περισσότερη ανθρωπιά, αυτοβοήθεια και αλληλεγγύη, εθελοτυφλούμε αν προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τον ευαίσθητο τομέα της ψυχικής υγείας και της συναισθηματικής ανάπτυξης ανεξάρτητα από τον συλλογικό μετασχηματισμό της καθημερινής ζωής.
Ανασύροντας τη ρίζα της «θεραπείας» από την αρχέγονη παράδοση των «μάγων της φυλής», των «σοφών γερόντων», ή των σαμάνων, μορφωμάτων που συν-εξελίσσονταν με την κοινότητα και την καθημερινότητα, είναι αναγκαία η επεξήγηση πως δεν μιλάμε για μια επιστροφή σε έναν πρότερο αγνό βίο, σε μια «φυσιοκρατία» της θεραπείας, αλλά στην απόπειρα, στην αναζήτηση νέων μορφών και συνθέσεων, που απέχουν κατά πολύ από την εξουσιαστική διαμεσολάβηση των «ειδικών».
Η μετάβαση του τρόπου ζωής από το κοινοτικό στο συγκεντρωτικό δημιούργησε οικονομικές και κοινωνικές δομές έμμεσης αντιπροσώπευσης και βαθμίδες «εξειδικευμένων τεχνοκρατών». Συνακόλουθα, τη «θεραπευτική λειτουργία» της τοπικής κοινότητας ήρθε να «λεηλατήσει» και να οικειοποιηθεί η «συντεχνιακή ελίτ» των εξειδικευμένων επαγγελματιών.
Η φύση και η λειτουργία των «θεραπευτικών δομών» προσαρμόστηκε ακολουθώντας τον οικονομίστικο και μηχανιστικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας (είτε μιλώντας για τον σοσιαλκαπιταλισμό των πρώην ανατολικών καθεστώτων, είτε για τις φιλελεύθερες ολιγαρχίες των δυτικών κοινωνιών), στην προσφορά μιας ατομικής απάντησης, στις εμπλοκές και στις εντάσεις που δημιούργησαν οι δύσκολες συνθήκες ζωής.
Η τάση αυτή, στην ακραία μορφή της, φέρνει τους υποστηριζόμενους σε καθεστώς «δυνάμει μόνιμης εξάρτησης» από τις «παρεχόμενες υπηρεσίες», αποπροσανατολίζοντάς τους από τον συλλογικό μετασχηματισμό του ίδιου του τρόπου ζωής.
Παράλληλα, δημιουργεί, στους υπόλοιπους «υγιείς» πολίτες, τη συνείδηση, πως η υποστήριξη των κοινωνικά ή συναισθηματικά αποδυναμωμένων είναι κάτι το οποίο δεν τους αφορά. Πως είναι μια κατάσταση που διαμορφώνεται πέρα από τη συμμετοχή της τοπικής κοινότητας ή των κοινωνικών ομάδων.
Η πιθανότητα δημιουργίας μορφών κοινωνικής συνύπαρξης, όπου ένα ανθρώπινο δίκτυο υποστήριξης, με οριζόντιες και συμμετοχικές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις, αξιοποιεί τη γνώση των ειδικών και ελέγχει τον κοινωνικό τους ρόλο, θεωρείται κάτι μεταφυσικό ή έστω γραφικό. Αντίθετα, οι «ειδικοί» διαμορφώνουν και σχηματοποιούν τις νόρμες που ορίζουν τη θεραπεία ή την αξιοποίηση της κοινότητας για τη θεραπεία ή την κοινωνική πολιτική.
Ενδεικτική –αν και όχι πάντα χαρακτηριστική– της «παραγωγικής / οικονομικής» λογικής είναι και η ορολογία της «θεραπείας»:
«μην αγοράζεις το πρόβλημά του», «επενδύω τα συναισθήματα μου», «δεν έχεις κάνει την αλλαγή κτήμα σου», «δίνεις – παίρνεις», «τι θα χάσεις, τι θα κερδίσεις», «ο επαγγελματίας», «ο πελάτης», «η υπηρεσία», «πολιτική θεραπείας», «δεν εισπράττω αυτό που λες» κ.ά.
Παράλληλα, στο κοινωνικό/ ιδεολογικό επίπεδο, η ορολογία αυτή ολοκληρώθηκε με τη διεύρυνση του «πολιτικά ορθού» (political correct) λόγου, που εγκατέστησε «λέξεις – συρματοπλέγματα» για τις κοινωνικές ομάδες που υποτίθεται πως ήθελε να προστατεύει: έτσι ο ανάπηρος έγινε άτομο με ειδικές ανάγκες, κατόπιν άτομο με διαφορετικές ανάγκες, έπειτα άτομο με ειδικές δεξιότητες, για να σταθεροποιηθεί προς το παρόν στον όρο «άτομο με αναπηρίες». Αντίστοιχα, ο θεραπευόμενος έγινε υποστηριζόμενος ή επωφελούμενος των υπηρεσιών, για να καταλήξει «ο πελάτης».
(Ουσιαστικά, πρόκειται για μια εξωραϊσμένη, λανθάνουσα εκδήλωση ρατσισμού, λογοκρισίας και κοινωνικού αποκλεισμού, με όρους που ήταν αποδεκτοί από τα συστήματα εξουσίας και κυριαρχίας. Απενοχοποιώντας την κυριαρχική ελίτ για τον κοινωνικό/οικονομικό ή πολιτισμικό αποκλεισμό ομάδων που προκαλούν οι δομές της, η πολιτική ορθότητα υποβιβάζει τον διάλογο ή την αναζήτηση αιτιών για τα κοινωνικά προβλήματα σε μια απλή διόρθωση των «προβληματικών λέξεων». Οι κοινωνικά επιζήμιες πολιτικές ή αντιλήψεις δεν μπαίνουν σε διάλογο, εφόσον το «λεξιλόγιο» είναι το μόνο λάθος. Παράλληλα, η κυριαρχικές ελίτ, με τον τρόπο αυτόν, αμφισβητούν την ευφυΐα και την ικανότητα του ατόμου-πολίτη να κρίνει προκαταλήψεις ή ρατσιστικές συμπεριφορές, εάν εμφανίζονται, να μπορεί να τις αναγνωρίζει και παράλληλα να μην τις αποδέχεται. Ενώ, σε πολιτικό επίπεδο, ενισχύει τη χειραγώγηση και τη «διαμεσολάβηση» από τους ειδικούς, εφόσον είναι οι μόνοι που υποδεικνύουν το «ορθό», το «νόμιμο» και το «θεραπευτικό». Και, κλείνοντας την απαραίτητη αυτή παρένθεση, θα πρόσθετα κάτι ενδεικτικό που διάβασα πρόσφατα : «…ο Γούντυ Άλεν, όταν καγχάζει στις ταινίες του την εβραϊκή φυλή, δεν είναι ένοχος αντισημιτισμού, είναι ένοχος μόνο γιατί αναγκάζει το θεατή του να χρησιμοποιήσει το μυαλό του».
- M. Kανατσούλη: Ιδεολογικές διαστάσεις της Παιδικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Tυπωθήτω – Γ. Δαρδανός).
Η διεύρυνση και η κυριαρχία της μεγάλης εμπορευματικής παραγωγής και των μεταπρατικών σχέσεων υιοθετήθηκε και από οργανισμούς θεραπείας ή «αυτόνομους επαγγελματίες», δημιουργώντας ένα σύνολο από δομές, δίκτυα και υπηρεσίες, που προσομοιάζει με το γιγαντιαίο παραγωγικό σύστημα, βοηθώντας την αναπαραγωγή και την αποδοχή της δεδομένης κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και του πολιτισμικού μοντέλου που αυτή συνεπάγεται.
Η βασιλεία και η κυριαρχία του εμπορεύματος συνοδοιπορεί, και πολλές φορές ταυτίζεται, με την κυριαρχία του «θεραπευτικού προϊόντος – εμπορεύματος».
Επιπλέον, σε επίπεδο εξειδικευμένων επαγγελματιών, η κυρίαρχη πραγματικότητα είναι συνυφασμένη με την έμμονη ιδέα της καριέρας, του κοινωνικού status και του αγώνα για την εξουσία.
Υπό τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, η τεχνοκρατική γνώση και εξειδίκευση (όχι εκ προοιμίου αρνητικές) μετατρέπονται σε «τεχνοκρατισμό», ένα κλειστό δηλαδή σύστημα, που οι τρόποι παρέμβασής του στην κοινωνία μεταβάλλονται σε αυτοσκοπό και αποκτούν ένα ρόλο μηχανισμού, χειραγώγησης και ιδεολογικής καταστολής.
Ο θεραπευτικός «τεχνοκρατισμός» αναλαμβάνει να «τρέξει» προγράμματα, να διευθύνει οργανισμούς, να διαχειριστεί μια «πολιτική οικονομία θεραπείας», να συμμετάσχει σε εθνικά ή υπερ-εθνικά σχέδια δράσης, να παρέμβει διαρθρωτικά στην κοινωνία, παίρνοντας την έγκριση και τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης, κατά παρόμοιο τρόπο που το κράτος αναπαράγει το μοντέλο πολιτικής και κοινωνικής κυριαρχίας του, μέσω της Εκπαίδευσης ή άλλων ιδεολογικών του μηχανισμών.
Οι ιδιωτικές και οι κρατικές δομές Ψυχικής Υγείας ή οι Οργανισμοί θεραπείας εξελίσσονται υιοθετώντας δυο ακραίες τάσεις: είτε υπάρχει μια ιεραρχική-τεχνοκρατική διαχείριση προερχόμενη από την κληρονομιά της παραγωγής και της οικονομίας, είτε μια οικογενειακού τύπου ( μητριαρχική ή πατριαρχική ) μεσσιανική διοίκηση.
Η εξουσιαστική κυριαρχία που διαφαίνεται καθορίζεται από τη διαχείριση ενός κοινωνικού προβλήματος ή μιας συλλογικότητας (επαγγελματίες-θεραπευόμενοι-οικογένειες κ.ά.), με σκοπό την ενίσχυση των ιδεολογικών μέσων ελέγχου της κοινωνίας.
Όσο, μάλιστα, το πρόβλημα σχετίζεται με ευαίσθητα θέματα: χρήση ουσιών, πορνεία-trafficking, εφηβική παραβατικότητα, κ.λπ., τόσο ενισχύονται οι παραπάνω μηχανισμοί ως άλλοθι της εξουσίας αλλά και ως απενοχοποίησή της. Ο κοινωνικός έλεγχος, η κοινωνική συμμετοχή ή η αμφισβήτηση του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου περιορίζεται ή αναβάλλεται για χάρη της θεραπείας και των αποτελεσμάτων.
Βάσει του μοντέλου αυτού, τόσο οι μεμονωμένες φωνές ή οι οργανωμένες θέσεις αμφισβήτησης του υπάρχοντος πολιτισμικού προτύπου όσο και η προώθηση λύσεων που σχετίζονται με την επαναδιαπραγμάτευση ενός συμβολαίου, που προτάσσει κοινοτικές-αποκεντρωτικές προσπάθειες διαχείρισης των ατομικών κρίσεων, θεωρούνται ουτοπία ή παράνοια.
Η ανατροπή του προτύπου: τοπική κοινότητα-εθελοντές-κοινωνία, αξιοποιήσιμο υλικό πρόληψης ή θεραπείας στα χέρια των κάθε είδους «θεραπευτών-ειδικών», σε ένα σχήμα που ορίζει την επιθυμητή εξειδικευμένη γνώση και τους φορείς της (ψυχιάτρους – ψυχολόγους – κοινωνικούς θεραπευτές, κ.α) στην «υπηρεσία» των τοπικών κοινωνιών, σχετικά με τις ατομικές ανάγκες των μελών τους, είναι μια πρόταση που προϋποθέτει αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού.
Θεμελιώνεται στη βάση μιας αυτοδιαχειριστικής λογικής, που θέτει τους εξειδικευμένους επαγγελματίες στην υπηρεσία της κοινότητας, μέσω δεσμεύσεων, ρόλων και μηχανισμών που διευρύνουν την κοινωνική συμμετοχή και τη «θεραπευτική αυτοδιαχείριση» των τοπικών κοινωνιών. Ο «εθελοντικός κοινωνικός μισθός», οι «ομάδες ειδικών» που παρεμβαίνουν θεραπευτικά εκεί που απαιτείται και έπειτα αυτοδιαλύονται ή ανανεώνεται η σύνθεσή τους, η αναίρεση, από την τοπική κοινότητα, ενός θεραπευτή, όταν δεν ανταποκρίνεται στον ρόλο του ή στη δεοντολογία, είναι παραδείγματα που αντανακλούν την πρόκληση ενός εναλλακτικού τρόπου κοινωνικού «σχετίζεσθαι».
Μια πρόκληση, που συνίσταται σε μια ριζική αναθεώρηση των σχέσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα συστήματα και ομάδες και η οποία μπορεί να επαναφέρει με ένα εναλλακτικό τρόπο την ουσιώδη «θεραπευτική αυτοθέσμιση» των κοινωνιών.
Η εναλλακτική ανάπτυξη ενός νέου τύπου σύνθεσης των πλαισίων υποστήριξης διαπνέεται από δραστηριότητες και σχέσεις που διευρύνουν την αυτονομία του ανθρώπου και των κοινωνιών.
Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση των όρων της θεραπείας δεν συμβιβάζεται με τη διατήρηση προνομίων, εξουσίας και δύναμης, μιας διαμεσολαβητικής κοινωνικής βαθμίδας (θεραπευτές) και είναι κατά βάση αντι-κρατική και αντι-εξουσιαστική – μιλώντας με όρους πολιτικής. Γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν προκαλεί εντύπωση πως οι πολέμιοι των αλλαγών αυτών προέρχονται τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά.
Η εναλλακτική προοπτική της παραγωγής και του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου ζωής εστιάζεται στην αποκέντρωση, στους συνεταιρισμούς (κοοπερατίβες), στα ποιοτικά κίνητρα της παραγωγής, στις οριζόντιες και συμμετοχικές σχέσεις, στην αυτοδιοίκηση, στην εξοικονόμηση του ελεύθερου χρόνου, στην εναλλαγή των καθηκόντων, στον συνδυασμό άμεσων και έμμεσων μορφών δημοκρατίας, στην κοινωνική και πολιτική αυτονομία των ανθρώπων και των ομάδων και, εντέλει, στην κοινωνική αλληλεγγύη.
Ο επαναπροσδιορισμός του πλαισίου της «θεραπείας» δεν μπορεί παρά να συμβαδίσει με τα παραπάνω οράματα. Με τη δημιουργία πλαισίων συλλογικής λύσης των προβλημάτων και με την ενσωμάτωση των υπαρχουσών δομών σε ένα δίκτυο σχέσεων κοινοτικής αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης και αμοιβαίας υποστήριξης.
Παράλληλα, ο εκδημοκρατισμός και η εναλλαγή καθηκόντων ανάμεσα στους «επιστημονικούς υπεύθυνους» Οργανισμών μπορεί να αποτελέσει μηχανισμό ρήξης με την ιδεολογία προνομίων που δημιουργείται.
Επιπλέον, η πυραμίδα των «ιδιωτών μεγαλοθεραπευτών» –που κατέχουν μοναδικές τεχνικές και είναι ικανοί για θαύματα– μπορεί να μετατραπεί σε μια λειτουργική βαθμίδα υποστήριξης, όταν υπάρχουν συνεκτικές κοινωνικές δομές και όταν ενισχύεται ο συλλογική προστασία των συνθηκών ζωής, στις συνοικίες, στις τοπικές κοινότητες, στους δήμους, στους χώρους εργασίας, μέσω ενός μοντέλου διαβίωσης σύμφωνου με τα ανθρώπινα μέτρα.
Σαν επίλογο στα παραπάνω, θα προσθέσω πως δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει μια απόλυτα «τέλεια και υγιής» κοινωνία. Σίγουρα όμως μπορεί να υπάρξουν οι συνθήκες εκείνες που μπορούν να μετασχηματίσουν τις αντιφάσεις, την πάλη ή τον ανταγωνισμό των σύγχρονων κοινωνιών σε παιγνίδι, συναγωνισμό, δημιουργικότητα, φαντασία και αλληλοβοήθεια. Τότε η «κοινωνία-θεραπευτής» θα μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από συνθήκες συλλογικότητας και αυτοϋποστήριξης.