Του Γιώργου Κουτσαντώνη
Σύμφωνα με στοιχεία του Τουρκικού Γεωργικού Επιμελητηρίου (Yüreğir), η Τουρκία φέτος θα χρειαστεί πάνω από 20,5 εκατομμύρια τόνους σίτου για να καλύψει την εσωτερική της ζήτηση. Η τουρκική παραγωγή, της οποίας η συγκομιδή ξεκίνησε πριν από 15 ημέρες με καθυστέρηση 2 εβδομάδων λόγω του ψύχους, εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσει τους 17 εκατομμύρια τόνους, δημιουργώντας έλλειμμα εφοδιασμού άνω των 3 εκατομμυρίων τόνων. Αυτές τις μέρες, ο τουρκικός Τύπος (TRT Haber, που επικαλείται στοιχεία του Γεωργικού Επιμελητηρίου Yüreğir) εικάζει ότι φέτος η τιμή του σιταριού θα ξεπεράσει τις 7 λίρες ανά κιλό (το 2021 ήταν 2,25 λίρες). Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ανοιχτό το ενδεχόμενο να φτάσει τις 10 λίρες ανά κιλό.
Η επισιτιστική κρίση που θα μπορούσε να χτυπήσει σε παγκόσμια κλίμακα τοποθετεί, για άλλη μια φορά, την Άγκυρα στο επίκεντρο του ζητήματος. Η Συνθήκη του Μοντρέ, που επέτρεψε στην Τουρκία να αποκτήσει μεγάλη στρατηγική αυτονομία το 1936, επιστρέφει ξανά στο προσκήνιο. Αυτό γιατί γίνεται λόγος για μια ναυτική αποστολή από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, που θα μπορούσε να φτάσει στις ουκρανικές παράκτιες περιοχές για τη συγκομιδή και στη συνέχεια τη μεταφορά του σιταριού (που τώρα είναι αδύνατο να εξαχθεί) στη Μαύρη Θάλασσα, συμβάλλοντας στην αποτροπή της έλλειψης πρώτων υλών για τρόφιμα, αλλά και του υπερπληθωρισμού των σιτηρών στις γεωργικές αγορές.
Το θέμα είναι ότι η Τουρκία θα πρέπει να μην εφαρμόσει τους περιορισμούς που προβλέπονται από την ίδια Συνθήκη, που ενεργοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία κάτι που μάλλον δεν θα ευχαριστούσε το Κρεμλίνο. Επομένως πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση της Μόσχας και κατά πόσο την ενδιαφέρει να μην αυξηθεί και άλλο η τιμή των σιτηρών κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει και τις δικές της εξαγωγές.
Γίνεται νομίζω κατανοητό ότι η μεγαλοϊδεατική και αναθεωρητική Τουρκία αυτή την περίοδο βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα: σε ένα ευρύτερο περιβάλλον που από τη μια την πιέζει, αλλά την ίδια στιγμή της προσφέρει και μεγάλες ευκαιρίες για γεωπολιτική αναβάθμιση και κυρίως για ένδειξη πίστης στον ευρωατλαντικό άξονα. Σε κάθε περίπτωση αυτό το σύνθετο και εύθραυστο περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις τουρκικές εκλογές, επηρεάζει σημαντικά το καθεστώς Ερντογάν – που έχει ανοίξει περισσότερα μέτωπα από όσα φαίνεται ότι μπορεί να διαχειριστεί – και θα μπορούσε, ασφαλώς εν μέρει, να εξηγήσει και τις πρόσφατες επιθετικές του φανφάρες απέναντι στη Ελλάδα.
Άλλωστε μια χώρα σαν την Τουρκία – μωσαϊκό εθνοτήτων με τρομακτικά προβλήματα εσωτερικής συνοχής – επιβιώνει πάντα με εργαλείο τη βία και ασφαλώς το γνωστό «τούρκικο παζάρι» υποκρινόμενη, διαχρονικά, στην Διεθνή Κοινότητα, ότι είναι/έγινε κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ένας ημιπολιτισμένος, αυταρχικός, επεκτατικός και κυρίως ανέντιμος γείτονας.