του Τζ. Πέτρας, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
oι παγκόσμιες εξελίξεις του 2005 θα καθοριστούν από τα μείζονα γεγονότα και τάσεις του 2004.
Πρώτο και κύριο, το 2004 απέδειξε με τον πιο δραματικό και κατηγορηματικό τρόπο ότι η αυτοκρατορική στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ μπορεί να ηττηθεί.
Η ιρακινή αντίσταση απέδειξε ότι η αμερικανική Αυτοκρατορία δεν είναι αήττητη. Με πάνω από 1.500 θανάτους στο πεδίο της μάχης, 25.000 ανάπηρους στρατιώτες και πάνω από 35.000 να αντιμετωπίζουν «ψυχικές διαταραχές», ο αμερικανικός κατοχικός στρατός είναι ανίκανος να φέρει σε πέρας με επιτυχία τον αποικιακό πόλεμο. Τα αμερικάνικα αποικιακά στρατεύματα και οι δορυφόροι τους αντιμετωπίζουν πάνω από 100 επιθέσεις την ημέρα σε όλη την έκταση της χώρας. Αξιόπιστες πηγές από στρατιώτες που επέστρεψαν αναφέρουν ότι η πτώση του ηθικού και η αύξηση της δυσαρέσκειας είναι φαινόμενα διάχυτα στους κόλπους των αποικιακών στρατευμάτων. Αντίθετα, η ιρακινή αντίσταση εξαπλώνεται, καθώς χιλιάδες νέοι εθελοντές κατατάσσονται στις γραμμές τις – το 95% των οποίων είναι ιρακινοί.
Η ιρακινή αντίσταση και η αδυναμία των Η.Π.Α. καθιστούν απίθανη την διεξαγωγή μιας νέας χερσαίας επίθεσης σε μια από τις κύριες εχθρικές χώρες (όπως είναι το Ιράν, η Συρία ή η Βενεζουέλα) για το 2005. Η επιδείνωση των συνθηκών για τους Αμερικάνους αποικιοκράτες και η αποχώρηση των περισσότερων συμμαχικών δυνάμεων (της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Ουκρανίας) θα προκαλέσουν έντονες συζητήσεις μέσα στη χρονιά που έρχεται. Αρκετοί Δημοκρατικοί, συμπεριλαμβανομένης της Χίλαρι Κλίντον, Ρεμπουμπλικάνοι και Σιωνιστές ζητούν την κλιμάκωση του πολέμου και την ενίσχυση των κατοχικών δυνάμεων σε επίπεδα άνω των 100.000 στρατιωτών. Οι δήθεν «φιλελεύθερες» κριτικές που έχει να αντιμετωπίσει ο Ράμσφελντ στο Κογκρέσο, γίνονται από φιλοπόλεμη και μιλιταριστική σκοπιά: Το 2005 μάς επιφυλάσσει μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή των Η.Π.Α. στο Ιράκ, περισσότερα θύματα και διεύρυνση της αντίθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις οικογένειες των θυμάτων και των βετεράνων, από τους απόστρατους και τον «μέσο Αμερικανό».
Στις αρχές του 2005, η αμερικανική οικονομία θα συνεχίσει να επεκτείνεται με βάση την εξωτερική χρηματοδότηση και την κερδοσκοπία. Η ραγδαία πτώση του δολαρίου που πραγματοποιήθηκε το 2004 θα επιταθεί κατά το 2005, και θα οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση των αποθεματικών. Κατά τα μέσα του 2005, μπορούμε να περιμένουμε μια βαθιά κρίση της δολαριοποιημένης οικονομίας, που θα σημάνει την πτώση των αμερικανικών μετοχών και την μαζική απομάκρυνση από το υποτιμημένο δολάριο στην Ιαπωνία, ίσως και στην Κίνα. Αυτή η εξέλιξη είναι πιθανόν να προκαλέσει μια γενική οικονομική κρίση που θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τα εσωτερικά ερείσματα της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Οι συγκρούσεις των ελίτ στο εσωτερικό των Η.Π.Α. θα ενταθούν σε μια πρωτοφανή κλίμακα. Οι «νέοι μιλιταριστές» (φιλελεύθεροι δημοκράτες, νεοσυντηρητικοί και σιωνιστές) θα κριτικάρουν την πολιτική των Ράμσφελντ/ Μπους για τη Μέση Ανατολή. Οι στρατιωτικοί και οι δυνάμεις ασφαλείας (FBI) θα αμφισβητήσουν τον έλεγχο των σιωνιστών και των νεοσυντηρητικών στην πολιτική του Πενταγώνου. Ενδέχεται να πραγματοποιηθούν συλλήψεις και δίκες των ηγετών του σημαντικότερου ισραηλινού λόμπι (AIPEC) με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ του Ισραήλ, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει διάσπαση μεταξύ των σημαντικότερων ισραηλινών οργανώσεων. Επίσης, το 2005, θα υπάρξει μεγάλη αντιπαράθεση στο εσωτερικό του νεοσυντηρητικού επιτελείου του Πενταγώνου, των τραπεζιτών και των μεγάλων αμερικανικών πολυεθνικών για την πολιτική απέναντι στην Κίνα. Όσο η Κίνα επεκτείνει τις οικονομικές της δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο και διασφαλίζει την πρόσβαση στις ενεργειακές πηγές και τις πρώτες ύλες, οι νεοσυντηρητικοί (και οι «υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» σύμμαχοί τους) θα απαιτούν μια πιο επιθετική πολιτική. Αντίθετα, οι ρεαλιστές της Γουόλ Στρητ έχουν συνειδητοποιήσει ότι η αγορά αμερικανικών ομολόγων εξαρτάται από τους Κινέζους, γιατί αποτρέπει την κατάρρευση του δολαρίου: Οι αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα φτάνουν τα 300 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 50% των κινεζικών εξαγωγών προς τις Η.Π.Α. αφορούν προϊόντα των αμερικανικών πολυεθνικών.
Η εξωτερική στρατιωτική αδυναμία, η οικονομική κρίση και οι συγκρούσεις των ελίτ στο εσωτερικό θα εκθρέψουν την κοινωνική διαμαρτυρία ενός ανανεωμένου αντιπολεμικού κινήματος. Εντούτοις, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα παραμείνει απομονωμένη και αδύναμη, εκπροσωπώντας μόνο το 8% των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Οι περισσότεροι «προοδευτικοί διανοούμενοι» θα διαμαρτύρονται για τον πόλεμο στο Ιράκ, αλλά θα συνεχίσουν να αποφεύγουν την κατά μέτωπο σύγκρουση με τους «νέους μιλιταριστές» και ιδιαίτερα με τους σιωνιστές του Πενταγώνου και τους φιλοπόλεμους δημοκρατικούς, όπως τον Κλίντον.
Η Ευρώπη και η Κίνα θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται αλλά και να συνεργάζονται με την αμερικανική αυτοκρατορία, αποκομίζοντας πολλαπλά οφέλη από τις στενές σχέσεις που διατηρούν με τους αντιπάλους των Η.Π.Α, όπως το Ιράν και η Συρία. Ταυτόχρονα, θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται για τον έλεγχο επάνω στις στρατηγικές ενεργειακές πηγές και τις πρώτες ύλες. Το 2004, η Κίνα υπέγραψε σημαντικές εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες με την Βραζιλία, την Αργεντινή, τη Βενεζουέλα, τη Χιλή, την Κούβα και τη Ρωσία, οι οποίες εξασφαλίζουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τα ενεργειακά και ορυκτά αποθέματά της, την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων καθώς και το άνοιγμα των αγορών τους για το κινεζικό κεφάλαιο. Παράλληλα, η Ευρώπη και η Ιαπωνία επενδύουν σημαντικά ποσά στο Ιράν, τη Ρωσία, την Λιβύη και την Αφρική για να εξασφαλίσουν τα ενεργειακά τους αποθέματα. Αυτός ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ενισχύει τον παραδεδομένο ρόλο της Λατινικής Αμερικής στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, ως χώρο που παρέχει ακατέργαστες πρώτες ύλες και εισάγει βιομηχανικά προϊόντα. Οι συμφωνίες των Λατινοαμερικανικών χωρών με την Κίνα, ενώ διαφοροποιούν τις αγορές, ακολουθούν το παράδειγμα της αποικιακής λεηλασίας, το οποίο εγκαινιάστηκε με την Ισπανία, συνεχίστηκε με τις Η.Π.Α και αναβιώνει σε νέες μορφές με την αυτοκρατορική ανάδυση της Κίνας.
Στην Λατινική Αμερική, οι Η.Π.Α. θα συνεχίζουν να εστιάζουν στην Κολομβία προσπαθώντας να πετύχουν μια πολιτικο- στρατιωτική νίκη ενάντια στις δημοφιλείς αντάρτικες δυνάμεις. […]. Οι πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες θα ενισχύσουν την παρουσία τους στην Λατινική Αμερική, και ιδιαίτερα στο Μεξικό, την Βενεζουέλα, την Αργεντινή και το Εκουαδόρ, πετυχαίνοντας σημαντικές συμφωνίες εξόρυξης από κοινού με άλλες εταιρείες, οι οποίες θα αποβούν ιδιαίτερα επωφελείς για τις Η.Π.Α.
Πολιτικά οι Η.Π.Α θα συνεχίζουν να πιέζουν το καθεστώς του Τσάβες στη Βενεζουέλα και την κυβέρνηση του Κίρχνερ στην Αργεντινή, έτσι ώστε να προβούν σε περισσότερες υποχωρήσεις στην εσωτερική και την εξωτερική τους πολιτική. […]. Μπορούμε να αναμένουμε μια επαμφοτερίζουσα στάση των Η.Π.Α. έναντι αυτών των χωρών, η οποία απ’ τη μια θα υποστηρίζει την άκρα δεξιά (τον Μάκρι, τον Μενέμ και τον Μέρφι στην Αργεντινή, την αντιπολίτευση της Γκοβερχένσια στη Βενεζουέλα) και από την άλλη τις λεγόμενες μετριοπαθείς δυνάμεις στο εσωτερικό των καθεστώτων.
[…] Η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να αποδυναμώσει τις εμπορικές και πολιτικές σχέσεις της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας με την Κούβα, είτε μέσω διηπειρωτικών εμπορικών συμφωνιών είτε μέσω συμφωνιών που θα αφορούν την «συνεργασία για την ασφάλεια» με το ελεγχόμενο από τις Η.Π.Α. καθεστώς της Κολομβίας.
Παρόλα αυτά, στην αρχή του νέου χρόνου, η στρατιωτική και η οικονομική κατάσταση της αμερικανικής αυτοκρατορίας είναι χειρότερη από ό,τι πριν από έναν χρόνο. Για τη νέα χρονιά, μπορούμε να προβλέψουμε ένα νέο κύκλο κλιμάκωσης των πολέμων, της οικονομικής κρίσης και της ανάληψης άμεσης δράσης από την πλευρά των Η.Π.Α.
Στο Ιράκ, όπως στο Βιετνάμ, οι συνεχείς ήττες θα οδηγήσουν στην κλιμάκωση του πολέμου – στην ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας, στη γενίκευση των βασανιστηρίων, την επίταση των σφαγών και της καταστροφής της ιρακινής κοινωνίας. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος των Η.Π.Α. θα μεταβάλει έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σ’ έναν «παλλαϊκό πόλεμο».
Τα ελεγχόμενα από τις Η.Π.Α. καθεστώτα, όντας απομονωμένα στο εσωτερικό και έχοντας βιώσει μια σημαντική ήττα στο πλευρό των Αμερικανών, στο Ιράκ, θα απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τις Η.Π.Α. Το 2005, θα διεξαχθούν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις στον κόσμο, άλλα καθεστώτα ελεγχόμενα από τις Η.Π.Α. θα καταρρεύσουν και άλλα θα επιβληθούν. Οι συνέπειες του πολέμου, όμως, θα είναι εντονότερες από ποτέ – πράγμα που θα αναγκάσει την αμερικανική κοινωνία να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ότι ακριβώς οι Η.Π.Α. δεν μπορούν να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο και αυτοί πληρώνουν τις δαπάνες για μια χαμένη υπόθεση. Η Ουάσιγκτον, βέβαια, δεν θα υποχωρήσει: οι μιλιταριστές έχουν βασίσει όλη την ιδεολογία τους στις Η.Π.Α. ως μια αήττητη, παγκόσμια υπερδύναμη, ενώ το Πεντάγωνο και οι σιωνιστές επιμένουν στην επιβολή της απόλυτης κυριαρχίας του Ισραήλ στην περιοχή, ακόμα κι αν αυτό κοστίσει την αποδυνάμωση της αμερικανικής αυτοκρατορίας στον υπόλοιπο κόσμο. Οι πολιτικές ελίτ (Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι), αλλά και οι στρατιωτικοί, φοβούνται ότι μια αμερικάνικη ήττα θα ενισχύσει όσες χώρες επιθυμούν να αμφισβητήσουν την παγκόσμια ηγεμονία των Η.Π.Α. Η λογική της Ουάσιγκτον για το 2005 είναι ότι ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί και ότι η νίκη θα πρέπει να διασφαλιστεί με οποιοδήποτε τίμημα – ανεξάρτητα από το πόσες ζωές Ιρακινών και Αμερικανών θα χρειαστεί κάτι τέτοιο. Η λογική του πολέμου κρατάει όμηρο τον προϋπολογισμό και τα αποθεματικά: Προκειμένου να υπερασπιστεί το γόητρο της αυτοκρατορικής παντοδυναμίας, η αυτοκρατορία κινδυνεύει να γονατίσει…
Περιοδικό Rebeliοn, 24 Δεκεμβρίου 2004
Αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα του Center on Research of Globalisation www.globalresearch.ca