του Σ. Γουνελά, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Αστραπές πού αυλακώνουν τον ουρανό. Νύχτα αστερόεσσα από καταιγισμό πυρός μέσα από λαμπυριστή οθόνη. Φωτεινές γραμμές, στίγματα, ρουκέτες, πύραυλοι, ολα δοσμένα απατηλά στήν οθόνη σάν πυροτεχνήματα γιορτής. ‘Ωστόσο, πρόκειται γιά γιορτή θανάτου.
Κάπως έτσι ήταν ή εικόνα ή τηλεοπτική από τόν πρό δεκαετίας “πόλεμο στόν Κόλπο”. Τά σύγχρονα ΜΜΕ κρατούν τά πάντα σέ “κασέτες”, τά πάντα γίνονται καί είναι αντίγραφα, μιας ζωής πού τείνουν νά την κάνουν κι αυτή αντίγραφο αληθινής ζωής. “Αν συλλογιστούμε ότι στήν Αμερική από χρόνια οί προετοιμασίες, οί σχεδιασμοί -ειδικά ενός πολέμου επίσημου ή ανεπίσημου- γίνονται μπροστά σέ υπολογιστή πρέπει νά φανταστούμε τήν απάτη τής εικόνας: τήν εικονική πραγματικότητα βάσει τής όποιας όργανα) -νονται τά πάντα. Η εικόνα στέκει εκεί μπροστά σου σάν νά σέ απορροφά, σάν νά απορροφά τό χρόνο σου μέσα σ”1 έναν ψυχρό, αναίσθητο χώρο, κι εσύ διορθώνεις, αλλάζεις, τροποποιείς έπ” άπειρον τό σχέδιο, τό κείμενο, τήν εικόνα, δουλεύοντας μέ υλικά πού μπορούν ακαριαία νά έξαφανιστούν σ’ ένα απύθμενο βύθισμα: σ” ένα είδος απύθμενης αβύσσου.
“Οταν βομβαρδίστηκε ή Γιουγκοσλαβία, είχαν γραφτεί καί ακουστεί πολλά. Μιλούσαν άνθρωποι μαθημένοι νά αρθρογραφούν, άλλοι πού μεταδίδουν ειδήσεις, άλλοι πού ανταλλάσσουν απόψεις, άλλοι πού εποπτεύουν άφ’ υψηλού, άλλοι πού συναισθάνονται. “Ομως, τό σημαντικότερο ήταν οί συγκεκριμένες αποφάσεις καί οί συγκεκριμένες πράξεις: καί βέβαια ή σημασία αυτών τών αποφάσεων κι αυτών τών πράξε<ον. Ανάμεσα σ’ αυτά ή πρωτοκαθεδρία ανήκε σέ μιά ανελέητη περιφρόνηση τής ανθρώπινης ζωής καί διά τής βίας καί τής συντριβής επιβολή αρχών πού, σχεδόν αυτονόητα καί από μιά μεριά αυθαίρετα, εθεωρούντο οί μόνες σεβαστές. “Ενας ολόκληρος λαός έκβιαζόταν, μιά χώρα ίσοπεδίονόταν άπό ψηλά καί ολα αυτά γίνονταν μέ τέτοιο ψυχρό υπολογισμό καί αναλγησία πού έπρεπε νά είχαμε μιλήσει γιά τό τέλος τών ανθρώπων, τών άνθρώπων τής ανθρωπιάς καί τής μνήμης, τών ανθρώπων τής ιεράς αίσθησης τής ζωής, τής αγάπης, της ανοχής καί τοϋ σεβασμού τής ζωής τοϋ άλλου, έστω και αντιπάλου.
Οί εμφανίσεις τότε στήν τηλεόραση τών προέδρων “Αμερικής καί Αγγλίας προδίκαζε ένα δυσοίωνο μέλλον. Όλο; μας έπρεπε νά είχαμε αναρωτηθεί: άπό πο·^ κι ως πού μπορείς έλαφρόκαρδα ή έστω μετά άπό πολλή σκέψη νά επικαλείσαι δημοκρατικές άρχές καί ανθρώπινα δικαιώματα, όταν απλούστατα άντιθέτεις τόν κραταιό εθνικισμό καί τήν κραταιά σου τρομοκρατία, έναντι. έστω, ενός μικρότερου εθνικισμού καί μιας μικρότερης τρομοκρατίας; Τί σημαίνει “είμαι ή πιό δημοκρατική χώρα” όταν επιβάλλεις όχι απλώς στούς αντιπάλους σου αλλά καί στούς ίδιους σου τούς συμμάχους τό δόγμα “οποίος δέν είναι μαζ·. μας είναι μέ τόν αντίπαλο”; Κατά βάθος ή σημερινή συμπεριφορά τής αμερικανικής κυβέρνησης δέν διαφέρει άπό εκείνη πού υπαγόρευσε τήν άπόφαση τής Γερουσίας νά άπορρίψει τήν άμερικανική συμμετο -χή στήν Κοινωνία των Εθνών (1919). Απ όπου συνάγεται τό ακόλουθο σχόλιο: “Ή κατεύθυνση αυτή, ενώ κατανοήθηκε άπό πολλούς ώ; ‘αμερικανικός άπομονωτισμός”, έν τούτοις στήν πραγματικότητα δέν ήταν παρά ή πολιτική τής αμερικανικής ανεξαρτησίας καί μή δέσμευσης έναντι προβλημάτων τού υπόλοιπου κόσμου. Ο παραδοσιακός αμερικανικό: άπομονωτισμός’ επανεμφανίζεται σήμερα μέ τήν έξαρστ τού ‘αμερικανικού μονομερισμού’ (unilateralism). Ή σημερινή συντριπτική ισχύς τής “Αμερικής τήν ώθεΐ στό νά υποβαθμίζει καί νά εκμηδενίζει τή σημασία τών οικονομικών, κοινωνικών καί πολιτιστικών προβλημάτων στόν σύγχρονο κόσμο. Έφ’ όσον άπό τήν υγεία τής ‘Αμερικής θεωρείται ότι εξαρτάται εκείνη τοϋ υπόλοιπου κόσμου, ή υπερδύναμη νομιμοποιείται νά κάνει ακόμη καί ό,τι άπαγορεύει στούς άλλους(…) (Κ. Βεργόπουλος, Έ-λευδεροτυ-ία, 12-4-200;?).
Έτσι επιβεβαιώνεται ότι έν μέσω πληθώρας προβλημάτων θρησκευτικών, πολιτικών, οικονομικών κλπ. το μόνο πού έρχεται νά ρυθμίσει τά πράγματα είναι ή δύναμη. Μέ ποικίλες προφάσεις καί δικαιολογίες -ή πολιτική βρίσκει άφθονες- ο μεταδιαφωτιστικός κόσμος τής Δύσης, μέ προεξάρχουσα τήν “Αμερική, έπενδύει στή δύναμη (καί μάλιστα τήν στρατιωτική καί τεχνο- λογική) στήν όποία προσδίδει και θρησκευτικομεταφυ-σική διάσταση. Γι’ αυτό: “”Οποιος παρακολουθεί σήμερα τούς κήρυκες των θρησκευτικών σταθμών τοϋ ραδιοφώνου καί της τηλεόρασης στίς ΗΠΑ, αντιλαμβάνεται δτι ο “Αντίχριστος’, πού ήταν κάποτε καθολικός καί μετά έγινε κομμουνιστής, είναι τώρα τρομοκράτης ισλαμιστής. (…)’ Οί αδιάκοπες αναφορές τοΰ Μπούς στίς δυνάμεις τοϋ κακοϋ πού απειλούν τά έργα τοϋ πανάγαθου καί οί επικλήσεις τοϋ Θεοϋ ενός περιούσιου λαοϋ αφήνουν κατάπληκτους τούς επίγονους τοϋ ευρωπαϊκού αλλά καί τοϋ αμερικανικού διαφωτισμού, όμως έχουν απήχηση στούς παραδοσιακούς ψηφοφόρους καί στούς ρεαλιστές τοϋ Ρεπουμπλικανικού κόμματος (πού πιστεύουν ότι ή στρατιωτική ετοιμότητα ωφελεί τήν Αμερική)” (Θ. Βερέμης “Πολιτισμός καί πολιτική”, Καθημεμνή 3-3-2002, “Τρίτη Γνώμη”).
Τό παραπάνω απόσπασμα μπορεί νά μας φέρει στό νοϋ τήν εγκαταλειμμένη ή ξεχασμένη θεωρία του Ν. Χεβες γιά τήν σχέση προτεσταντισμού-καπιταλισμού, γιά τό τί σημαίνει ή ηθική της εργασίας καί τοϋ κέρδους μέσα σέ αυτή τή σχέση καί γιά τίς ποικίλες στρεβλώσεις καί παραμορφώσεις της αρχικής χριστιανικής παράδοσης πού παρά τήν μαρξιστική αντίδραση φαίνεται πώς έστρωσαν τό δρόμο γιά νά εγκατασταθεί τό Χρήμα στό κέντρο τοϋ κόσμου.
Οί έν ενεργεία πολιτικοί καί οικονομολόγοι δέν πρόκειται νά καταλάβουν τί συμβαίνει καί προπαντός δέν πρόκειται νά πρό-βλέψουν, εάν δέν λάβουν υπ’ δψιν τους τήν πλευρά πνευματική παράδοση ή θρησκευτικότητα καί στήν Αμερική, ή οποία από τήν 11η Σεπτεμβρίου καί μετά προσωποποιείται στον πρόεδρο της: ένα κράμα πουριτανισμού-πιετισμοϋ-καουμποϋσμοϋ φαίνεται νά συνδυάζεται καί νά κρατούνται μέ σύμμαχο τήν ολοένα αναπτυσσόμενη τεχνολογία, τόν “πατριωτισμό” πού αναπτύχθηκε μετά τό “χτύπημα” στούς πύργους της Ν. Υόρκης, τόν ανά τόν κόσμο περιφερόμενο θρησκευτικό “φονταμενταλισμό”, τό γεγονός οτι οί Η.Π.Α. είναι αυτή τή στιγμή μοναδική υπερδύναμη καί, βεβαίως, τήν αδυναμία της Ευρώπης νά παρουσιαστεί ενωμένη.
Όλα αυτά ίσως νά μήν είχαν τή σημασία πού έχουν εάν δέν είχε επικρατήσει, διαρκοϋντος τοϋ 20οϋ αί. (αλλά καί πιό πριν), αυτό πού θά ονομάσω αφηρημένη ζωή, ζωή ή Οποία επικρατεί κυρίως στίς λεγόμενες απροηγμένεςα χώρες καί ή οποία έγκειται σ’ ενα συνδυασμό αφηρημένων εννοιών καί τεχνολογικών ή τεχνικών εφαρμογών. Ο συνδυασμός αυτός, μηχανοποιώντας κατά τό δυνατόν τά πάντα ή έγκλωβίζοντάς τα σέ διανοητικά σχήματα, περιορίζει ή εκτοπίζει κάθε ουσιαστικό καρδιακό καί βαθιά ανθρώπινο (οπότε καί πνευματικό) στοιχείο, παραδίνοντας τόν κόσμο στόν κατακερματισμό καί τήν διάσπαση τής καθημερινότητας. Ή καθημερινότητα αυτή, καθώς παρουσιάζεται μέσα από τήν ανελέητη διόγκωση τοϋ καθημερινού γεγονότος -πού παρουσιάζεται στά μάτια τών ανθρώπων ώς αναγκαία μόνιμη “τροφή”-, καθηλώνει τούς ανθρώπους σέ μιά αδιέξοδη επανάληψη, σέ μιά συγκέντρωση στό παρόν, σέ μιά μονοδιάστατη αίσθηση τοϋ χρόνου καί τοϋ χώρου. Καί τόν μέν χώρο αντικατέστησαν μέ τήν άπειρη διάσταση, αφαιρώντας τήν από τό Πρόσωπο τοϋ Θεοϋ καί έκκοσμικεύοντάς την, έσωτερικεύοντάς την στά επιτεύγματα τής τεχνολογίας, τά όποια τρόπον τινά αντικαθιστούν τίς “θείες ενέργειες”. Τόν χρόνο, όμως, δέν μπορούν νά αντικαταστήσουν ή νά διευρύνουν παρά προβάλλοντας τίς επιθυμίες τοΰ σύγχρονου ανθρώπου στό μέλλον, καταργώντας ή προ -σπαθώντας νά καταργήσουν κάθε παραδοσιακή αίσθηση τοϋ χρόνου, κάθε αίσθηση αιωνιότητας καί κάθε συνέχεια αυτής τής αίσθησης.
Μεταξύ ‘Ανατολής καί Δύσης -άν θελήσουμε νά κρατήσουμε αυτό τό λεκτικό σχήμα, πού κανονικά αίρεται όταν αγγιχτεί από τό πνεύμα τοϋ Ευαγγελίου καί τής ‘Εκκλησίας (πνεύμα πού υπερβαίνει μονομέρειες καί σύνορα) – υπάρχει άβυσσος στό θέμα τοϋ χρόνου, εϊτε “διαβάσουμε” τίς ενότητες αυτές χριστιανικά, εϊτε όχι. Ό κόσμος τής Ανατολής έχει μέσα του σχόλη, άργητα, άφεση στή ροή τών πραγμάτων, υπερβατική διάσταση, έστω καί απρόσωπη ή απροσδιόριστη, αναζήτηση τοϋ άλλου (καί Άλλου), συνάντηση καί σχέση μέ τόν άλλο (καί Άλλο). Ό κόσμος τής Δύσης, από τή στιγμή πού παρουσιάστηκε δ άνθρωπος-άτομο, έχει μέσα του μιά παθολογική δράση, σφραγίζεται από αδιάκοπη αλλαγή καί αυτό κορυφώνεται μέ τήν ανάπτυξη ‘ιλιγγιωδών ταχυτήτων ώστε νά επιτυγχάνεται τό θέλημα τοϋ ανθρώπου στό μικρότερο χρονικό διάστημα. Ό χρόνος καταδιώκει τόν δυτικό άνθρωπο, είναι έγγενώς παραδομένος σέ μιά αγχώδη κατάσταση, σ’ ένα κενό ψυχής πού τόν ώθεϊ διαρκώς νά αναζήτα έξω από αυτόν τίς λύσεις, είτε ώς πρός τό χρόνο, είτε ώς πρός ο,τιδήποτε. ‘Εάν στήν ‘Ανατολή έχουμε κυρίαρχη τήν μέσα διάσταση, στή Δύση έχουμε κυρίαρχη τήν έξω καί αυτό δέν σημαίνει ότι ή Δύση είναι καταδικασμένη, σημαίνει ότι πρέπει νά ξαναβρεί τήν χαμένη “μέσα” διάσταση.
Ό αμερικανός άνθρωπος-άτομο τοϋ 20οϋ καί 21ου α’ι. (πού μόλις άρχισε), εάν είναι κλεισμένος στά σχήματα πού ανέφερα πρωτύτερα, δέν μπορεί νά δεχτεί σφάλματα στή δική του μεριά, γιατί τόν έμποδίζει ή αφηρημένη ζωή, ή εξωστρέφεια, τό κυνήγι τοϋ χρόνου, ή αβυσσαλέα καθημερινότητα καί ό ανελέητος βιοπορισμός (εδώ έργασία σύν χρήμα είναι τεράστιο κεφάλαιο πού ο Μάρξ μόλις πού τό άγγιξε, αφήνοντας έξω όλό- κληρη τήν θρησκευτι-κοψυχική πλευρά και μάλιστα σέ μιά κοινωνία σάν τήν αμερικανική). Ή αφηρημένη αυτή ζωή έχει σωρεύσει τερατώδεις εκφράσεις και εκδηλώσεις γιγαντισμού τοϋ ά-θεου ή πνευματικά άπροσανατόλιστου ανθρώπου, δ οποίος, χάνοντας ή παραμορφώ -νοντας τή θεία διάσταση, τήν υποκαθιστά μέ δικούς του τρόπους καί μέσα σέ αυτούς υπάρχει καί δ γιγαντισμός και ή βαρβαρότητα.
Νά πιστεύεις πώς σέ ελάχιστο χρόνο θά διαλύσεις μιά χώρα, θά καθυποτάξεις ένα λαό, θά εγκαταστήσεις άλλους κυβερνήτες αδειάζοντας χιλιάδες βόμβες καί πυραύλους πάνω τους καί (νά πιστεύεις) πώς αυτό λέγεται πόλεμος καί νομιμοποιείται νά λέγεται, σημαίνει “παράνοια” ή πλήρη άγνοια τής κατάστασής σου: παντελή έλλειψη αυτογνωσίας. Όμως, γιά νά δώ ποώς είμαι, απαιτείται αυτή ή μέσα διάσταση γιά τήν οποία μίλησα πιό πάνω καί πού, από δ,τι φαίνεται, στήν ‘Αμερική εχει πετάξει. Αυτό, ομως, ανοίγει μπροστά στά μάτια τοϋ κόσμου μιά ανελέητη πραγματικότητα ή δποία θά μπορούσε νά αποδοθεί μέ τήν έκφραση μηδενιστικός πολιτισμός.
“Ο πολιτισμός αυτός είναι γέννημα τοΰ ανθρώπου των Νεώτερων Χρόνων πού από μιά στιγμή καί ύστερα παρουσιάστηκε ώς δ μόνος κυρίαρχος στόν πλανήτη καί Ο όποιος έθεσε άκόμη καί τήν επιστήμη στήν υπηρεσία τής αντιμετώπισης τοϋ Αντίχριστου (Βάκων). Μεγεθύνοντας υπέρμετρα τήν λογική τής διάνοιας καί των αριθμών, δ άνθρωπος αυτός προετοίμασε έναν απρόσωπο καί παγερό κόσμο οπου οί άνθρωποι θεωρούνται πρώτα καί κύρια παραγωγικές μονάδες καί όχι βεβαίως μοναδικές υπάρξεις “κατ’ εικόνα” Θεοϋ. Μέ τήν υπογείως κινούμενη εδώ καί αιώνες θέληση γιά δύναμη δίνεται σήμερα ή ευκαιρία στή μόνη εναπομείνασα υπερδύναμη, στίς ΗΠΑ, νά ασκήσει σ* ολη της τήν έκταση τήν “μέθοδο” τήν οποία ανέπτυξε πάνω απ’ ολα: τήν Τεχνολογία καί μάλιστα μία πλευρά της: τήν Τεχνολογία τοϋ θανάτου.
Μέ τήν τεχνολογία αυτή φτάνουμε γιά πρώτη φορά (ήδη δοκιμάστηκε στή Σερβία καί στό Αφγανιστάν) στήν αντίληψη (καί τήν πράξη) τοϋ δλοκληρωτικοϋ πολέμου, ενός πολέμου πού διεξάγεται ουσιαστικά από άέρος καί ελάχιστα περιθώρια αφήνει στόν αντίπαλο: ή τεχνολογία αυτή έχει έκ τών προτέρων εκμηδενίσει τόν αντίπαλο, άφοϋ έξ δρισμοϋ υπάρχει τεράστια οπλική ανισότητα. Επανερχόμαστε έτσι στήν εποχή τών Ρωμαίων στρατοκρατών, πού ισοπέδωναν κάθε χώρα ή λαό πού επαναστατούσε εναντίον τοϋ θεοποιημένου αυτοκράτορα καί αυτό τό κάνουμε -ειδικά σήμερα- στό όνομα τοϋ πολιτισμού, χωρίς ωστόσο νά βάζουμε δίπλα στή λέξη πολιτισμός τόν επιθετικό προσδιορισμό μηδενιστικός πού άνέφερα πρίν.
Από τή στιγμή πού θά αντικαταστήσω τήν θεία παρουσία καί τό μυστήριο τής δημιουργίας, τοϋ άνθρωπου καί τοϋ κόσμου, τής ομορφιάς καί τής άγάπης, τής αλήθειας καί της σπλάχνισης άπό τά κατορθώματα τοϋ πανκυρίαρχου ανθρώπου, ανοίγω τόν δρόμο στή βαρβαρότητα κι αυτό καταγγέλθηκε ήδη στίς αρχές τοϋ 20οϋ αιώνα άπό πρόσωπα πού έβλεπαν καί τά όποια φυσικά όέν ήταν ούτε πολιτικοί ούτε οικονομολόγοι. Μά πέρα άπό αυτούς καί γιά νά μήν κλείσω μέ αναφορές στήν Αποκάλυψη -ένα βιβλίο πού οί σημερινοί άνθρωποι εϊτε δέν τό καταλαβαίνουν ει’τε τό φοβούνται- άπό τά άρχαϊα χρόνια φτάνει ώς εμάς μιά ποιητική φωνή πού προειδοποιεί καί προλέγει:
Άμποτε νά μή ζούσα εγώ σ’ αυτή τήν πέμπτη γενεά
τό δίκιο καθενός ή δυνατή γροθιά
θά λείψει κι ή ντροπή αθά βλάφτει δ τιποτένιος
τόν καλύτερο του
μέ δόλια λόγια ξεγελώντας τον, καί θά ορκίζεται άπο-πάνω
δ φθόνος μόνον θά συντροφεύει τούς άνθρώπους μές στή συμφορά τους
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Καί τότε πρός τόν “Ολυμπο, μακριά άπό πλατείες καί
δρόμους
καλύπτοντας μέ τό λευκό τους πέπλο τήν ωραία θωριά τους
εγκαταλείποντας γιά πάντα τούς άνθρώπους θά φύγουν καί θ’ άνέβουν στόν κόσμο τών θεών ή Αιδώς καί ή Νέμεση …
Ησιόδου, Έργα (πέντε εποχές) γύρω στό 700 π.χ. (δές Τό Βήμα, Κυριακή 2-1-2000, μέ τίτλο Χιλιετίας τό ανάγνωσμα, κείμενο του Δ.Ν. Μαρωνίτη) Ή σημερινή Αμερική καί προπαντός ή ήγεσία της πρέπει νά μάθει τί σημαίνει Αιδώς καί Νέμεσις.
Σωτήρης Γουνελάς ποιητής – συγγραφέας