Αρχική » Οι όψεις μιας ανθρωπιστικής καταστροφής

Οι όψεις μιας ανθρωπιστικής καταστροφής

από Άρδην - Ρήξη

του Θ. Τζιούμπα, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005

και ξαφ­νι­κά το τσου­νά­μι πέ­ρα­σε μέ­σα α­πό τις ο­θό­νες της τη­λε­ό­ρα­σης και πλημ­μύ­ρι­σε την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας.
Οι πα­ρα­δεί­σιοι προ­ο­ρι­σμοί των πε­ρι­η­γη­τι­κών μας φα­ντα­σιώ­σε­ων (μη­δέ ε­ξαι­ρου­μέ­νου του σε­ξουα­λι­κού του­ρι­σμού και του ναρ­κο­του­ρι­σμού) έ­γι­ναν συ­ντρίμ­μια μπρο­στά στα μά­τια μας, βο­η­θού­σης και της ε­πι­χεί­ρη­σης «σοκ και δέ­ος» που ε­ξα­πέ­λυ­σαν σε ο­μο­βρο­ντί­ες κρα­τι­κή και ι­διω­τι­κές τη­λε­ο­ρά­σεις. Σκλη­ρές ει­κό­νες, α­πό αυ­τές που η δε­ο­ντο­λο­γί­α της δη­μο­σιο­γρα­φί­ας α­πο­τρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιού­νται, δια­φη­μί­στη­καν ως «το νέ­ο, φο­βε­ρό ε­ρα­σι­τε­χνι­κό βί­ντε­ο που συ­γκλο­νί­ζει» στο δελ­τί­ο των 8. Η α­γω­νί­α για τις αν­θρώ­πι­νες υ­πάρ­ξεις που σκέ­πα­σε η θά­λασ­σα έ­γι­νε η α­φορ­μή για την ε­πι­κοι­νω­νια­κή προ­βο­λή του κρά­τους που νοιά­ζε­ται για τον πο­λί­τη, με­τα­γω­γι­κά α­πο­γειώ­θη­καν φορ­τω­μέ­να μπου­κά­λια νε­ρό (!) για το Κο­λό­μπο, λί­στες με ο­νό­μα­τα σχη­μα­τί­στη­καν με θρη­σκευ­τι­κό σε­βα­σμό για τα ευαί­σθη­τα προ­σω­πι­κά δε­δο­μέ­να ό­σων βρέ­θη­καν σε προ­ο­ρι­σμούς που η φή­μη τους θα γεν­νού­σε εύ­λο­γες α­πο­ρί­ες στο οι­κο­γε­νεια­κό τους πε­ρι­βάλ­λον. Η κάμερα εστίασε στα μπά­γκα­λο­ουζ και τα ξε­νο­δο­χεί­α, ενώ τα φτω­χό­σπι­τα και τα με­λα­ψά πρό­σω­πα ή­ταν α­πλά το φό­ντο. Η εί­δη­ση ή­ταν ο θά­να­τος και οι α­ριθ­μοί που α­νέ­βαι­ναν ως λί­μιτ απ στο χρη­μα­τι­στή­ριο, και κά­θε δη­μο­σιο­γρα­φι­κή α­να­φο­ρά για το πώς οι άν­θρω­ποι προ­σπα­θού­σαν να ξε­πε­ρά­σουν το σοκ και τι θα τους βο­η­θού­σε σ’ αυ­τό πνι­γό­ταν στα γρή­γο­ρα με ε­ρω­τή­σεις του τύ­που «ε­ντά­ξει μ’ αυ­τά, αλ­λά πες μας, βλέ­πεις πτώ­μα­τα;» Μέ­σα σε τέ­τοιες συν­θή­κες, συ­μπε­ρι­φο­ρές ό­πως αυ­τές των του­ρι­στών που κα­τέ­φτα­σαν για να α­πο­θα­να­τί­σουν την αν­θρώ­πι­νη υ­πό­στα­σή τους σε φω­το­γρα­φί­ες ό­που χα­μο­γε­λα­στοί άγ­γι­ζαν τα κορ­μιά νε­κρών παι­διών, ή των θα­μώ­νων των «μιτ πλέ­ις» (ό­που μιτ στα αγ­γλι­κά μπο­ρεί να εί­ναι συ­νά­ντη­ση ή μπο­ρεί να εί­ναι και κρέ­ας) που δια­κή­ρυσ­σαν ό­τι «τα μπαρ ά­νοι­ξαν, η ζω­ή ξα­νάρ­χι­σε» φα­ντά­ζουν ως α­πλά προ­ϊ­ό­ντα του τη­λε­ο­πτι­κού μας πο­λι­τι­σμού.
Κι ό­μως οι κοι­νω­νί­ες έ­χουν α­πο­θέ­μα­τα αν­θρω­πιάς και α­ντα­να­κλα­στι­κά που υ­πε­ρέ­βη­σαν την ει­κό­να και η α­νά­γκη αυ­τή έ­πρε­πε να α­πα­ντη­θεί με κά­τι κα­λύ­τε­ρο α­πό τα 15 ε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια του πλα­νη­τάρ­χη (δυό­μι­σι φο­ρές λι­γό­τε­ρο α­πό το κό­στος του ρω­μα­ϊ­κού τύ­που θριάμ­βου της εν­θρό­νι­σής του). Έ­τσι οι ε­πι­κοι­νω­νιο­λό­γοι της ε­ξου­σί­ας έ­στη­σαν με σπου­δή το πλαί­σιο ό­που η αν­θρώ­πι­νη αλ­λη­λεγ­γύ­η θα α­πο­κτού­σε μορ­φή. Η πρώ­τη κί­νη­ση ή­ταν να ε­λα­χι­στο­ποι­η­θεί ο ρό­λος των Μ.Κ.Ο., αυ­τές εί­ναι κα­λές για άλ­λο­θι στους αν­θρω­πι­στι­κούς πο­λέ­μους της νέ­ας τά­ξης αλ­λά τώ­ρα μι­λά­με για με­γά­λη δου­λειά, μπι­γκ μπίζ­νες. Εί­ναι η κρα­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση και τα υ­πουρ­γεί­α που θα α­να­λά­βουν να δώ­σουν το πλαί­σιο, οι τη­λε­μα­ρα­θώ­νιοι με τα πρό­σω­πα και τα σύμ­βο­λα που κο­σμούν την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, η λάμ­ψη του ε­πώ­νυ­μου που σκιά­ζει τα τα­πει­νά πρό­σω­πα και αι­σθή­μα­τα των πολ­λών μι­κρών αν­θρώ­πων, ό­λων η­μών δη­λα­δή. Ό­μορ­φος κό­σμος α­λή­θεια. Η αν­θρω­πιά έ­γι­νε α­ντι­κεί­με­νο πλειο­δο­σί­ας, α­το­μι­κής ή συλ­λο­γι­κής.
Λεν πως ο δρό­μος για την κό­λα­ση εί­ναι στρω­μέ­νος με κα­λές προ­θέ­σεις. Ή­ταν ο τρό­πος, το πλαί­σιο που η νε­ο­ελ­λη­νι­κή κα­κο­γου­στιά ε­πέ­βα­λε ως το α­πο­κλει­στι­κό πλαί­σιο έκ­φρα­σης της αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Ή­ταν η δη­μο­πρα­σί­α που έ­γι­νε ο τρό­πος κοι­νω­νι­κής προ­σφο­ράς. Ή­ταν τα πρό­σω­πα, αυ­τά τα ί­δια που ο­ρί­ζουν το το­πί­ο της κοι­νω­νι­κής και αι­σθη­τι­κής α­πα­ξί­ω­σης του βί­ου μας, που κό­σμη­σαν το πά­νω και το κά­τω του βά­θρου της γκλα­μου­ριάς. Και βέ­βαια σ’ αυ­τό το γιου­σου­ρούμ πώς το χει­ρό­γρα­φο του Κ. Πα­λα­μά ή το πα­ρα­μύ­θι του Τρι­βι­ζά μπο­ρού­σε να έ­χει κα­λύ­τε­ρη τύ­χη ή μάλ­λον κα­λύ­τε­ρη α­γο­ραί­α τι­μή α­πό τα πα­πού­τσια του τά­δε πο­δο­σφαι­ρι­στή, ή α­κό­μα πιο ά­κομ­ψα, α­πό το σύ­νερ­γο της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ρου­φια­νιάς; Ή­ταν το «α­πο­τέ­λε­σμα» που με­τρού­σε, και το α­πο­τέ­λε­σμα με­τρή­θη­κε με ό­ρους δη­μό­σιας ει­κό­νας και ό­χι κοι­νω­νι­κών στά­σε­ων. Ο σκο­πός θριάμ­βευ­σε ε­πί του μέ­σου σε βαθ­μό που να α­να­ρω­τιέ­ται κα­νείς ποιος ή­ταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο σκο­πός, αν η δυ­στυ­χί­α της ε­παρ­χί­ας Ά­τσεχ δεν ή­ταν πα­ρά το πρό­σχη­μα για να υ­πο­στεί η κοι­νω­νί­α μας έ­να α­κό­μη μά­θη­μα α­παν­θρω­πο­ποί­η­σης μέ­σω των εκ­δη­λώ­σε­ων αν­θρω­πιάς. Και βέ­βαια, μέ­σα στον ο­ρυ­μα­γδό αυ­τό τι πιο φυ­σι­κό και νό­μι­μο α­πό την α­λυ­σί­δα πώ­λη­σης η­λε­κτρι­κών ει­δών που δια­φή­μι­ζε τα κα­λού­δια της με την υ­πεν­θύ­μι­ση ό­τι για κά­θε ψυ­γεί­ο ό­χι μό­νο παίρ­νε­τε και έ­να φουρ­νά­κι δώ­ρο, αλ­λά στέλ­νε­τε και 5 ευ­ρώ στη Ν.Α. Α­σί­α; Ή, α­κό­μα πιο α­νη­συ­χη­τι­κό, πώς να μην νο­μι­μο­ποιού­νται να βγαί­νουν οι γνω­στοί υ­πάλ­λη­λοι της πλα­νη­ταρ­χί­ας δια­κη­ρύσ­σο­ντας ό­τι αυ­τό εί­ναι το πρό­σω­πο της πα­γκο­σμιο­πί­η­σης; Δυ­στυ­χώς έ­χουν δί­κιο, αυ­τό εί­ναι το πρό­σω­πο του «πο­λι­τι­σμού» που κα­τα­δι­κά­ζει α­πί­στευ­τους α­ριθ­μούς αν­θρώ­πι­νων υ­πάρ­ξε­ων σε ά­με­σο ή πα­ρα­τε­τα­μέ­νο θά­να­το, ό­χι μό­νο στις χώ­ρες της φυ­σι­κής αλ­λά και της αν­θρω­πο­γε­νούς κα­τα­στρο­φής, για να προ­στρέ­ξει με­τά προ­σφέ­ρο­ντας την υ­πο­κρι­τι­κή του α­ρω­γή. Και εί­ναι υ­πο­κρι­τι­κή για­τί κά­θε στά­ση που δεν σέ­βε­ται και δεν προ­ά­γει τα αν­θρω­πι­στι­κά στοι­χεί­α στο μή­νυ­μα που α­πευ­θύ­νει στον αν­θρω­πι­σμό μας δεν μπο­ρεί να σέ­βε­ται ού­τε τα θύ­μα­τα ού­τε το μό­νο που ί­σως τους έ­χει α­πο­μεί­νει, την α­ξιο­πρέ­πειά τους.
Τε­λι­κά, και σε πεί­σμα ό­λων αυ­τών, ο κό­σμος α­ντα­πο­κρί­θη­κε στην α­νά­γκη των μα­κρι­νών άλ­λων με έ­ναν τρό­πο συ­γκι­νη­τι­κό ,και αυ­τό εί­ναι το ση­μα­ντι­κό. Ό­χι ε­πει­δή οι Έλ­λη­νες ή­ταν πέ­μπτοι πα­γκο­σμί­ως αλ­λά ε­πει­δή έ­να χι­λιά­ρι­κο για κά­θε κά­τοι­κο αυ­τής της χώ­ρας εί­ναι πο­σό που θα του λεί­ψει και που γεν­ναιό­δω­ρα έ­δω­σε σε πεί­σμα των και­ρών της φι­λαυ­τί­ας.
Και βέ­βαια, για να με­τα­φερ­θού­με πια με­ρι­κές χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα νο­τιο­α­να­το­λι­κό­τε­ρα, έ­να άλ­λο σώ­ου αρ­χί­ζει πά­νω α­πό τα συ­ντρίμ­μια που ά­φη­σε ο σει­σμός και το κύ­μα. Η πα­ρο­χή αν­θρω­πι­στι­κής βο­ή­θειας ή­ταν πά­ντα έ­να θέ­μα ε­ξό­χως πο­λι­τι­κό. το πού θα κα­τευ­θυν­θεί η βο­ή­θεια, πώς θα μοι­ρα­στεί, ποιος θα την δια­χει­ρι­στεί, έ­χει μια ση­μα­σί­α που στην χώ­ρα μας με τις μνή­μες της ΟΥΝ­ΡΑ και του εμ­φύ­λιου γνω­ρί­ζου­με κα­λά. Ας μνη­μο­νεύ­σου­με την στά­ση των Η­ΠΑ στην πα­ρού­σα αν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση, την α­που­σί­α των δε­κά­δων πλοί­ων και ε­κα­το­ντά­δων ι­πτά­με­νων μέ­σων του στό­λου του Ει­ρη­νι­κού στη φά­ση της διά­σω­σης, ό­που η πα­ρέμ­βα­σή του θα εί­χε σώ­σει α­νυ­πο­λό­γι­στες ζω­ές, και την ε­νερ­γο­ποί­η­σή τους στην φά­ση της δια­νο­μής της βο­ή­θειας του Ο­Η­Ε, ό­που οι πε­ζο­ναύ­τες κά­νουν δη­μό­σιες σχέ­σεις με δέ­μα­τα τρο­φί­μων (και με τα ό­πλα που φρο­ντί­ζουν για την α­σφά­λεια των α­πο­στο­λών) με ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση στην Ιν­δο­νη­σί­α, μια χώ­ρα ό­που οι ι­σλα­μι­στές και η ό­χι και τό­σο φι­λι­κή κυ­βέρ­νη­σή τους δη­μιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα. Ή το καθ’ η­μάς α­ντί­στοι­χο της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης που ε­πι­φυ­λάσ­σεται για την στα­δια­κή χο­ρή­γη­ση βο­ή­θειας στη φά­ση της α­νοι­κο­δό­μη­σης, ε­κεί που θα παι­χτούν τα συμ­βό­λαια και οι ερ­γο­λα­βί­ες. Μέ­σα σ’ αυ­τό το θο­λό το­πί­ο, η α­που­σί­α σχε­δια­σμού για την χρή­ση του α­πο­τε­λέ­σμα­τος της αλ­λη­λεγ­γύ­ης του ελ­λη­νι­κού λα­ού α­πό μέ­ρους του Υ­πουρ­γεί­ου Ε­ξω­τε­ρι­κών που α­νέ­λα­βε την δια­χεί­ρι­σή της δεν γεν­νά­ει την α­σφά­λεια ό­τι αυ­τά που συ­γκε­ντρώ­θη­καν δεν θα α­πο­τε­λέ­σουν μέ­ρος της με­γα­λύ­τε­ρης λε­η­λα­σί­ας που α­πει­λεί­ται να συ­ντε­λε­στεί ταυ­τό­χρο­να με την με­γα­λύ­τε­ρη συ­γκέ­ντρω­ση αν­θρω­πι­στι­κής βο­ή­θειας της ι­στο­ρί­ας.
Α­πέ­να­ντι στη υ­πο­κρι­σί­α αυ­τή ας στα­θού­με στο ελ­πι­δο­φό­ρο. Η α­νά­γκη να κά­νου­με κά­τι μπρο­στά σ’ αυ­τήν την βι­βλι­κή κα­τα­στρο­φή ας εί­ναι η α­φορ­μή να α­να­ζη­τή­σου­με την αλ­λη­λεγ­γύ­η πέ­ρα α­πό τον ε­ντυ­πω­σια­σμό της ει­κό­νας, την κοι­νω­νι­κή στά­ση που δεν α­πο­δέ­χε­ται ως πραγ­μα­τι­κό μό­νο αυ­τό που ε­πι­λέ­γει ο κα­θο­δι­κός σω­λή­νας του τη­λε­ο­πτι­κού μας δέ­κτη. Την ευαι­σθη­σί­α που α­νι­χνεύ­ει την α­νά­γκη στην ί­δια μας την χώ­ρα, τη γει­το­νιά μας, την δυ­στυ­χί­α που σο­βεί δί­πλα μας, ό­σους και ό­σες χρειά­ζο­νται την αν­θρω­πιά με υ­λι­κές και ό­χι μό­νο μορ­φές σε μια βά­ση κα­θη­με­ρι­νή. Ας εί­μα­στε ε­πι­φυ­λα­κτι­κοί, ας θέ­σου­με ε­ρω­τή­μα­τα σ’ αυ­τούς που προ­βάλ­λουν τους ε­αυ­τούς και τους τρό­πους τους ως κα­τά τεκ­μή­ριο δια­χει­ρι­στές της αν­θρω­πιάς μας. Εί­ναι η ε­πό­με­νη της κα­τα­στρο­φής μέ­ρα που α­να­πα­ρά­γει τις δια­κρί­σεις και διευ­ρύ­νει την α­δι­κί­α, εί­ναι η δυ­στυ­χί­α που μοι­ρά­ζει ά­δι­κα τον πλού­το. Η ε­πό­με­νη μέ­ρα, ό­ταν οι προ­βο­λείς α­πό τις κά­με­ρες θα έ­χουν σβή­σει (κι αυ­τό ή­δη έ­χει αρ­χί­σει να συμ­βαί­νει), χρειά­ζε­ται κά­τι ποιο­τι­κά δια­φο­ρε­τι­κό α­πό έ­να SMS ή α­πό κα­νέ­να ευ­ρώ στο κου­τί της α­πο­ε­νο­χο­ποί­η­σής μας. Σε κά­θε ι­στο­ρι­κή φά­ση της α­ντί­στα­σης στην α­παν­θρω­πιά των κοι­νω­νι­κών συ­στη­μά­των, τα κι­νή­μα­τα δη­μιουρ­γού­σαν το δι­κό τους πλαί­σιο α­ξιών και πρα­κτι­κών αλ­λη­λεγ­γύ­ης ό­χι μό­νο ως αμ­φι­σβή­τη­ση αλ­λά ως μια πρό­τα­ση που πε­ριέ­γρα­φε το ό­ρα­μα για έ­να δια­φο­ρε­τι­κό κό­σμο. Η δι­κή μας ε­πο­χή κα­τα­γρά­φει μια τέ­τοια ε­πεί­γου­σα αν­θρω­πι­στι­κή α­νά­γκη.

25/01/05

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ