του Σ. Καργάκου, από το Άρδην τ. 56, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2005
Ειχα τήν ευκαιρία καί τή χαρά νά ζήσω ἕνα τριήμερο στήν πόλη πού μέχρι πρό τινός ἔφερε τό βαρύ ὄνομα τοῦ Βλαδίμηρου Λένιν. Οἱ πάντες, ὅσους εἶδα ἐκεῖ, κάνουν πώς τόν ξεχνοῦν καί μόνο οἱ μικροπωλητές πού, πουλᾶνε μικρές προτομές ἤ σήματα μέ τή μορφή του, τόν θυμοῦνται. «Ὁ Λένιν πουλάει ἀκόμη», μοῦ εἶπε ἕνας τῆς συντροφιᾶς. Ὅσο γιά τή χαριτωμένη ἀμερικανοτραφῆ καί ἑλληνομαθῆ συνοδό μας, δείχνοντάς μας τόν γιγαντιαῖο ἀνδριάντα τοῦ Λένιν στήν Πρόσπεκτ Μοσκόφσκυ, στήν μακρύτερη λεωφόρο τῆς πόλης, μᾶς εἶπε μέ λεπτή εἰρωνεία: «Ὁ Λένιν σταματάει ταξί». Ναί, ἡ στάση τοῦ Λένιν εἶναι τέτοια σάν νά θέλει νά σταματήσει ταξί. Κι ὅμως ὁ ἀνδριάντας, πού κινεῖται στή γραμμή τοῦ σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ, πού τώρα δέν εἶναι τοῦ συρμοῦ, κατά τοῦτο ἦταν ἀληθής καί ἀκριβής: ὁ Λένιν σταμάτησε τό «ταξί τῆς ἱστορίας» καί τοῦ ἔδωσε ἄλλο προσανατολισμό. Τό γιατί ἡ πορεία ἀκολούθως στράβωσε, εἶναι μιά ἄλλη ἱστορία πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐξηγήσω. Ἄλλωστε, ἀπόπειρες ἑρμηνείας ἔχω κάνει σέ πολλά ἄρθρα καί βιβλία μου. Τούτη ὅμως ἡ ἐπίσκεψη πού ἔκανα στήν Ρωσία ἦταν μιά ἐπίσκεψη πού χρωστοῦσα στόν Λένιν καί στήν ἐπανάσταση τοῦ Λένιν.
Ὑπάρχει σήμερα ἕνα καπιταλιστικό λοῦστρο πάνω στήν πόλη πού ἀνέδειξε σέ πρωτεύουσα μορφή τοῦ 20οῦ αἰῶνα τόν Λένιν. Σ’ αὐτούς πού πλατωνικά βλέπουν μόνο φαινόμενα, ὁ Λένιν εἶναι ἀπών. Ποῦ καί ποῦ προβάλλει σάν τουριστική «ἀτραξιόν». Γιά τόν προσεκτικό, ὅμως, παρατηρητῆ, τά πράγματα εἶναι ἀλλιῶς. Ὁ Λένιν εἶναι πάντα παρών.
Ἀκόμη βαραίνει πάνω ἀπό τόν οὐρανό τῆς Πετρούπολης –πού ἀγραμματίστως ἀνακηρύξαμε σέ ἁγία! – ὁ βαρύς ἴσκιος τοῦ Βλαδίμηρου Οὐλιάνωφ. Τό Λένιν (ρωσικά προφέρεται Λιένιν) ἦταν ἕνα ἀπό τά πολλά ἐπαναστατικά ψευδώνυμά του. Τά ἄλλα ἦσαν Ἴλιν, Τούλιν καί κάποια πού δέν ἐνθυμοῦμαι πιά. Γιατί ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν γράφονταν κυριολεκτικά στό γόνατο τίς μέρες τῆς ἐπίσκεψεώς μου.
Ὁ «τεχνοκράτης τῶν ἐπαναστάσεων» πού ἔδωσε τή συνταγή τῆς ἐπαναστατικῆς τακτικῆς σέ ὅλες τίς ἐπαναστάσεις τοῦ 20ού αἰῶνα, ἦταν κι αὐτός βγαλμένος ἀπό τή φλόγα ἑνός ἐπαναστατικοῦ πυρετοῦ, πού κρατοῦσε ἀπό τό 1848 καί κορυφώθηκε στή μεγάλη δική του Ἐπανάσταση, τή μεγαλύτερη ἐπανάσταση τοῦ 20ού αἰῶνα, πού, ἐνῶ ἦταν ἡ πιό ἀναίμακτη, κατέληξε στήν πιό αἱματηρή ἐμπειρία τῆς ἱστορίας.
Ὁ Λένιν γεννήθηκε στίς 23 Ἀπριλίου 1870 στό Σιμπίρσκ, κι ὄχι στή Σιβηρία ὅπως μας ἔλεγε ἡ νεαρή ξεναγοῦσα, μιά πόλη στήν ἀριστερή ὄχθη τοῦ Βόλγα, ἀνάμεσα στό Καζάν καί στή Σαμάρα. Ὁ πατέρας τοῦ Λένιν ἦταν διευθυντής Δημοτικῆς ἐκπαιδεύσεως, καί ὄχι γιός ἀγρότη πού βοηθοῦσε τόν πατέρα του στά χωράφια, ὅπως ἔλεγε ἄλλος ξεναγός σ’ ἑλληνικό «κοπάδι» στή Μόσχα. Τήν οἰκογένειά του ἀποτελοῦσαν τρεῖς κόρες καί τρεῖς γιοί.
Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ Λένιν, ὁ Ἀλέξανδρος, δυναμικό μέλος τῆς ἐπαναστατικῆς ὀργανώσεως «Ναρόντναγια Βόλια», ἀπαγχονίστηκε τό 1887 ὡς τρομοκράτης. Ἡ μητέρα του, Μαρία Ἀλεξάντροβνα, τήν ὁποία ὁ Λένιν ὑπεραγαποῦσε, πέθανε ἐξόριστη τό 1913. Ἡ οἰκογένεια Οὐλιάνωφ ζοῦσε μετρημένη ζωή, ἀλλά ἦταν ἀφιερωμένη στά γράμματα καί στήν Ἐπανάσταση. Ὁ νεαρός Βλαδίμηρος ἐξέμαθε ἐνωρίς πολλές ξένες γλῶσσες (κάτι πού τόν κάνει διαφορετικό ἀπό τούς διαδόχους του) καί ἀγάπησε μέ πάθος τά Λατινικά καί τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Διάβασε ὅλους τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς, κάτι πού δέν τοῦ συγχώρησαν ποτέ οἱ δικοί μας ἠμιμαθεῖς ἀριστεροί. Εἰσήχθη στό πανεπιστήμιο τοῦ Καζάν, ἀλλ’ ἀποβλήθηκε νωρίς λόγω τῆς ἐπαναστατικῆς στόφας του. Ἄρχισε τότε νά μελετᾶ μέ πάθος τήν κομμουνιστική θεωρία, βοηθούμενος ἀπό τήν ἐπεξεργασία πού εἶχε κάνει ὁ Γ. Πλεχάνωφ. Τό 1891, πῆρε τήν ἄδεια νά μεταβεῖ στήν Πετρούπολη. Ἔδωσε ἐξετάσεις στήν Νομική, πέτυχε θριαμβευτικά καί ἀναγορεύθηκε διδάκτωρ. Δικηγόρησε γιά ἐλάχιστες ἡμέρες. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά φανταστῶ τόν Λένιν ὡς δικηγόρο. Ἄλλωστε, κι ὁ ἴδιος ἄφησε ἀμέσως τά δικόγραφα καί ἀφιερώθηκε στήν ἰδέα τῆς Ἐπαναστάσεως, πού ἐντελῶς θολά πρόβαλλε στόν ἱστορικό ὁρίζοντα.
Ὁ Λένιν στή Σαμάρα, περνώντας μέσα ἀπό τήν ὀργάνωση τῶν Ναρόντνικων (=Φίλων τοῦ Λαοῦ), προχώρησε πέρα ἀπό τίς διακηρύξεις σέ πιό προωθημένες θέσεις. Τό 1894, σέ ἡλικία 24 ἐτῶν, εἰσῆλθε στόν «Κεντρικό ὅμιλο γιά τή διεύθυνση τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος». Ὄντως, τό ἐργατικό κίνημα, σέ μιά φάση ἐκβιομηχανισμού τῆς Ρωσίας, ἀρχίζει νά παίρνει διαστάσεις. Μέ συνεργάτες τούς ἐργάτες Σεγκούνωφ, Μπαμπούσκιν, Μπορίς Ζηνόβιεφ, δημιούργησε πολλούς ἐργατικούς κύκλους πού ἀποτέλεσαν τή ζύμη γιά τή δημιουργία νέας ὀργανώσεως μέ τήν ὀνομασία « Ἕνωση τοῦ Ἀγῶνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἐργατικῆς Τάξης». Ἡ ὀργάνωση αὐτή τοῦ ἐμπιστεύθηκε τή διεύθυνση τῶν πρώτων ἀπεργιῶν. Ἦταν ἡ πρώτη του δοκιμασία στήν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῆς ἐπαναστατικῆς θεωρίας καί τακτικῆς. Ἀρχίζει νά δημοσιεύει κείμενα πολυγραφημένα γιά ἐργάτες. Σέ πολύγραφο ἦταν τυπωμένο καί τό πρῶτο του βιβλίο «Τί εἶναι οἱ Φίλοι τοῦ Λαοῦ καί πῶς πολεμοῦν τούς σοσιαλδημοκράτες». Μέ τό βιβλίο αὐτό ὁ Λένιν ἀφήνει τίς αἰσθηματικές διακηρύξεις ἀγάπης γιά τόν λαό, φθάνει στόν Μάρξ καί μελετᾶ τρόπους ἐπαναστατικής ἀνατροπῆς τῆς ἀστικῆς τάξης. Περιέρχεται τότε, ὡς ἐπαγγελματίας ἐπαναστάτης, ὅλα τά ἐργοστάσια τῶν μεγάλων πόλεων τῆς Ρωσίας καί δίνει μαθήματα ἐπαναστατικής τακτικῆς στούς ἐργάτες.
Στά τέλη Ἀπριλίου 1895, ὁ Λένιν μεταβαίνει στό ἐξωτερικό, γιά νά συναντηθεῖ μέ ἐπιζῶντες στήν ἐξορία Ρώσους ἐπαναστάτες, τόν Πλεχάνωφ, τόν Ἄξελροντ, τήν Βέρα Ζασσούλιτς. Οἱ ἐξόριστοι εἶχαν δημιουργήσει στό ἐξωτερικό τήν πρώτη μαρξιστική ὀργάνωση μέ τήν ὀνομασία «Ἡ Ἀπελευθέρωση διά τῆς ἐργασίας». Ἔβγαζαν φυλλάδια καί τά διοχέτευαν στή Ρωσία. Ἡ συνάντηση ἔγινε στήν Ἐλβετία. Ὁ Ἄξελροντ, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τόν δυναμισμό τοῦ Λένιν, ἔγραψε: «Μέχρι τώρα ἡ Ρωσία δέν εἶχε ἄνδρα πού νά συναρθρώνει τή βαθειά γνώση τῆς μαρξιστικῆς θεωρίας μέ τίς πρακτικές ἱκανότητες τοῦ ὀργανωτῆ. Τώρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὑπάρχει: εἶναι ὁ μέλλων ἀρχηγός τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος Βλαδίμηρος Ἴλιτς Οὐλιάνωφ». Μετά τήν ἐπαφή αὐτή ὁ Λένιν ἐπανῆλθε στήν Πετρούπολη, ὅπου ἵδρυσε τή «Μαχητική Ἔνωση γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ἐργατικῆς τάξης». Κάτι ἔχει ἀλλάξει στή σκέψη καί στή δράση του.
Ἡ ὀργάνωση αὐτή πρωτοστάτησε σέ πολλές κινητοποιήσεις. Ἡ προσοχή τῆς τσαρικῆς ἀστυνομίας ἄρχισε νά στρέφεται πρός τό μέρος του. Πολλοί συνεργάτες του συνελήφθησαν καί φυλακίστηκαν. Κάποια στιγμή ἦλθε καί ἡ δική του σειρά. Στή φυλακή συγγράφει τό ἔργο πού τό 1899 ἔλαβε τόν τίτλο: Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κεφαλαιοκρατισμοῦ στή Ρωσία. Στή δίκη πού ἔγινε στίς 23 Ἰανουαρίου 1897, ὁ Λένιν καταδικάζεται σέ τριετή ἐξορία στή Σιβηρία. Μεταφέρθηκε στό χωριό Σοῦσα τῆς ἐπαρχίας Γενισσέι. Οὔτε ἐκεῖ σταματᾶ τή μελέτη.
Στήν ἐξορία ὁ Λένιν ἔγραψε Τά προβλήματα τῶν σοσιαλδημοκρατῶν τῆς Ρωσίας, ὅπου ἀναπτύσσει ἀπόψεις γιά τή μετατροπή μιᾶς χώρας ἀγροτικῆς σέ σοσιαλιστική. Ἄποψη τοῦ Λένιν ἦταν πώς οἱ ἐργάτες πρέπει μόνοι νά ἀποδυθοῦν σέ ἀγῶνα γιά τήν ἄνοδό της, χωρίς νά περιμένουν τίποτα ἀπό τήν ἀστική τάξη: «Τώρα ἀμέσως, ἐνῶ βρισκόμαστε ὑπό τσαρικό ζυγό καί ὑπό δυσμενεῖς συνθῆκες, ὀφείλουμε νά δημιουργήσουμε ταξικό κόμμα, σοσιαλιστικό, αὐτόνομο καί νά ἀγωνισθοῦμε κατά τοῦ τσαρισμοῦ καί τῆς ἀστικῆς τάξης».
Ὁ Λένιν ἔμεινε στήν ἐξορία ὡς τό 1900. Σ’ ἕνα ταξίδι του στήν Πετρούπολη συνελήφθη ξανά καί φυλακίσθηκε γιά τρεῖς ἑβδομάδες. Αὐτό τόν ἀνάγκασε νά μεταβεῖ στό ἐξωτερικό, ὅπου μέ τόν Μάρτωφ καί τόν Ποτρεσώφ ἄρχισαν νά ἐκδίδουν τήν Ἴσκρα (=Σπίθα). Τό πρῶτο σημαντικό ἄρθρο τοῦ Λένιν εἶχε τίτλο: «Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσουμε;». Τό ἄρθρο αὐτό περιεῖχε ἐν σπέρματι τίς ἀπόψεις πού θά διατυπώσει ὁ Λένιν στό ἔργο: Τί νά κάνουμε;
Τό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ἱδρύθηκε τό 1903. Τό δεύτερο συνέδριο ἔγινε στό ἐξωτερικό (Βρυξέλλες – Λονδίνο), ὅπου συζητήθηκε ἐκτενῶς τό καταστατικό. Στή διατύπωση πού πρότειναν οἱ Μάρτωφ καί Πλεχάνωφ, ὅτι μέλος τοῦ κόμματος γίνεται ὅποιος παραδέχεται τό πρόγραμμα τοῦ κόμματος καί τό βοηθάει οἰκονομικά καί προσωπικά μέ συμμετοχή σέ κάποια ὀργάνωσή του, ὁ Λένιν διέκρινε τόν κίνδυνο δημιουργίας ἑνός κόμματος ἄνευ οὐσίας, λόγω ἐλλείψεως συνοχῆς καί πειθαρχίας. Αὐτός ἤθελε στελέχη-στρατιῶτες. Κόμμα πού νά λειτουργεῖ ὡς στρατιωτικός μηχανισμός. Τό κόμμα διασπάσθηκε. Ἡ πλειοψηφία, ρωσικά «μπολσέβσκι», τάχθηκε μέ τόν Λένιν καί ἡ μειοψηφία «μενσεβίκι» μέ τούς Μάρτωφ – Πλεχάνωφ. Ἔτσι προέκυψαν τά ἐπαναστατικά κόμματα τῶν Μπολσεβίκων, μέ στιβαρή ἠγεσία καί στρατιωτική πειθαρχία, καί τῶν Μενσεβίκων μέ χαλαρή συνοχή καί ἀσταθῆ ἠγεσία. Ἡ Ἴσκρα περιῆλθε στά χέρια τῶν Μενσεβίκων.
Τό 1905, ἡ Ρωσία ὑπέστη δεινή ἧττα ἀπό τήν Ἰαπωνία. Μετά τή σφαγή 100.000 στρατιωτῶν στό Μοῦκδεν, σημειώνονται στάσεις στόν στρατό. Στίς 9 Ἰανουαρίου 1905, οἱ ἐργάτες, μέ ἐπικεφαλῆς τόν παπά-Γκαπόν (πού μᾶλλον ἦταν προβοκάτορας) ἔχοντας ἐμπιστοσύνη ἀκόμη στόν Τσάρο, φθάνουν κρατώντας εἰκόνες καί σταυρούς πρό τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων ἀλλά γίνονται δεκτοί μέ πυροβολισμούς. Εἶναι ἡ λεγόμενη «Ματωμένη Κυριακή», πού κατά τόν Λένιν ὑπῆρξε «μιά γενική δοκιμή γιά τήν πραγματική ἐπανάσταση τοῦ 1917». Ὁ Λένιν ἐπανῆλθε στή Ρωσία καί ἐγκαταστάθηκε κοντά στήν Πετρούπολη στά φινλανδικά σύνορα, στό χωριό Κουόκαλα, ἀπ’ ὅπου ἐπισκεπτόταν συχνά τήν πρωτεύουσα. Ὀργάνωσε σειρά κινημάτων πού πνίγηκαν στό αἷμα: στή Μόσχα, στό Κασνογιάρσκ, στό Χάρκοβο. Ὁ Πλεχάνωφ ὑποστήριξε ὅτι οἱ ἐργάτες δέν πρέπει νά πάρουν τά ὅπλα. Ὁ Λένιν ἀντίθετα ἦταν ὑπέρ τῆς ἔνοπλης ἐξεγέρσεως. «Τό νά ἀποκρύπτει κάποιος τήν ἀνάγκη ἑνός αἱματηροῦ, ἀπέλπιδου καί καταστρεπτικού ἐμφυλίου πολέμου, ὡς ἄμεσου σκοποῦ τῆς προσεχούς ἐπαναστάσεως, θά ἰσοδυναμοῦσε μέ αὐταπάτη καί ἐξαπάτηση τοῦ λαοῦ».
Κι ἐνῶ τό τσαρικό καθεστώς πανηγύριζε γιά τή συντριβή τῶν κινημάτων τοῦ 1905, ὁ Λένιν τήν ἑπόμενη χρονιά ἔγραψε: «Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης μονομαχίας, τῆς γενικῆς ἐνόπλου ἐξεγέρσεως πλησιάζει. Ὁ λαός ὀφείλει νά γνωρίζει ὅτι βαδίζει πρός μιά ἔνοπλη καί ἀπέλπιδα πάλη. Ἡ περιφρόνηση τοῦ θανάτου πρέπει νά ριζώσει στήν καρδιά του». Ἀκολουθεῖ δεύτερη ἐξορία. Περνᾶ μιά μακρά περίοδο ἀπραξίας πού τήν καλύπτει στή Ζυρίχη μέ τήν μελέτη. Τό 1910 ἡ κατάσταση ἀλλάζει. Ὁ Λένιν συγκαλεῖ στήν Πράγα πανρωσική συνδιάσκεψη τῶν Μπολσεβίκων. Ξεκαθάρισμα γραμμῆς καί προθέσεων. Τό κόμμα πρέπει νά στηρίζεται στήν ποιότητα, ὄχι στήν ποσότητα. Δέν γίνονται δεκτοί Μενσεβίκοι καί Λικβινταριστές. Δυό νέες ἐφημερίδες ἐκδίδονται τό 1911. Τό ἐπόμενο ἔτος βλέπει τό φῶς ἡ Πράβντα (=Ἀλήθεια). Ὁ Λένιν ἀρθρογραφεῖ πυρετωδῶς. Μέ τά ἄρθρα αὐτά προσφέρει τόν ἄρτο ἰδεῶν γιά τήν ἐπανάσταση.
Τό 1914 ξεσπά ὁ πόλεμος. Ὁ Λένιν διαφωνεῖ μέ τή γραμμή της Β΄ Διεθνοῦς, πού βλέπει τόν πόλεμο μέ κριτήρια ἐθνικά. Αὐτός προτείνει θεραπεία τοῦ πολέμου διά τοῦ πολέμου. Πολέμου ἐμφυλίου γιά νά ἀνατραποῦν τά βασιλικά καί ἀστικά καθεστῶτα. Ὀργανώνει δυό συνέδρια στό Κίενταλ καί στό Τσίμερβαλντ τῆς Ἐλβετίας μέ ἀντιπολεμικό χαρακτήρα. Αὐτά ἀποτέλεσαν τήν προβαθμίδα της Γ΄ Διεθνοῦς.
Στή Ρωσία ξεσπᾶ ἐπανάσταση. Τό τσαρικό καθεστώς ἀνατρέπεται. Τήν ἀρχή καταλαμβάνουν ἀρχικά ὁ Λαβρώφ καί μετά ὁ σοσιαλιστής Κερένσκι. Ὁ Λένιν, σέ κρυφή συνεννόηση μέ τή γερμανική κυβέρνηση ἀναχωρεῖ μέ λίγους συντρόφους γιά τήν Πετρούπολη, μέ κλειστό τραῖνο. Ἡ γερμανική κυβέρνηση πίστευε πώς ὁ Λένιν θά ἔβγαζε τή Ρωσία ἀπό τόν πόλεμο καί θά γλίτωνε ἀπό τά βάρη τοῦ ἀνατολικοῦ μετώπου. Ὁ Λένιν φθάνει στήν πρωτεύουσα στίς 3 Ἀπριλίου 1917 καί ἀμέσως κηρύσσει τήν ἀνάγκη κατάληψης τῆς ἐξουσίας ἀπό τό προλεταριάτο, πού ἔχει βρεῖ μιά πρωτότυπη μορφή ὀργανώσεως, τά «σοβιέτ».
Ἡ κυβέρνηση Κερένσκι δέν δίνει λύσεις: οὔτε κοινοκτημοσύνη προσφέρει οὔτε κάνει ἀνακωχή. Ἡ πεῖνα καί ὁ πόλεμος ἐξακολουθοῦν νά θερίζουν. Οἱ ἐργάτες τῆς Μόσχας καί τῆς Πετρουπόλεως ἐξεγείρονται. Ὁ Λένιν ρίχνει τά περίφημα συνθήματα: «Ὅλη ἡ ἐξουσία στά σοβιέτ», «ἡ γῆ στούς ἀγρότες», «εἰρήνη στό λαό», «ψωμί στούς πεινασμένους». Ἡ κυβέρνηση τόν ἐπικηρύσσει μέ τό ποσό τῶν 200.000 ρουβλίων. Ὁ Λένιν ἀποσύρεται στό Ἔλσιγκφορς (Ἐλσίνκι) καί συντονίζει ἀπό ἐκεῖ τόν ἐπαναστατικό ἀγῶνα. Ἡ ἐπανάσταση γίνεται καί ἐπιτυγχάνει. Τό πῶς ἔγινε, θά τό ποῦμε στό ἐπόμενο ἄρθρο.
Οἱ μέρες τοῦ Ὀκτώβρη
Ὑπῆρξε μιά ἐποχή πού μαθαίναμε σχεδόν ἀπ’ ἔξω κάθε τι πού διαβάζαμε γιά τή Ρωσία ἤ πού μᾶς ἄνοιγε παράθυρο πρός τή Ρωσία. Μέχρι πού νά ἐκδοθοῦν Οἱ 10 μέρες πού συγκλόνισαν τόν κόσμο τοῦ Τζών Ρήντ, Ἀμερικανοῦ δημοσιογράφου κομμουνιστῆ πού ἔχει ταφεῖ στούς τοίχους τοῦ Κρεμλίνου, εἴχαμε ξεκοκκαλίσει τά βιβλία τοῦ Καζαντζάκη Ταξιδεύοντας στή Ρωσία. Θυμᾶμαι τούς πρώτους στίχους ἑνός μεγάλου ποιήματος ἀφιερωμένου στόν Λένιν, πού ὡστόσο χρειαζόταν μετάφραση. Ἦταν πάντως συναρπαστικό, μέ τό γοργό ρυθμό πού διέθετε. Γράφω ἀπό μνήμης:
Ἀρχάγγελε, Μογγόλε,
λοξομάτη,
μέ τῆς ἀρκούδας
τίς προβιές τουσλούκια
ἀγριμολέ τοῦ χάρου
πρωτολάτη,
μέ τ’ ἄσπρα τά λιγνά
κουλούκια,
ἀρχάγγελε
πού μᾶς κρατᾶς γεμᾶτες
τίς φοῦχτες σου κρεμάλες
καί παλούκια.
Κι ὁ Λένιν φάνταζε μές στήν ψυχή μου, ψυχή ἑνός δεκάχρονου ἀγοριοῦ, πελώριος, γιγάντιος, ἀπέραντος σάν τά ποτάμια τῆς Ρωσίας. Κι ὡς ἕνα βαθμό ἦταν. Γι’ αὐτό θεωρῶ –γιά ὅποιον μελετᾶ ἀφανάτιστα τήν ἰστορία– πώς εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἐκπλαγεῖ μέ τήν ἀφέλεια τῶν πρωταγωνιστῶν πού εἶχαν τήν ἱστορική ἀτυχία νά σταθοῦν ἀπέναντι στόν Λένιν καί νά γίνουν πολιτικός στόχος του.
Ἐνῶ ἡ κρίση εἶχε ὠριμάσει κι ὥρα μέ τήν ὥρα ὁ κεραυνός ἦταν ἕτοιμος νά ξεσπάσει, ὁ «πολυλογᾶς» ὅπως τόν λένε προσβλητικά κάποιοι ἱστορικοί, σοσιαλιστής, πρωθυπουργός Κερένσκυ, πνιγμένος στό βάλτο τῆς ἀπραξίας, δήλωνε ἐν τούτοις κομπαστικά: «Ὁμολογῶ ὅτι σχεδόν ἐπιθυμῶ τήν ἐξέγερση. Διαθέτω περισσότερες δυνάμεις ἀπ’ ὅσες χρειάζονται. Ἄν οἱ ἐπαναστάτες κινηθοῦν, θά συντριβοῦν». Ο sancta simplicitas! Καί τά ἔλεγε αὐτά, ὅταν ἀπό τό παράθυρό του ἔβλεπε τό φρούριο Πετροπαβλόφσκι, στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ Νέβα, χωρίς νά ξέρει ποιός κάνει κουμάντο ἐκεῖ. Ἁγνοοῦσε ὅτι ναῦτες καί στρατιῶτες εἶχαν σέ μεγάλο βαθμό σοβιετοποιηθεῖ.
Παράλληλα, οἱ ἐπαναστάτες, σχεδόν ἀνενόχλητοι, κινοῦνταν μεθοδικά καί κατελάμβαναν συστηματικά ὅλα τά «πόστα» τῆς Πετρούπολης. Κι ὅμως ἡ ἀφέλεια, ἀφέλεια. Ἡ ἐφημερίδα «Ρίκ» τῶν «Καντέ», ὅπως λεγόταν τό κόμμα τῶν «Συνταγματικῶν – Δημοκρατικῶν», ἔγραφε: «Ἄν οἱ μπολσεβῖκοι τολμήσουν νά ἐπιτεθοῦν, θά συντριβοῦν χωρίς δυσκολία». Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι τά πάντα στήν παράταξη τῶν μπολσεβίκων ἦταν σέ εὐκολία. Εἶχαν, μετά τή διαφυγή τοῦ Λένιν στό Ἔλσινγκφορς, κολλήσει στή ρουτίνα τῆς στατικῆς πολιτικῆς, φοβούμενοι νά προκαλέσουν τή θύελλα πού ἐνδεχομένως δέν θά μποροῦσαν νά ἐλέγξουν. Οἱ Κάμενεφ καί Ζηνόφιεφ, μεγάλα ἀστέρια τοῦ μπολσεβικισμοῦ, ἤθελαν ἀναβολή γιά εὐθετώτερο καιρό, ἀγνοώντας πώς σέ ἐπαναστατικές περιόδους «οἱ καιροί οὐ μενετοί». Ὁ μόνος πού ἤξερε τί ἤθελε ἦταν ὁ Λένιν: ἤ τώρα ἤ ποτέ!
Στίς 6 Σεπτεμβρίου ἔχει πειστεῖ ὅτι ἐδῶ ὅπου τά πράγματα εἶχαν ὁδηγηθεῖ, καμιά συμφωνία δέν εἶναι ἱστορικά ἀποδεκτή. Θά εἶναι σχέδιο χαραγμένο στήν ἄμμο. Γράφει, λοιπόν, τήν ἴδια μέρα: «Ἴσως ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖο ἦταν ἐφικτή μιά εἰρηνική ἐξέλιξη νά ἔχει περάσει ἀνεπιστρεπτί. Ναί, ὅλα δείχνουν πώς ἔχει περάσει ὁ χρόνος αὐτός». Ὁ Λένιν εἶχε ὀσφρανθεῖ πώς ἡ ὥρα τῆς μεγάλης στιγμῆς εἶχε φθάσει: «Βρισκόμαστε στό κατώφλι μιᾶς παγκόσμιας προλεταριακῆς ἐπαναστάσεως», διακηρύσσει. Κι ἐπιμένει: «Ἡ πεῖνα δέν περιμένει. Ἡ ἀγροτική ἐξέγερση δέν περιμένει. Ὁ πόλεμος δέν περιμένει». Ὁ λαός ἔχει ἤδη ἀνεβεῖ μόνος στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας. Διεκδικεῖ καί μαχητικά ἀπαιτεῖ. Δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τήν κρίση μέσω τῆς κοινοβουλευτικῆς ὁδοῦ. Ἡ ἐπανάσταση «σαρκώνεται» σέ φυσικό νόμο. Ὁ Λένιν χλευάζει «τούς ἥρωες τῆς αὐταπάτης καί τῆς κοινοβουλευτικῆς ἠλιθιότητας», ὅπως ὀνομάζει τούς ὀπαδούς τῆς κοινοβουλευτικῆς ὁδοῦ.
Φοβᾶται, ὅμως, τούς φόβους τῶν συντρόφων του. Τό Ἔλσιγκφορς δέν τόν χωράει. Φεύγει καί καταφεύγει στή συνοικία Βύμποργκ τῆς Πετρούπολης. Κι ἐνῶ ἡ Ρίκ στίς 24 Σεπτεμβρίου, τώρα μουδιασμένη, γράφει πώς ἐπίκειται «ἕνας κανιβαλλικός θρίαμβος τοῦ Λένιν πάνω στά ἐρείπια τῆς Ρωσίας», αὐτός κρυβόταν στήν οἰκία μιᾶς φοιτήτριας τῆς Γεωπονικῆς, τῆς Μαρίας Φοβάνοβα, ὑπό τή φύλαξη τῆς Ἐρυθρᾶς Φρουρᾶς. Μόνο ἡ γυναίκα του, ἡ περίφημη Κρούπσκαγια καί ἡ ἀδελφή του, Μαρία Οὐλιάνοβα, μποροῦσαν νά τόν ἐπισκέπτονται. Ἕνας σύνδεσμος, πού λεγόταν Ράχγια, τοῦ ἔφερνε ἐφημερίδες καί τά ἔγγραφα τοῦ Κόμματος.
Σέ μιά κρίσιμη στιγμή ὁ Λένιν, γιά νά πιέσει τά πράγματα, ἔφθασε μέχρι παραιτήσεως ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή, παραίτηση πού φυσικά δέν ἔγινε δεκτή, χωρίς ὡστόσο ἡ Κ.Ε. νά φαίνεται πώς συμφωνεῖ μέ τίς ἀπόψεις του. Ἔτσι ὁ Λένιν, μεταμφιεσμένος, συναντήθηκε μέ τούς Σβερντλώφ, Καλίνιν, Στάλιν καί ἄλλους σέ μιά βίλα πού ἀνῆκε στόν μενσεβῖκο Σουκάκωφ, καί τοῦ ὁποίου ἡ γυναίκα συμπαθοῦσε τούς μπολσεβίκους. Καί τότε, βάζοντας τά χέρια στίς μασχάλες τοῦ γιλέκου, ὅπως τό συνήθιζε, δήλωσε κοφτά: «Ἡ κατάσταση εἶναι σαφής: Ἤ δικτατορία τοῦ Κορνίλωφ ἤ δικτατορία τοῦ προλεταριάτου». Ἡ πρόταση τοῦ Λένιν γιά ἄμεση ἐπίσπευση τῆς ἐπαναστάσεως μπῆκε σέ ψηφοφορία: ὑπέρ τῆς ἀπόψεως τοῦ Λένιν ψήφισαν 10 μέλη καί μόνον οἱ Ζηνόφιεφ καί Κάμενεφ κατά, κάτι πού θά «ἀξιοποιηθεῖ» ἀργότερα ἀπό τόν Στάλιν γιά νά τό πληρώσουν σκληρά. Ἡ ἀπόφαση αὐτή πάρθηκε στίς 20 Ὀκτωβρίου. Τή θέση τοῦ Λένιν ψήφισαν οἱ Τρότσκυ, Στάλιν, Ἀλεξάνδρα Καλλοντάι, Σβερντλώφ, Τζερτζίνσκι, Οὐρίζκι, Μπουμπνώφ, Σοκόλνικωφ καί Λομώφ.
Περνοῦν ἀκόμη τρεῖς ἡμέρες. Ὁ Λένιν, ἀσυγκράτητος, ἐγκαταλείπει τό κρησφύγετό του καί συνοδευόμενος ἀπό τόν Ράχγια, σπεύδει μέ τό τράμ γιά τό Σμόλνυ, τό Παρθεναγωγεῖο πού εἶχε κτιστεῖ γιά τά κορίτσια τῆς ἀριστοκρατίας καί πού τώρα εἶχε μεταβληθεῖ σέ ἔδρα – κάστρο τῶν μπολσεβίκων, φυλασσόμενο ἀπό κάθε λογής ἐνόπλους. Στή διάρκεια τῆς διαδρομῆς, λόγω τοῦ σάλου πού ἐπικρατεῖ στήν πόλη, ὁ Λένιν καί ὁ Ράχγια, κατεβαίνουν ἀπό τό τράμ καί προχωροῦν μέ τά πόδια. Κατά τή διαδρομή πέφτουν σ’ ἕνα μπλόκο «Γιοῦνγκερς». Ὁ Ράχγια προσποιεῖται τόν μεθυσμένο, τούς ἀπασχολεῖ καί ἔτσι ὁ Λένιν διαφεύγει. Διαφεύγει καί ὁ Ράχγια, πού μετά ἀπό λίγο θά συναντηθεῖ μέ τόν Λένιν στό Σμόλνυ. Ἀφότου ὁ Λένιν ἐγκαταστάθηκε στό Σμόλνυ, ὅλα μπῆκαν στό ρυθμό τοῦ ἐπαναστατικοῦ πυρετοῦ. «Ὅλοι πήραν τό βῆμα τῆς Ἐπανάστασης», ὅπως ἔγραφε ὁ Ἀλέξανδρος Μπλόκ. «Τώρα τό λόγο ἔχει τό συντροφικό μάουζερ», ὅπως λέει ἕνας ἄλλος στίχος τοῦ Μαγιακόφσκι, νομίζω. Ἡ διοίκηση τῶν ἐπαναστατικῶν δυνάμεων τῆς Πετρούπολης περνᾶ στά χέρια τοῦ Ποντβόισκη καί τοῦ Ἀντόνωφ-Ὀβσέενκο.
Ἔπρεπε πάση θυσία νά καταληφθεῖ τό φρούριο Πέτρου καί Παύλου (Πετροπαυλόφσκ), πού ἐλέγχει τό πέρασμα τοῦ Νέβα καί βρίσκεται ἔναντι τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων, πού ἦταν ἡ ἔδρα τῆς κυβερνήσεως μέ τήν ἐπίλεκτη φρουρά της. Τό φρούριο αὐτό, κτισμένο πάνω σ’ ἕνα νησί πού λεγόταν ἄλλοτε «Νησί τῶν Λεπρῶν», ἦταν ὁ ἀρχικός οἰκιστικός πυρήνας τῆς πόλης (1703). Δέν ἦταν εὔκολη ἡ κατάληψή του. Πέρα ἀπό τήν ὀχύρωση, τό προστάτευαν 300 κανόνια. Ἀπορρίπτεται ἡ ἄμεση ἐπιθετική προσβολή πού θά κόστιζε σέ αἷμα πολύ (ἴσως καί τήν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως) καί προκρίνεται ἡ ἔμμεση, εἰρηνική «εἰσβολή». Τό φρούριο ἐπισκέπτονται εἰρηνικά οἱ Τρότσκυ καί Λάσεβιτς γιά νά μιλήσουν στούς στρατιῶτες. Ὁ πρῶτος, μέ τή χειμαρρώδη εὐγλωττία του –πρίν κάν βραδιάσει– ἔχει πάρει τή φρουρά μέ τό μέρος τῶν ἐπαναστατῶν. Ὁ Κερένσκι ἐν τῷ μεταξύ ἀντιδρά σπασμωδικά: κλείνει δυό καθημερινές ἐφημερίδες τῶν μπολσεβίκων: τήν Σολντάτ καί τήν Ραμπότσκι πούτ. Οἱ μπολσεβῖκοι, μέ ἀντεπίθεση, ἀνακαταλαμβάνουν τίς ἐφημερίδες τους.
Ὁ Κερένσκι, πάντα νευρωτικά, διατάσσει νά κινηθεῖ τό θωρηκτό «Ἁβρόρα» (=Αὐγή) πού βρίσκεται ἔναντι τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων. Πρός τί; Γιά ἐκφοβισμό; Γιά νά μή μπεῖ κι αὐτό στό στρόβιλο τῶν γεγονότων; Τό πρόσχημα πού προβάλλεται εἶναι: συμμετοχή σέ γυμνάσια! Πιό κάτω, στή βάση τῆς Κροστάνδης, ἡ ἐπανάσταση βράζει. Καί πλέει πιό γρήγορα ἀπό τό «Ἁβρόρα» πού περνά κι αὐτό μέ τούς ναῦτες τού στόν ἐπαναστατικό στρατό. Τό πλοῖο δέν ὑπακούει στήν κυβέρνηση ἀλλά στήν Ἐπαναστατική Ἐπιτροπή. Σέ λίγο ὅλες οἱ γέφυρες τῆς πόλης εἶναι στά χέρια τῶν ἐπαναστατῶν. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τά δημόσια κτήρια. Ἀλλ’ ὁ Λένιν ἀγωνιά γιά τά Χειμερινά Ἀνάκτορα πού εἶναι ἡ καρδιά τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος. Φοβᾶται τήν ἄφιξη κοζάκων ἀπό τό μέτωπο.
Αὐτοί εἶναι ἡ στερνή ἐλπίδα τοῦ Κερένσκι. Ζητεῖ ἀπό τόν Γραμματέα τῆς Ἀμερικανικῆς Πρεσβείας Οὐαϊτχάου τό αὐτοκίνητό του, γιά νά πάει ὁ ἴδιος προσωπικά στό μέτωπο νά φέρει ἐνισχύσεις. Χάρη στήν ξένη σημαία, τό αὐτοκίνητο περνά ἀνενόχλητο ἀπό τά μπλόκα τῶν μπολσεβίκων, πού ἔνοπλοι ἐλέγχουν τά πάντα. Λίγο πρίν φύγει ὁ τραγικός –γιά νά μήν πῶ θλιβερός– Κερένσκι, ἐξορκίζει τόν Οὐαϊτχάου νά μήν ἀναγνωρίσουν οἱ ξένες πρεσβεῖες τήν ἐπαναστατική κυβέρνηση, γιατί ὅπου να’ ναί φθάνει. Παρ’ ὅλο πού βρισκόμαστε στά τέλη τοῦ Ὀκτώβρη, ὁ Κερένσκι τρεφόταν μέ ὄνειρα θερινῆς νυκτός. Ἔτσι χάθηκε διά παντός μέσα στό σκοτάδι τῆς ἱστορίας. Θά σβήσει πολύ ἀργά κάπου στήν Ἀμερική, σάν πτώμα πού σέρνει τά βήματά του πίσω ἀπό τό φάντασμά του. Ἔζησε σάν ἴσκιος τό φῶς τῆς ἱστορίας.
Τήν Τετάρτη τῆς 25ης Ὀκτωβρίου ὁ καιρός ἦταν ὑγρός. (Καί πότε δέν εἶναι ἐδῶ!). Ὁ Κερένσκι ἔχει ἀφήσει τά Χειμερινά Ἀνάκτορα (ὅπου στεγάζονται τά διάσημα μουσεῖα Ἐρμιτάζ) στίς 10 τό πρωί. Σέ λίγο ἡ Ἐπαναστατική Ἐπιτροπή ἐκδίδει τή διακήρυξη πού ἔμεινε ἱστορική: «Ἡ προσωρινή κυβέρνηση ἔπεσε. Ἡ ἐξουσία περνά στά χέρια τοῦ ὀργάνου τοῦ Σοβιέτ τῶν ἐκπροσώπων τῶν ἐργατῶν καί στρατιωτῶν. Οἱ σκοποί γιά τούς ὁποίους ὁ λαός ἀγωνίστηκε –ἄμεση σύναψη τῆς εἰρήνης, κατάργηση τῆς μεγάλης ἰδιοκτησίας τῆς γῆς, ἐργατικός ἔλεγχος στήν παραγωγή, δημιουργία σοβιετικής κυβερνήσεως– οἱ σκοποί αὐτοί ἐπιτεύχθηκαν. Ὁ λαός θριάμβευσε»! Τό κείμενο αὐτό, πού κατά τά παιδικά μας χρόνια μαθαίναμε –κρυφά ἐννοείται– ὡς «πάτερ ἡμῶν», ἔγινε τό ὑπόδειγμα γιά τή σύνταξη διακηρύξεων δεκάδων ἐπαναστάσεων στή διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνα.
Τό μεσημέρι, κατά παράδοση (πού τηρεῖται ὡς σήμερα), ἀπό τό φρούριο Πετροπαυλόφσκη ἀκούγεται ἡ «κεκανονισμένη» κανονιά. Εἶναι τό σύνθημα γιά τή γενική ἐξέγερση. Οἱ Ἐρυθροφρουροί καταλαμβάνουν τό Μέγαρο Μαρίνσκι καί διατάσσουν τούς Συμβούλους τῆς Δημοκρατίας νά ἐγκαταλείψουν τό κτήριο καί νά μήν ἐπανέλθουν σ’ αὐτό. Μένουν μόνο τά Χειμερινά Ἀνάκτορα, ὅπου ὁ Ὑπουργός Κονοβάλωφ συγκέντρωσε 3.000 ἄνδρες, 130 γυναῖκες-στρατιῶτες καί 340 μαθητές στρατιωτικῶν σχολῶν, γιά νά κρατήσει ἀντίσταση καί νά προασπίσει τό καθεστώς. Στίς 6 τό ἀπόγευμα δυό ποδηλάτες φέρνουν τή διαταγή τοῦ Λένιν στούς πολιορκητές πώς ἐπιβάλλεται ἄμεση κατάληψη. Μέσα στά ἀνάκτορα, στήν περίφημη «Αἴθουσα μέ τούς μαλαχῖτες», οἱ ὑπουργοί τοῦ Κερένσκι συνεδριάζουν. Στήν πραγματικότητα θύμιζαν τούς «Τρῶες» τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη: «Τῶν ἡμερῶν μας ἀναμνήσεις κλαίν καί αἰσθήματα». Μπροστά ἀπό τά παράθυρα, κάτω ἀπό τό βλέμμα τῶν περίτρομων ὑπουργῶν, περνᾶ τώρα τό «Ἁβρόρα» πού στρέφει τά κανόνια τοῦ ἀπειλητικά πρός τά ἀνάκτορα καί ρίχνει τήν πρώτη κανονιά. Συνεχίζουν οἱ «κανονιέρηδες» ἀπό τό Πετροπαυλόφσκη. Πέφτουν συνολικά 34 ὀβίδες. Οἱ ὑπουργοί ζητοῦν πίστωση χρόνου 20 λεπτῶν γιά διαβουλεύσεις. Περνᾶ μιά ὥρα καί τότε ὀργισμένοι οἱ ἐρυθροφρουροί ὁρμοῦν στά ἀνάκτορα ἀπό διαφορετικές πόρτες. Ἡ μόνη ἀντίσταση πού ἴσως τούς ἔκανε νά κοντοσταθοῦν ἦταν ἡ πρωτοφανής χλιδή. Οἱ ἀνταλλαγές πυροβολισμῶν ἦσαν λιγότερες ἀπό τίς «μπαλωθιές» πού πέφτουν σέ μέτριο κρητικό γλέντι. Ἕνα ἀπέραντο κτήριο μέ 1050 αἴθουσες καί 117 σκάλες (καί τί σκάλες!) κυριεύεται σχεδόν ἀμαχητί. Ὁ Ἀντόνωφ-Ὀβσέενκο ἀνεβαίνει στόν δεύτερο ὄροφο καί φθάνει μπροστά σέ μιάν αἴθουσα πού φρουροῦσαν «εὐέλπιδες». Τούς παραμερίζει περιφρονητικά καί μπαίνει στή μισοσκότεινη αἴθουσα, ὅπου τρομαγμένοι καί στριμωγμένοι σέ μιά γωνιά πρός τά παράθυρα καρτεροῦσαν βαρναλικά «ἄβουλοι καί μοιραῖοι» οἱ 13 ὑπουργοί τοῦ Κερένσκι. Ὁ Ἀντόνωφ – Ὀβσέενκο πλησίασε καί τούς δήλωσε κοφτά: «Ἐν ὀνόματι τῆς ἐπαναστατικῆς ἐπιτροπῆς σᾶς συλλαμβάνω».
Ἀκολούθησε ἕνα πλῆθος ἐνόπλων. Ὁ Ἀντόνωφ ἔδωσε μιά συνοδεία γιά νά μεταφερθοῦν οἱ ὑπουργοί στό Πετροπαυλόφσκη ἐν ἀσφαλείᾳ. Τό πλῆθος θέλησε νά τούς λιντσάρει. Ὁ Ἀντονωφ – Ὀβσέενκο ἀνέβηκε τότε πολύ ψηλά στίς βαθμίδες τῆς ἱστορικῆς τιμῆς. Φώναξε στό ἀγριεμένο πλῆθος: «Μήν κηλιδώσετε μέ αἷμα τήν προλεταριακή νίκη»! Ὄντως, ποτέ δέν χύθηκε τόσο λίγο αἷμα, σχεδόν ἐλάχιστο, γιά τόσο μεγάλη ἐπανάσταση. Ἡ κατάληψη τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων κόστισε στούς μπολσεβίκους τή ζωή ἑνός στρατιώτη καί πέντε ναυτῶν. Ὑπῆρχαν καί 35 τραυματίες. Ἀπό τούς ὑπερασπιστές δέν σκοτώθηκε κανείς. Μόνο ἕνας εὔελπις τραυματίστηκε ἀπό χειροβομβίδα!
Τήν ἑπομένη τό πρωί ὅλα στήν Πετρούπολη εἶχαν πάρει τήν συνηθισμένη τούς ροή. Φαινόταν σάν τίποτε νά μήν εἶχε γίνει, σάν τίποτε νά μήν εἶχε ἀλλάξει. Τό βράδυ ὅμως, στίς 22.45, συνῆλθε το Β΄ Πανρωσικό Συνέδριο τῶν Σοβιέτ (650 ἐκπρόσωποι) πού ἐξέλεξε τήν πρώτη σοβιετική κυβέρνηση στήν ἱστορία, μέ πρόεδρο τόν Βλαδίμηρο Ἴλιτς Οὐλιάνωφ Λένιν. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη χαράχτηκε ἕνα νέο ἱστορικό δρομολόγιο μέ πολλές στροφές καί διά-στροφές πού σταμάτησε σχεδόν χθές. Ἡ «περεστρόικα» ἦταν τό τελευταῖο ὄνειρο πρίν ἀπό τό ξύπνημα τοῦ ὑπνοβάτη. Ἀσφαλῶς, ἡ ἱστορία δέν θά ξανάλθει. Γιατί, ὅπως λέγει προλογικά στήν 18η Μπρυμαίρ τοῦ Λουδοβίκου Βοναπάρτη ὁ Κάρολος Μάρξ, ὅταν ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, γίνεται φάρσα ἤ τραγωδία. Αὐτό πού τώρα ἐπαναλαμβάνεται εἶναι ἡ φάρσα τοῦ φιλελευθερισμοῦ πού καταντᾶ τραγωδία γιά τούς λαούς. Οἱ λαοί χρεώνονται τήν ἱστορική εὐθύνη νά βροῦν δικούς τους τρόπους σοβιετικής ἐξουσίας, ἀλλά ὄχι σταλινικού τύπου, γιά νά μή χαθεῖ ἀκόμη καί ὡς λέξη ἡ δημοκρατία.
- [Τό κείμενο αὐτό γράφτηκε στήν Πετρούπολη-Λένινγκραντ μεταξύ τῶν ἡμερῶν 21-23 Ἰουνίου 2005. Ὁ συγγραφέας δέν εἶχε ἄλλο βοήθημα πέρα ἀπό τίς ἀναμνήσεις νεανικῶν ἀναγνωσμάτων. Ζητεῖ προκαταβολικά συγγνώμη γιά τα ἐνδεχόμενα λάθη].