Αρχική » Οι μεγάλες δυνάμεις και το Κόσοβο: Πως η άσχημη κατάσταση μπορεί να γίνει χειρότερη

Οι μεγάλες δυνάμεις και το Κόσοβο: Πως η άσχημη κατάσταση μπορεί να γίνει χειρότερη

από Άρδην - Ρήξη

της Ντ. Τζονστόουν, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007

Μετά από οκτώ χρόνια περιπετειώδους κατοχής του Κοσσυφοπεδίου από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, οι οποίες το απέσπασαν βίαια το 1999 από τον σερβικό έλεγχο, έπειτα από 78 ημέρες βομβαρδισμού, η διεθνής κοινότητα, υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, είναι έτοιμη να μεταβιβάσει τις ευθύνες του αδιεξόδου σε κάποιον άλλο. Τούτο θα πραγματοποιηθεί μέσω της επιβολής μίας μη-βιώσιμης λύσης που θα προβοκάρει τους Αλβανούς ή τους Σέρβους, ή και τους δύο, να αντιδράσουν με τρόπο που να τους καταστήσει υπεύθυνους για την επικείμενη καταστροφή.

Η «Διεθνής Κοινότητα», το σύγχρονο αντίστοιχο των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα, που διαμέλισαν τα Βαλκάνια μ’ έναν τρόπο που οδήγησε στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, διόρισε τον πρώην πρωθυπουργό της Φινλανδίας Μάρτιν Αχτισάαρι ως «ειδικό απεσταλμένο του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών για την εύρεση μίας μελλοντικής λύσης στο καθεστώς του Κοσόβου». Η αποστολή του Αχτισάαρι ήταν να βρει μία λύση που θα άρεσε στα Ευρωπαϊκά ΜΜΕ και στις μη-κυβερνητικές οργανώσεις που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ούτε το Διεθνές Δίκαιο αλλά ούτε και η πραγματικότητα ήταν παράγοντες που έλαβαν υπόψη τους στα σοβαρά.

Σύμφωνα με το «σχέδιο Αχτισάαρι» το Κοσσυφοπέδιο «θα καταστεί μία πολυεθνική κοινωνία, μία δημοκρατία που θα σέβεται πλήρως τον νόμο, με την πιο προωθημένη αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και η οποία θα προωθεί μια ευημερούσα και ειρηνική ζωή για όλους τους κατοίκους της». Σύμφωνα με το Σχέδιο, το Κοσσυφοπέδιο «θα καταστεί» κάτι τέτοιο. Γιατί, σήμερα είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ορίζει το Σχέδιο: ένα προτεκτοράτο που βυθίζεται στη φτώχεια και στις βίαιες εθνοτικές αντιπαραθέσεις, που διαθέτει ένα πολιτικό σύστημα που ελέγχεται πλήρως από τις ένοπλες συμμορίες, μία διεφθαρμένη δικαιοσύνη και πανικόβλητες μειονότητες (κυρίως αυτή των Σέρβων και των Ρομά) που στερούνται κάθε έννοια ελευθερίας, μην μπορώντας να βγουν έξω τις πολιορκημένες εστίες τους, για να ψωνίσουν, να πάνε στο σχολείο ή να δουλέψουν στα χωράφια τους.

Αυτή είναι η κατάσταση –για να μην αναφέρουμε τις διαλυμένες δημόσιες υπηρεσίες, την ολοκληρωτική εξάρτηση από την εξωτερική βοήθεια, την κυριαρχία της παρα-οικονομίας (κυρίως της σωματεμπορίας και της διακίνησης ναρκωτικών) αλλά και της μαζικής ανεργίας που μαστίζει τη νεολαία και την εξωθεί ολοένα και περισσότερο προς τη βία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από το να μετασχηματίσει κανείς αυτό το προτεκτοράτο σ’ ένα πρότυπο πολυεθνικού κράτους. Αυτό ακριβώς, όμως, υπόσχεται το «Σχέδιο Αχτισάαρι».

Πως θα πραγματοποιηθεί αυτό το θαύμα; Το αποσχιστικό κίνημα των Αλβανών έχει πειστεί πως η ολική ανεξαρτησία είναι αυτό που χρειάζεται ώστε το Κοσσυφοπέδιο να γίνει κάτι σαν το Λουξεμβούργο. Βέβαια, η πλήρης ανεξαρτησία δεν προτείνεται από τον Αχτισάαρι. Το Κόσοβο θα βρίθει επιφάσεων ανεξαρτησίας – θα έχει να παίζει με τη «δική του σημαία και τον δικό του εθνικό ύμνο», αλλά θα τεθεί υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας – οργανισμοί που δεν συνιστούν την καλύτερη εγγύηση ανεξαρτησίας.

Σύμφωνα με το «Σχέδιο», το Κόσοβο θα παραμείνει υπό στενή διεθνή επίβλεψη. Ο έλεγχος θα ασκείται από μία διεθνή γραφειοκρατία, η οποία θα προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από το ΝΑΤΟ, σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις.

Μέσω ενός «Διεθνούς ύπατου Αρμοστή» (ICR), ο οποίος ταυτόχρονα θα εκτελεί και χρέη «Ειδικού Απεσταλμένου της Ε.Ε.», θα διοριστεί από ένα «Διεθνές Καθοδηγητικό Όργανο», το οποίο θα συγκροτηθεί από τους «βασικούς εγγυητές». Θα είναι επιφορτισμένος με την «ακύρωση αποφάσεων ή νόμων που θα υιοθετούνται από τις αρχές του Κοσόβου, και την απομάκρυνση των ανώτερων υπαλλήλων, των οποίων οι ενέργειες θα αντίκεινται στο πνεύμα και το περιεχόμενο του “Σχεδίου”». Για τέτοια “ανεξαρτησία” μιλάμε…
Αυτοί οι «βασικοί εγγυητές» είναι, όλως τυχαίως, αυτοδιοριζόμενοι και δεν περιλαμβάνουν τη χώρα που συνδέεται περισσότερο με το Κόσοβο: τη Σερβία. Πολύ περισσότερο, θυμίζουν την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά των άλλων χωρών κατά τον 19ο αιώνα.

«Μια αποστολή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας που θα επιβλέπει όποια διαδικασία αφορά στην εφαρμογή των νόμων».

Μία «στρατιωτική αποστολή υπό την καθοδήγηση του ΝΑΤΟ θα παρέχει ασφάλεια σε όλο το Κόσοβο» μέχρι οι θεσμοί του να μπορούν να την εξασφαλίσουν από μόνοι τους – χρονικό διάστημα το οποίο θα το αποφασίσουν οι «βασικοί εγγυητές».
Με μερικές αλλαγές στους τίτλους, πρόκειται για την ίδιας μορφής διεθνή επίβλεψη που μέχρι σήμερα απέτυχε να αντιμετωπίσει το έγκλημα, να προστατέψει τις μειονότητες και να αναπτύξει την οικονομία.
Η γραφειοκρατία της Νέας Τάξης Πραγμάτων
Η Νέα Τάξη αρέσκεται να διοικεί μέσω μίας διεθνούς γραφειοκρατίας. Από τις συμφωνίες του Ντέιτον και ύστερα, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη βρισκόταν υπό ένα παρόμοιο καθεστώς: ένα πολύπλοκο πλέγμα τοπικών αρχών που λειτουργούσαν υπό τη στενή επίβλεψη ενός «ειδικού απεσταλμένου» (που αποτελεί τη σύγχρονη εκδοχή του ανθύπατου ή του αντιβασιλέα), ο οποίος έχει το δικαίωμα να καταργεί τους νόμους ή να απολύει τους δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους που δεν ακολουθούν τις υποδείξεις της διεθνούς κοινότητας. Διακηρυγμένος στόχος αυτής της συγκεκαλυμμένης δικτατορίας είναι η προώθηση της «πολυπολιτισμικότητας» αλλά το πραγματικό αποτέλεσμά της είναι η ενίσχυση των ανταγωνισμών μεταξύ Μουσουλμάνων, Σέρβων και Κροατών. Αυτή η ενδεκαετής ιστορία της αποτυχίας λειτουργεί ως πρότυπο για την «επιτυχία» στην περίπτωση του Κοσόβου. [ ]
Το «Σχέδιο» δεσμεύει το Κόσοβο σε μία σειρά μέτρων και πολιτικών, όπως την αποδοχή του Ευρωπαϊκού Ευρωσυντάγματος, το οποίο απερρίφθη από τον γαλλικό και τον ολλανδικό λαό, την προσήλωση στις αρχές της «ελεύθερης αγοράς» και τους θεσμούς της –το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα–, τη δέσμευση από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αποψιλωμένες από οποιαδήποτε δυνατότητα άσκησης οικονομικής πολιτικής, οι λειτουργίες του κράτους περιορίζονται στη διαφύλαξη των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις μειονότητες. Αυτή η επιμονή στις μειονοτικές ταυτότητες ενισχύει τις διαιρέσεις και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των κατοίκων. Κι έτσι αποκλείεται οποιαδήποτε προοπτική ενοποίησης σε μία πλειοψηφία που θα αμφισβητήσει τις αποφάσεις των ξένων κέντρων. [ ]
Δημιουργώντας παραβιάσεις των Δικαιωμάτων
Η μεταψυχροπολεμική καπιταλιστική Δύση αναζητούσε ένα νέο ιδεολογικό άλλοθι που να την νομιμοποιεί. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» το προσέφεραν. Προκειμένου να διατηρήσει και να διευρύνει την αμερικανοκίνητη ψυχροπολεμική μηχανή έπειτα από την κατάρρευση του συμφώνου της Βαρσοβίας, το ΝΑΤΟ διαμόρφωσε το δόγμα των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων». Ο πόλεμος του Κοσόβου το 1999 ήταν η πρόβα τζενεράλε αυτής της νέας αποστολής.
Το ιστορικό πλαίσιο της διαμάχης του Κοσόβου απορρίφθηκε από τους Αμερικάνους ως ασύμβατο, στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν «νέους Χίτλερ» στη μια πλευρά και νέα «θύματα» στην άλλη – το δίπολο που απαιτείται προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανθρωπιστική επέμβαση. Ενθαρρυμένος από την προοπτική να παίξει τον ρόλο του «θύματος», ο αποσχιστικός αλβανικός στρατός του UCK προέβη σε μία σειρά προβοκατόρικων ενεργειών, πυροβολώντας αστυνομικούς και άλλα άτομα που συνεργάζονταν με την κυβέρνηση του Βελιγραδίου. Η βίαιη απάντηση, όπως αναμενόταν, ήλθε αμέσως. Το ΝΑΤΟ ερμήνευσε τις βιαιοπραγίες ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου «εθνοκαθάρσης» και γενοκτονίας. Χάρη στην άγνοια και την προκατάληψη των ΜΜΕ, το ΝΑΤΟ εξασφάλισε τη συναίνεση στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και στην κατοχή του Κοσσυφοπεδίου. Παρόλα αυτά, το ΝΑΤΟ έπρεπε να συντηρήσει το μανιχαϊκό του ιδεολόγημα ως άλλοθι για την επέμβασή του. Το κύριο εργαλείο που το βοήθησε ήταν το Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα στην πρώην Γιουγκοσλαβία που στήθηκε στην Χάγη, το οποίο, παρόλο που μέχρι πρότινος ήταν ένα δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών, χρηματοδοτήθηκε και λειτούργησε με τη συμβολή των κυβερνήσεων του ΝΑΤΟ.
Το κύριο πρόβλημα στο Κόσοβο σήμερα είναι ψυχολογικό: το μίσος μεταξύ των κοινοτήτων που τροφοδοτείται από τη μονομερή ξένη επέμβαση. Η στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων ενθαρρύνει τους Αλβανούς εθνικιστές να απαιτούν ολοένα και περισσότερα: περισσότερες παραχωρήσεις, περισσότερο έδαφος, μεγαλύτερη ανοχή στις επιθέσεις τους εναντίον μη-Αλβανών, για τους οποίους η επίσημη εκδοχή του ΝΑΤΟ υποστηρίζει ότι «παθαίνουν ό,τι τους αξίζει».
Αντ’ αυτής της μονομερούς τιμωρητικής προσέγγισης των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, αυτό που χρειαζόταν ήταν κάποιο είδος «Επιτροπής Αλήθειας» που θα διερευνούσε τα γεγονότα, τις μαρτυρίες και τις ευθύνες όλων των πλευρών σε μία προσπάθεια να επιτευχθεί συμφιλίωση αναμεταξύ τους. Η συμφιλίωση μπορεί να βασιστεί μόνο στην αίσθηση μίας κοινότητας αξιών, η οποία όμως υπονομεύεται διαρκώς από την αναζήτηση «εθνικών κοινοτήτων-θητών» και «εθνικών κοινοτήτων-θυμάτων».
Αλλά μία απροκατάληπτη προσέγγιση της περίπτωσης του Κοσόβου θα αποκάλυπτε τις τεράστιες ευθύνες των ξένων δυνάμεων και κυρίως των ΗΠΑ, της Γερμανίας και του ΝΑΤΟ. [ ]
Σχεδιάζοντας τον Ζωολογικό Κήπο
Η βασική τοποθέτηση των κέντρων αποφάσεων της «Διεθνούς Κοινότητας» είναι ότι μόνον αυτά είναι κατάλληλα για να λαμβάνουν αποφάσεις. Πολύ καταλληλότερα, μάλιστα, από τους ανθρώπους που επηρεάζονται από αυτές. Οι μικρότεροι λαοί αντιμετωπίζονται ως απείθαρχα παιδιά ή ως θορυβώδη ζώα σ’ έναν ζωολογικό κήπο, τα οποία κρατούνται σε κλουβιά που σχεδιάστηκαν από εκείνους που γνωρίζουν ποιο είναι το καλύτερο γι’ αυτά.
Αυτή η τοποθέτηση αντικατοπτρίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε μία άσκηση προσομοίωσης της πολιτικής κατάστασης του Κοσόβου, που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ ως μέρος τις προετοιμασίας για τις τελικές διαπραγματεύσεις περί του καθεστώτος της περιοχής1. Σ’ αυτές τις ασκήσεις, οι συμμετέχοντες– κυρίως Αμερικανοί αξιωματούχοι– έπαιζαν τους Σέρβους, τους Αλβανούς και τους Αμερικανούς διαμεσολαβητές. Τα πορίσματα της άσκησης σημείωναν χαρακτηριστικά: «Τόσο οι προσομοιωμένοι Αλβανοί, όσο και οι Σέρβοι, αντιμετώπιζαν την “Αμερική” ως τον μοναδικό φορέα ισχύος, αγνοώντας τους υπόλοιπους φορείς της διεθνούς κοινότητας, όπως τον ΟΗΕ, η συμπεριφορά έναντι των οποίων χαρακτηρίστηκε από έλλειψη εμπιστοσύνης».
Τα συμπεράσματα της άσκησης καταγράφηκαν σε μία έκθεση την οποία συνέγραψαν δύο βασικοί ιθύνοντες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια: Ο Τζέημς Χούπερ, διευθυντής του Balkan Action Council και ο Πωλ Γουίλλιαμς, που ήταν σύμβουλος τόσο στη συνδιάσκεψη του Ντέιτον, το 1995, όσο και στις συνομιλίες του Ραμπουγιέ το 1999, που έθεσαν το διπλωματικό πλαίσιο για τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Όλως τυχαίως, ο Γουίλλιαμς ηγείται του ιδρύματος Διεθνούς Δικαίου και Πολιτικής που πραγματοποίησε την άσκηση και που ήδη είχε αναλάβει να ετοιμάσει ένα προσχέδιο Συντάγματος για το μελλοντικό καθεστώς του Κοσόβου.
Το πιο αξιοσημείωτο συμπέρασμα ήταν ότι: «Όταν αφέθηκαν δίχως εξωτερικές πιέσεις, οι “Αλβανοί” και οι “Σέρβοι” συνομιλητές έτειναν να συμφωνήσουν στην διχοτόμηση του Κοσόβου, ανταλλάσσοντας περιοχές του Βορείου Κοσόβου με περιοχές της Νότιας Σερβίας, αγνοώντας τις συνέπειες για τη FYROΜ και τη Βοσνία». Και συνέχιζε υπογραμμίζοντας ότι: «Για να αποφευχθεί η ανταλλαγή περιοχών με σκοπό την επίτευξη των όρων της εθνικής ομοιογένειας, η Διεθνής Κοινότητα, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, θα πρέπει να την αποτρέψει».
Προσπερνώντας την αμφιλεγόμενη αξιοπιστία τέτοιων προσομοιώσεων, αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι η αλαζονεία των Αμερικανών αξιωματούχων, η σιγουριά ότι έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν ποιο είναι το καλύτερο για τους λαούς, η τάση τους να τους εμποδίζουν να βρουν μόνοι τους μια λύση. Αυτή η στάση αντικατοπτρίζει την ουσία της αμερικανικής πολιτικής. Έχει ξεχαστεί, επειδή ακριβώς αγνοήθηκε τότε, ότι, το 1998, το Βελιγράδι είχε ξεκινήσει μία απόπειρα διαπραγματεύσεων με τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου.
Οι Αλβανοί ηγέτες του Κοσσυφοπεδίου είχαν απορρίψει την πρόταση για συνομιλίες, ποντάροντας στο ενδεχόμενο της επέμβασης του ΝΑΤΟ εάν τα πράγματα χειροτέρευαν. Για να τηρήσουν τα διπλωματικά προσχήματα, πριν εξαπολύσουν τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν την τελευταία στιγμή μία παρωδία διαπραγματεύσεων στο Ραμπουγιέ, όπου οι Αλβανοί και οι Σέρβοι αντιπρόσωποι δεν συναντήθηκαν ποτέ μεταξύ τους, παρά μόνο αναλώθηκαν σε διαπραγματεύσεις τύπου «Take it or leave it» με τους Αμερικάνους διαμεσολαβητές. Οι προτάσεις σχεδιάστηκαν ώστε να καταδείξουν τη σερβική αδιαλλαξία και να δικαιολογήσουν τους βομβαρδισμούς πάνω στην επίφαση ότι «οι Σέρβοι αρνούνταν να διαπραγματευτούν»– ενώ οι επίσημες συμβιβαστικές προτάσεις των Σέρβων είχαν αγνοηθεί παντελώς.
Επιπρόσθετα, σε μία προσβλητική κίνηση, οι Αμερικάνοι προωθούσαν ως επικεφαλής της Αλβανικής αντιπροσωπείας τον ηγέτη των ένοπλων Αλβανών, Χακίμ Θάτσι, παραμερίζοντας τους ευρύτερα γνωστούς Αλβανούς διανοούμενους που είχαν μεταβεί στο Ραμπουγιέ.
Η πρακτική αυτή είναι τυπική της αποικιακής συμπεριφοράς των ΗΠΑ: επιλέγουν να συνδιαλέγονται με τα χειρότερα δυνατά κομμάτια της κοινωνίας που επιθυμούν να επηρεάσουν.
Γιατί σε κάθε κοινωνία υπάρχουν καλύτερα και χειρότερα στοιχεία. Από την μία πλευρά, υπάρχουν οι αναίσχυντοι οπορτουνιστές, οι κόλακες και οι τυχοδιώκτες εγκληματίες. Το πλεονέκτημα που έχουν είναι ότι μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αλλά όχι για πάντα, γιατί έρχεται η στιγμή που απαιτούν να πληρωθούν για τις υπηρεσίες τους. Η υπομονή των ένοπλων Αλβανών έχει εξαντληθεί, γεγονός που δημιουργεί πολλούς φόβους στους ξένους κατακτητές.
Εάν η Διεθνής Κοινότητα τους φοβάται, πράγμα που αποτελεί ένα κίνητρο για να τους δίνει διαρκώς αυτό που ζητούν προτού αρχίσουν να πυροβολούν, τότε τι αισθάνονται οι ανυπεράσπιστοι κάτοικοι; Οι εναπομείναντες μη Αλβανοί κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου, κυρίως σερβόγλωσσοι Ρομά, ζουν σ’ ένα καθεστώς τρομοκρατίας. Και οι πλειοψηφία των Αλβανών κατοίκων είναι έρμαιο στα χέρια των γκάνγκστερ και των αρχηγών των ένοπλων συμμοριών, όπως είναι ο αγαπημένος των ΗΠΑ, Ραμούς Χαραντινάι. Ο Χαραντινάι διορίστηκε στη θέση του προσωρινού Πρωθυπουργού στο Κόσοβο, παρόλο που εκκρεμούσαν εναντίον του κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου στο δικαστήριο της Χάγης. Μετά από τη σύλληψή του, ο Χαραντινάι έχει εξαπολύσει μία επικοινωνιακή εκστρατεία για να προβάλει τις πολιτικές του θέσεις. Επαναλαμβάνει διαρκώς πως «Όλοι οι Αλβανοί του Κοσόβου θέλουν ανεξαρτησία από τη Σερβία», αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, οποιοσδήποτε Αλβανός είχε διαφορετική άποψη δεν έχει τη δυνατότητα να την εκφράσει.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την ευημερία της χώρας και του λαού τους. Σε οποιαδήποτε κοινωνία, υπάρχει έστω και μία χούφτα ανθρώπων που θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε με το παλιομοδίτικο επίθετο «σοφούς». Αυτοί αγνοούνται συστηματικά.
Η Εναλλακτική Λύση
Ένας από αυτούς υπήρξε και ο Ντόμπρισα Τσότσις, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Σέρβους συγγραφείς, και πρωθυπουργός της χώρας για ένα σύντομο διάστημα, κατά το 1993, όταν προσπάθησε απεγνωσμένα να αποκαταστήσει την ειρήνη, παρότι στιγματίστηκε ως «εθνικιστής». Παρόλα αυτά, συνέχισε να αναζητεί μία δίκαιη και βιώσιμη συμφωνία για το Κόσοβο, η οποία θα γινόταν αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, σ’ ένα κλίμα συμφιλίωσης και ειρήνης. Οι προτάσεις του, στα πλαίσια οποιασδήποτε αυθεντικής προσπάθειας για την αμοιβαία συνεννόηση στην περιοχή, θα έπρεπε τουλάχιστον να ληφθούν υπόψη.
Τον Σεπτέμβριο του 2004, ο Τσόσιτς επανέφερε τις προτάσεις του «Για την συνύπαρξη των Αλβανών και των Σέρβων» σ’ ένα οκτασέλιδο κείμενο το οποίο απεστάλη σ’ όλες τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις. Ενώ μιλάει από το μέρος των Σέρβων, ο Τσόσιτς λαμβάνει στα σοβαρά υπόψη τις θέσεις των Αλβανών, ενώ εντοπίζει προβλήματα και στις δύο εθνικές ιδεολογίες. «Οι εθνικές ιδεολογίες των Σέρβων και των Αλβανών», υποστηρίζει, «περιλαμβάνουν αναχρονιστικές πολιτικές αντιλήψεις οι οποίες βασίζονται σε μία ιστορία εθνικών ταπεινώσεων και ηττών.
Τα προϊόντα αυτών των ιδεολογιών- η “Μεγάλη Αλβανία” από τη μια πλευρά και η «Σερβική ιερή γη» του Κοσόβου από την άλλη– είναι μύθοι που δεν μπορούν να συνεισφέρουν στην αναζήτηση μίας λογικής και δίκαιης λύσης των σύγχρονων εθνικών και κρατικών προβλημάτων του σερβικού και του αλβανικού λαού, που θα αποφασιστεί σ’ ένα πλαίσιο ανεξαρτησίας των λαών της Βαλκανικής, της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου». Ο Τσόσιτς παρατηρεί ότι οι δραστικές αλλαγές στην εθνική σύνθεση του Κοσόβου υπέρ των Αλβανών πρέπει να οδηγήσουν στην αναζήτηση ενός συμβιβασμού μεταξύ των σερβικών ιστορικών δικαίων και των αλβανικών δημογραφικών δικαιωμάτων. Υπ’ αυτή την έννοια, η διατήρηση του Κοσόβου στην επικράτεια της Σερβίας συνιστά «ένα δημογραφικό, οικονομικό και πολιτικό βάρος που θα υπονομεύει εσαεί την κανονική της ανάπτυξη».
Ενώ οι ίδιοι Αμερικάνοι αξιωματούχοι, που ενίσχυσαν τα πάθη μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών, επιμένουν τώρα ότι πρέπει να ζήσουν μαζί σε ένα «πολυεθνικό Κόσοβο», ο Τσόσιτς υποστηρίζει ότι «οι Αλβανοί δεν θέλουν να ζήσουν μαζί με τους Σέρβους και οι Σέρβοι δεν μπορούν να ζήσουν υπό τους Αλβανούς. ότι και οι δύο μπορούν να ζήσουν ελεύθερα μόνο αν διαχωριστούν μεταξύ τους». Γι’ αυτό και υποστηρίζει μία εκδοχή διχοτόμησης, η οποία θα γίνει αντικείμενο συνομιλιών μεταξύ των δύο πλευρών και θα αποτελέσει τη βάση της συνεννόησης και της χειραφέτησης των μελλοντικών γενεών από αυτήν τη σύγκρουση που διαρκεί αιώνες. Σε αντίθεση με το «Σχέδιο Αχτισάαρι» που ενέκριναν οι Αμερικανοί, και το οποίο αποτρέπει το Κόσοβο από την ένωση με την γειτονική Αλβανία, ο Τσόσιτς αποδέχεται αυτό το ενδεχόμενο ως μέρος μίας ευρύτερης συμφωνίας.
Αμοιβαίος Σεβασμός ή Αμοιβαίο Μίσος
Η πιθανότητα να προκύψει μία τέτοια λύση μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών της περιοχής εκμηδενίστηκε από τις κινήσεις των ΗΠΑ. Πριν από μερικά χρόνια, πολύ λίγοι άνθρωποι στην Ευρώπη θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τέτοιες απόψεις. Η Ντανιέλ Μιτεράν, σύζυγος του πρώην Γάλλου πρωθυπουργού, είχε ξεκινήσει έναν γύρο συζητήσεων μεταξύ Αλβανών και Σέρβων διανοουμένων στο Παρίσι. Αυτές οι συναντήσεις ποτέ δεν έτυχαν της στήριξης των ΗΠΑ, οι οποίες προτιμούσαν να πάρουν το μέρος των αλβανικών αποσχιστικών τάσεων . […]
Οι ΗΠΑ και η «Διεθνής Κοινότητα» έκαναν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να αποτρέψουν μία συμφωνία βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό κι έτσι συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση ενός κλίματος αμοιβαίας εχθρότητας.
Υποτίθεται ότι οι κατακτητές λεηλατούν τον πλούτο της περιοχής που κατακτούν, αλλά αφήνουν ανέπαφους τους θεσμούς της προκειμένου να διασφαλίζουν την τάξη. Οι κατακτητές του «ανθρωπισμού» λειτουργούν διαφορετικά: Στο Κόσοβο, όπως και στο Ιράκ, καταργούν όλους τους θεσμούς και ξεκινούν από την αρχή. Το αποτέλεσμα είναι χαοτικό.
Η περιοχή είναι από τις πλέον κακόφημες στην Ευρώπη, κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, κόμβος εμπορίου λευκής σαρκός (που ξεκινάει από τις φτωχές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες με προορισμό την κεντρική Ευρώπη) και εστία άλλων παράνομων δραστηριοτήτων. Τα περισσότερα βενζινάδικα λειτουργούν ως πλυντήρια χρημάτων, ενώ οι κλίκες απομυζούν μέσω της ελεγχόμενης διοίκησης τη διεθνή βοήθεια για την «ανοικοδόμηση». Η αστυνομία και τα δικαστήρια είναι εστίες διαφθοράς, ενώ ούτε η δύναμη του ΝΑΤΟ, ούτε του ΟΗΕ καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για να εφαρμόσουν τον νόμο.
Μέσα σ’ αυτό το χάος, οι ΗΠΑ διατηρούν μία μεγάλη στρατιωτική βάση, το Camp Bondsteel, ένα σύμβολο της αυτιστικής πρακτικής της αυτοκρατορίας: η επανάσταση μπορεί να έγινε στην Κούβα, αλλά οι ΗΠΑ διαθέτουν τη βάση του Γκουαντάναμο. Οτιδήποτε και να γίνει στο Κόσοβο, η βάση θα παραμείνει εκεί.
Οι υπόλοιπες, λιγότερο προστατευμένες, κατοχικές δυνάμεις είναι πιο νευρικές. Ήδη, τον Μάρτιο του 2004, μερικές από αυτές συγκρούστηκαν με το αλβανικό πλήθος που πορευόταν για να λεηλατήσει τις σερβικές εκκλησίες. Ο καθένας γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ξανασυμβεί, και τότε θα είναι πολύ σοκαριστικό γι’ αυτούς να αναγκαστούν να πυροβολήσουν αυτούς που χαρακτηρίσθηκαν ως «θύματα» στη μανιχαϊκή ιδεολογία του ΝΑΤΟ. Οι απεσταλμένοι της διεθνούς κοινότητας δήλωσαν ότι η Σερβία «έχει χάσει το δικαίωμα να διοικεί το Κόσοβο» εξαιτίας της αυταρχικής διακυβέρνησης του Μιλόσεβιτς στην περιοχή. Τι είναι αυτό που έδωσε το δικαίωμα του ελέγχου της περιοχής στους Αμερικανούς και τους δορυφόρους τους; Οι 78 μέρες του βομβαρδισμού του ΝΑΤΟ, οι οποίοι έληξαν με τον Αχτισάαρι –από τότε– να παραδίδει ένα τελεσίγραφο στον Μιλόσεβιτς, ότι, εάν δεν παραδοθεί, θα προχωρήσουν στην ισοπέδωση ολόκληρου του Βελιγραδίου;
Πολλοί Σέρβοι θα συμφωνούσαν με τον Τσόσιτς, ότι το βάρος της διατήρησης του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία είναι δυσβάσταχτο. Περισσότερο από το ίδιο το Κοσσυφοπέδιο, οι Σέρβοι επιθυμούν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους. Το έθνος τους βρέθηκε στο στόχαστρο κοντά στα είκοσι χρόνια, από εχθρούς που αποσκοπούσαν στην αρπαγή εδαφών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με τη δικαιολογία ότι «καταπιέζονταν» από τους Σέρβους. Στην (επιτυχημένη) προσπάθεια μερικών Σέρβων πολιτικών και δημοσιογράφων να αποσπάσουν την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων, πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην κατασυκοφάντηση της ίδιας τους της πατρίδας. Το μεγαλύτερο από τα ψεύδη που διακινούσαν ήταν ότι οι Αλβανοί κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου διεσώθησαν, με την επέμβαση του ΝΑΤΟ, από μιά γενοκτονία που ήταν τόσο αληθινή όσο και τα «όπλα μαζικής καταστροφής» που επικαλέστηκαν οι Αμερικάνοι για να εισβάλουν στο Ιράκ.
Το ζήτημα του Κοσόβου χρησιμοποιήθηκε για να τιμωρηθεί και να ταπεινωθεί η Σερβία σ’ έναν βαθμό που δεν θα το ανεχόταν κανένα άλλο έθνος. Η Σερβία δεν μπορεί να αντισταθεί στις βουλές των Μεγάλων Δυνάμεων, μπορεί όμως να αρνηθεί να τις υλοποιήσει. Κι αυτό δεν είναι «εθνικισμός» αλλά στοιχειώδης αξιοπρέπεια.
Οι Ρώσοι και το «Σχέδιο Β»
Το σχέδιο Αχτισάαρι έγινε αποδεκτό από τον προσωρινό πρωθυπουργό Αγκίμ Τσέκου, ο οποίος, προτού αναλάβει την ηγεσία των ένοπλων αλβανικών ομάδων στο Κόσοβο, είχε πρωτοστατήσει στην «εθνοκάθαρση» των Σέρβων της Κράινα ως ανώτερο στέλεχος του κροατικού στρατού. Αυτός ο άνθρωπος, που για τους Σέρβους είναι εγκληματίας πολέμου, ήταν η επιλογή της «Διεθνούς Κοινότητας» για να διαφυλάξει την ασφάλεια των Σέρβων σ’ ένα «πολυεθνικό Κοσσυφοπέδιο». Το Σχέδιο απερρίφθη από τη σερβική κυβέρνηση, η οποία δήλωσε πως είναι έτοιμη να δώσει πλήρη αυτονομία στο Κόσοβο αλλά δεν είναι διατεθειμένη να παραδώσει εδάφη που είναι για τη χώρα ιστορικά. Οι Ρώσοι δήλωσαν πως δεν πρόκειται να στηρίξουν μία λύση στον ΟΗΕ η οποία βρίσκει αντίθετη τη Σερβία. Επίσης, ένα σύνολο ευρωπαϊκών χωρών, η Ισπανία, η Σλοβακία, η Ρουμανία, η Ελλάδα και η Κύπρος, αντιτίθενται στην ανεξαρτησία του Κοσόβου.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει πίσω από την επιβράβευση της ένοπλης δραστηριότητας των αλβανικών αποσχιστικών ομάδων, με την απόδοση της ανεξαρτησίας, βρίσκεται στο μυαλό πολλών κυβερνήσεων του πλανήτη, μιας και μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο και για άλλες ένοπλες ομάδες στο εσωτερικό όλων των μειονοτήτων.
Μετά τον θάνατο του ήπιου Αλβανού ηγέτη Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο οποίος κατηγορήθηκε στο παρελθόν επειδή ήθελε να συνομιλήσει με τον Μιλόσεβιτς, το Κόσοβο έχει πέσει στα χέρια των ενόπλων ομάδων που έχουν κατηγορηθεί πολλάκις για εγκλήματα πολέμου. Η Σερβία, από την άλλη πλευρά, ηγεμονεύεται από αυτό που η «Διεθνής Κοινότητα» αποκαλεί «φιλοδυτικούς δημοκράτες». Βεβαίως, η εξέλιξη αυτή δεν έχει μεταπείσει καθόλου τις ΗΠΑ, που συνεχίζουν να εκδηλώνουν την αμέριστη υποστήριξή τους προς τους Αλβανούς.[ ]
Οι Αλβανοί ηγέτες του Κοσσυφοπεδίου έχουν εδώ και πολύ καιρό δηλώσει πως προτίθενται να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους, ό,τι απόφαση κι αν πάρει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με τον Φρέντ Άμπρααμς, μέλος του Human Right Watch, «εάν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν εγκρίνει το σχέδιο, τότε η Ουάσιγκτον θα βάλει σε λειτουργία το σχέδιο Β΄: τη μονομερή αναγνώριση από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις υπόλοιπες χώρες-δορυφόρους»2.
Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία ένοπλη σύγκρουση, ιδιαίτερα εάν μία «ανεξάρτητη» αλβανική εθνικιστική διοίκηση στο Κοσσυφοπέδιο αποφασίσει να επεκτείνει την κυριαρχία της στις βόρειες περιοχές, όπου οι Σέρβοι κάτοικοι επιθυμούν την παραμονή των εδαφών τους στη Σερβία. Ακόμα και εκείνοι οι Σέρβοι που θέλουν να ξεχάσουν το Κόσοβο, δεν μπορούν να αφήσουν τους συμπατριώτες τους έρμαια στα χέρια των ένοπλων συμμοριών. Ασφαλώς, οι ΗΠΑ θα κατηγορήσουν τους Σέρβους για ό,τι κι αν συμβεί. Και στο μεταξύ, το ΝΑΤΟ έχει εκπονήσει σχέδια για την εκκένωση των σερβικών περιοχών – προκειμένου να αποφευχθεί η διχοτόμηση! Κι αυτό γιατί η τελευταία αντιστρατεύεται το υποτιθέμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Βλέπε την ειδική έκθεση του United States Institute of Peace υπό τον τίτλο “Simulating Kosovo: Lessons for Final Status Negotiations”, τ. 75, Νοέμβριος 2002. Η προσομοίωση πραγματοποιήθηκε με κυβερνητική χρηματοδότηση και οργανώθηκε από το International Law and Policy Group, στις 28 Σεπτεμβρίου, 2 Νοεμβρίου 2001 και 15 Φεβρουαρίου 2002, σ’ ένα πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον.

Fred Abrahams, “Kosovo’s Tricky Waltz”, Foreign Policy in Focus, 7 Φεβρουαρίου 2007.

  • Η Νταϊάνα Τζόνστοουν είναι συγγραφέας
    του βιβλίου Fools Crusade: Yugoslavia, NATO and Western Delusions και ζει μόνιμα στο Παρίσι.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ