Αρχική » Ο ανθρωπισμός στην πολιτική σκέψη της αρχαίας Κίνας

Ο ανθρωπισμός στην πολιτική σκέψη της αρχαίας Κίνας

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Λιερού, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005

…Η ανθρώπινη φύση στο βάθος της είναι τέλεια. Η διαφορά των καλών από τους κακούς οφείλεται στην διαφορά των επίκτητων συνηθειών τους… Όταν ο άριστος εκπαιδεύει, όλοι οι άνθρωποι μπορούν, υπό την καθοδήγησή του, να ξαναβρούν την τελειότητά τους…

Τσου Σι, ο μέγιστος των νέο-κομφουκιανών. 12 αιώνας μ.Χ.

Μια ευκαιρία για την γνωριμία με την αρχαία Κίνα, την Ιστορία της, την σκέψη και τον πολιτισμό της δίνει η πολυφρoντισμένη έκδοση των Αναλέκτων του Κομφούκιου από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Η μετάφραση έγινε απευθείας από το πρωτότυπο από τον Σωτήρη Χαλικιά και συνοδεύεται από μια συνοπτική παρουσίαση του σχολιασμού του κειμένου από Κινέζους και Δυτικούς και ένα πλήθος ιστορικών πληροφοριών που ανασυνθέτουν με μια μοναδική ζωντάνια την εποχή των μαχόμενων βασιλείων (5ος-3ος π.Χ. αιώνας). Ο Σωτήρης Χαλικιάς προσπαθεί επίσης να καταγράψει τις αναλογίες της κομφουκιανής σκέψης με την αρχαία ελληνική γραμματεία.

Η μελέτη της Κίνας και του πολιτισμού της έχει ένα τρέχον πολιτικό αλλά και ένα βαθύτερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Οι προοπτικές της ηγεμονίας των ΗΠΑ, η μελλοντική (ενοποιημένη ή συγκρουσιακή) μορφή του γεωπολιτικού τοπίου εξαρτώνται αποφασιστικά από την Κίνα. Η ενοποίηση του πλανήτη είναι έργο της Δύσης, της αγοράς, του Καπιταλισμού. Όμως ο σύγχρονος οικουμενικός πολιτισμός, αν και έχει δυτική προέλευση, ανοίγεται εκ των πραγμάτων σε διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις από τη στιγμή που ενσωματώνονται δυναμικά στην παγκόσμια αγορά νέες μη δυτικές εθνικές ομάδες και περιοχές μη δυτικές, όπως η Άπω Ανατολή, βαραίνουν όλο και περισσότερο στο κοινωνικό-οικονομικό πλανητικό πλέγμα.

Συχνά εξαντλούμαστε να καταγγέλλουμε τη δυτική μαζική κουλτούρα του συρμού ή την αναβίωση των φονταμενταλισμών ενώ μας διαφεύγουν βαθύτερες διεργασίες πολιτισμικών ωσμώσεων, συνθέσεων και ανασυνθέσεων που δημιουργούν τους νέους όρους πλανητικής ηγεμονίας και συνύπαρξης. Οφείλουμε να βγούμε από τον δυτικοκεντρικό επαρχιωτισμό μας. Οι ρίζες του μελλοντικού οικουμενικού πολιτισμού βρίσκονται επίσης στην Κίνα, στην Ινδία, στο Ισλάμ και όχι μόνο. αυτές οι μήτρες που γέννησαν και γεννούν ανθρώπινο πολιτισμό δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι θεωρίες για τη σύγκρουση των πολιτισμών ή για την πολυπολιτισμικότητα, η γοητεία των εξωτισμών, η απώλεια μέσα στον πολιτισμικό σχετικισμό είναι διάφορες προσεγγίσεις αυτής της αγωνιώδους διαδρομής συνθέσεων/αποσυνθέσεων, συγκλίσεων/απoκλίσεων.
H νέα οικουμενικότητα δεν είναι υπόθεση αποκλειστικά των εθνικών/υπερεθνικών ελίτ και ξεπερνά τις διεργασίες που ξετυλίγονται στενά γύρω από την παγκόσμια αγορά. Η σύγχρονη πύκνωση των συναντήσεων και ανταλλαγών διευκολύνει επίσης την αλληλογνωριμία των λαών, την διάδοση των αναμνήσεων εξέγερσης και ελευθερίας, τον εμπλουτισμό των παραδόσεων αντίστασης και αγώνα.

Ακόμη, το αντικαπιταλιστικό διεθνιστικό κίνημα, διεκδικώντας τον κόσμο, διεκδικεί επίσης την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. μπορεί να την διασώσει υπερβαίνοντάς την μέσα σ’ έναν μελλοντικό οικουμενικό ανθρωπισμό. Η ευαισθησία στην οδύνη των καταπιεσμένων, η μέριμνα για το καλό του συνόλου, η αγωνία για την τύχη της δυναστευομένης πλειοψηφίας χαρακτήρισε το έργο σπουδαίων στοχαστών σε διαφορετικές χώρες και εποχές. Στις ποικίλες αντιφατικές και συχνά προβληματικές προσεγγίσεις τους, βρίσκουμε αναδρομικά στοιχεία αυτού του αναδυόμενου οικουμενικού ανθρωπισμού.

Το παρελθόν βαραίνει στο παρόν. σε μια εποχή που όλα πρέπει να συζητηθούν από την αρχή, το ενδιαφέρον για τους αρχαίους μη δυτικούς πολιτισμούς δεν είναι ακαδημαϊκό αλλά μέρος της απαραίτητης ανθρωπιστικής παιδείας του επαναστάτη.

Αφορμή για το παρόν κείμενο αλλά και βασική βιβλιογραφική αναφορά είναι η παρουσίαση των Αναλέκτων του Κομφούκιου από τις εκδόσεις Ίνδικτος, σε μετάφραση και σχολιασμό του Σωτήρη Χαλικιά. Προτείνουμε επίσης, σε όποιον ενδιαφέρεται, την Κινέζικη Σκέψη του Μ. Γκρανέ (εκδόσεις Γνώση) και τις σχετικές με την Άπω Ανατολή σελίδες της Γραμματικής των Πολιτισμών του Μπρωντέλ (εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.)
Ο κινέζικος πολιτισμός έφτασε στην ύψιστη ακμή του μέσα στην κοσμογονία της «εποχής των μαχόμενων βασιλείων» (5ος έως 3ος π.Χ. αιώνας). Σταθεροποιήθηκε (κατά μια εκδοχή τελματώθηκε) μέσα στο αυτοκρατορικό καθεστώς που διήρκεσε από το 221 π.Χ. έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Στην Κίνα, η δουλεία δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Δεν υπήρξε φεουδαρχία με την αυστηρή έννοια του όρου. Οι περισσότεροι χωρικοί ήταν μικροϊδιοκτήτες, καλλιεργούσαν τις κοινοτικές γαίες και δεν ήταν προσδεδεμένοι στα χωράφια τους. Κατέβαλλαν στο κράτος την δεκάτη και προσέφεραν προσωπική εργασία στα δημόσια έργα.

Η κινέζικη μοναρχία δεν ήταν ελέω Θεού. Η μεταβίβαση του θρόνου από τον πατέρα στον γιο δεν διεπόταν από ένα κληρονομικό δικαίωμα αλλά απαιτούσε ο διάδοχος να τύχει της έγκρισης του Ουρανού και του «λαού». Ο αυτοκράτορας ήταν θείο πρόσωπο, γιος του Ουρανού δυνάμει μιας εντολής του Ουρανού. «Όμως δεν μένει απαράλλακτη η εντολή του Ουρανού» (βιβλίο ποιημάτων). Συμφορές, αποτυχίες, ήττες, λοιμοί, επιδημίες, σήμαιναν ότι ο βασιλιάς «έχασε την εύνοια του Ουρανού». Τότε η τυραννοκτονία ήταν ιερό καθήκον, άσκηση μιας «Ουράνιας εντολής». Οι εξεγέρσεις των χωρικών ήταν αδιάψευστο προμήνυμα της έκπτωσης ενός ανάξιου αυτοκράτορα ή της αλλαγής δυναστείας. Είναι ο ίδιος ο Ουρανός που εκφράζεται δια της οργής του λαού. «Ο ουρανός και ο λαός έχουν τα ίδια μάτια» λέει ένα κινέζικο γνωμικό. Η λέξη επανάσταση στα κινέζικα λέγεται «κομίνγκ», που σημαίνει στην κυριολεξία ανάκληση εντολής.

Στην αυτοκρατορική Κίνα, η συνωμοτική ανατρεπτική δράση και η επανάσταση δεν ήταν τρόπος κοινωνικής αλλαγής αλλά τρόπος αυτοκάθαρσης και διατήρησης του συστήματος. Μήπως η πολιτιστική επανάσταση που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Μάο ανήκει σε μια πολύ αρχαία κινεζική πολιτική παράδοση;

Η πραγματική κυρίαρχη τάξη στο αυτοκρατορικό καθεστώς ήταν οι λόγιοι (οι μανδαρίνοι). Επρόκειτο για ένα στρώμα ανώτερων κρατικών υπαλλήλων που ασκούσαν τη διοίκηση ορθολογικά, σύμφωνα με τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας. Κατά τον Μπρωντέλ, αποτελούσαν ένα μοντέρνο στοιχείο στην καρδιά μιας κοινωνίας που έβριθε αρχαϊκών στοιχείων. Το αξίωμά τους δεν ήταν κληρονομικό. Επιλέγονταν ανεξαρτήτως καταγωγής, διαμέσου εξαιρετικά περίπλοκων και αυστηρών εξετάσεων. Τον 13ο αιώνα δεν ήταν περισσότεροι από 13.000 οικογένειες.
Ο λόγιος ώφειλε να μην σιωπά όταν διαφωνούσε με τις εντολές που εδέχετο αλλά να διατυπώνει ανοιχτά και με σεβασμό τις αντιρρήσεις του. αν οι εξηγήσεις που του εδίδοντο δεν τον ικανοποιούσαν, έπρεπε να παραιτηθεί. Ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα (δυναστεία των Χαν) αναγνωρίστηκε στους λόγιους το «δικαίωμα της επίπληξης» του ηγεμόνα.

Οι λόγιοι δυνάστευαν τους χωρικούς αλλά και τους προστάτευαν από την αρπακτικότητα των τοκογλύφων και των μεγάλων γαιοκτημόνων, επικίνδυνων ανταγωνιστών της κεντρικής εξουσίας. Επιτηρούσαν τους εμπόρους –που κάποτε συγκέντρωναν μεγάλες περιουσίες– αλλά κυρίως τους είχαν δέσμιους στην γοητεία και το κύρος που απολάμβαναν ως ελίτ διανοουμένων. Συχνά οι έμποροι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την εισχώρηση των γόνων τους στο σώμα των λογίων παρά για την συσσώρευση πλούτου.

Ο συντηρητισμός των λογίων, οι εξισορροπητικές τους παρεμβάσεις καθήλωσαν την Κίνα στην «στασιμότητα» και απέτρεψαν τις τομές από τις οποίες ενδεχομένως θα μπορούσαν να γεννηθούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις. (Παρενθετικά και μόνο σημειώνουμε εδώ ότι στην Κίνα δεν ευδοκίμησε ο θεσμός των ανεξάρτητων δημοκρατικών εμπορικών πόλεων που στη Δύση αναδιάρθρωσαν τις κοινωνικές σχέσεις στην αγροτική έως τότε βάση της οικονομίας και έκαναν δυνατή την ανάδυση του καπιταλισμού).

Η πολιτική θεωρία και η ιδεολογία του στρώματος των λογίων ήταν ο Κομφουκιανισμός. Ο Κομφούκιος έζησε τον 5ο π.Χ. αιώνα, η θεωρία του διαμορφώθηκε σε κομφουκιανισμό κατά την περίοδο των μαχόμενων βασιλείων. Τους ίδιους αιώνες σχηματίστηκαν και οι λόγιοι ως διακριτή κοινωνική κατηγορία. Τότε γεννήθηκαν πολλοί από τους κατοπινούς θεσμούς και δομές και τελικά η ίδια η αυτοκρατορία.

Η περίοδος των μαχόμενων βασιλείων χρονολογικά συμπίπτει με την κλασική Ελλάδα. Αυτά τα βασίλεια εκτείνονταν γύρω από τον Κίτρινο ποταμό (καταλαμβάνοντας ένα μόνο μέρος της σημερινής Κίνας). τα πιο ισχυρά παρέτασσαν 37.500 στρατιώτες, περίπου όσους και τα σύγχρονά τους μεγάλα ελληνικά κράτη. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Κίνα αυτή την περίοδο συγκρίνονται με τους πολέμους ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις ή τα ιταλικά κρατίδια της Αναγέννησης. Πολιτικοκοινωνικά, τα μαχόμενα βασίλεια έμοιαζαν με τις αρχαίες ελληνικές τυραννίδες. Φιλόδοξοι άρχοντες ήθελαν να τιθασεύσουν τους υποτελείς τους αριστοκράτες, να συντρίψουν τους αντιπάλους και ανταγωνιστές τους και να αναδειχθούν σε ηγεμόνες της Κίνας. Προσεταιρίζονταν τους χωρικούς, προσφέροντας γη έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας, και αντικατέστησαν τους αναποτελεσματικούς στρατούς των ευγενών με το ένοπλο έθνος των επιστρατευμένων αγροτών.
Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο πρώϊμος κινέζικος πολιτισμός περιπίπτει σε βαθιά κρίση και αποσυντίθεται. Η λεγόμενη «κινέζικη φεουδαρχία», οι θεσμοί στους οποίους εξισορρόπησε η μυθική-προϊστορική και η πρώτη ιστορική Κίνα, καταρρέει. Αυτή η οδυνηρή μετάβαση δίνει την ευκαιρία για μια εκπληκτική πολιτιστική και πνευματική άνθηση. Εμφανίζονται «εκατό σχολές». Διαλεκτικοί, σοφιστές, λογικοί, στρατευμένοι κοινωνικοί αναμορφωτές, επαγγελματίες πολιτικοί, θεωρητικοί του δικαίου και τεχνοκράτες της εξουσίας, συναντιούνται στο ταραγμένο αλλά τόσο πλούσιο περιβάλλον της εποχής. Οι επαναστατικές τομές που γίνονται στον εμπνεόμενο από τον μύθο τρόπο σκέψης είναι εξίσου τολμηρές με εκείνες που επιχειρούν την ίδια εποχή οι Έλληνες.

Ο Μαρσέλ Γκρανέ περιέγραψε συνοπτικά την κινέζικη σκέψη διαχρονικά και στο σύνολό της με την φράση «Ούτε Θεός ούτε νόμος» και προσέθεσε εμφατικά ότι αυτή δεν χρωστάει τίποτα στην ιδέα του Θεού. Η κινέζικη κοσμοαντίληψη είναι στραμμένη προς την επίγεια ζωή, τον κόσμο, την συλλογική δραστηριότητα. οι αξίες της είναι οι αξίες ενός αγροτικού πολιτισμού που οργανώνεται γύρω από τις γιορτές και τις θυσίες, στηρίζεται στην αλληλοβοήθεια, δυσπιστεί στο νόμο και προτιμά τον σύμφωνο με τα έθιμα εξωδικαστικό φιλικό διακανονισμό των συγκρούσεων. Δεν έχει θέση για έναν θεό-δημιουργό, για μυθολογίες της δημιουργίας ή έστω απλά για μια προπολιτισμική φύση: ο πολιτισμός δημιούργησε τη φύση, το σύμπαν είναι έργο των μυθικών βασιλιάδων. έξω από τα σύνορα του πολιτισμού (δηλαδή της αυτοκρατορίας) είναι η ίδια η φύση, ο χώρος και ο χρόνος που γίνονται ασταθείς, αβέβαιοι, σβήνουν και ξεθωριάζουν. Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα ζώα δια της πολιτικής, δια της δραστηριότητας της διακυβέρνησης. Η κινέζικη σκέψη βρίσκεται στον αντίποδα της ινδικής. (Ο «φυσιολατρικός ησυχασμός» των ταοϊστών δεν ενέπνευσε στην Κίνα ένα ρεύμα μαζικού αναχωρητισμού αλλά έδρασε μάλλον εξισορροπητικά και συμπληρωματικά παρά ανταγωνιστικά ως προς τις άλλες τάσεις. Οι ταοϊστές βέβαια λοιδωρούσαν τις συμβάσεις και τις δεσμεύσεις του πολιτισμού και της κοινωνικής ζωής, όμως όχι μόνο δεν αρνούνταν την ζωή αλλά στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους ήταν η αναζήτηση συνταγών για την μακροζωΐα ή και την αθανασία του υλικού σώματος).

Η κινέζικη σκέψη, προσηλωμένη στον πολιτισμό και τον άνθρωπο, δεν μπορούσε παρά να δώσει μια λαμπρή ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας όταν, την εποχή των μαχόμενων βασιλείων, άρχισε να αποδεσμεύεται από τις αγκυλώσεις του μύθου. Από τα πρώτα και εξαιρετικά δείγματα της πνευματικής άνθησης που εκδηλώθηκε τότε, ήταν η σοφία του Κομφούκιου (5ος π.Χ. αιώνας). Σε λιγότερο από έναν αιώνα, οι ανθρωπιστικές πολιτικές απόψεις του έγιναν γνωστές σε ολόκληρη την Κίνα και διαμόρφωσαν ενεργά τις ιδέες αυτής της περιόδου.

Μια σύντομη σταχυολόγηση των «αναλέκτων» της μόνης αξιόπιστης συλλογής ρήσεων και διαλόγων του δασκάλου, δείχνει τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της διδασκαλίας του.

Ο Κομφούκιος δεν ενδιαφερόταν για το επέκεινα και ήταν σκεπτικιστής απέναντι στις υπερφυσικές δοξασίες («Ο δάσκαλος ποτέ δεν μίλησε για μυστήρια, δύναμη, αταξία, θεούς». «Ο Τζι Λου ρώτησε πώς να υπηρετεί κανείς τους Θεούς και τα πνεύματα. Είπε ο δάσκαλος: Δεν μπορείς να υπηρετήσεις τους ανθρώπους, πώς θα μπορέσεις να υπηρετήσεις τα πνεύματα; Τόλμησε να ρωτήσει και για τον θάνατο. Είπε ο δάσκαλος: Δεν ξέρεις τι είναι η ζωή, πώς να ξέρεις τι είναι ο θάνατος;)

Ο Κομφούκιος στηριζόταν στον λόγο και τις αισθήσεις και λάμβανε υπόψη του μόνο τα συγκεκριμένα δεδομένα που μπορούσαν να παρατηρηθούν και να βιωθούν («πέρασα όλη την ημέρα χωρίς φαγητό, όλη τη νύχτα χωρίς ύπνο για να διαλογισθώ. δεν με ωφέλησε σε τίποτα. Καλύτερα να είχα μελετήσει»)

Διακατείχετο από τον πραγματισμό των ανθρώπων της πράξης, δεν ήταν άκαμπτος ή αδιάλλακτος στις απόψεις του, αντλούσε από κάθε περίσταση το μάθημα που του έδινε. Δεν διατύπωνε απόλυτους κανόνες αλλά απεύθυνε τις ηθικές παραινέσεις που κάθε φορά ταίριαζαν καλύτερα στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο.

Το ιδεόγραμμα της θεμελιακής κομφουκιανής έννοιας ren, που ο Χαλικιάς αποδίδει ως «τέλεια ανθρωπιά», σχηματίζεται από το σημείο «άνθρωπος» και από το ιδεόγραμμα του αριθμού δύο. Όπως λέει ο Fingarette: «Για τον Κομφούκιο, αν δεν υπάρξουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι, δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος». Γι’ αυτό, για τον Κομφούκιο «ο λόγιος που χαίρεται να ιδιωτεύει δεν είναι άξιος να γίνεται λόγιος». Η γνωριμία του εαυτού μας δεν γίνεται με απλή ενδοσκόπηση. Η καλλιέργεια του ανθρώπου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κερδίζεται χάρη στην κοινωνική ζωή. «Αν έχω δύο ανθρώπους είναι σίγουρο πως έχω έναν δάσκαλο», έλεγε. Η μόρφωση και η παιδεία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση. καλλιεργώντας τον εαυτό μας ευεργετούμε τον λαό.
Η κοινωνία έχει συνοχή και αποτελεί ένα οργανικό σύνολο όχι με τους νόμους και την βία αλλά με την εθιμοτυπία και τις τελετές. Η ορθή διακυβέρνηση έχει στόχο το καλό του συνόλου. δεν ασκείται με τα διατάγματα και τις τιμωρίες αλλά με την αρετή και το παράδειγμα του ηγεμόνα. («Αν τον καθοδηγείς με κυβερνητικά διατάγματα, αν τον πειθαρχείς με τις ποινές, ο λαός προσπαθεί απλώς να τ’ αποφύγει, δεν αισθάνεται ντροπή. αν τον καθοδηγείς με την αρετή, αν τον πειθαρχείς με τις τελετές, όχι μόνο αισθάνεται ντροπή αλλά και συμμορφώνεται αυθόρμητα»). Ο άριστος ηγεμόνας είναι για τους ανθρώπους ένας δάσκαλος, φροντίζει ακόμη ώστε ο λαός να εξασφαλίζει τα μέσα επιβίωσής του, δεν τον επιβαρύνει με δυσβάστακτους φόρους και απάνθρωπες αγγαρείες. («Ο Τσι Κονγκ ρώτησε: Εάν κάποιος απλόχερα ευεργετεί τον λαό και ανακουφίζει τα πλήθη, τι θα λέγατε; μπορούμε να τον αποκαλούμε τέλειο άνθρωπο; Είπε ο δάσκαλος: Γιατί απλώς τέλειο άνθρωπο; Έναν από τους πανάγιους σοφούς…Ο τέλειος άνθρωπος, θέλοντας να στεριώσει ο ίδιος, στεριώνει μαζί και τους άλλους»).

Ο Κομφούκιος εναντιωνόταν στους άρχοντες που συνέθλιβαν τον λαό στερώντας του τους πόρους ζωής και αποκήρυξε με οργή τους μαθητές του που προσέφεραν υπηρεσίες σε τέτοιους τυράννους. («Εγώ όμως έχω ακουστά πως ο άριστος βοηθάει όσους έχουν ανάγκη, δεν κάνει πλουσιότερους τους πλούσιους»).

Όταν ρωτήθηκε από έναν άρχοντα για τη μια και μόνη φράση που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια μια χώρα, απάντησε ότι είναι η απουσία μιας φράσης που μπορεί να φέρει την καταστροφή. («Αν ό,τι λέει ο πρίγκιπας δεν είναι καλό και κανείς δεν αντιδρά σε ό,τι λέει, μια φράση μόνο δεν φαίνεται να οδηγεί την χώρα σε απώλεια;»)

Όπως είπαμε, η διακυβέρνηση για τους Κινέζους είναι η πιο ευγενική (για την ακρίβεια η μόνη καθεαυτή ανθρώπινη) δραστηριότητα. Για τον Κομφούκιο, η διακυβέρνηση δεν είναι η άσκηση ενός προνομίου καταγωγής αλλά μπορεί να την αναλάβει ο καθένας εάν είναι προσωπικά άξιος και ενάρετος. Έτσι ο Κομφούκιος υπέσκαψε τα θεμέλια της κληρονομικής αριστοκρατίας και εισηγήθηκε μια τολμηρή ριζοσπαστική τομή στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά επίσης και στις ιδέες για τον άνθρωπο. Από το βάθος αυτής της τομής προβάλλει η ιδέα του ατόμου.

Ο άνθρωπος είναι επιδεκτικός βελτίωσης. Στον καθένα ανεξαιρέτως αναγνωρίζεται ένας αναπαλλοτρίωτος πυρήνας αξιοπρέπειας, ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες. Πάνω ακριβώς σ’ αυτόν τον πυρήνα στήριξε ο Κομφούκιος την ηθική του όπως και την ανθρωπολογική του αισιοδοξία. («Δεν έχω δει ούτε έναν που οι δυνάμεις του δεν επαρκούν [για την τέλεια ανθρωπιά]. πιθανόν να υπάρχει κάποιος, εγώ όμως δεν τον ξέρω»… «Μπορείς να αφαιρέσεις από τα τρία σώματα στρατού τον διοικητή τους, δεν μπορείς όμως να αφαιρέσεις και από τον πιο απλό άνθρωπο τις προσδοκίες του»).

Η ηθική στον Κομφούκιο δεν εκμηδενίζει το άτομο μέσα στο σύνολο, στηρίζεται στη διαφοροποίηση του εγώ και του εσύ και σ’ ένα υψηλό αίσθημα αμοιβαιότητας μεταξύ τους. («[Η τέλεια ανθρωπιά είναι] ό,τι δεν επιθυμείς για τον εαυτό σου μην το επιβάλλεις στους άλλους».) Αυτή η αμοιβαία αίσθηση σεβασμού εκφράζεται δια της κομψής εθιμοτυπίας. Η εθιμοτυπία συλλαμβάνεται σαν τους περιορισμούς της τεχνοτροπίας που διευκολύνουν την καλλιτεχνική έκφραση, αποτελεί τρόπο πραγμάτωσης του ατόμου και όχι εξωτερικό καταναγκασμό.

Η θεωρητική αλλά και συναισθηματική ανατίμηση του ανθρώπου, έξω από ταξικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς προσδιορισμούς, είναι φανερή σε διατυπώσεις όπως «όλοι οι άνθρωποι του κόσμου είναι αδέλφια του. Πώς μπορεί ο άριστος να λυπάται που δεν έχει αδέλφια;».

Ο Κομφούκιος δεν στοχαζόταν «θεωρίας ένεκεν». Η αγάπη για τον άνθρωπο, η πίστη στις εγγενείς δυνατότητές του υποκινούν μια έντονη επιθυμία στράτευσης για την αλλαγή του κόσμου. Στην Κίνα, που οι εξεγέρσεις ήταν ενδημικές, η ανθρωπολογική αισιοδοξία του Κομφούκιου αποτέλεσε θεωρητική βάση για έναν βολονταρισμό που ο απόηχός του έφτασε μέχρι τον Μάο. Βέβαια, η κομφουκιανή ουτοπία, «η οδός των παλαιών βασιλέων», παρουσιάζεται σαν η επιστροφή σ’ ένα ένδοξο παρελθόν. Είναι μόνο ένα «τέχνασμα» του Κομφούκιου για τη νομιμοποίηση του προτάγματός του ή πρόκειται για την λανθάνουσα ανάμνηση ενός χαμένου, προγενέστερου πολιτισμού ελευθερίας;

Ο ίδιος ο Κομφούκιος, σε πείσμα της προσπάθειας της κατοπινής ορθοδοξίας να τον αγιοποιήσει, εμφανίζεται πολύ ανθρώπινος στις αδυναμίες του, τους ενθουσιασμούς του, στις αγωνίες του, τις απογοητεύσεις του. Περιγράφει ως εξής τον εαυτό του: «Είναι ο άνθρωπος που από τον ζήλο του να μελετήσει ξεχνάει ακόμη και να φάει. από την χαρά του για όσα έμαθε ξεχνάει κάθε στεναχώρια. δεν έχει τέλος καταλάβει πώς τα γηρατειά τον πρόφτασαν». Όταν, γέρος πια, συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί το όνειρό του να αναμορφώσει την Κίνα, αναφώνησε με απελπισία: «Το πουλί Φεγκ δεν έφτασε. το ποτάμι δεν φανέρωσε το διάγραμμα. όλα τελείωσαν για μένα». (Το πουλί Φεγκ και το διάγραμμα του ποταμού ήταν οι οιωνοί για την εμφάνιση του Πανάγιου Σοφού που θα έφερνε πάλι την Ουράνια τάξη στον επίγειο κόσμο).

Αργότερα, το ανθρωπιστικό πνεύμα των αναλέκτων αναιρέθηκε μερικά –προδόθηκε κατά τον Μ. Γκρανέ– από τον εξελισσόμενο σε ορθοδοξία κομφουκιανισμό.

Στο πνευματικό στερέωμα των μαχόμενων βασιλείων, οι Κομφουκιανοί δεν ήσαν μόνοι και δεν αποτελούσαν καν το κυρίαρχο ρεύμα. Ο σύγχρονος αναγνώστης ξαφνιάζεται από το βάθος, το εύρος των απόψεων, την ποικιλία των προσεγγίσεων και κυρίως από τη νεωτερική όψη του πολιτικού προβληματισμού εκείνης της μακρινής εποχής.

Η έννοια του «κοινωνικού συμβολαίου» και η ιδέα του «πολέμου όλων εναντίον όλων» παρουσιάστηκαν στην Κίνα 20 αιώνες πριν τον Χομπς, τον Λοκ και τον Ρουσσώ. Για τον Με-τσε, οι άνθρωποι αρχικά είχαν μεταξύ τους μόνο εχθρικές σχέσεις και ζούσαν στην αναρχία όπως τα ζώα. Για να εξέλθουν απ’ αυτή την κατάσταση ήρθαν σ’ ένα αρχικό συμβόλαιο και έδωσαν την απόλυτη εξουσία στον πιο σοφό απ’ αυτούς που τον ονόμασαν γιο του Ουρανού. Η εξουσία ανήκει στον ηγεμόνα γιατί είναι η πηγή κάθε ειρήνης και σταθερότητας και καθιστά έτσι δυνατό τον σχηματισμό της κοινής γνώμης που αποφαίνεται για την ορθότητα των κρίσεων και των ονομάτων, έλεγε ο Γιν Βεν τσε. Τα ονόματα, οι χαρακτηρισμοί και οι ιεραρχικές σχέσεις δεν απορρέουν από το εθιμικό δίκαιο αλλά από την εξουσία του ηγεμόνα, συμπλήρωνε ο ίδιος.

Για τους Κινέζους, ο πολιτισμός δημιουργήθηκε όταν οι πρώτοι σοφοί έδωσαν σε όλα τα όντα τα ονόματά τους, δηλαδή την σωστή τους θέση στην κοσμική και κοινωνική ιεραρχία. Στην περίφημη «διαμάχη για τα ονόματα» δεν βάραινε απλά η απειλή του σχετικισμού, η ανάγκη να αποφευχθούν οι λεκτικές συγχύσεις και οι λαθεμένοι χαρακτηρισμοί σε μια ρευστή μεταβατική περίοδο και να πολεμηθούν οι σοφιστές, οι διαλεκτικοί και οι ρήτορες που υπονόμευαν τις παλαιές ταξινομήσεις και αντιστοιχίες. Η διαμάχη αυτή μετέφερε στη γήινη, βέβηλη, κοσμική σφαίρα τη συζήτηση για την προέλευση και την δικαίωση των τάξεων, του κράτους και του νόμου. Για τον Σουν Τσε το κακό είναι η (φυσική) ομοιομορφία των ανθρώπων η οποία αίρεται από τις διαφοροποιήσεις που επιβάλλει δι’ ενός συμβατικού συμβολικού συστήματος ο πολιτισμός. Θεωρούσε τα ονόματα αποτέλεσμα μιας αναγκαίας αλλά αυθαίρετης σύμβασης.

Οι περισσότεροι διανοητές δεν υποστήριζαν μια «απαισιόδοξη ανθρωπολογία», ούτε θεωρούσαν τον άνθρωπο «εκ φύσεως» κακό. Μερικοί συναρτούσαν την αφθονία με την αρετή και την αυτοδιεύθυνση, και την σπάνη με την ανάγκη της εξουσίας. «Όταν οι άνθρωποι ήταν λίγοι και οι πόροι άφθονοι, δεν υπήρχε ανάγκη ανταμοιβών και ποινών. Ο λαός κυβερνούσε μόνος του τον εαυτό του» έλεγε ο Γιν Βεν τσε. «Σε συνθήκες αφθονίας, ο κοινός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι διεφθαρμένος», τόνιζε ο, κομφουκιανός, Μέγγιος.

Η Κίνα στηριζόταν στα μεγάλα αρδευτικά έργα και η παραγωγή ήταν πάντα αντικείμενο διοικητικής μέριμνας. Την εποχή των μαχόμενων βασιλείων, η παραγωγή και η οικονομία έγινε επίσης αντικείμενο της φιλοσοφίας. Η μέριμνα για την ευημερία, ή τουλάχιστον για την εξασφάλιση των αναγκαίων στον πληθυσμό, δέσποζε στις περισσότερες πολιτικές απόψεις που διατυπώθηκαν τότε. «Οι ανώτεροι υπηρετούνται, οι κατώτεροι τρέφονται, τα όντα κυβερνιούνται, αυτό ονομάζεται τέλεια διακυβέρνηση», έλεγε ο Τσουάνγκ τσε. «Ένας φωτισμένος ηγεμόνας ορίζει στο λαό του τα μέσα διαβίωσης, ώστε ο καθένας να έχει να ζήσει και να θρέψει γονείς, γυναίκες και παιδιά, αλλιώς πώς να ζητήσει κανείς από τον λαό να καλλιεργεί τους τύπους και την δικαιοσύνη», ανέφερε ένας ορισμός των νομοκρατών.

Μερικοί ήταν πιο τολμηροί. Ο Μέγγιος πρότεινε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την κοινοκτημοσύνη της γης. Ο Ξου Ξινγκ έλεγε: «είναι αθέμιτο να ζει ο ηγεμόνας από την χειρωνακτική εργασία των άλλων… πρέπει να σπέρνει και να θερίζει πλάι στους απλούς ανθρώπους». Ο Μέγγιος είχε διαφορετική άποψη: «Ορισμένοι βάζουν το μυαλό τους και δουλεύει, άλλοι βάζουν τα χέρια τους. Οι πρώτοι κυβερνούν, οι άλλοι κυβερνώνται». Ήρωας της σχολής του Με-τσε ήταν ο μυθικός βασιλιάς Γιου που κουβαλούσε ο ίδιος τα τσουβάλια, δούλευε την αξίνα και έφθειρε τον εαυτό του για το καλό του συνόλου. Είκοσι τρεις αιώνες πριν την πολιτιστική επανάσταση, η σχέση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας αποτέλεσε θεμελιώδες ζήτημα προβληματισμού.

Τότε ο Με-τσε διατύπωσε το δόγμα της παγκόσμιας αγάπης και προσπάθησε να πολεμήσει την τόσο παντοδύναμη στην Κίνα ιδιοτέλεια των πελατειακών σχέσεων, της οικογενειοκρατίας και του πνεύματος της πατριάς.
Δείχθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για την μόρφωση του λαού. για τον Μέγγιο «το πρώτο καθήκον του μονάρχη είναι η συντήρηση των σχολείων», ο ίδιος θεωρούσε τους λόγιους όχι τεχνικούς αλλά καλλιεργημένους ανθρώπους και οι περισσότεροι στοχαστές εξήραν την υπεροχή της γενικής παιδείας έναντι της επιμέρους και τεχνικής γνώσης. (Κόκκινοι και όχι ειδικοί, θα πουν αργότερα, την εποχή της πολιτιστικής επανάστασης.)

Η περίοδος των μαχόμενων βασιλείων τελείωσε με την ενοποίηση της Κίνας από τον Σι-Χουανγκ τι, τον πρώτο αυτοκράτορα ο οποίος εμπνέετο από τις ιδέες και την ζοφερή ανθρωπολογία των νομοκρατών. Η ανάγκη μιας αποδοτικής διοίκησης τροφοδότησε τον σκληρό, τεχνοκρατικό ορθολογισμό των τελευταίων: υποστήριζαν τον αντικειμενικό υπολογισμό των πιθανοτήτων, τους ακριβείς ποσοτικούς προσδιορισμούς, την χρήση σταθερών μέτρων και σταθμών, την στήριξη στον μέσο όρο και όχι στο εξαιρετικό και στο ιδιαίτερο, την απάλειψη του τυχαίου, του απρόβλεπτου και του ξεχωριστού. Γι’ αυτούς η διακυβέρνηση ασκείται αποκλειστικά δια της αμοιβής και της τιμωρίας. Απαιτούσαν ανελέητη και απαρέγκλιτη εφαρμογή των γραπτών νόμων τους οποίους είχαν γράψει όχι πάνω σε δέλτους αλλά σε καζάνια. Έλεγαν ότι στην χώρα ενός σοφού βασιλιά δεν υπάρχουν άλλα βιβλία εκτός από τα βιβλία των σε ισχύ νόμων. Θεωρούσαν τους ακέραιους ανθρώπους παράσιτα της κοινωνίας και τους σοφούς που τους ενέπνεαν την χειρότερη μάστιγα του κράτους.

Ο Σι Χουάνγκ τι εξαπέλυσε απηνή διωγμό των διανοουμένων. Εκατοντάδες λόγιοι θάφτηκαν ζωντανοί ή βράστηκαν στα καζάνια και όλη η προηγούμενη και σύγχρονη γραμματεία εκτός από τα τεχνικά εγχειρίδια παραδόθηκε στις φλόγες.

Οι Τσιν, η δυναστεία του πρώτου αυτοκράτορα, κατέρρευσαν πολύ σύντομα εν μέσω λαϊκών εξεγέρσεων. Η δυναστεία των Χαν που ακολούθησε επεδίωξε μια πιο συναινετική μορφή άσκησης εξουσίας και υιοθέτησε ως ιδεολογία της την αντίληψη των κομφουκιανών ότι μέσο της διακυβέρνησης οφείλει να είναι η αγαθοεργία και σκοπός της το καλό του συνόλου. Ταυτόχρονα αποκαταστάθηκαν τα ρήγματα που είχε δημιουργήσει η περίοδος των μαχόμενων βασιλείων με την παράδοση και την προγενέστερη σκέψη που εμπνεόταν από την μαγεία και τον μύθο. Ο κρυσταλλωμένος σε ορθοδοξία πλέον κομφουκιανισμός ξέπεσε στον σχολαστικισμό και θα χρειαστούν αρκετοί αιώνες για την επόμενη άνθηση της σκέψης στην Κίνα, η οποία θα συμπέσει πάλι με εποχή πολιτικής διαίρεσης και εμφυλίων πολέμων.

Ένα πνεύμα ανθρωπισμού αναδύεται προπαντός από την σκέψη του Κομφούκιου, στην οποία ορθά ο Μ. Γκρανέ αποδίδει το «όνομα του ανθρωπισμού», αλλά και από την όλη πνευματική κίνηση της εποχής των μαχόμενων βασιλείων.

Τότε εκδηλώθηκε μια τολμηρή απομάγευση του κόσμου και πολλές συζητήσεις μεταφέρθηκαν προς το κοσμικό πεδίο. Βεβαιώθηκε η προσήλωση στον αισθητό κόσμο (ανθρώπινο και φυσικό) και επιδιώχθηκε η θετική γνώση του δια των αισθήσεων και της λογικής. Ο άνθρωπος άρχισε να αποδεσμεύεται από ουσιακούς προσδιορισμούς που είναι, ή θεωρούνται, εξωανθρώπινοι ενώ μερικοί στοχαστές προχώρησαν σε μια θεώρηση του ανθρώπου ως τέτοιου πέραν από οικογενειακούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, ταξικούς, φυσικούς υπερκαθορισμούς. Συνακόλουθα άνοιξε ο δρόμος για μια ορισμένη κατανόηση της φυσικής μονάδας του είδους, του ατόμου ως διακριτής ποιότητας. Επιπλέον, στην κινέζικη σκέψη κυριάρχησε η «ανθρωπολογική αισιοδοξία», η αναγνώριση στους ανθρώπους θετικών πλευρών, εγγενών ιδιοτήτων που τους κάνουν επιδεκτικούς τελειοποίησης δια της παιδείας. Μέσα από το σύνολο των διεργασιών πρόβαλε στην συζήτηση και την αντιπαράθεση –αβέβαια αλλά δειλά– ο άνθρωπος σαν κεντρική αξία αναφοράς που μπορεί να διατυπώνει κανονιστικές αξιώσεις και να αρθρώνει γύρω της όλες τις άλλες σημασίες. Στην Κίνα τότε αχνοφάνηκε όλο εκείνο το συνεκτικό σύστημα εννοιών το οποίο οι δυτικοί ονομάζουν ανθρωπισμό.

Η κινέζικη γραμματεία έγινε γνωστή στην Ευρώπη από τις μεταφράσεις των Ιησουϊτών, την εποχή που μεσουρανούσε η λεγόμενη φωτισμένη δεσποτεία, και προκάλεσε εύλογο ενδιαφέρον.

Οι διαφωτιστές εντυπωσιάστηκαν. Ο Βολταίρος έγραψε εκατοντάδες σελίδες γεμάτος ενθουσιασμό. Ο Λάϊμπνιτς ήθελε να γίνουν τα κινέζικα η παγκόσμια γλώσσα της φωτισμένης ανθρωπότητας. Η σινομανία του διαφωτισμού κατηγορήθηκε ως μοναδικό παράδειγμα «παρανόησης ενός πολιτισμού σε μεγάλη κλίμακα». Προφανώς, χρησιμοποιώντας πολεμικά το κινέζικο παράδειγμα, οι διαφωτιστές δεν ενδιαφέρθηκαν για την ακρίβεια των πληροφοριών τους, υπέπεσαν σε σφάλματα και έκαναν εσκεμμένες ή όχι παρανοήσεις. Όμως οι διαφωτιστές δεν γελάστηκαν στα κρίσιμα ζητήματα: Η Κίνα ήταν επίσης μια φωτισμένη δεσποτεία που αναδύθηκε συντρίβοντας μια «φεουδαρχία». Η κινέζικη πολιτική σκέψη επεξεργάστηκε έννοιες οι οποίες ήταν πολύ κοντά στις κοσμοαντιλήψεις της πρώιμης αστικής κοινωνίας που επωάζονταν κάτω από τις φτερούγες του απολυταρχικού κράτους.

Μια πιο σπουδαία πηγή για τη διαφωτιστική έμπνευση και για τον δυτικό άνθρωπο ήταν ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός κόσμος. Οι Έλληνες της κλασικής Ελλάδας ήταν, όπως είπαμε, σύγχρονοι των Κινέζων των μαχόμενων βασιλείων και διάκειντο επίσης θετικά προς τον κόσμο και τον πολιτισμό. Βίωσαν την εμπειρία της πόλης, μιας υποδειγματικής για μας σήμερα μορφής πολιτικής οργάνωσης, και μίλησαν για τον κοινωνικό άνθρωπο έξω από τις ιεραρχικές και εξουσιαστικές δεσμεύσεις του πολίτη, ο οποίος, απαλλαγμένος από τα βάρη του μόχθου και της ανάγκης, γευόταν την ευδαιμονία της δημόσιας ζωής συμπράττοντας και συνομιλώντας με τους ομότιμούς του. Η Κίνα δεν γνώρισε ούτε συζήτησε αυτή τη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης.

Η ελληνική πολιτική σκέψη ασχολήθηκε κυρίως με τη συνύπαρξη των κυρίων της κοινωνίας. Η παραγωγή του υλικού πλούτου, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής, τέθηκε εκτός πολιτικού προβληματισμού και εξορίστηκε στη ζώνη του ιδιωτικού. Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, η αντίθεση πολίτη/δούλου έσπρωχνε τον μόχθο και την εργασία, ακόμα και αν ασκούντο από ελεύθερους πολίτες, εκτός της ευρύτερης ανθρώπινης δραστηριότητας και απαξίωνε εντελώς την παραγωγή και την οικονομία ως αντικείμενα συζήτησης.

Η Κίνα δεν βασιζόταν στους δούλους, δεν είχε δουλοπάροικους ούτε κλειστές κάστες και, κοινωνικά, ήταν πιο ομοιογενής. Οι απειράριθμοι υπήκοοί της ζούσαν μέσα στην φτώχεια και την αθλιότητα, δεν ήταν πολίτες όμως δεν ήταν και δούλοι και δεν βρίσκονταν εκτός της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας. Κατά συνέπεια, οι διοικούντες χρησιμοποιούσαν βέβαια τη βία και τον φόβο αλλά έπρεπε επίσης να πετύχουν την ιδεολογική ηγεμονία και να κερδίσουν τη συναίνεση ενός ατίθασου πληθυσμού.
Η Κίνα προσφερόταν λοιπόν για μια πιο καθολική και σφαιρική θέαση των σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος, την πολιτική και την οικονομία, τους παραγωγούς και τους νομείς του κοινωνικού πλούτου.
Η πολιτική σκέψη στην Κίνα αγνόησε τον θεσμό της πόλης και την έννοια της ελευθερίας αλλά είχε έναν πιο έντονα κοινωνικό χαρακτήρα, εκδήλωνε ένα ρητό ενδιαφέρον για το καλό του συνόλου και τα βάσανα των ταπεινών. Η αυτοκρατορική ιδεολογία πήρε «φιλολαϊκούς» χρωματισμούς και η εξουσία ασκείτο μ’ έναν πατερναλιστικό τρόπο που της έδινε αποτελεσματικότητα και κυρίως σταθερότητα.

Ο κινέζικος δεσποτισμός διήρκεσε ακριβώς γιατί δεν ήταν ένας άκαμπτος «ολοκληρωτισμός». Έχοντας ως κεντρική έννοια την αρμονία, άσκησε με επιδεξιότητα την ηγεμονία. Ο μυθικός βασιλιάς Γιου έδωσε το παράδειγμα της ορθής διακυβέρνησης με τον ευφυή τρόπο που δάμασε τον Κίτρινο ποταμό: «Όποιος ξέρει να χειρίζεται τα νερά του ποταμού, αφήνει περάσματα για να μπορέσει να τα κατευθύνει. Όποιος ξέρει να καθοδηγεί τον λαό τον παρακινεί να εκφράζεται δημόσια», διαβάζουμε στα «Χρονικά των Χαν».

Για τους Έλληνες, ο κοινωνικός άνθρωπος πραγματωνόταν μέσα στην πόλη. για τους Κινέζους μέσα στην ιεραρχία που σχημάτιζε η εθιμοτυπία. Όσοι Κινέζοι στοχαστές δεν συμμερίζονταν την καθαρά αντιπολιτική άποψη των ταοϊστών, αντιλαμβάνονταν τα μεγάλα ιεραρχημένα ανθρώπινα σύνολα σαν το σχεσιακό πλέγμα μέσα στο οποίο δημιουργεί και εκδηλώνει ο καθένας την ανθρωπιά του και καθόλου σαν μηχανισμούς που συνθλίβουν το άτομο. Η γραφειοκρατία κέρδισε σε ευελιξία και αποτελεσματικότητα κατοχυρώνοντας και προάγοντας τον ενεργό ρόλο του ατόμου.

Οι Κινέζοι ανέπτυξαν τις καλύτερες εκδοχές αυτού που οι αρχαίοι Έλληνες ήθελαν προπάντων να αποφύγουν θεωρώντας το επιζήμιο για την ελευθερία: να δουν την κοινωνία σαν μια μεγάλη οικογένεια. Διαφορετικές από τις σχέσεις μέσα στο σώμα των πολιτών την συνάντηση ομότιμων και ελεύθερων ανθρώπων οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια μπορούν να έχουν αγάπη, να δώσουν προστασία όχι όμως ελευθερία. είναι σχέσεις προσφοράς αλλά μαζί παράδοσης, υποταγής και εξάρτησης. Η σύγκριση του ελληνικού και κινέζικου παραδείγματος φαίνεται να δικαιώνει τη συντηρητική απαισιόδοξη άποψη ότι η ελευθερία είναι το πρώτο θύμα της άρσης της διάκρισης πολιτικού/κοινωνικού. Πράγματι, όσο η βιβλική κατάρα του μόχθου και της σπάνεως θα βαραίνει πάνω στους ανθρώπους, η «διακυβέρνηση για το καλό του συνόλου» θα διαχειρίζεται την εκμετάλλευση και τις ταξικές σχέσεις δίνοντας στην πολιτεία την μορφή μιας μεγάλης οικογένειας και αποκτώντας η ίδια τα χαρακτηριστικά μιας παντοδύναμης προστατευτικής γονεϊκής (αυταρχικής) φιγούρας. Αυτή είναι η «κινέζικη λύση». Αντίθετα, στην «ελληνική λύση», η ελευθερία της κοινότητας, πρώτα απ’ όλα από την ανάγκη, κερδίζεται με την σκληρότητα, την βία και την αρπαγή και στηρίζεται πάνω στη δουλεία των άλλων.
Ο Πάνεκουκ, από το 1944, προέβλεψε την εξέλιξη της Κίνας, που γεννιόταν μέσα από την επανάσταση, σε νέα παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη. Ενώ άλλοι μιλούσαν περιφρονητικά για το αγελαίο ένστικτο των Κινέζων, αυτός διέκρινε τις αρετές του Κινέζου συλλογικού εργάτη («ισχυρός ατομικισμός, εργατικότητα, ικανότητα, πνεύμα πρωτοβουλίας και χαμηλό επίπεδο αναγκών») και εκτίμησε σωστά την δυναμική τους.

Σήμερα υπάρχει μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον κινέζικο πολιτισμό, την κοινή παράδοση των χωρών της Άπω Ανατολής των οποίων το βάρος αυξάνεται στην παγκόσμια οικονομία.

Η γρήγορη καπιταλιστική ανάπτυξη αυτής της περιοχής στηρίζεται σ’ ένα εργασιακό ήθος που απορρέει από συλλογικές συμπεριφορές και ατομικές στάσεις που χαρακτήριζαν τον προηγούμενο πολιτισμό της. Αυτό το εργασιακό ήθος φαίνεται να ανταποκρίνεται πλήρως στις σύγχρονες ευέλικτες εργασιακές σχέσεις που επικρατούν μετά τον τεηλορισμό και το μαζικό εργοστάσιο.

Στην ευρύτερη Άπω Ανατολή, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η προσαρμοστικότητα που δείχνει το επιχειρηματικό ήθος της. Η Άπω Ανατολή, χωρίς να έχει περάσει ποτέ μέσα από τον φιλελεύθερο αστικό πολιτισμό, επιδεικνύει θαυμάσιες ικανότητες και επιδόσεις στην αφομοίωση των πιο σύγχρονων καπιταλιστικών σχέσεων.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ο κλασικός φιλελευθερισμός, και πρέπει να ερμηνευθεί η αναβίωση στους κόλπους του δομών που περιφρονούντο παλαιότερα ως προνεωτερικές (και μάλιστα αποδεσμευμένων από το κατ’ εξοχήν νεωτερικό στοιχείο που τις συγκρατούσε, τον ορθολογισμό της διοίκησης των λογίων). Μέσα σε συνθήκες παρακμής του αστικού πολιτισμού και του έθνους-κράτους, τι είναι ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός και η παγκόσμια «ελεύθερη» αγορά στην οποία διαπρέπουν οι σύγχρονοι επιχειρηματίες;

Μέσα στην ίδια την Κίνα συνυπάρχει ο κρατικός καπιταλισμός με τον καπιταλισμό της αγοράς. Είναι παρακινδυνευμένη η πρόβλεψη ότι το καθεστώς, υπό την πίεση των αγοραίων δυνάμεων, μπορεί να καταρρεύσει όπως συνέβη στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η γραφειοκρατία στην Κίνα είναι κληρονόμος μιας σπουδαίας παράδοσης, και έχει πολύ πιο βαθειές ρίζες από εκείνες που είχε η ρώσικη.

Το 1962 έγραφε με θαυμασμό ο Μπρωντέλ για τους νέους ηγέτες της Κίνας: «Δεν μπορεί να μη σκεφθεί κανείς ότι όλοι αυτοί είναι οι κληρονόμοι της μεγάλης γραφειοκρατικής παράδοσης της υπερχιλιετούς Αυτοκρατορίας, οι κληρονόμοι των υπαλλήλων-λογίων που ήταν συνηθισμένοι να κυβερνούν ένα αχανές κράτος με σιδερένιο χέρι. Μια νέα ιντελιγκέντσια, δραστήρια και τολμηρή, αντικατέστησε την παλιά, την πολυδιαβασμένη, την αρτηριοσκληρωτική, και κρατά στα δικά της τώρα στιβαρά χέρια τα πεπρωμένα της Κίνας… Ο παλαιότερος επιζών πολιτισμός μεταβλήθηκε στην πιο νέα και την πιο προοδευτική δύναμη σε όλες τις υπό ανάπτυξη χώρες. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η Κίνα μπόρεσε να στηριχθεί σε ένα από τα αρχαιότερα και τα πιο σταθερά γνωρίσματα του παμπάλαιου πολιτισμού της: στην γραφειοκρατική της οργάνωση».

Ο Μάο τον απεκάλεσε «μεσαιωνική σαβούρα», αλλά ο Κομφούκιος στις μέρες μας είναι επίκαιρος. Σύμφωνα με τον Λιου Κουνγκ, ένας αναγεννημένος Κομφουκιανισμός διαδίδεται παγκόσμια από τη δεκαετία του ’90, δεσπόζει στις καπιταλιστικές χώρες της Άπω Ανατολής και ενισχύεται μέσα στην ίδια την Λαϊκή Κίνα. Γι’ αυτόν, ο εν λόγω νεοκομφουκιανισμός μετέχει πλήρως στην ιδεολογία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και συνδέεται με την καπιταλιστική ανάπτυξη της Άπω Ανατολής.

Επίσης η (κομφουκιανή) ιδέα ενός οικουμενικού κράτους, που κυβερνάται δια της αγαθοεργίας με σκοπό το καλό του συνόλου, υποστηρίζεται από πολλούς μέσα στα κινήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Ακριβώς όμως σ’ ένα τέτοιο κράτος έσβησε η λαμπρή φλόγα που φώτισε την Κίνα ανάμεσα στον 5ο και 3ο π.Χ. αιώνα. Στις αυτοκρατορίες, αγαθοεργές ή όχι, τελματώνεται ο ανθρώπινος πολιτισμός που γεννιέται στην σύγκρουση ανάμεσα σε ανεξάρτητες μαχόμενες πολιτικές οντότητες. Στα βασίλεια των Μακεδόνων και στη ρωμαϊκή ειρήνη, χάθηκε ο πολιτισμός των ελληνικών δημοκρατικών πόλεων. Μέσα στην ειρήνευση του απολυταρχικού κράτους έδυσε η λάμψη των αναγεννησιακών πόλεων. Και τέλος μέσα στη σύγχρονη αυτοκρατορία παρακμάζει στις μέρες μας ο αστικός πολιτισμός των μαχόμενων εθνικών κρατών.

5/11/2003

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ