του Σ. Χαλικιά, από το Άρδην τ. 56, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2005
Αν στον δυτικό κόσμο η εθνική ιδεολογία και η συγκρότηση εθνικού Κράτους ήταν ουσιαστικά ενδογενείς ιστορικές διαδικασίες, στην Κίνα η εμφάνιση εθνικού πνεύματος συνδέεται στενά με την εκβιαστική παρουσία, από τα μέσα του 19ου αιώνα, των μεγάλων δυτικών δυνάμεων στο έδαφός της και με τις επακόλουθες συνέπειες στα ίδια τα πνευματικά θεμέλιά της. Η οικονομική κατάρρευση, η ανεξέλεγκτη δημογραφική ανάπτυξη, η πολιτική χρεοκοπία της δυναστείας Τσιγκ, παράλληλα με την αδυναμία της να συντρίψει τις εσωτερικές εξεγέρσεις και να σταματήσει την διείσδυση των δυτικών χωρών στην επικράτειά της, κλόνισαν δηλαδή οριστικά την παραδοσιακή εικόνα των λογίων της για την θέση που κατείχε η χώρα τους στον ανθρώπινο κόσμο. Κυρίως όμως κλόνισαν την παραδοσιακή σινική αντίληψη για την Ιστορία, θεμελιώδες στοιχείο της οποίας είναι ο κυκλικός χαρακτήρας των ανθρώπινων συμβάντων. Κυκλικότητα που επέτρεπε, ως τότε, στα κλασσικά κείμενα της σινικής γραμματείας ν’ αποτελούν πολύτιμο βοήθημα στους αναγνώστες τους για να κατανοούν τα δρώμενα της εποχής.
Επικράτησε, ως επακόλουθο, στα πιο δυναμικά στοιχεία της κινεζικής διανόησης μια γραμμική και τελεολογική αντίληψη για την ως τότε, και κυρίως για την μελλοντική, πορεία της χώρας τους. Στο πλαίσιο μάλιστα των κυρίαρχων την εποχή εκείνη κοινωνικο-δαρβινιστικών αντιλήψεων, το έθνος (από κοινού με την φυλή) αναδείχτηκε σε υπέρτατη αξία, στον αδυσώπητο αγώνα για την επιβίωση της Κίνας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε επικρατήσει, συνεπώς, η ιδέα πως η μάχη για την σωτηρία της χώρας δεν ήταν δυνατόν να γίνει στο επίπεδο της πνευματικής παράδοσης αλλά σ’ αυτήν την πρωτόγνωρη για την κινεζική σκέψη έννοια, το έθνος. Το έθνος όμως –όπως ξέρουμε καλά από την ευρωπαϊκή ιστορία– είτε ως αυτοπροσδιορισμός και φαντασιακή κοινότητα, είτε ως δημιούργημα κρατικής ιδεολογίας, για να υπάρξει απαιτεί κατάλληλες ιστορικές προϋποθέσεις και αυστηρά κριτήρια επιλογής αυτών που θα το συγκροτήσουν. Από την σκοπιά αυτή η αποτελεσματικότητα του έργου των Κινέζων θιασωτών του έθνους έγκειται ακριβώς στην επιτυχή μετατροπή του πολυεθνικού και πολυγλωσσικού κράτους των Τσιγκ στο σημερινό κινεζικό εθνικό κράτος.
Στις γραμμές που ακολουθούν παρουσιάζονται συνοπτικώς τα κυριότερα σημεία αυτής της ιδιόμορφης συγκρότησης του κινεζικού εθνικού κράτους, που στις μέρες μας όλο και περισσότερο αναδεικνύεται σε παγκόσμια δύναμη.
Έως τα μέσα του 19ου αιώνα, η αντίληψη των Κινέζων για τον κόσμο δεν περιελάμβανε την έννοια του έθνους – ιστορικό δημιούργημα των ευρωπαϊκών ιστορικών διεργασιών, μετά κυρίως την Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648). Για τους Κινέζους, δηλαδή, ο κόσμος ήταν ένα συνεχές με τη μορφή ομόκεντρων κύκλων. Στον μέσα κύκλο τοποθετούσαν οι ίδιοι τον εαυτό τους στο κέντρο του οποίου ο Αυτοκράτορας διασφάλιζε την ώσμωση με τον νοηματοδότη Ουρανό. Στην περιφέρεια βρίσκονταν οι βαρβαρικοί λαοί που, ωστόσο, ανά πάσα στιγμή, μπορούσαν να εισέλθουν στους κόλπους του σινικού κόσμου, αποδεχόμενοι τον τελετικό τρόπο του βίου των μελών του, ενσάρκωση των βασικών ηθικών και πνευματικών αξιών της κομφουκιανικής παράδοσης. Η Κίνα, εν ολίγοις, στην μακροχρόνια διαδρομή της δεν ήταν ποτέ μία απλή πολιτική κοινότητα αλλά συνεχώς μία πολιτιστική Οικουμένη.
Κεντρικό στοιχείο αυτής της θεώρησης ήταν η ηθική ανωτερότητα του σινικού κόσμου έναντι των γειτονικών λαών, ανωτερότητα που εξηγεί εν μέρει την υιοθέτηση των θεμελιωδών αξιών της σινικής πνευματικότητας από τις δύο ξένες αυτοκρατορικές δυναστείες, τους Γιουάν (Μογγόλους) και τους Τσιγκ (Μαντζού), κι αυτό ως προϋπόθεση για την διασφάλιση της εξουσίας τους. Από την δυναστεία Σογκ (11ος αιώνας) και μετά, είναι αλήθεια, υπήρξαν λόγιοι που συνέδεσαν τον σινικό πολιτισμό αποκλειστικά με την εθνότητα Χαν. Μετά την επικράτηση των Τσιγκ, ιδίως, αρκετοί απ’ αυτούς έγιναν οι εκφραστές της μεγάλης αντίδρασης που εκδηλώθηκε, στις Νότιες περιοχές κυρίως, ενάντια στην ξενόφερτη αυτή δυναστεία. Στο έργο για παράδειγμα του Βαν Φουτζί (1619- 1692) η αντικαθεστωτική στάση είχε ήδη λάβει ξεκάθαρα πρωτοεθνικό χαρακτήρα. Ωστόσο το κύριο σώμα των λογίων εξακολουθούσε να ασπάζεται την αντίληψη πως η Αυτοκρατορία συγκροτείται από όλους εκείνους που συμμερίζονται τις θεμελιώδεις αξίες του τελετικού σινικού βίου και όχι απλώς από τα μέλη μιας συγκεκριμένης φυλής ή εθνότητας.
Το θέμα αυτό στην συνέχεια αποδείχτηκε βασικό σημείο αντιπαράθεσης των μεταρρυθμιστών μοναρχικών με τους αντιμοναρχικούς εθνικιστικούς κύκλους: Ο Καγκ Γιογουέϊ, η ηγετική φυσιογνωμία των μεταρρυθμιστών, επικαλέστηκε τον Κομφούκιο για να υποστηρίξει ότι σ’ ένα σύγχρονο κινεζικό κράτος το κριτήριο των μελών είναι αποκλειστικά πολιτιστικό και δεν αποκλείει καμία από τις εθνότητες. Ο Λιαγκ Τσιτσάο, από την πλευρά του, υποστήριξε στα σημαντικότερα κείμενά του ότι το πολιτικό ζήτημα της εποχής ήταν η κακή διακυβέρνηση και όχι η εθνότητα των ηγετών του Κράτους.
Για τους ριζοσπάστες αντικαθεστωτικούς όμως –έντονα επηρεασμένους από τις κοινωνικοδαρβινιστικές αντιλήψεις για την αδυσώπητη πάλη μεταξύ φυλών και εθνοτήτων, βάσει των οποίων, πίστευαν, ήταν έκδηλος ο κίνδυνος οριστικής εξαφάνισης της Κίνας– το κράτος που θα διαδέχονταν την διεφθαρμένη Αυτοκρατορία έπρεπε να είναι αποκλειστικά κράτος των Χαν, των απογόνων του μυθικού Κίτρινου Αυτοκράτορα, που αναγορεύτηκε έτσι Πρόγονος του Έθνους. Προοπτική που δημιουργούσε τον κίνδυνο (όπως νωρίς επεσήμανε ο Καγκ Γιογουέϊ) να θεωρηθεί απειλή από τις υπόλοιπες εθνότητες που συγκροτούσαν ως τότε την Αυτοκρατορία και να επιδιώξουν έτσι αυτές την απόσχισή τους. Η απειλή του διαμελισμού ήταν ιδιαίτερα σοβαρή μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας (όπως απέδειξαν η δημιουργία της ανεξάρτητης Μογγολίας και τα αποσχιστικά κινήματα στο Σιντσιάγκ και στο Θιβέτ). Ο κίνδυνος διαμελισμού της Κίνας και δημιουργίας, με την υποκίνηση των ξένων δυνάμεων, παράλληλων εθνικών κρατών στα σύνορά της, ώθησε τελικώς τους ηγέτες του νέου καθεστώτος –και κυρίως τον Σουν Γιατσέν– ν’ ασπασθούν τις συγκεντρωτικές και ενωτικές αρχές που χαρακτήριζαν το γερμανικό και το ιαπωνικό εθνικό πρότυπο (και ουσιαστικώς αποτελούσαν υιοθέτηση των απόψεων που υποστήριζαν οι μεταρρυθμιστές αντίπαλοί τους). Βάσει αυτής της θεώρησης το κινεζικό εθνικό κράτος συγκροτείται από τις «πέντε φυλές» (Χαν, Μαντσού, Μογγόλους, Θιβετιανούς, Μουσουλμάνους) –που στο εξής αποκαλούνται κινεζικές εθνότητες (zhinghua minzu)– κι έχει τα σύνορα της παλαιάς Αυτοκρατορίας.
Η ταραγμένη μεσοπολεμική περίοδος, με το κεντρικό κράτος ανίκανο να ελέγξει το μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας και με τον ιαπωνικό μιλιταρισμό ν’ απειλεί συνεχώς την ίδια την επιβίωσή της χώρας, αποτέλεσε ουσιαστικώς την περίοδο επιβολής της κοινής εθνικής ταυτότητας, μέσω της άκρως βολονταριστικής πολιτικής του ΚουοΜινΤάγκ, ιδιαίτερα στο πολιτιστικό και γλωσσικό πεδίο. Η επιβολή για παράδειγμα στην πολυγλωσσική ουσιαστικά αυτή χώρα μιας «εθνικής γλώσσας» (guoyu) θεωρήθηκε από τους ηγετικούς κύκλους του εθνικιστικού καθεστώτος θεμελιώδες στοιχείο για την σφυρηλάτηση της κοινής εθνικής ταυτότητας, από κοινού με την αναζήτηση ενός θετικά αξιολογημένου παρελθόντος που στα πλαίσια των πολιτικών αναγκών της εποχής αναγορεύτηκε σε εθνικό πολιτιστικό υπόβαθρο.
Η μεσοπολεμική περίοδος είναι παράλληλα αυτή της εμφάνισης των Κινέζων κομμουνιστών στο πολιτικό προσκήνιο της Κίνας και της συνεχώς αυξανόμενης επιρροής τους στις αγροτικές κυρίως μάζες.
Έχοντας ιδεολογικώς προέλθει από το ριζοσπαστικότερο τμήμα του Κινήματος Νέου Πολιτισμού (αυτό που θεωρούσε την συντριβή της παλαιάς πνευματικής παράδοσης προϋπόθεση για την ανάπτυξη της χώρας), οι κομμουνιστές προσέγγισαν από την αρχή το εθνικό ζήτημα στην Κίνα από μία ιδιόμορφη μαρξιστικολενινιστική σκοπιά. Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης η ιστορική διαδρομή της χώρας τους, παρά την ιδιαιτερότητά της, αποτελούσε τμήμα της παγκόσμιας Ιστορίας. Ιστορία που με τις περίφημες τρεις φάσεις της (δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός) και μέσω της ταξικής πάλης, όδευε προς το τέλος και το νόημά της, την αταξική κοινωνία… Για τους Κινέζους κομμουνιστές, δηλαδή, η κοινωνική τάξη πήρε τη θέση που κατείχε στους εθνικιστικούς κύκλους της Κίνας η έννοια του έθνους και της φυλής ως το θεμελιώδες υποκείμενο της γραμμικής και τελεολογικής Ιστορίας που είχαν επιβάλει οι εκσυγχρονιστές διανooύμενοι του Κινήματος Νέου Πολιτισμού (κι αποτελούσε στην πραγματικότητα την πλήρη επικράτηση των θεμελιωδών αντιλήψεων του δυτικού κόσμου).
Στην αντιπαράθεσή τους με το ΚΜΤ, στον –εθνικά προσδιορισμένο ως απελευθερωτικό– αντιϊαπωνικό αγώνα, οι κομμουνιστές προώθησαν την ιδέα του πολυεθνικού κράτους, στα πλαίσια του οποίου οι εθνικές μειονότητες διέθεταν μία ορισμένη εδαφική, πολιτική και πολιτιστική αυτονομία. Αυτονομία που ωστόσο δεν έπρεπε να θέτει σε αμφισβήτηση την πολιτική και πολιτιστική συνοχή του κράτους, πράγμα που στην ουσία διασφάλιζε την κυριαρχία των Χαν πάνω στις υπόλοιπες εθνικές μειονότητες που το συγκροτούν. Έτσι διατήρησαν για παράδειγμα κι αυτοί, ως κυρίαρχη, την γλώσσα των Χαν (που απλώς την αποκάλεσαν κοινή, putonhua, και όχι εθνική).
Μετά το 1949 και την ίδρυση της Λ.Δ. της Κίνας, η κομμουνιστική ηγεσία οδηγήθηκε σταδιακά σε έναν πιο ρητό εθνοκεντρισμό Χαν, στα πλαίσια του οποίου οι μειονότητες έπαψαν στην ουσία να έχουν οποιονδήποτε πολιτικό ή εδαφικό χαρακτήρα και προσδιορίζονται απλώς ως μειονότητες που συγκροτούν το κινεζικό έθνος. Η σημασία που αποδίδονταν κάθε φορά στις μειονότητες αλλά και το ζήτημα της ένταξης τους στον εθνικό κορμό επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές συνθήκες και τα ενδοκομματικά προβλήματα στην αντίστοιχη περίοδο.
Από τα τέλη της δεκαετίας ’70 και τις μεταρρυθμίσεις του Τεγκ Σιάοπίγκ, έως τις μέρες μας, η πολιτική της κομμουνιστικής ηγεσίας έχει τον διπλό στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και της γενικότερης ενίσχυσης του κράτους. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής η Κίνα αυτοπροσδιορίζεται ως έθνος που επιτέλους απέκτησε την κυρίαρχη θέση του στην παγκόσμια κοινωνία των Εθνών αλλά μαζί και ως η προγονική γη των απανταχού Κινέζων. Κύριοι αποδέκτες της νέας αυτής πολιτικής στο εθνικό πεδίο είναι αφ’ ενός οι Κινέζοι της Διασποράς –που καλούνται να συμβάλουν παντοιοτρόπως στην οικονομική ανάπτυξη της γης των προγόνων τους– και αφ’ ετέρου οι εθνικές μειονότητες – στοιχεία της ιδιαίτερης παράδοσης των οποίων ενσωματώνονται επιλεκτικά σε μία ελεγχόμενη πολυπολιτισμική απεικόνιση της κινεζικής κοινωνίας, με στόχο την καταπολέμηση των φυγόκεντρων τάσεων. Παράλληλα, η «επανένωση του εθνικού χώρου» έχει καταστεί η κύρια διάσταση της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής. Κι αν η ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο αποτέλεσαν επιτυχή βήματα προς την επίτευξη του στόχου, το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Ταϊβάν, αποκτά όλο και περισσότερο χαρακτήρα διεθνούς κρίσης.
Ο μετασχηματισμός της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας σε ενιαίο εθνικό κράτος –στη διάρκεια της περιόδου που οι Κινέζοι αποκαλούν αιώνα της ταπείνωσης (bainian guoshi)– ήταν, τελικώς, ιστορικό επακόλουθο της επώδυνης, κι εκβιαστικής, εισόδου της στον κόσμο της Νεωτερικότητας. Στα τέλη όμως του 20ού αιώνα, η Κίνα όχι απλώς ελέγχει την ιστορική της πορεία αλλά επιπλέον έχει αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα της παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής ισορροπίας. Παραμένουν, ωστόσο, ανοιχτά πολλά απ’ τα ζητήματα που έθεσε απ το ξεκίνημά της η ιδιόμορφη αυτή εθνογένεση: Στο εσωτερικό πεδίο η κατάσταση στο Θιβέτ, στο Σιντσιάγκ και στις περιοχές που ζει ο υπόλοιπος μουσουλμανικός πληθυσμός αλλά και πολλές άλλες εθνικές μειονότητες, φανερώνει ότι στην πραγματικότητα δεν έχει επιλυθεί το ζήτημα της ένταξής τους. Στο διεθνές σκηνικό, ο αυξανόμενος οικονομικός και πολιτικός δυναμισμός της Κίνας, η στρατιωτική βαρύτητά της στον ασιατικό κυρίως χώρο και, τέλος, η ενεργειακή εξάρτηση –που επιβάλει την παρουσία της στις πιο εύφλεκτες περιοχές του πλανήτη– από κοινού με το ζήτημα της προσάρτησης της Ταϊβάν, δημιουργούν ολοένα και σοβαρότερα προβλήματα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, ενώ παράλληλα τής επιβάλουν στενότερες σχέσεις με την Ρωσία και την Ινδία.
Εν τούτοις βασικής σημασίας για την συνοχή της ίδιας της κινεζικής κοινωνίας είναι τελικώς το ζήτημα των σχέσεων της ξεχωριστής παράδοσής της με τις πνευματικές αρχές του κόσμου στον οποίο εισήλθε οριστικά: Για τους εκσυγχρονιστικούς της κύκλους η αντίδραση στην κομφουκιανική παράδοση εξακολουθεί ν’ αποτελεί πρώτιστο ζήτημα. Για όσους όμως δεν προσεγγίζουν τον εκσυγχρονισμό της χώρας τους ως αίτημα πλήρους υποταγής στην δυτική Νεωτερικότητα, το μεγάλο αίτημα είναι η πεποίθηση πως υπάρχουν περιθώρια για μια ανεπτυγμένη κοινωνία που δεν ξεκόβει αναγκαστικά απ’ το δικό της πνευματικό παρελθόν. Από την απάντηση που θα δοθεί στο μεγάλο αυτό ζήτημα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η απρόσκοπτη μελλοντική πορεία της Κίνας αλλά και η συμβολή της ξεχωριστής πνευματικότητάς της στην προσπάθεια εξόδου απ’ την πνευματική κρίση της σύγχρονης ανθρωπότητας.