του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003
Η Αυτοκρατορία των Νέγκρι-Χαρτ αποτελεί μια φιλόδοξη προσπάθεια για μια νέα ανάλυση πάνω στην παγκοσμιοποίηση και συνάμα μια απόπειρα για την επεξεργασία ενός νέου προγράμματος απελευθέρωσης. Είναι σαφές ότι πατάει επάνω στα βήματα του Μαρξ και φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα «νέο κομμουνιστικό μανιφέστο» που σκοπεύει να θωρακίσει τους σημερινούς αγώνες για χειραφέτηση με μια ισχυρή, μάχιμη πολιτική θεωρία.
Σίγουρα, δώδεκα χρόνια μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την διακήρυξη του «τέλους των οραμάτων, των ιδεολογιών και των μεγάλων συλλογικών προσδοκιών», οι σύγχρονοι αγώνες των λαών χρειάζονται έναν νέο οδηγό ώστε να μπορούν να αναλύσουν με σαφήνεια την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Χρειάζονται ακόμα και μια νέα αφήγηση, ένα σύνολο από αξίες που θα πλαισιώσουν τον σκοπό τους για του δώσουν τη θετική υφή μιας νέας πρότασης ενάντια στην υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Οι Νέγκρι και Χαρτ, μέσα σ’ ένα βιβλίο εξακοσίων –περίπου– σελίδων φιλοδοξούν να προσφέρουν και τα δυο. Παρόλα αυτά, οι τελευταίες εξελίξεις μοιάζουν να τους διαψεύδουν στις βασικότερες επισημάνσεις και προσδοκίες τους, και είναι αυτή η εξέλιξη που κρίνει μέχρι τώρα την αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς τους.
Η Αυτοκρατορία
Η βασική ιδέα που διαπερνά το έργο τους, αποκαλύπτεται κιόλας από τον τίτλο του. Οι Νέγκρι-Χαρτ πραγματεύονται τη γέννηση ενός ομοιογενούς παγκόσμιου πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, μιας αυτοκρατορίας. Ο πλανήτης ενοποιείται κάτω από ένα συγκεκριμένο καθεστώς, το οποίο συνδέει όλα τα επιμέρους περιφερειακά, εθνικά και τοπικά σύνολα ομογενοποιώντας τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές τους συνθήκες. Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας καταλήγει σε ένα ενιαίο, πλανητικό όλο που δεν γνωρίζει κανένα σύνορο και κανέναν περιορισμό. Στην αυτοκρατορία δεν υπάρχει «έξω» και κατά συνέπεια δεν υπάρχει και «μέσα»: Πρόκειται για ένα περιεκτικό, ανοιχτό σύστημα που ενσωματώνει ό,τι έχει πλανητική υπόσταση.
Το περιεχόμενο αυτού του νέου συστήματος ορίζεται από μια σειρά σταθερές. Τη λάμψη της «νέας οικονομίας», που αναδεικνύει τα προϊόντα της ως προάγγελλους ενός νέου, τεχνητού κόσμου όπου η τεχνολογία λειτουργεί ως προέκταση της ανθρώπινης βούλησης επιτυγχάνοντας την απεριόριστη ατομική ελευθερία, την πραγμάτωση του πιο ύψιστου νεωτερικού ιδανικού. Την πρωτοκαθεδρία των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων επάνω στην παγκόσμια οικονομία, που διαμορφώνει ένα νέο οικονομικό μοντέλο όπου το κέρδος παράγεται σε πεδίο δυνητικό και οι μορφές εκμετάλλευσης διαχέονται σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Την απόλυτη κυριαρχία των υπερεθνικών οργανισμών και την υποταγή της συντριπτικής πλειοψηφίας των χωρών του πλανήτη στα κελεύσματά τους, που ομογενοποιεί όλο τον κόσμο στα πρότυπα ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου. Τη διπλωματική νηνεμία στο ΝΑΤΟ, που αποκαλύπτει την απόλυτη ευθυγράμμιση των υπόλοιπων ανεπτυγμένων χωρών στο αυτοκρατορικό πρόσταγμα των Η.Π.Α., αλλά και την οικουμενική ρητορική των τελευταίων –στηριγμένη στις αναφορές στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα– που προσδίδει σ’ αυτήν την πλανητική συμμαχία τις ύψιστες εκείνες αξίες που υποδηλώνουν έναν ανώτερο σκοπό.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορίας είναι που την διαφοροποιούν από τις προγενέστερες ιμπεριαλιστικές φάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, μιας και αυτές κινητοποιούσαν τις παραγωγικές τους δυνάμεις με την αναπαραγωγή των συνόρων, αναγνωρίζοντας μόνιμα έναν εξωτερικό εχθρό, έναν αντίπαλο και εκστρατεύοντας ενάντιά του. Οι ιμπεριαλιστικές φάσεις του καπιταλισμού, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, ήταν που επέβαλαν στις ανεπτυγμένες χώρες τις τάσεις του οικονομικού επεκτατισμού, της πολιτικής επιβολής και της στρατιωτικής επέκτασης γράφοντας έτσι την ιστορία της ωμής κυριαρχίας της Δύσης επάνω στον υπόλοιπο κόσμο.
Φυσικά, τα εξωτερικά σύνορα αναπαράγονταν και σε «εσωτερικό» κοινωνικό επίπεδο, με τον απόλυτο ταξικό διαφορισμό και την καταπίεση της κυρίαρχης τάξης της αστικής επάνω στην κυριαρχούμενη _ το προλεταριάτο. Οι διάφορες συλλογικές ταυτότητες, είτε επρόκειτο για κοινωνικές είτε για εθνικές, συγκροτούνταν με βάση έναν δυϊσμό (εμείς και οι άλλοι) που τροφοδοτούσε αυτές τις διαιρέσεις με το να αντανακλούν στο επίπεδο της ανθρωπολογικής θέσμισης τον μανιχαϊσμό των συνόρων, του «μέσα» και του «έξω».
Η Αυτοκρατορία, κατά την άποψή τους, ξεπερνάει και αυτό το επίπεδο αντικαθιστώντας τον κοινωνικό διαφορισμό και τον πολιτιστικό δυϊσμό, έννοιες κάθετες και κλειστές που γεννούσαν συντριπτικές αντιπαραθέσεις, με επίπεδα «ανοιχτών» διαβαθμίσεων που καταλήγουν να συγκροτούν άπειρες κοινωνικές και πολιτιστικές υβριδικότητες, ο πλούτος και το βάθος των οποίων είναι απεριόριστος.
Αυτές οι εξελίξεις, που πραγματοποιούνται με τη μετάβαση στην αυτοκρατορία, είναι «αντικειμενικά» θετικές, γιατί καταρρίπτουν τους φραγμούς της νεωτερικότητας και θέτουν τις χειραφετητικές προσπάθειες των ανθρώπων σε μια νέα, πραγματικά ελπιδοφόρα διάσταση. Οι προγενέστεροι αγώνες των λαών, στην ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού, ήταν διαποτισμένοι από την ανθρωπολογία των συνόρων και μιλούσαν εν ονόματι μιας παγιωμένης, μονολιθικής ταυτότητας, είτε αυτή λέγονταν «προλετάριος» είτε επρόκειτο για τις εθνικές ταυτότητες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Το γεγονός αυτό κατακερμάτιζε τις επιθυμίες, τις προθέσεις και τις διαθέσεις των μαζών σε επιμέρους, κλειστά σύνολα, καθιστώντας αδύνατη την επικοινωνία, τη συνδιαλλαγή και εν τέλει τη συγχώνευσή τους σ’ ένα επαναστατικό όλο που θα ανέτρεπε τους υπάρχοντες συσχετισμούς.
Σήμερα, λένε οι συγγραφείς, οι υβριδικότητες συγκροτούν ένα ετερογενές αλλά ενιαίο πλήθος, που συνθέτει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του κάτω από το μοναδικό σκήπτρο του αυτοκράτορα και διαμορφώνει έτσι μια μοναδική, καθολική δυναμική ανατροπής, πράγμα που φέρνει τα εξισωτικά, χειραφετητικά προγράμματα ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματοποίησή τους. Γι’ αυτό εξ άλλου, η αυτοκρατορία είναι «καλή καθ’ εαυτήν, αλλά όχι και δι’ εαυτήν»1 γιατί «παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες για δημιουργία και απελευθέρωση»2 και κατά συνέπεια «πρέπει μέσα από την αυτοκρατορία να ανοίξουμε τον δρόμο που θα μας βγάλει στην αντίπερα όχθη»3.
Αυτή είναι, σε αδρές γραμμές, η βασική ιδέα της αυτοκρατορίας των Νέγκρι-Χαρτ. Οι βασικές διαφωνίες που μπορεί κανείς να ορθώσει απέναντι σ’ αυτήν αφορούν δυο ζητήματα. Αφ’ ενός, το κατά πόσο ζούμε τη σύσταση μιας αυτοκρατορίας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και αφ’ ετέρου, εφόσον τη ζούμε, αν πρόκειται όντως για μια «αντικειμενικά θετική» διαδικασία που θα ευνοήσει τα κινήματα. Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με την ανάλυση της πραγματικότητας. Το δεύτερο, με την ιδεολογική τοποθέτηση που μπορεί να έχει κανένας απέναντι σ’ αυτή.
Κυρίαρχη τάση η διαίρεση και όχι η ενοποίηση
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, η συγκυρία του πολέμου στο Ιράκ ανάδειξε ως κυρίαρχη τάση τη διαίρεση και όχι την ενοποίηση. Για πρώτη φορά, η μοναδική υπερδύναμη λειτούργησε τόσο «εγωιστικά», αψήφησε την αντιπαράθεση με τον Γάλλο-Γερμανικό άξονα, αγνόησε τη διαφωνία της Ρωσίας και της Κίνας και αδιαφόρησε για το μεγαλύτερο αντιπολεμικό κίνημα που ορθώθηκε εναντίον της σε όλη την ιστορία της κυριαρχίας της στη διεθνή σκηνή.
Αυτή η συμπεριφορά μάς αποκάλυψε την πραγματικότητα ενός πλανητικού αυταρχισμού των Η.Π.Α., δια μέσω του οποίου προσδοκούν στην αποκλειστική ικανοποίηση των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων τους. Ακόμα και η ίδια η Δύση, που μέχρι πρότινος εμφανιζόταν συσπειρωμένη πίσω από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, διχάστηκε. Η εικόνα της συμμαχίας των βιομηχανικά προηγμένων και πολιτιστικά “φωτισμένων” χωρών, που εξαπολύουν μια εκστρατεία ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις της “οπισθοδρόμησης”, που συνόδευε κάθε πολεμική επέμβαση της Δύσης από το 1991 κι έπειτα, ξάφνου χάθηκε από το προσκήνιο.
Στη θέση της, οικοδομήθηκε η εικόνα της απόλυτης υπερδύναμης, που διεκδικεί την αποκλειστικότητα της ηθικής, των υπέρτατων αγαθών αξιών, του δικαίου, και εξασκεί το μονοπώλιο στη βία στοχεύοντας στη συμμόρφωση όλων όσων αμφισβητούν την αποκλειστικότητα αυτή. Πέρα από τη δική της αλήθεια, υπάρχει το κακό, οι δυνάμεις που επιβουλεύονται το μέλλον της –και, κατά τη συνέπεια της αντίληψής της, το μέλλον της ανθρωπότητας– και πρέπει να παταχθούν.
Φυσικά και, η αμερικανική εκδοχή της ηθικής, του δικαίου, το σύστημα αξιών το οποίο προσδοκά να παγκοσμιοποιήσει δια πυρός και σιδήρου, ανταποκρίνεται σ’ ένα και μόνο κριτήριο: στη μεγιστοποίηση των οικονομικών της κερδών και στην εξασφάλιση του απόλυτου πολιτικού της ελέγχου πάνω στο πλανήτη. Γι’ αυτό, εξ άλλου, πίσω από αυτή τη στάση ελλοχεύουν ισχυρές τάσεις ολοκληρωτισμού: Το πρότυπο με βάση το οποίο οι Η.Π.Α. θέλουν να οργανώσουν τον πλανήτη ανταποκρίνεται μόνο στις δικές τους ανάγκες, συστήνει μια παγκόσμια τάξη “για τον εαυτό τους” άρα δεν δύναται να αποκτήσει καθολικές αναφορές: Είναι παγκόσμιο σε ισχύ μα εθνικιστικό στο συμφέρον και γι’ αυτό τείνει να οικοδομήσει ένα γιγάντιο δίκτυο πολιτικής υποταγής και οικονομικής εκμετάλλευσης αποστερώντας από τους λαούς κάθε έννοια αυτονομίας.
Οι βαθιές διαιρετικές τάσεις που κυριαρχούν σήμερα στο διεθνές σύστημα είναι απόρροια της κρίσης της παγκοσμιοποίησης. Από τη σκοπιά των ελίτ, κρίση σημαίνει αδυναμία μεγιστοποίησης του πολιτικού ελέγχου και των οικονομικών κερδών. Αφ’ ενός, η αιχμή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η «άυλη οικονομία», εκρήγνυται: Οι αξίες της Γουόλ Στρητ έχουν καταποντιστεί, ενώ τα σκάνδαλα τύπου «Ένρον» απέδειξαν τις εγγενείς αδυναμίες ενός οικονομικού συστήματος που στηρίζεται περισσότερο στην κυκλοφορία των κεφαλαίων παρά στην υλική παραγωγή. Αφ’ ετέρου, η 11η Σεπτεμβρίου απέδειξε ότι το πολιτικό κόστος του απόλυτου ελέγχου του πλανήτη από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης είναι δυσβάσταχτο για τις ανεπτυγμένες κοινωνίες.
Από τη σκοπιά των λαών και των κοινωνιών που δεν έχουν άμεση συμμετοχή στα οφέλη της πλανητικής δραστηριότητας του κεφαλαίου, η πραγματικότητα ήλθε να επιβεβαιώσει όσους υποστήριζαν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία προσωρινή, που υπαγορεύεται από τα βραχυπρόθεσμα κέρδη που προσφέρει στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Δύσης –και ιδιαίτερα των Η.Π.Α.– και ανακόπτεται από τις βαθιές αντιθέσεις που προκαλεί σ’ όλον τον πλανήτη.
Σε οικονομικό επίπεδο, ο νεοφιλελευθερισμός και οι ανεξέλεγκτες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, συνθέτουν ένα μοντέλο λεηλασίας των ανθρωπίνων και φυσικών πόρων του πλανήτη, που μόνο ανισοκατανομή του πλούτου, κοινωνική παθογένεια και αποσταθεροποίηση μπορεί να αποφέρει. Το κυρίαρχο καταναλωτικό μοντέλο, όντας παροξυστικά βουλημικό, απαιτεί την ολοένα και μεγαλύτερη παραγωγή προϊόντων σε βαθμό που να μην μπορεί να επιτευχθεί οποιαδήποτε έννοια της αυτάρκειας των κοινωνιών, επιβάλλοντας έτσι έναν άνισο παγκόσμιο καταμερισμό ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές, όπου οι μεν –το κέντρο– απολαμβάνουν τα φτηνά αγαθά που παράγονται σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης των δε – της περιφέρειας. Ακόμα, διαχειρίζεται με καταστροφικό τρόπο τους πόρους του πλανήτη προκαλώντας ανεπανόρθωτες καταστροφές στο οικοσύστημα.
Φυσικά, κατανοούμε ότι, όταν όλα τα παραπάνω κυριαρχούν στο σημερινό κόσμο, καμία δύναμη δεν διατηρεί τη συναίνεση για να επιβάλει την αυτοκρατορική ειρήνη που φαντάζονται οι Νέγκρι και Χαρτ.
Απ’ τη μια οι ελίτ δυσανασχετούν από την υποχώρηση των πολιτικών και οικονομικών τους κεκτημένων και, γνωρίζοντας ότι το πλοίο αρχίζει να βουλιάζει, σπεύδουν σταδιακά να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτή του καπετάνιου. Έτσι, γεννούνται σταδιακά κεντρόφυγες τάσεις ακόμα και στον πυρήνα των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, τη Δύση, η οποία αίφνης ξέχασε την ενότητα που επικράτησε στον πόλεμο του Αφγανιστάν, όπου όλοι εκστράτευσαν ενάντια στην «αυτοκρατορία» του κακού», για να διχαστεί σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα.
Απ’ την άλλη, οι λαοί και οι κοινωνίες έχουν ήδη μπει σε διαδικασίες αμφισβήτησης της υφιστάμενης πλανητικής ηγεμονίας, αν και η έξοδος από την καθολική συναίνεση στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης πραγματοποιείται κάτω από διακριτές–και σε πολλές περιπτώσεις αντιφατικές– ιδεολογικές αφετηρίες. Παρόλα αυτά, το σημαντικό παραμένει: Στη Λατινική Αμερική, οι δυνάμεις του ριζοσπαστικού λαϊκισμού ελέγχουν ήδη τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα (τη μεγαλύτερη χώρα και τον ενεργειακό στυλοβάτη της ηπείρου, αντίστοιχα), ενώ οι δυνάμεις της αριστεράς έχουν εξαπλώσει ένα ευρύ εναλλακτικό κοινωνικό δίκτυο στην κατεστραμμένη Αργεντινή. Στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α., το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση βρήκε μέσα στο αντιπολεμικό κίνημα συγκεκριμένους στόχους και σαφέστερα αιτήματα, πράγμα που το βοήθησε να επεκτείνει την επιρροή του στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Τέλος, στη Μέση Ανατολή, η εντεινόμενη παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων έχει πυροδοτήσει την έκρηξη του ισλαμικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος είναι ο μόνος προς το παρόν που στρέφεται ανοιχτά σε πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εάν συνδυάσουμε όλα τα παραπάνω, θα καταλάβουμε ότι σιγά-σιγά εισερχόμαστε στην πλέον ταραγμένη περίοδο της παγκοσμιοποίησης όπου πολλές κεντρόφυγες δυνάμεις των δυτικών ελίτ, των κινημάτων, των λαών του τρίτου κόσμου αγωνίζονται να ανακόψουν την πορεία της. Αυτές, δεν έχουν κατ’ αρχήν ιδεολογικές αφετηρίες αν και στη συνέχεια είναι απαραίτητο να αποκτήσουν απλά στηρίζονται στο γεγονός ότι, πλέον, η πορεία της παγκοσμιοποίησης είναι καθοδική. Επομένως, μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι οι προσδοκίες των συγγραφέων της Αυτοκρατορίας έχουν ως κυριότερο εχθρό την ίδια την πραγματικότητα, έτσι όπως ορίζεται σήμερα από την ολόπλευρη κρίση που χτυπάει το κέντρο της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Μαρξ και κοσμοπολιτισμός
Όντως ο Μαρξ αναφερόταν συχνά στις τάσεις της παγκόσμιας ολοκλήρωσης του καπιταλισμού. Στο κομμουνιστικό μανιφέστο, ο Μαρξ σημείωνε ότι «τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί ανταγωνισμοί εξαφανίζονται μόνο και μόνο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την ελευθερία του εμπορίου, την παγκόσμια αγορά». «Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη δίνει ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στην παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών»: Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνεπάγεται την «πραγματική εμπειρική ύπαρξη των ανθρώπων στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας4».
Η απομόνωση των λαών στις προκαπιταλιστικές συνθήκες προκαλούσε την ανάδυση τοπικών μοντέλων οργάνωσης, που διαφοροποιούνταν σε κάθε χώρα και υπάκουαν σε «πρωτόγονες», «δεσποτικές» και «ανορθολογικές» εξουσιαστικές σχέσεις. Η ιστορική κίνηση της αστικής τάξης «εξαϋλώνει» τις παλιές τάξεις πραγμάτων και εγκαθιστά στη θέση τους ένα καθολικό σύστημα που βασίζεται στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Ο πλανήτης ενοποιείται κάτω από τη δραστηριότητα των καπιταλιστικών παραγωγικών και εμπορικών δυνάμεων. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί στην εγκαθίδρυση μιας «καθολικής εξάρτησης, φυσικής μορφής της παγκόσμιας-ιστορικής συνεργασίας των ατόμων»5 αλλά και ταυτόχρονα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για μια παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση η οποία θα μετατρέψει την εξάρτηση σε: «έλεγχο και συνειδητή κυριαρχία αυτών των δυνάμεων που, γεννημένες από την αμοιβαία τους δράση, έχουν ως τώρα επιβληθεί και έχουν κυριαρχήσει επάνω τους σα δυνάμεις τελείως ξένες ως προς αυτούς»6. Η «θετικότητα» της παγκόσμιας δράσης της αστικής τάξης έγκειτο στη δυνατότητα της παγκόσμιας κομμουνιστικής ανατροπής της.
Φυσικά, όπως γνωρίζουμε, ο Μαρξ επιβεβαιώθηκε σε ό,τι αφορά τις τάσεις του καπιταλισμού αλλά η μεταβολή αυτών των τάσεων σε απτή ιστορική πραγματικότητα έμελλε να διαψευσθεί μέσα από τη μερική… επιβεβαίωσή του. Απ’ τη μια, όντως, η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη επηρέασε όλη τη μετέπειτα πορεία της ανθρωπότητας και δεν άφησε κανένα έθνος ανέγγιχτο. Απ’ την άλλη όμως, αυτή η επίδραση είναι που διαμόρφωσε συνθήκες μόνιμης άνισης ανάπτυξης μέσα στις οποίες ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να ομογενοποιήσει όλο τον πλανήτη κάτω από ένα ενιαίο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό μοντέλο. Τουναντίον, ο έλεγχος των καπιταλιστικών δυνάμεων πάνω στον πλανήτη διαμόρφωσε τα γνωστά αναπτυξιακά χάσματα ανάμεσα στον Βορρά και το Νότο. Οι κοινωνικές διακρίσεις που γεννούσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων κοινωνιών αναπαράχθηκαν και σε παγκόσμιο επίπεδο, γεννώντας ανάλογους διαχωρισμούς ανάμεσα στα έθνη και πυροδοτώντας εκ νέου ανταγωνισμούς για την κατανομή του παγκόσμιου πλούτου που όρθωσαν νέα σύνορα στον πλανήτη.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου έχει επισημάνει ότι η επιμονή του Μαρξ στην κοσμοπολίτικη φύση του κεφαλαίου αποτελεί ουσιαστικά μια «ιδεολογική αντανάκλαση» της βρετανικής παντοδυναμίας της εποχής. Όντως, εκείνη την εποχή, «η υπεροχή της Αγγλίας σ’ όλα τα πεδία της οικονομικής ζωής ήταν ο κύριος παράγοντας που ενοποιούσε την παγκόσμια οικονομία»7. Οι εξωτερικές επενδύσεις της Αγγλίας λειτουργούσαν κατά βάση ως η κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Κατά ένα μεγάλο μέρος οι νέες βιομηχανικές χώρες αναπτύχθηκαν υπό την ώθηση των αγγλικών κεφαλαίων, ενώ παράλληλα, η εικόνα μιας αυτοκρατορίας στους κόλπους της οποίας δεν «έδυε ο ήλιος» έδινε την εντύπωση της ανάδυσης μιας νέας, παγκόσμιας ειρηνικής τάξης. Μια εσφαλμένη αναγωγή αυτής της προσωρινής συγκυρίας σε μόνιμες, αμετάκλητες συνθήκες του καπιταλιστικού συστήματος μπορεί να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα θεωρητικά και πρακτικά-πολιτικά συμπεράσματα.
Η μεταβολή αυτής της τάσης του κεφαλαίου προς την παγκοσμιοποίηση σε πραγματικότητα οδηγεί συχνά τον ίδιο το Μαρξ να αντιφάσκει με τον ίδιο τον… εαυτό του. Ενώ πάρα πολλές φορές καταγγέλλει την αποικιοκρατία σαν μια καταστροφική δραστηριότητα ενάντια στους λαούς που υπέταξε ο δυτικός καπιταλισμός, κάποτε καταλήγει σε τραγικές πολιτικές θέσεις. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις περίφημες θέσεις για την αγγλική αποικιοκρατία στην Ινδία, όπου ο Μάρξ δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι: «Η αγγλική δράση στις Ινδίες είχε αποτέλεσμα την αποσύνθεση αυτών των ημιβάρβαρων ημιπολιτισμένων αγροτικών κοινοτήτων […] ο ειδυλλιακός χαρακτήρας των οποίων δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι ήταν πάντα η πιο στέρεα βάση του Ανατολικού δεσποτισμού… και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που γνώρισε ποτέ η Ασία»8 . Παρά τον βίαιο και καταπιεστικό χαρακτήρα της αποικιακής κατοχής, η αγγλική αστική τάξη αναμορφώνει την ινδική κοινωνία μπολιάζοντάς την με τις καπιταλιστικές σχέσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι Ινδοί εγκαταλείπουν μια μακρά περίοδο αναπτυξιακής στασιμότητας (μια νύχτα όπου «όλες οι αγελάδες είναι μαύρες») και εισέρχονται στο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, λόγω των αδύναμων εσωτερικών δυναμικών της ινδικής κοινωνίας, η αστική επανάσταση… εισάγεται μέσω της αποικιοκρατίας και γι’ αυτό το λόγο, παρά τον βίαιο και ωμό της χαρακτήρα, δεν μπορεί παρά να έχει –σε τελευταία ανάλυση– αντικειμενικά «θετικό» χαρακτήρα για τον ινδικό λαό… Ωστόσο, αυτές οι θέσεις του Μαρξ χαρακτηρίζουν κάποιες πλευρές του έργου του, όπου κυριαρχεί ο τεχνολογικός ντετερμινισμός και –ευτυχώς– όχι το σύνολο της αντίληψής του. Ο Μαρξ για παράδειγμα θα συνεχίζει να επαναλαμβάνει πως «ο καταμερισμός εργασίας (που εισάγει ο καπιταλισμός) αποτελεί τον ακρωτηριασμό ενός λαού».
Λένιν και Κάουτσκυ
Αντίθετα, ο «μεγάλος μαθητής» του, ο Καρλ Κάουτσκυ, μισόν αιώνα αργότερα, στις εισηγήσεις του για τον «υπεριμπεριαλισμό» θα μεταβάλει ευθέως την «τάση» σε οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Στις αναλύσεις του για την συγκυρία της εποχής, ο Κάουτσκυ εκτιμούσε ότι: «από καθαρά οικονομική άποψη δεν αποκλείεται ο καπιταλισμός να περάσει ακόμα μια νέα φάση: τη φάση της μεταφοράς της πολιτικής των καρτέλ στην εξωτερική πολιτική, τη φάση του ουλτραϊμπεριαλισμού»9. Η φάση αυτή θα προέκυπτε ύστερα από την παγκόσμια ενοποίηση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που θα συνέβαινε στο ανώτατο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και θα οδηγούσε σε μια «παγκόσμια συνεννόηση» για την από κοινού εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη. Αυτή η φάση, όπου το κεφάλαιο θα ενοποιούνταν αποκτώντας πραγματικά κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά και θα διαμόρφωνε μια ειρηνική, παγκόσμια τάξη πραγμάτων όπου η απόλυτη κυριαρχία του δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο αποσταθεροποίησης. Επρόκειτο για μια φάση όπου η ανάπτυξη του κεφαλαίου θα οδηγούσε στον μαρασμό τον πολεμικών ανταγωνισμών και σε μια περίοδο διαρκούς ειρήνης όπου πραγματικά θα άφηνε ανενόχλητες τις αστικές τάξεις να αφιερωθούν στην ουσία των δραστηριοτήτων τους, την παραγωγή και την κυκλοφορία του κεφαλαίου, δημιουργώντας έτσι τις απόλυτες συνθήκες της μεγιστοποίησης των κερδών τους.
Αυτή την φορά, η απάντηση στις εκτιμήσεις του Κάουτσκυ ήλθε από τον ίδιο τον Λένιν. Ο Λένιν –μέσα από τα στατιστικά του Ρ. Κάλβερ– αντιπαραθέτει στην πραγματικότητα των διεθνών καρτέλ την εξ ίσου έκδηλη πραγματικότητα της άνισης ανάπτυξης του καπιταλισμού, την «τεράστια ποικιλομορφία των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, την άκρα δυσαναλογία στην ταχύτητα ανάπτυξης των διαφόρων χωρών»10 και συμπληρώνει ότι: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο και τα τραστ δεν αδυνατίζουν, μα δυναμώνουν τις διαφορές στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας»11. Στο τέλος αυτών των εξελίξεων, καταλήγει ο Λένιν, υπάρχει πάντα ο παροξυσμός του ανταγωνισμού και η ωμή βία και, γι’ αυτό, οι τάσεις ενοποίησης του παγκόσμιου κεφαλαίου δεν είναι παρά προσωρινές, που διαμορφώνονται όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων που το απαρτίζουν ευνοεί την από κοινού εκμετάλλευση, τη συμμαχία και όχι την αντιπαράθεση.
Οι Νέγκρι και Χάρτ, επιμένοντας στη κοσμοπολίτικη φύση του κεφαλαίου, διαπράττουν παρόμοια σφάλματα με τον Κάουτσκυ. Αγνοούν την συγκυριακή φύση των ενοποιητικών τάσεων του παγκόσμιου κεφαλαίου, που ουσιαστικά αντιστοιχούν κατ’ εξοχήν στην περίοδο της διακυβέρνησης Κλίντον στις Η.Π.Α. Εκείνη την εποχή, η δυναμική της νέας οικονομίας, το χρηματιστήριο της Γουόλ Στρήτ, η απόλυτη υποταγή των άλλων δυτικών «εταίρων» των Η.Π.Α στους υπερεθνικούς οργανισμούς που καθοδηγούν οι Η.Π.Α. και η συναίνεση των δυτικών κοινωνιών στις προσταγές της παγκοσμιοποίησης έδιναν πράγματι την εντύπωση της ολοκλήρωσης ενός ενιαίου αυτοκρατορικού μοντέλου που καλύπτει όλον τον πλανήτη. Η αναγωγή αυτών των στοιχείων σε μόνιμες συνθήκες του εγγύτερου μέλλοντος ήταν που γέννησαν την προβληματική της αυτοκρατορίας. Για τους συγγραφείς, όλες αυτές οι συγκυριακές τάσεις ήταν εξ ίσου αντικειμενικές και αμετάκλητες όσο και το σύστημα που έβλεπαν να ορθώνεται μπροστά τους.
Παρόλα αυτά, όταν η κρίση ήλθε και χτύπησε την πόρτα των δυτικών κοινωνιών, τόσο οι λαοί όσο και οι ελίτ –και ιδιαίτερα οι ελίτ γιατί βρισκόμαστε σε φάση εμβρυακής ανάπτυξης των κινημάτων– είδαν πως η «αντικειμενικότητα» της παγκοσμιοποίησης πλήττει την αναπαραγωγή της ίδιας τους της ηγεμονίας και –κατά συνέπεια– τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Και, τότε, ήταν η σειρά των φυγόκεντρων τάσεων να έλθουν στο προσκήνιο- αντικαθιστώντας τις κεντρομόλες τάσεις της ομογενοποίησης. Η μυθολογία της παγκοσμιοποίησης αίφνης εγκαταλείφθηκε, και οι ελίτ είτε επανήλθαν σε εγωιστικές αναφορές για την αναγκαιότητα των μονομερών επεμβάσεων που απορρέουν από το στενό εθνικό συμφέρον (βλέπε Η.Π.Α.) είτε ξανά-ανακάλυψαν τις αρετές ενός πολυπολικού-πολυκεντρικού κόσμου, όπου η παγκόσμια ισχύς κατανέμεται ισόποσα σε αρκετά μέρη έτσι ώστε να αποφεύγεται η αυταρχική της χρήση (βλέπε Γαλλία).
Πλάνες και Ψευδαισθήσεις
Το έτερο ζήτημα, αφορά τη θέση μας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, όσο ανέφικτη ή εφικτή κι αν αποδεικνύεται. Είναι τάχα «αντικειμενικά θετική» η παγκοσμιοποίηση στο βαθμό που συμβαίνει; Δημιουργεί όντως νομοτελειακά μεγαλύτερες πιθανότητες απελευθέρωσης;
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι προσδοκίες του Νέγκρι και του Χάρτ είναι ουτοπικές. Γνωρίζουμε πως μια αυτοκρατορία που καλύπτει ολόκληρο τον πλανήτη δεν μπορεί να κυβερνήσει «από τις δυνατότητες του καθενός, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», μιας και η απόσταση ανάμεσα στους κυβερνώντες και στους κυβερνώμενους είναι τόσο μεγάλη ώστε να ευνοεί την αυτονόμηση των πρώτων και κατά συνέπεια τον απόλυτο έλεγχο των δεύτερων.
Ξέρουμε πως, πίσω από τα νέα παραγωγικά «θαύματα» των νέων τεχνολογιών, κρύβεται ο παροξυσμός μιας βαθιάς αντί-οικολογικής αντίληψης που ευνοεί την απόλυτη παρέμβαση μέσα στη φύση, διαρρηγνύει βίαια την οικολογική ισορροπία και καταλήγει σε τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές. Ξέρουμε επίσης, ότι –εσχάτως– αυτή η αντίληψη, εκτός από αντί-οικολογική, καταλήγει και βαθιά αντί-ανθρώπινη αφού, μέσα στο σχέδιό της να επέμβει στην ανθρώπινη φύση για να την τελειοποιήσει, καταλήγει στο να την ισοπεδώσει απόλυτα κάτω από το τεχνητό μέλλον του μετανθρώπου.
Γνωρίζουμε, τέλος, ότι αυτή η περίφημη κατάργηση ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω», που πραγματοποιεί η αυτοκρατορία σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας, σημαίνει ότι διαχέει τον απόλυτο έλεγχό της σε κάθε πτυχή της πλανητικής μας ύπαρξης, εξέλιξη που αγγίζει τα όρια του ολοκληρωτισμού, ένα «1984» πραγματοποιημένο μέσα στον 21ο αιώνα. Από την χαρτογράφηση του DNA, μέχρι την δικτύωση όλων των νοικοκυριών του πλανήτη σ’ ένα γιγάντιο διαδίκτυο και από την εμπορευματοποίηση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων –συλλογικών ή ατομικών– μέχρι την παγκόσμια επέκταση του πολιτικού ελέγχου της μοναδικής υπερδύναμης, σταδιακά διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την απόλυτη αλλοτρίωση των ανθρώπινων όντων, για την αποξένωση των κοινωνιών από τον πολιτικό τους έλεγχο και για την υποταγή της ανθρωπότητας στα κελεύσματα μιας πλανητικής μεγαμηχανής που υπακούει τον εαυτό της για τον εαυτό της.
Όλα αυτά δεν έχουν –φυσικά– κανένα σημάδι «αντικειμενικής θετικότητας» και γι’ αυτό οι προσδοκίες των συγγραφέων της αυτοκρατορίας αποδεικνύονται κούφιες, αν όχι κουτές. Παρόλα αυτά, το πρόβλημα παραμένει και δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι –εκτός από φρούδες– οι πλαστές προσδοκίες των συγγραφέων καταλήγουν να ενισχύουν και τις κομφορμιστικές τάσεις των κινημάτων, τουλάχιστον στο επίπεδο της θεωρίας.
Μέσα από τους συλλογισμούς του για τη «θετική αντικειμενικότητα» της αυτοκρατορίας, ο Νέγκρι καταλήγει να συμφωνεί με τον Φουκουγιάμα: «ότι το τωρινό πλαίσιο ορισμού του πολιτισμού δεν μπορεί να ξεπεραστεί.»12! Αναπόφευκτα, οι πλάνες στο πεδίο της ανάλυσης καταλήγουν να ενισχύουν της κομφορμιστικές τάσεις της πολιτικής τους πρότασης. Πίσω από την «αντικειμενικότητα» ορισμένων διαδικασιών, ελλοχεύει η αποδοχή τους. Όταν η οικοδόμηση ενός νέου παγκόσμιου συστήματος αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα της δράσης άκαμπτων ιστορικών νόμων, ταυτόχρονα καταδικάζεται και οποιαδήποτε δυνατότητα για τη συνολική και εκ βάθρων αμφισβήτησή της.
Στο προηγούμενο τεύχους του περιοδικού Foreign Policy, δημοσιεύτηκε ένας διάλογος του Ντανιέλ Κον-Μπετίτ με τον διαβόητο Ρίτσαρντ Περλ, σύμβουλο του αμερικανικού πενταγώνου και πρωτεργάτη της επίθεσης των Η.Π.Α. στο Ιράκ. Σ’ ένα σημείο της κουβέντας τους, ο Ντάνιελ Κον-Μπετίτ είπε χαρακτηριστικά: «Συμπεριφέρεστε σαν τους μπολσεβίκους κατά την περίοδο της Ρώσικης Επανάστασης. […]. Έχετε καλές ιδέες αλλά το πρόβλημά σας εντοπίζεται στα μέσα με τα οποία προσπαθείτε να τις εφαρμόσετε».
Αν καταφέρουμε να κοιτάξουμε πίσω από τις αβρότητες του Κον-Μπετίτ, που θυμίζουν την αυτοκρατορική ακρόαση ενός μέσου αυλικού συμβούλου, θα διακρίνουμε μια ορισμένη εικόνα για τον χαρακτήρα της αμερικανικής αυτοκρατορίας: Η ιδέα μιας ακμάζουσας αυτοκρατορίας που προελαύνει επάνω στον πλανήτη είναι σήμερα ο κοινός τόπος πολλών αντιφατικών πολιτικών τοποθετήσεων, ένα νήμα που συνδέει μερικές από τις πιο αντιθετικές πολιτικές στάσεις. Μπορούμε να την ακούσουμε, με διαφορετικά –βέβαια– λόγια που υπαγορεύουν και τις διακριτές ιδεολογικές αφετηρίες, από διανοούμενους που κατά τα άλλα βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Για να ήμαστε περισσότερο συγκεκριμένοι, μπορούμε να την ακούσουμε τόσο από στόματα απολογητών του αμερικανικού αυταρχισμού όσο και από τους πολέμιούς του, από «οργανικούς διανοούμενους» του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
Φυσικά, ο καθένας θέτει την εικόνα αυτής της «αυτοκρατορίας» από μια διαφορετική σκοπιά, με διαφορετικά κίνητρα και για διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα, όταν ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί υποστηρίζει ότι, «στο πηδάλιο βρίσκεται μια αγγλοαμερικανική Δεξιά, η οποία ξαναπαίρνει τη δημοκρατική δάδα των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων και θέτει το πρόβλημα να συντρίψει τα κράτη-παρίες», θέτει το ζήτημα από τη σκοπιά του νεοσυντηρητικού διανοούμενου, που ανάγει την πολεμική κινητοποίηση των Η.Π.Α. σε μια σταυροφορία του καλού ενάντια στις δυνάμεις της «οπισθοδρόμησης» και σπεύδει να κηρύξει την αμέριστη συμπαράστασή του σ’ αυτήν.
Από την άλλη, μπορεί ο Αντόνιο Νέγκρι και ο Μ. Χαρτ να καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα, αλλά είναι πασίδηλο πως η διαπίστωσή τους εντάσσεται σε μια ευρύτερη ανάλυση που φιλοδοξεί να παράσχει στο κίνημα τα εργαλεία εκείνα για να κατανοήσει την πραγματικότητα και να συντάξει ένα νέο πρόγραμμα χειραφέτησης. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε την τυπική φιγούρα του απολογητή διανοούμενου, που σπεύδει να καλύψει τον κρότο της επίθεσης με μεγαλόστομες, δημοκρατικές εξαγγελίες· στη δεύτερη, έχουμε να κάνουμε με κάποιους που προσπαθούν να αποκαλύψουν τον λόγο, την αιτία, που κρύβεται πίσω από τις βόμβες.
Παρόλα αυτά, η πανουργία της ιστορίας δεν αφορά τα κίνητρα των πολιτικών τοποθετήσεων αλλά τις ίδιες τις θέσεις, γιατί αυτές –κι όχι οι προθέσεις– είναι που επηρεάζουν την πραγματικότητα. Γι’ αυτό εξ άλλου, η Αυτοκρατορία των Νέγκρι-Χαρτ έτυχε ενθουσιαστικής αποδοχής από κατ’ εξοχήν «αυτοκρατορικά» έντυπα όπως το Newsweek και οι New York Times. Παρόλες τις διαφορές, ο κοινός τόπος παραμένει και μας προξενεί αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος των Νέγκρι-Χαρτ. Αν μη τι άλλο, πως μπορεί ο «διάβολος» της αντιπαγκοσμιοποίησης να κρατάει σεκόντο στους ψαλμούς της νέας εξουσιαστικής θεολογίας;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Τ.Νέγκρι-Μ.Χαρτ: Αυτοκρατορία, εκδόσεις Scripta, μετάφραση: Γιάννης Καλαϊτζής, σελ. 73.
- Όπ.π., σελ. 297.
- Όπ.π., σελ. 282.
- Καρλ Μαρξ, Γερμανική Ιδεολογία, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 81.
- Όπ.π., σελ 85.
- Όπ.π., σελ. 85.
- Κώστας Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ.13.
- Καρλ Μαρξ, The Future results of British Rule in India, άρθρα στην εφημερίδα New York Daily Tribune. Αναφέρεται από τον Κ.Παπαϊωάννου στο, Η γένεση του Ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές