του Θ. Καλόμαλου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Κάποιοι σοβαροί άνθρωποι αποφάσισαν ν’ ασχοληθούν κάπως σοβαρότερα με την αναθεώρηση του Συντάγματος, και δη μετά το φιάσκο της προηγούμενης αναθεώρησης. Έτσι η εφημερίδα Καθημερινή αποφάσισε ν’ ανοίξει σχετική συζήτηση και γι’ αυτό απευθύνθηκε στους κατά τη γνώμη της αρμοδιότερους, δηλαδή σ’ εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου. Φιλοξένησε λοιπόν μία σειρά άρθρων του κ. Στέφανου Μάνου, κι ένα άρθρο του πρώην Προέδρου του Συνασπισμού, κ. Νίκου Κωνσταντόπουλου.
Κι αμέσως γίνεται ολοφάνερη η αποτυχία της επιλογής. Ο κ. Μάνος, αφού στο άρθρο του της 18 Μαΐου υπεραμύνεται της έννοιας «ανταγωνιστικότητα» για την οποία μας πληροφορεί ότι «στο Ευρωσύνταγμα γίνονται 37 αναφορές» ενώ «στο δικό μας Σύνταγμα αντιθέτως η έννοια ανταγωνισμός δεν υπάρχει καθόλου», στο τελευταίο του άρθρο της 28 Μαΐου καταγγέλλει «τα κόμματα (που) διαθέτουν δημοκρατική οργάνωση μόνο στα χαρτιά, (επειδή) ο ‘αρχηγός’ διορίζει τους υποψηφίους της αρεσκείας του χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανένα». Δεν μας λέει τίποτε γιατί οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί απέρριψαν αυτό το Ευρωσύνταγμα. Μήπως επειδή θέλει να κατοχυρώσει συνταγματικά την ανταγωνιστικότητα; Επιπλέον, ως λύση στην παγκοίνως γνωστή πρωθυπουργική αυθαιρεσία, προτείνει σύστημα μονοεδρικής περιφέρειας, επικαλούμενος συχνές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Tony Blair. Και καταλήγει ότι: «η καθιέρωση εκλογικού συστήματος παρόμοιου με το γερμανικό σε συνδυασμό με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (πως άραγε;) δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων, θα ήταν… αντίβαρο στην παντοδυναμία του πρωθυπουργού».
Ο κ. Κωνσταντόπουλος αφ’ ετέρου αναζητά «ευθύνη για την αποτυχία (της αναθεώρησης του 2001), υπευθυνότητα προς αποφυγήν νέας συνταγματολογικής φλυαρίας, ανάγκη απάντησης στο γιατί προέκυψε αυτή η αποτυχία», για να καταλήξει με την προσφιλή στον Συνασπισμό καταδίκη του δικομματισμού.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου είναι τελείως ακατάλληλοι ν’ αντιληφθούν το πολιτικό πρόβλημα του Συντάγματος. Γιατί το πρόβλημα δεν έγκειται στον δικομματισμό, αλλ’ απλούστατα στον κομματισμό. Εξηγούμαι:
Στην Καθημερινή της 10-12-2003, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο με τον τίτλο «Απαξία για τους πολιτικούς – Εμπιστοσύνη στη Βουλή» και με τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Ελληνικό παράδοξο στην έρευνα της Γιουροστάτ». Αλλά ενώ το άρθρο ισχυρίζεται ότι βρίσκει ένα «ελληνικό παράδοξο», επειδή οι Έλληνες απορρίπτουν τα κόμματα ενώ πολύ λιγότερο τη Βουλή, εν τούτοις, όταν μας μεταδίδει τα νούμερα που βρήκε η Γιουροστάτ, είναι αναγκασμένο να δεχθεί το πασιφανές: ότι το δήθεν «παράδοξο» είναι πανευρωπαϊκό με παρόμοιες διαφορές στην απαξίωση των κομμάτων αφ’ ενός, της Βουλής αφ’ ετέρου. Απόρριψη των κομμάτων: Γαλλία 82%, Γερμανία 80%, Βρετανία 79%, Ελλάδα 77% ενώ για τη Βουλή: Γαλλία 55%, Γερμανία 56%, Ελλάδα 43% με ανάλογες διαφορές και στα κράτη που δείχνονται πιο ανεκτικά στο θεσμό των κομμάτων: στη Δανία η απόρριψη των κομμάτων προσεγγίζει το 48% και της Βουλής το 24%. Δεν υπάρχει συνεπώς τίποτα το «παράδοξο» στην απαξίωση των κομμάτων και χρειαζόμαστε μία διαφορετική προσέγγιση στο φαινόμενο για να καταλάβουμε τι μας λένε οι Ευρωπαίοι πολίτες. Μας λένε λοιπόν ότι απεχθάνονται τα κόμματα (και εν μέρει και τη Βουλή επειδή έχει καταντήσει υποχείριο των κομμάτων, παρόλο που καταλαβαίνουν ότι η ύπαρξή της είναι αναγκαία για την ύπαρξη Δημοκρατίας) όμως, επειδή η Βουλή φέρει τα κόμματα, γι’ αυτό και η εκτίμηση προς αυτήν περιορίζεται σ’ ένα κάτι παραπάνω από 30%. Για τα κόμματα όμως η στάση των Ευρωπαίων πολιτών είναι ξεκάθαρη. Τα καταδικάζουν διότι με την ύπαρξή των αναιρούν κάθε δυνατότητα Δημοκρατίας. Και την αναιρούν επειδή από τη στιγμή που τα κόμματα καταστάθηκαν και αναγνωρίστηκαν ως συστατικά στοιχεία του πολιτεύματος, η δημοκρατία καταργήθηκε. Και καταργήθηκε επειδή για να υπάρχει δημοκρατία απαιτείται διάκριση των εξουσιών.
Το κόμμα όμως, το κάθε κόμμα, αρνείται με μόνη την ύπαρξή του τη διάκριση των εξουσιών, αφού, όταν υπερψηφισθεί και πάρει την πλειοψηφία στη Βουλή, δηλαδή τη νομοθετική εξουσία, κατ’ ανάγκη παίρνει και την εκτελεστική, αφού αυτό, το πλειοψηφούν κόμμα, και μόνον αυτό αναδεικνύει την Κυβέρνηση. Κι αυτό είναι που δημιουργεί την κωμικοτραγική εικόνα των δήθεν συζητήσεων στη Βουλή, που μόνο συζητήσεις δεν είναι, αφού είναι πασίδηλο και γνωστό τοις πάσιν, ότι το πλειοψηφούν κόμμα θα ψηφίσει οπωσδήποτε την πρόταση των Κυβέρνησής του, δηλαδή τη δική του πρόταση.
Όμως, οι Ευρωπαίοι πολίτες νομίζουν ότι κατέναντι αυτής της ψευδοδημοκρατίας, που μας σερβίρουν ως τη μόνη δυνατή δημοκρατία, δεν υπάρχει παρά ο φασισμός, που τον έχουν ήδη δοκιμάσει και απαξιολογήσει δεόντως, γι’ αυτό και υπομένουν την αθλιότητα αυτής της κομματικής ψευδοδημοκρατίας.
Αγνοούν όμως ότι, στα 1789, όταν πρωτοεμφανίστηκε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κόμματα δεν υπήρχαν και προς μία τέτοια συνταγματική τάξη πρέπει να στραφούν και πάλι. Κι αυτά τα ευρήματα του 2003 η Eurostat τα επανέλαβε τα προσεχή έτη και μάλιστα με ισχυρότερη αποδοκιμασία των κομμάτων. Δεν είναι δυνατόν συνεπώς να ελπίζουμε σε ένα πολυκομματικό σύστημα, ούτε να περιμένουμε βελτίωση δημοκρατίας από ένα γερμανικό σύστημα γιατί βλέπουμε ότι οι Γερμανοί που το υφίστανται απαξιούν τα κόμματα κατά 80%. Μόνο ένα ακομματικό σύστημα μπορεί να αποτελέσει λύση στη δυσεξία που υπομένουμε.
Γι’ αυτό το λόγο η πρόταση προκύπτει αβίαστα:
ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ
- Τα κόμματα αποκλείονται από τη νομοθετική εξουσία και περιορίζονται αποκλειστικά στην εκτελεστική.
- Κάθε Έλλην πολίτης, που έχει τη νόμιμη ηλικία, μπορεί να είναι υποψήφιος βουλευτής και να περιληφθεί στο μοναδικό ψηφοδέλτιο κάθε περιφέρειας να διαλέξει από τους υποψήφιους βουλευτές της περιοχής του όσους κρίνει άξιους υπερψήφισης άσχετα αν ανήκουν σε κόμμα ή είναι ακομμάτιστοι, σταυρώνοντας εκείνους που θεωρεί άξιους εκλογής.
- Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται από τους Έλληνες πολίτες.
- Στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα υποβάλλει κάθε κόμμα κατάλογο υπουργών και πρωθυπουργό, που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα είναι υποχρεωμένος να μεταφέρει στη Βουλή προς έγκριση ή απόρριψη.
- Η Βουλή θα ακούει τον υποψήφιο Πρωθυπουργό να εκθέτει το πρόγραμμά του και θα του αναθέτει ή όχι την διακυβέρνηση της χώρας. Ο Πρωθυπουργός δεν θα δικαιούται ν’ αλλάξει υπουργούς εκτός αν το εγκρίνει η Βουλή, ούτε ν’ αυξήσει τον αριθμό τους.
- Αν η Βουλή απορρίψει το προτεινόμενο κυβερνητικό πρόγραμμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχει την ευθύνη να εμφανίσει στη Βουλή άλλον υποψήφιο για Πρωθυπουργό, με διαφορετικό πρόγραμμα.
Συμπέρασμα
Α. Θα υπάρξει ελπίδα ότι οι εκλογείς θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να ψηφίζουν όχι τους υποψηφίους ενός κόμματος, όπως είναι σήμερα αναγκασμένοι, αλλά διαφορετικών τοποθετήσεων στο κοινό ψηφοδέλτιο. Έτσι θα επικρατήσει προοδευτικά αξιοκρατία και Βουλές ακομμάτιστες, που θα προσβλέπουν στο εθνικό συμφέρον.
Β. Η Βουλή, μη όντας άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα κόμμα, θα μπορεί πιθανότατα να το ελέγχει, ώστε να μην μπορεί το κυβερνών κόμμα να διασπαθίζει το δημόσιο χρήμα, προς αποφυγή του πολιτικού κόστους ή να διαπλέκεται και να χρηματίζονται οι υπουργοί.
Γ. Ο αποχωρισμός της Βουλής από το κυβερνών κόμμα θα το απελευθερώνει από την πελατειακή σχέση, την οποία υπαγορεύουν σήμερα οι βουλευτές του.