του Χρήστου Καπουτσή, από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004
Απο τα μεσα Αυγουστου (περίοδος Ολυμπιακών Αγώνων), η Τουρκία κλιμακώνει, με τα στρατιωτικά της μέσα, τις προκλήσεις στο Αιγαίο, σε αέρα και θάλασσα. Δεκάδες είναι καθημερινά οι παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου από οπλισμένα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη, ενώ τουρκική ακταιωρός επισκέπτεται συχνά-πυκνά την ακτή της βραχονησίδας Ίμια, παραβιάζοντας τα χωρικά μας ύδατα. Μετά τη θυελλώδη, κυριολεκτικά και μεταφορικά, νύχτα των Ιμίων το 1996 (Κυβέρνηση Κ. Σημίτη), η Τουρκία θεωρεί, και το δηλώνει, ότι τα Ίμια (Καρντάκ) ανήκουν στην τουρκική επικράτεια. Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης είναι μάλλον υποτονική και ανεκτική στις τουρκικές “προσβολές” στα Ίμια. Επιπλέον, αεροφωτογραφικά αεροσκάφη της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, φωτογραφίζουν συνεχώς εγκαταστάσεις του συστήματος αεράμυνας της Ελλάδας (εγκαταστάσεις αντιαεροπορικών πυραύλων Πάτριοτ, S -300 και ΤΟR-Μ1). Γιατί άραγε;
Κατόπιν αυτών, έντονος προβληματισμός επικρατεί στα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών, εξαιτίας της παρατεινόμενης και εντεινόμενης τουρκικής δραστηριότητας στο Αιγαίο. Ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και οι συναρμόδιοι Υπουργοί, κ. Π. Μολυβιάτης και Σπ. Σπηλιωτόπουλος, προβληματίζονται κυρίως για τη βασική στρατηγική επιλογή της Κυβέρνησης, να υποστηρίξει η Ελλάδα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, τον Δεκέμβρη στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τουρκικό αίτημα για καθορισμό ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας με την Ε.Ε.
Και ο προβληματισμός αυτός δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην αναθεώρηση της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία, εφόσον συνεχιστεί η τακτική των προκλήσεων της Άγκυρας στο Αιγαίο.
Ο τουρκικός ρεαλισμός
Η Τουρκία με τη συμπεριφορά της απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι σαφές ότι δεν δικαιώνει τη φιλοτουρκική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων (Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή). Και πιο συγκεκριμένα:
α) Η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει τις επεκτατικές βλέψεις της σε βάρος της Ελλάδας. Αντίθετα, η Τουρκία, μεθοδικά και με επιμονή, αμφισβητεί το σημερινό νομικό και κυριαρχικό καθεστώς του Αιγαίου.
Η δραστηριότητα της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας στο Αιγαίο, αλλά και των πλοιαρίων του τουρκικού λιμενικού περί τα Ίμια, συνιστούν έμπρακτη αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Επίσης, η Τουρκία θέτει ευθέως θέμα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Αιγαίου και, ακόμη, προωθεί την αναγνώριση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ως τουρκικής κοινότητας.
β) Αρνείται η Τουρκία να αναγνωρίσει την κρατική οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρότι είναι ισότιμο κράτος-μέλος της Ε.Ε.
Μάλιστα, η τουρκική κυβέρνηση προβαίνει σε απειλητικές προειδοποιήσεις προς την κυπριακή κυβέρνηση, να μην τολμήσει να προβάλει “βέτο” στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. τον Δεκέμβρη, όταν θα αποφασισθεί η ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
γ) Η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ελάχιστη ανταποδοτική χειρονομία καλής θέλησης προς την Ελλάδα, καρκινοβατεί στα γρανάζια της τουρκικής στρατογραφειοκρατίας.
δ) Η σημαντικότερη όμως παρενέργεια από τη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., είναι το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης.
Οι Τούρκοι πολίτες, όταν θα γίνουν και Ευρωπαίοι πολίτες, θα αποκτήσουν το δικαίωμα να εγκαθίστανται σε οποιοδήποτε από τα κράτη της Ε.Ε.
Τι θα συμβεί όμως, αν οι Τούρκοι κατά χιλιάδες εγκατασταθούν στη Θράκη, στη Λέσβο, στη Ρόδο και στην Κύπρο; Θα έχουμε ή όχι αλλοίωση της εθνοτικής σύνθεσης κρίσιμων για την εθνική μας ασφάλεια περιοχών;
Η ελληνική κυβέρνηση έχει προετοιμάσει κάποιο σχέδιο αντιμετώπισης της ενδεχόμενης τουρκικής προσπάθειας αφελληνισμού αυτών των περιοχών; Εκτιμώ ότι η απάντηση είναι ΟΧΙ. Οι συνέπειες όμως της ελληνικής αβελτηρίας απέναντι στα επεκτατικά σχέδια της Άγκυρας θα είναι οδυνηρές για τον Ελληνισμό.
Ο ισχυρισμός των Ευρωπαίων αξιωματούχων ότι, ειδικά στους Τούρκους, δεν θα επιτραπεί η ελεύθερη εγκατάσταση, είναι μάλλον αφελής, διότι τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι Τούρκοι ευρωπαίοι πολίτες, θα είναι πολίτες β΄ κατηγορίας. Ο διαχωρισμός όμως αυτός είναι ασύμβατος με τον ευρωπαϊκό πολιτικό και νομικό πολιτισμό.
Και ακόμη, δεν πρόκειται να δεχτεί η τουρκική κυβέρνηση την υποβάθμιση των πολιτών του τουρκικού κράτους, στα πλαίσια της Ε.Ε.
Υπάρχει περίπτωση όμως να εμποδιστεί η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε.;
Το πιθανότερο είναι (λόγω ασφυκτικών πιέσεων των ΗΠΑ) να αρθούν οι όποιες ευρωπαϊκές αντιρρήσεις, να προχωρήσει ομαλά η ενταξιακή διαδικασία και η Τουρκία να γίνει μέλος της Ε.Ε., με το σημερινό πολιτειακό της σύστημα (κεμαλικό-στρατογραφειοκρατικό).
Στην περίπτωση αυτή όμως, αντί να έχουμε εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, θα έχουμε εκτουρκισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό διότι:
Υπολογίζεται ότι, το 2020, η Τουρκία θα έχει 100 εκατομμύρια πληθυσμό και, αν έχει ενταχθεί στην Ε.Ε., θα είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά (Ισλαμιστές) χώρα της Ε.Ε. Επομένως θα έχει τους περισσότερους Ευρωβουλευτές, ειδικό βάρος σε καίρια ευρωπαϊκά ζητήματα και συνεπώς το μεγαλύτερο πολιτικό κύρος!
Οι ελληνικοί προβληματισμοί
Απέναντι στον τουρκικό πολιτικό ρεαλισμό, με κύρια χαρακτηριστικά τον αναθεωρητισμό (Αιγαίο, Θράκη) και την επεκτατικότητα (Κύπρος), η Ελλάδα προβληματίζεται πάνω σε δύο ενδεχόμενα:
α) Η έντονη τουρκική δραστηριότητα στο Αιγαίο ενδεχομένως να αποτελεί ένα εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας της Τουρκίας. Το μετακεμαλικό στρατιωτικογραφειοκρατικό κατεστημένο εκτιμά ότι ο πολιτικός ρόλος του περιορίζεται και κινδυνεύουν τα προνόμια που απολαμβάνει, από τον αναγκαίο εκδημοκρατισμό του τουρκικού πολιτειακού συστήματος, λόγω της επικείμενης ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, κ. Ερντογάν, έχει διαβεβαιώσει τις αρμόδιες αρχές της Ε.Ε. ότι θα περιορίσει δραστικά τον πολιτικό ρόλο του Στρατού και θα προσαρμόσει το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Οι Τούρκοι πασάδες αντιδρούν και, αυτόνομα (χωρίς την έγκριση της Κυβέρνησης Ερντογάν), ασκούν εξωτερική πολιτική και δημιουργούν ένταση στο Αιγαίο, προκειμένου να εκθέσουν τον Ερντογάν και, κυρίως, να υποχρεώσουν την Ελλάδα να προβάλει βέτο και να σταματήσουν οι διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Τότε θα διατηρήσει το τουρκικό κράτος τα χαρακτηριστικά του Κεμαλισμού και φυσικά οι στρατηγοί τα προνόμιά τους. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, όπως ισχυρίζονται και οι Ερντογάν και Γκιούλ στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους με αξιωματούχους της Ε.Ε., τότε, η υπερβολική αντίδραση της Ελλάδας στην τουρκική προκλητικότητα θα εξυπηρετήσει απόλυτα τους στόχους του στρατιωτικού κατεστημένου της Άγκυρας. Η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει ψυχραιμία (να μην “τσιμπήσει” το δόλωμα των Τούρκων στρατοκρατών) και υπομονή, διότι ο Ερντογάν, με όπλο τον καθορισμό της ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τους “αντιπάλους” του στο εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας. Προσωπικά, πιστεύω ότι για να αποδεχτεί κάποιος αυτή τη συλλογιστική πρέπει να διαθέτει αρκετή αφέλεια.
β) Η κλιμακούμενη προκλητικότητα στο Αιγαίο, ενδέχεται να αποτελεί επιλογή της Ισλαμικής Κυβέρνησης Ερντογάν, σε απόλυτη συμφωνία με τους Τούρκους στρατηγούς. Το τουρκικό κράτος, με την επιθετική συμπεριφορά του στο Αιγαίο, στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση (Αθήνα, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον), ότι το υπάρχον νομικό και κυριαρχικό καθεστώς στο Αιγαίο πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Και επιπλέον, η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν θα υποχρεώσει την τουρκική κυβέρνηση να απεμπολήσει βασικούς στόχους της Στρατηγικής της, στην Κύπρο και στο Αιγαίο.
Η στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο είναι επιθετική, αναθεωρητική και διεκδικητική, ενώ στην Κύπρο είναι κατακτητική.
Το τουρκικό κράτος επιθυμεί να μπει στην Ε.Ε., αλλά να αλλάξει ταυτόχρονα και το καθεστώς στο Αιγαίο. Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Ερντογάν, στη συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, είναι αποκαλυπτικός των προθέσεών του δηλώνοντας ότι: “είναι εφικτός ένας δίκαιος διακανονισμός στο Αιγαίο”. Είναι σαφές ότι ο διακανονισμός που υπαινίσσεται ο κ. Ερντογάν αφορά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο. Η Ισλαμική Κυβέρνηση του κ. Ερντογάν επιδιώκει να διεθνοποιήσει τις παράνομες διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τους Τούρκους να θέσουν το πακέτο των αξιώσεων τους στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Και η συνέχεια είναι γνωστή. Η Ε.Ε. θα πιέσει την Ελλάδα να κάνει υποχωρήσεις. Να διαπραγματευτεί, δηλαδή, τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο.
Στην περίπτωση αυτή (όπως την περιγράψαμε ως Β ενδεχόμενο), η ελληνική κυβέρνηση έχει τις εξής επιλογές:
Ή θα απαντήσει δυναμικά στις τουρκικές προκλήσεις, υπερασπιζόμενη με διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Πρόκειται για πολύ δύσκολη επιλογή, υψηλού βαθμού επικινδυνότητας με ανάλογο κόστος, αφού όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, ακόμη και της στρατιωτικής σύρραξης.
Ή θα προβάλει βέτο στην τουρκική ένταξη, τον Δεκέμβρη στις Βρυξέλλες στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Η επιλογή αυτή όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συνετίσει την Τουρκία και θα καταστεί διαλλακτικότερη έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Ίσως μάλιστα το κόστος του ελληνικού βέτο να είναι βαρύτερο για την Ελλάδα παρά για την Τουρκία! Και αυτό διότι θα δυσαρεστηθεί και θα αντιδράσει ανάλογα το ισχυρό “λόμπι” των ατλαντιστών (Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία κ.ά.).
Επιπλέον η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει καμιά συμπαράσταση από το ΝΑΤΟ, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κλιμακούμενη επιθετική και προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας. Από το 1974, το ΝΑΤΟ επιλέγει τη στάση του Πόντιου Πιλάτου, απέναντι στην έκνομη τουρκική δραστηριότητα στο Αιγαίο. Θυμίζουμε απλά την προδοτική συμπεριφορά του ΝΑΤΟ κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Προφανώς η “ουδετερότητα” του ΝΑΤΟ ενθαρρύνει την τουρκική προκλητικότητα.
Εξαναγκαστική διπλωματία και αποτροπή
Η Ελλάδα είναι σαφές ότι είναι εγκλωβισμένη στα γρανάζια της εξαναγκαστικής διπλωματίας που ασκεί με κλιμακούμενη ένταση η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή.
Η Τουρκία χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, προκειμένου να επιτύχει, χωρίς μεγάλο κόστος, στόχους της Εθνικής της Στρατηγικής.
Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, λόγω προφανούς αδυναμίας, αντιδρούν στις τουρκικές προκλήσεις με παροιμιώδη ηπιότητα.
Αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να υποκύψει στην τουρκική στρατιωτική και πολιτική υπεροχή και να εκχωρήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Η Τουρκία, με την ενεργό συμπαράσταση των ΗΠΑ, εξελίσσεται σε περιφερειακή υπερδύναμη. Πιθανή κατάληξη για την Ελλάδα είναι η δορυφοροποίησή της στην Τουρκία.
Αναμφίβολα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει τη σημερινή εξαιρετικά δυσμενή θέση της. Και αυτό θα γίνει εφικτό αν, αντί για την ελληνοτουρκική “φιλία” και άλλες φαιδρότητες (ζεϊμπέκικα του Γιώργου, κουμπαριές του Κώστα και συναυλίες της Άντζελας και του Ρουβά), αποφασίσει να κάνει πολιτική με βασικό άξονα την αποτροπή. Για να εφαρμόσει όμως η κυβέρνηση αποτρεπτική πολιτική, θα πρέπει να ισχυροποιήσει τρεις βασικούς άξονες της Εθνικής μας Στρατηγικής. Την Παιδεία, την Οικονομία και τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Η ισχυροποίηση όμως των ανωτέρω Ζωτικών Εθνικών παραμέτρων απαιτεί πρωτίστως οραματική πολιτική από εμπνευσμένους και πεπαιδευμένους πολιτικούς ηγέτες. Και ακόμη ενδυνάμωση της Εθνικής Συνείδησης και μετάγγισής της στον Λαό, από την “ελίτ” των επιχειρηματιών και των διανοούμενων της χώρας. Πολιτικοί, επιχειρηματίες και διανοούμενοι αντιλαμβάνονται τον ιστορικό και παιδευτικό τους ρόλο και εμπνέουν τον Ελληνικό Λαό. Τα ανωτέρω είναι προαπαιτούμενα για την ανάσχεση του φθίνοντος Ελληνισμού.
Γι’ αυτό είμαι μάλλον απαισιόδοξος για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και τη μελλοντική θέση της Ελλάδας στο Διεθνές σύστημα.