Από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Την τελευταία περίοδο στην Ελλάδα, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο διαρκώς σκοτεινιάζει: ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, παρά την πολιτική ήττα του, μοιάζει να θριαμβεύει μετά θάνατον, και να ηγεμονεύει στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και των ΜΜΕ, ενδυόμενος και νέα ψευδώνυμα, όπως εκείνο των «μεταρρυθμίσεων».
Στη «Νέα Δημοκρατία» κυριάρχησε πλέον η λογική του νεο-φιλελευθερισμού και των γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων, ενώ η υπουργοποίηση της Μπακογιάννη ενισχύει την «Αμερικανική» πτέρυγα της κυβέρνησης. τα φαινόμενα της διαφθοράς διογκώνονται και προφανώς είναι αδύνατον να εξαλειφθούν, διότι αποτελούν οργανικό στοιχείο των ελληνικών αρχουσών τάξεων και της γενικευμένης κλεπτοκρατίας.
Στο ΠΑΣΟΚ, ο αστεϊσμός του «σκληρού λαϊκιστή» Γιώργου, επιτείνει την καθολική αποσύνθεση ενός κόμματος και ενός χώρου που δεν διαθέτει τη δυνατότητα να προκαλέσει οποιαδήποτε ανατροπή και αναπόφευκτα θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία, επιμένοντας στην εκσυγχρονιστική του αγκύλωση.
Στο στρατόπεδο της «Αριστεράς», τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ο Συνασπισμός, ολοκληρώνει τη στροφή του προς τις θέσεις της «εναλλακτικής» (sic) παγκοσμιοποίησης και της συστηματικής απόρριψης του πατριωτισμού και της εθνικής ταυτότητας, ως του νέου σήματος-κατατεθέντος ενός κόμματος, του οποίου η αρχική συνιστώσα, το ΚΚΕεσωτ., τοποθετούσε κάποτε την ελληνική σημαία δίπλα στο σφυροδρέπανο. Το ΚΚΕ, εγκαταλείπει βήμα το βήμα τις πατριωτικές του ευαισθησίες, υποχωρώντας στην πίεση που ασκείται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ψευδοδιεθνισμού, που δηλητηριάζει το σύνολο της Αριστεράς.
Ακόμα και το υποτιθέμενο «εθνικιστικό» κόμμα, ο ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, «στρογγυλεύοντας» τις απόψεις του, με βάση τις θεατές και αθέατες διαπλοκές του, κινδυνεύει να απογοητεύσει ακόμα και τους ακραιφνείς οπαδούς του, και δεν μπορεί να κινητοποιηθεί ούτε καν ενάντια στη «διαφθορά», που αποτελεί προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής για όλα τα ακροδεξιά κόμματα.
Παράλληλα, στον χώρο των ΜΜΕ και του τύπου, ηλεκτρονικού και έντυπου, τα ήδη μικρά περιθώρια άσκησης μιας αυτόνομης κριτικής μοιάζουν να συρρικνώνονται. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί και οι εφημερίδες, ελέγχονται όλο και πιο ασφυκτικά από τα συμφέροντα, που πριμοδοτούν την ενίσχυση της παγκοσμιοποίησης, των ιδιωτικοποιήσεων, της υποταγής στις ΗΠΑ και τον νέο-οθωμανισμό, και της προσέγγισης με το Ισραήλ.
Χαρακτηριστική υπήρξε η κρίση που ξέσπασε στην εφημερίδα Καθημερινή, επ’ ευκαιρία του πολέμου στον Λίβανο, όταν ο ανοικτά και κραυγαλέα φιλοισραηλινός Καρκαγιάννης, χρίστηκε διευθυντής της εφημερίδας, ενώ εκπαραθυρώθηκε ο προηγούμενος διευθυντής και η εφημερίδα εμφανίζεται πλέον ευθυγραμμισμένη με το εκσυγχρονιστικό πολιτικώς ορθόν, που ακούει στο όνομα του νέου συνεργάτη του… Αλέξη Παπαχελά. Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσονται και οικονομικές αποφάσεις βαρύνουσας σημασίας και ειδικού βάρους, όπως η εμπλοκή της «Εθνικής Τράπεζας» στην Τουρκία.
Και όμως, εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια, με αφετηρία την απόρριψη του «Σχεδίου Ανάν», όλα μοιάζουν να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση: Το ειδικό βάρος των ΗΠΑ συρρικνώνεται διότι η επίθεση ενάντια στο Ιράκ απεδείχθη αυτοκτονική για τα ίδια τα αμερικανικά συμφέροντα. Οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε μια σύγκρουση χωρίς τέλος με το Ισλάμ, την ίδια στιγμή που η Λατινική Αμερική τείνει να αυτονομηθεί, η Κίνα συνεχίζει ανενόχλητη την ιλιγγιώδη οικονομική πορεία της και η Ρωσία ανακάμπτει ως ο «άρχων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου». Απέναντι σε αυτές τις ουσιαστικές και μακροπρόθεσμες προκλήσεις στην ηγεμονία της, η Αμερική βυθίζεται όλο και περισσότερο στο ισλαμικό ναρκοπέδιο. Πρόσφατα, ο κυριότερος σύμμαχός της στην περιοχή, και συχνά ιδεολογικός μέντοράς της στην αντιαραβική εκστρατεία, το Ισραήλ, ηττήθηκε από τους αντάρτες της Χεζμπολλά, δυσχεραίνοντας τη σχεδιαζόμενη επίθεση εναντίον του Ιράν.
Συνέπεια αυτής της λανθασμένης στρατηγικής των Αμερικανών –μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι– είναι ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων. Ένα από τα μεγαλύτερα μας αφορά άμεσα, και ακούει στο όνομα Τουρκία:
Την τελευταία δεκαετία η προοδευτική ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας,–που εκδηλώθηκε και με την άνοδο ισλαμικών κομμάτων στην εξουσία, αρχικώς του Ερμπακάν και εν συνεχεία του Ερντογάν– χρησιμοποιήθηκε από το τουρκικό κατεστημένο σε μια ισλαμο-κεμαλική κατεύθυνση, ώστε να επιτρέψει στην Τουρκία να ενσωματώσει επωφελώς στη στρατηγική της το κύμα της επανισλαμοποίησης, παράλληλα με την αυξανόμενη συμμετοχή της στους δυτικούς θεσμούς.
Στο Άρδην, είχαμε επισημάνει αυτή τη νέα στρατηγική, ήδη από το 19961. Και όντως φάνηκε να αποδίδει για ένα διάστημα: έτσι η Τουρκία συμμετέχει στον κύκλο των ισλαμικών χωρών –παράλληλα με το ΝΑΤΟ– και απολαμβάνει την υποστήριξή τους σε θέματα όπως το Κυπριακό. στο εσωτερικό, μέσω της ενίσχυσης της ισλαμικής ταυτότητας, επιχείρησε να αμβλύνει τις εθνικές αντιθέσεις και να αποδυναμώσει το κουρδικό εθνικό κίνημα. Τωόντι, το κόμμα του Ερντογάν, απέσπασε την πλειοψηφία των Κουρδικών ψήφων στις πρόσφατες εκλογές, ενώ οι Κούρδοι, γνώρισαν και αυτοί ένα κύμα ισλαμοποίησης.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική, που είχε προσπορίσει σημαντικά οφέλη στο τουρκικό κατεστημένο, εισήλθε σε κρίση μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και την εισβολή στο Ιράκ. Η μετωπική σύγκρουση μεταξύ Ισλάμ και Δύσεως, και η δημιουργία του κουρδικού ομόσπονδου κράτους στο Ιράκ, τίναξαν στον αέρα την ισλαμο-κεμαλική στρατηγική.
Ένα κύμα αντιαμερικανισμού διαπερνάει την τουρκική κοινή γνώμη, την ίδια στιγμή που το Κουρδικό κίνημα επανεμφανίζεται και η Δυτική Ευρώπη δείχνει μάλλον απρόθυμη να συνεχίσει τις διαδικασίες ένταξης της ισλαμοποιημένης Τουρκίας στην Ε.Ε. Κατά συνέπεια η στρατηγική του «ισλαμο-κεμαλισμού», που κοιτάζει τόσο προς την Ευρώπη, όσο και προς το Ισλάμ, ενώ περιστέλλει το κουρδικό κίνημα στο εσωτερικό, καθίσταται όλο και περισσότερο προβληματική. Γι’ αυτό οξύνονται οι αντιθέσεις μεταξύ της κυβέρνησης Ερντογάν και του στρατού, ενώ δυναμώνουν οι «γκρίζοι λύκοι». Εν κατακλείδι, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η Τουρκία αντιμετωπίζει άλυτες αντιθέσεις, ενώ γίνεται πιο προβληματική η σχέση της με τη Δύση.
Τέλος, η επανεμφάνιση της Ρωσίας στο γεω-στρατηγικό προσκήνιο ενισχύει τις ελληνικές θέσεις, όπως φάνηκε και με το σχέδιο Ανάν. Με την αγορά της Ιντρακόμ από ρωσική εταιρεία και με τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, αυτή η επανεμφάνιση προσλαμβάνει πρωτόγνωρες για τις ελληνορωσικές σχέσεις διαστάσεις.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις για πρώτη φορά κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Και όπως θα γνωρίζουν οι αναγνώστες, τουλάχιστον αυτού του περιοδικού, ποτέ στο παρελθόν δεν χαϊδεύαμε τα αυτιά των αναγνωστών, ανακαλύπτοντας διαρκώς ψευδή τονωτικά, του τύπου «θα μας δείρουν, θα μας δείρουν, θα κρυολογήσουν θα πάθουν πνευμονία και θα πεθάνουν», όπως έκαναν πολλοί άλλοι. Τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι τις αρχές της παρούσης δεκαετίας, οι εξελίξεις ήταν συστηματικά, και για πάρα πολλά χρόνια, αρνητικές και εμείς το υπογραμμίζαμε. Σήμερα, για πρώτη φορά, διακρίνεται μια πραγματική αναστροφή.
Και όμως, στις ελίτ, παρατηρείται η ακριβώς αντίστροφη κίνηση, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ευνοϊκές αυτές εξελίξεις. Μπορούμε άραγε να τις θεωρήσουμε μία απλή καθυστέρηση προσαρμογής στις νέες συνθήκες; Υπάρχει, βέβαια, και μία τέτοια παράμετρος. Ωστόσο δεν είναι ούτε η μοναδική ούτε η κύρια, αλλά πρόκειται γενικότερα, για μια ένδειξη σκλήρυνσης των συμφερόντων και της ξένης προστασίας:
Μπροστά στη γενικευμένη κρίση της παγκοσμιοποίησης, μπροστά στην διαφαινόμενη απώλεια των ερεισμάτων μιας στρατηγικής, που γνώρισε την περίοδο της ανεμπόδιστης άνθησής της την εποχή Σημίτη, οι διαπλεκόμενοι, οι φορείς ποικίλων συμφερόντων αντιδρούν. Παρότι δίνουν μάχες οπισθοχωρώντας, οχυρώνονται στις θέσεις που κατέχουν, και προσπαθούν απελπισμένα να διαιωνίσουν την κυριαρχία μιας στρατηγικής που έχει ήδη εισέλθει σε κρίση.
Δεν έχουμε πλέον να αντιμετωπίσουμε τον επελαύνοντα «εκσυγχρονισμό» της δεκαετίας του ’90, που μπορούσε να επιτρέπει και κάποιες δικλείδες εκτόνωσης της αγανάκτησης, μπροστά σε Ίμια, Οτσαλάν, Γιουγκοσλαβία. Σήμερα ο εκσυγχρονισμός έχει κυριαρχήσει μεν αλλά είναι ήδη αμυνόμενος, προσπαθεί να προλάβει, να καταλάβει ιδεολογικές, πολιτικές, επικοινωνιακές και οικονομικές θέσεις, για να διαιωνίσει μια κυριαρχία που αρχίζει ήδη να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Γι’ αυτό και είναι ακόμα πιο αυταρχικός, φασιστικός, αποκλείει και περιθωριοποιεί, όσο διαθέτει ακόμα αυτή τη δυνατότητα. Οι «διανοούμενοι» κεκράκτες του γίνονται λυσσαλέοι, αποκλείουν από τον δημόσιο διάλογο, από τον ακαδημαϊκό χώρο, από τα ΜΜΕ, κάθε αντίθετη φωνή.
Ακόμα και στους χώρους της Άκρας Αριστεράς πληθαίνουν τα φαινόμενα των τραμπουκισμών και της χρήσης βίας, ενάντια σε όσους αρνούνται να κάψουν τις σημαίες της πατρίδας τους. Διότι ο «εκσυγχρονισμός» είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, από τη νέο-φιλελεύθερη και νέο-συντηρητική Δεξιά, μέχρι τον αναρχικό χώρο, με τα ίδια συνθήματα – καταγγελία του «εθνικισμού», του «αντισημιτισμού», των «ελληναράδων», του «Χριστόδουλου», του Τάσσου Παπαδόπουλου, και υπεράσπιση των ίδιων αξιών, της αποεθνικοποίησης, του κοσμοπολιτισμού, του εξαμερικανισμού, της εξαφάνισης κάθε είδους ταυτότητας, της «Αυτοκρατορίας», όπως θα έλεγε και ο Νέγκρι.
Αυτή η λυσσαλέα απόπειρα αντεπίθεσης του οπισθοδρομούντος «εκσυγχρονισμού», διευρύνει το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις επιταγές των πρεσβειών, ανάμεσα στο λαϊκό σώμα και τις ελίτ. Και επειδή σε μια παρασιτική χώρα δεν υπάρχουν συνεκτικές κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να διαμορφώσουν πλειοψηφικά μια εναλλακτική πρόταση, γι’ αυτό και αυτό το κενό κινδυνεύει να οδηγήσει σε γενικευμένα φαινόμενα ανομίας, με την προσφυγή σε αρχαιολατρείες και εξωγήϊνους, ή την ανάδειξη, ίσως αύριο, κάποιου ικανότερου Καρατζαφέρη, ή την μεταβολή ενός τοπικού ανθυπο-αρχηγίσκου, τύπου Ψωμιάδη σε Θεσσαλονικάρχη.
Ωστόσο η «προδοσία» των ελίτ, σε συνθήκες που ο άνεμος πνέει ενάντια στις επιλογές της, δεν μπορεί να αποκλείει, εσαεί, και την παράλληλη ανάπτυξη ενός, μικρού έστω, υγιούς αντιπαγκοσμιοποιητικού πατριωτικού ρεύματος, που θα θέλει και θα επιχειρεί να εκφράσει τις αποκλεισμένες και ασφυκτιούσες δυνάμεις της κοινωνίας μας.
Μένει να βρούμε, να δημιουργήσουμε, τα όπλα και τους μηχανισμούς για την ενίσχυση του, αντλώντας κουράγιο όχι πλέον μόνο από τις μέσα μας δυνάμεις και την ιστορία μας, αλλά και από έναν κόσμο που αρχίζει και πάλι να αλλάζει σε θετική κατεύθυνση.
Σημειώσεις
- Βλέπε το τεύχος 4 του Σεπτεμβρίου –Οκτωβρίου του 1996, Αφιέρωμα: «Τουρκία, από τον κεμαλικό κρατισμό στον νέο-οθωμανικό επεκτατισμό», όπως και το βιβλίο των Εναλλακτικών εκδόσεων, Τουρκία: Ισλάμ και κρίση του κεμαλισμού.