του Θ. Στοφορόπουλου, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος είναι αποτέλεσμα του σύνθετου εγκλήματος πραξικοπήματος-εισβολής, το καλοκαίρι του 1974. Αποτελεί, όμως, επίσης, συνέπεια όσων επακολούθησαν.
2 Οκτωβρίου του 1974. Ο Μακάριος βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και μιλάει στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Ενώπιον των αντιπροσώπων όλων των κρατών του κόσμου, κατά τον επισημότερο δυνατό τρόπο, τονίζει τα εξής:
«[1] Ωρισμέναι προϋποθέσεις, εν τούτοις, είναι ουσιώδεις και πρέπει να εκπληρωθούν πριν αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν ελεύθεραι διαπραγματεύσεις δια μίαν λογικήν λύσιν του προβλήματος, εφόσον κυπριακόν έδαφος εξακολουθεί να ευρίσκεται υπό ξένην στρατιωτικήν κατοχήν και το 1/3 του πληθυσμού είναι ακόμη πρόσφυγες, εκδιωχθέντες βιαίως από τας εστίας και την γην των.
(…) [2] Ουδέν επιχείρημα δύναται να δικαιολογήση την απαίτησιν της Τουρκίας δια γεωγραφικήν ομοσπονδίαν, η οποία ουχί μόνον θα ήτο απάνθρωπος, αλλά, ωσαύτως, θα επέφερεν αλλαγήν του χαρακτήρος του Κύπρου. Αλλά ποία θα πρέπη να είναι η απάντησις, εάν η Τουρκία επιμείνη επί γεωγραφικής ομοσπονδίας και, δια της στρατιωτικής της υπεροχής, επιχείρηση να επιβάλη ταύτην δια της βίας; Μερικοί, οι οποίοι εμφανίζονται ως ρεαλισταί, δυνατόν να συμβουλεύσουν ότι πρέπει να διαπραγματευθώμεν επί τη βάσει γεωγραφικής ομοσπονδίας, υποδεικνύοντας ότι, εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν, η Τουρκία δυνατόν να επίδειξη κάποιαν ελαστικότητα ως προς το μέγεθος της περιοχής, η οποία θα ευρίσκεται υπό τουρκικόν έλεγχον. Αναφέρεται ότι η κατεχόμενη περιοχή του 40% θα ηδύνατο να μειωθή εις ολιγώτερον του 30%. Δεν νομίζω ότι πρέπει να εκφράσω ευγνωμοσύνην δια την τοιαύτην γενναιοδωρίαν εκ μέρους της Τουρκίας. Υπό οιασδήποτε περιστάσεις, δεν θα διαπραγματευθώμεν προς νομιμοποίησιν των παραβιάσεων των βασικοτέρων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Όμως, σύμφωνα με πληροφορία που κυκλοφόρησε τότε στη Νέα Υόρκη, ο Κίσσινγκερ απείλησε τον Μακάριο ότι, αν δεν δεχόταν «διακοινοτικές» χωρίς να φύγουν οι εισβολείς και να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους, δεν μπορούσε να του εγγυηθεί πως δεν θα συνεχιζόταν η τουρκική προέλαση. Τον απείλησε, δηλαδή, με τρίτο Αττίλα. Τελών υπό την ψυχολογική πίεση των τότε συνθηκών, ο Μακάριος κάμφθηκε και δέχθηκε –χωρίς καμία αντίρρηση από την κυβέρνηση της Ελλάδας– να διεξαχθούν «διαπραγματεύσεις», με την Κύπρο να έχει στον κρόταφο το πιστόλι της στρατιωτικής κατοχής και της προσφυγιάς.
Καίτοι έγινε γρήγορα φανερό πως η απειλή Κίσσινγκερ ήταν μπλόφα, οι υποχωρήσεις συνεχίσθηκαν. Πιεζόμενος και από τον Καραμανλή, ο Μακάριος αποδέχθηκε και το τουρκικό αίτημα να συζητηθεί η δημιουργία, στην Κύπρο, γεωγραφικής ομοσπονδίας (την οποίαν είχε, τόσο σωστά, περιγράψει στον ΟΗΕ ως απάνθρωπο σύστημα που θα επέφερε αλλαγή του χαρακτήρος της μεγαλονήσου). Ακολούθησε, το 1977, η «συμφωνία υψηλού επιπέδου» Μακαρίου-Ντενκτάς, που ομιλεί περί «δικοινοτικής ομοσπονδίας» και περί εδάφους υπό τη διοίκηση της κάθε μιας κοινότητας. Περιέχει δε, η συμφωνία εκείνη, και την εξής διάταξη:
«Θέματα αρχής όπως η ελευθερία κινήσεως, η ελευθερία εγκαταστάσεως, η ελευθερία ιδιοκτησίας και άλλα συγκεκριμένα ζητήματα είναι ανοικτά προς συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση για ένα δικοινοτικό ομοσπονδιακό σύστημα και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν για την Τουρκική Κυπριακή κοινότητα».
Έτσι, πάντοτε με τη σύμφωνο γνώμη της Αθήνας, άνοιξε η πόρτα για τη «νομιμοποίηση των παραβιάσεων των βασικοτέρων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», την οποία είχε αποκλείσει ο Μακάριος στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, καταδικάζοντας τότε, ορθότατα, έναν ορισμένο δήθεν ρεαλισμό.
Με τις «διακοινοτικές» συνομιλίες, που ακολούθησαν όλα τα επόμενα χρόνια, κατέστη όλο και σαφέστερος ο «διζωνικός» χαρακτήρας της συζητούμενης «ομοσπονδίας». Και τονίσθηκε, όλο και περισσότερο, η «πολιτική ισότητα» των δύο κοινοτήτων.
Παράλληλα, ούτε κουβέντα δεν έγινε για απαλλαγή του κυπριακού λαού, στο σύνολό του, από τις δουλείες που του έχει επιβάλει ο ιμπεριαλισμός: βάσεις (έξω από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέσα σε αυτό), «εγγυήσεις» (δηλαδή παρεμβατικά δικαιώματα), ΤΟΥΡΔΥΚ (με την ΕΛΔΥΚ ως δικαιολογία της).
Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, η αποφυγή δίκης, για το πραξικόπημα του 1974, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, τον τόπο του εγκλήματος.
Το ΠΑΣΟΚ, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, είχε σωστές θέσεις για το Κυπριακό, όπως και για άλλα μείζονα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Αφού όμως ήρθε στην εξουσία, άλλαξε σταδιακά τη γραμμή του, προσεγγίζοντας, και στο τέλος ακολουθώντας πλήρως, εκείνη της Νέας Δημοκρατίας. Η αρχή έγινε με την άρση (μετά, είναι αλήθεια, αρκετό διάστημα) των αντιρρήσεων για συνέχιση των «διακοινοτικών» συνομιλιών, με το επιχείρημα ότι τις ήθελε η κυπριακή κυβέρνηση: όλο αυτό τον καιρό, από την εισβολή μέχρι σήμερα, Αθήνα και Λευκωσία προσπαθούν να κρυφτούν η μια πίσω από την άλλη, για να καλύψουν την ενδοτικότητά τους.
Ως πρόσθετο άλλοθι, χρησιμοποιείται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Και αυτό παρά το ότι, όπως είπαμε, οι δύο κυβερνήσεις εγκατέλειψαν, ευθύς εξ αρχής, τους κύριους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η επίκληση των οποίων αποτελεί βασικό όπλο όσων προσφεύγουν στον ΟΗΕ. Και παρά το ότι γνωρίζουν άριστα την αρνητική σημασία των δικαιωμάτων αρνησικυρίας ΗΠΑ και Βρετανίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας και την αρνητική επιρροή που οι δύο αυτές δυνάμεις, μαζί με την Τουρκία, ασκούν στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα στον Γενικό Γραμματέα, μέσω του οποίου παρουσιάσθηκαν τα αλλεπάλληλα διαβόητα «σχέδια λύσης», πάνω στα οποία οι Έλληνες Κύπριοι εκλήθησαν να «διαπραγματευθούν με τους Τουρκοκυπρίους» (να δεχθούν, στην πραγματικότητα, τις απαιτήσεις της Άγκυρας και των προστατών της).
Μια κάποια προσπάθεια παρέκκλισης από την καταστρεπτική πορεία έγινε τον Απρίλιο του 1986. Για ν’ αποφύγουν ακόμα ένα απαράδεκτο «σχέδιο λύσης» του Γενικού Γραμματέα, όλες οι ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις, μαζί και η ελλαδική κυβέρνηση, ζήτησαν «πρόταξη των μειζόνων». Πρότειναν, συγκεκριμένα, «συνάντηση υψηλού επιπέδου» ή διεθνή διάσκεψη, με θέματα τις εγγυήσεις, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και τις ελευθερίες διακίνησης, εγκατάστασης και περιουσίας.
Και πάλι όμως δεν προβλήθηκε απαίτηση για την άμεση εφαρμογή, χωρίς παζάρια και ανταλλάγματα, των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου που απαγορεύουν τη χρήση παράνομης βίας και τον εποικισμό, ούτε για την άμεση και άνευ όρων αποκατάσταση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ούτε για την κατάργηση των δουλειών που προβλέπουν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου. Μόνο μια τέτοια κίνηση θα ήταν πραγματικά διορθωτική: δεν θα έλυνε το Κυπριακό, αλλά θα το έβαζε στο σωστό δρόμο.
Άλλα, όμως, συμφέροντα κυριαρχούσαν (και κυριαρχούν). Είναι αυτά που προκάλεσαν την εγκατάλειψη και αυτής ακόμα της (ανεπαρκέστατης) «πρόταξης των μειζόνων».
Η κατρακύλα συνεχίσθηκε και οδήγησε στο Νταβός (τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου 1988). Τη συνάντηση εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τούρκο ομόλογο του προετοίμασαν Αμερικανοί απεσταλμένοι, Έλληνες και Τούρκοι μεγαλοεπιχειρηματίες, καθώς και στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική ανάλυση των τελευταίων περιοριζόταν στην εκτίμηση ότι, επειδή ο ελληνικός λαός θέλει ειρήνη, μια στροφή της πολιτικής έναντι της Τουρκίας θα έφερνε κομματικά οφέλη. Και πράγματι, υπήρξε στροφή, 180°, στο Νταβός, αφού εκεί εγκαταλείφθηκαν δύο βασικά δόγματα της εξωτερικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Πρώτον, ότι δεν θα συνομιλούσαμε με την Τουρκία, μια και οι «διαφορές» που προβάλλει δεν είναι τίποτε άλλο από μονομερείς, αυθαίρετες, επεκτατικές διεκδικήσεις εις βάρος της πατρίδας μας. Δεύτερον, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα συνομιλούσαμε με την Τουρκία αν δεν έφευγε από την Κύπρο και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης.
Ούτε, βέβαια, ακυρώθηκε εκείνη η μεταστροφή πολιτικής με το mea culpa του Ανδρέα Παπανδρέου: το είπε στη Βουλή, όταν προκλήθηκε από τον τότε βουλευτή Διονύση Μπουλούκο, εννοώντας, μόνο, πως αποτελούσε lapsus linguae η δήλωσή του ότι, στο Νταβός, «το Κυπριακό είχε μπει στο ράφι».
Ήταν τόσο ολέθρια εξέλιξη το Νταβός, που προκάλεσε την παραίτηση, χωρίς προσυνεννόηση, τριών Πρέσβεων. Του μακαρίτη Δημήτρη Σέρμπου, κατ’ εξοχήν υπηρεσιακώς αρμοδίου, αφού ήταν τότε, και μάλιστα για δεύτερη φορά, Διευθυντής Ελληνοτουρκικών Σχέσεων και Κυπριακού στο Υπουργείο Εξωτερικών. Του Μιχάλη Δούντα, που έχει προσφέρει τα μέγιστα στην υπόθεση της Κύπρου και έχει συμβάλει όσο κανείς άλλος στην προσπάθεια να τοποθετηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική στη σωστή βάση, εκείνη της εθνικής ισχύος. Παραιτήθηκα επίσης εγώ, τότε Πρέσβης της Ελλάδας στη Λευκωσία.
(Καθώς τα γράφω αυτά, μαθαίνω τον θάνατο του Μιχάλη Δούντα. Έφυγε και ο Μιχάλης, μετά τον Αλέκο Ξύδη, τον Ανδρέα Μπίστη, τον Βαγγέλη Οικονομίδη, τον Δημήτρη Ματαφιά. Διαφορετικοί άνθρωποι, με ένα κοινό γνώρισμα: την αγάπη για την Κύπρο).
Το Νταβός Παπανδρέου-Κάρολου Παπούλια θα έχει ως συνέχεια το Νταβός Μητσοτάκη-Αντώνη Σαμαρά.
Στο άλλοθι του ΟΗΕ θα προστεθεί εκείνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά το ότι η απόφασή της να συμπεριλάβει την Κύπρο θα συνοδευτεί από την παρασκηνιακή αποδοχή, εκ μέρους της Λευκωσίας και της Αθήνας, των βασικών παραμέτρων αυτού που θα εμφανιστεί αργότερα ως Σχέδιο Ανάν. Και παρά το ότι οι δύο πρωτεύουσες θα παράσχουν τη συγκατάθεσή τους για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας χωρίς να ζητήσουν προηγούμενη άρση της κατοχής και του ψευδοκράτους, του εποικισμού και της μαζικής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ούτε τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. (Οι παραλείψεις οφείλοντο όχι σε λόγους τακτικής, για να ζητηθούν αυτά κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά, όπως φαίνεται πλέον καθαρά, σε οριστικές παραχωρήσεις). Χρησιμοποιείται δε η Ε.Ε. ως άλλοθι, καίτοι όλοι γνωρίζουν πως η πραγματική της φύση δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τη συμπεριφορά της.
Κατόπιν των ανωτέρω, δεν είναι περίεργα όσα συνέβησαν με το Σχέδιο Ανάν. Η αποδοχή του, εδώ και στη Λευκωσία, ως βάσης διαπραγμάτευσης. Οι δηλώσεις των κοινοτικών εκπροσώπων. Η εξουσιοδότηση εν λευκώ προς τον Γενικό Γραμματέα, στη Νέα Υόρκη.
Το ιστορικό διάγγελμα του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και η ψήφος του κυπριακού λαού απέτρεψαν την καταστροφή.
Μόνο όμως προσωρινά.
Διότι η Κύπρος εξακολουθεί να βρίσκεται μεταξύ της Σκύλλας κάποιας παραλλαγής του Σχεδίου Ανάν (κάθε τέτοια παραλλαγή δεν μπορεί παρά να είναι ολέθρια) και της Χάρυβδης της διχοτόμησης.
Και για μεν το μοντέλο Ανάν αρκετά έχουν λεχθεί και πάντως οι Κύπριοι απεφάνθησαν. Αυτό που ίσως δεν έχει αρκετά τονισθεί είναι το απαράδεκτο της διχοτόμησης. Ακόμα και αν αυτή θεωρηθεί μη χείρον σε σύγκριση με τη «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία». Διότι διχοτόμηση σημαίνει:
(α) μονιμοποίηση και νομιμοποίηση της κατοχής, της εθνοκάθαρσης, του εποικισμού και του εκτουρκισμού των κατεχομένων,
(β) εγκατάλειψη του Κυπριακού Ελληνισμού στο έλεος της Τουρκίας –διότι, αν δείξουμε πως είμαστε τόσο υποχωρητικοί και αδύναμοι ώστε να ανεχθούμε διχοτόμηση, αποκλείεται η Τουρκία να δεχθεί τη δημιουργία πραγματικά ανεξάρτητου κράτους στον νότο της Κύπρου, δηλαδή κράτους με πλήρη δυνατότητα στρατιωτικής άμυνας και απηλλαγμένου από τουρκικές (και βρετανικές) δουλείες,
(γ) βαριά σκιά, που η νόμιμη πλέον Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου, και δι’ αυτής η Άγκυρα, θα ρίχνει πάνω στη νότια Κύπρο,
(δ) συνεχιζόμενη ελληνική εθνική ταπείνωση, αποδυνάμωση του εθνικού μας φρονήματος, μείωση του διεθνούς μας κύρους,
(ε) κάκιστο προηγούμενο για το Αιγαίο και τη Θράκη.
Ας μην ονειρεύονται δε ορισμένοι αρμονική όσμωση δύο κυπριακών κρατών μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία, περιλαμβάνουσα και την Τουρκία, θα αποτελούσε νέα εκδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τα κοινοτικά όργανα στη θέση του σουλτάνου και τους Έλληνες να κυριαρχούν οικονομικά και πνευματικά στην ευρύτερη περιοχή μας. Η φύση και η μέχρι τώρα διαγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν τέτοιες φαντασιώσεις.
Επί τριάντα ένα χρόνια, από το 1975 μέχρι σήμερα, υποβάλλεται, σε αντίθεση με την επίσημη ελληνική πολιτική, η πρόταση επανατοποθέτησης του Κυπριακού ως θέματος «παραβίασης των βασικότερων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», ακριβώς όπως ετόνιζε ο Μακάριος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τη 2α Οκτωβρίου του 1974.
Μια τέτοια επανατοποθέτηση θα μπορούσε να είχε γίνει δια μιας, με αξιοποίηση ευκαιριών, όπως όταν ανακηρύχθηκε το ψευδοκράτος ή όταν ο Ντενκτάς εγκατέλειπε, ουσιαστικά, τις συμφωνίες «υψηλού επιπέδου», ζητώντας λύση με δύο κράτη. Θα μπορούσε, ακόμα, η επανατοποθέτηση να βασισθεί στον εποικισμό (με τον οποίο τόσο λίγο ασχοληθήκαμε σοβαρά). Ή θα μπορούσε να είναι «μοτίβο» που θα «έμπαινε» σιγά-σιγά.
Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Η επίσημη απάντηση ήταν πως οι πιέσεις του «ξένου παράγοντα» και ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας δεν το επέτρεπαν.
Αλλά οι «πιέσεις» ήσαν, στην πραγματικότητα, μπλόφες, ακόμα –ει δυνατόν– περισσότερο από τις απειλές του Κίσσινγκερ το 1974.
Και ο συνεχώς επιδεινούμενος συσχετισμός δυνάμεων οφειλόταν σε δικές μας επιλογές. Σταδιακή αυτοαποδυνάμωση στον διπλωματικό τομέα, όχι μόνο στο Κυπριακό, αλλά και στο Αιγαίο και στη Θράκη. Όπως και στην άμυνα, στην παιδεία, σε άλλες συνιστώσες της κρίσης που μας μαστίζει και που περιλαμβάνει, βέβαια, τις οικονομικές ανισότητες, την ανεργία, την περιθωριοποίηση, την αλλοτρίωση.
Η επανατοποθέτηση του Κυπριακού προϋποθέτει βαθύτατες κοινωνικές μεταβολές, στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
σημειωση
- Έχει διατελέσει Πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο (1985-1988). Το παρόν κείμενο στηρίζεται στην εισήγησή του κατά την Εκδήλωση-Συζήτηση που οργάνωσε, στις 27 Νοεμβρίου 2006, η Ένωση Κυπρίων Ελλάδας, με θέμα: «Το Κυπριακό Πρόβλημα και η Ενταξιακή Πορεία της Τουρκίας». Κατά τη σύνταξη του κειμένου, ελήφθησαν υπόψη οι σημαντικές εισηγήσεις, κατά την ίδια εκδήλωση, του Καθηγητή, κ. Παναγιώτη Ηφαίστου, και του πολιτικού αναλυτή, κ. Περικλή Νεάρχου, καθώς και η ενδιαφέρουσα συζήτηση που ακολούθησε. Όλες οι απόψεις είναι του συντάκτη.