του Σ. Δημόπουλου, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
οι πολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία θα πρέπει ανεπιφύλακτα να ενταχθούν στο πλαίσιο του εθνικού ζητήματος που διαμορφώθηκε στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο κατά τους τελευταίους οκτώ αιώνες, και του οποίου αποτελούν ακόμη ένα επεισόδιο ενώ, ταυτοχρόνως, το πλαίσιο αυτό επηρεάζεται άμεσα από την «οριζόντια» διαδικασία ανασύνταξης του χάρτη της γεωπολιτικής ισχύος. Η κατανόηση λοιπόν των κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων θα πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικώς στο ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο γεννά τη δυναμική τους, και κατόπιν στις εξωτερικές δυνάμεις που καθορίζουν εν πολλοίς και τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία αυτά εμφανίζονται.
Οι «ουκρανικές ταυτότητες»
Η εθνική διαφοροποίηση μεταξύ των Ρώσων και των Ουκρανών έχει τις ρίζες της στην εποχή που ακολουθεί την κατάκτηση των σλαβικών εδαφών από την Χρυσή Ορδή (13ος αι.). Το Κίεβο, η μητρόπολη των ανατολικών Σλάβων, κέντρο της Ορθοδοξίας και βυζαντινή εφεδρεία, λεηλατείται και ισοπεδώνεται. Στους επόμενους αιώνες, η Μοσκοβία θα είναι η πόλη που αναλαμβάνει το έργο της ενοποίησης των Ρώσων απελευθερώνοντάς τους από την ταταρο-μογγολική κατοχή.
Αποκομμένα στις δυτικές περιοχές της σύγχρονης Ουκρανίας1, τα πριγκιπάτα της Γαλικίας και της Βολινίας –με τη σημαντική συνεισφορά του ηγεμόνα Δανιήλ Ρομάνοβιτς– κατόρθωσαν να αντισταθούν για ένα ακόμη αιώνα μετά την έλευση των φυλών της Κ. Ασίας και να κρατήσουν ζωντανή την κληρονομιά του Ρους του Κιέβου, έως ότου απορροφηθούν από την Πολωνία και την Λιθουανία. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας (Ποσπολίτ) τα εδάφη αυτά αποικήθηκαν από Πολωνούς, η αγροτιά οδηγήθηκε στη δουλοπαροικία και οι ορθόδοξοι Ουκρανοί πιέστηκαν να υιοθετήσουν τον καθολικισμό.
Η θρησκευτική αφομοίωση ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της ενότητας του πολωνικού κράτους, το οποίο αντιμετώπιζε με αγωνία την πίεση της επέκτασης της Μόσχας. Απότοκη αυτής της επιχείρησης υπήρξε η Ουνία (σύνοδος του Μπρεστ-Λιτόφσκ, 1596), αποτέλεσμα της συμμαχίας του βασιλιά της Πολωνίας Σιγισμούνδου του Γ΄ (1587-1632) με τον Πάπα2. Βεβαίως, η απεγνωσμένη πάλη των ορθοδόξων Ουκρανών για τη διατήρηση της θρησκευτικής —και εθνικής— ταυτότητάς τους τούς κατέστησε κέντρο ανάπτυξης των θεολογικών σπουδών, με τη δημιουργία των Αδελφοτήτων, για όλη την ορθόδοξη σλαβική ανατολή3.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η διακριτή αυτή πορεία δημιούργησε το υπόβαθρο της ανάπτυξης ενός ουκρανικού εθνικισμού, όπου η ουκρανική γλώσσα, η θρησκευτική ιδιαιτερότητά του –Ουνία4– και η εξάρτησή του από δυτικές δυνάμεις θα εκφρασθεί, πλέον, με σαφήνεια τον 19ο αιώνα. Ο Ιωάννης Μέγεντορφ δίνει μια δική του ενδιαφέρουσα εξήγηση για την ιδιομορφία της δυτικής Ουκρανίας: «Αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι ορθόδοξες εκείνες χώρες που δεν αντιμετώπισαν άμεση κατάληψη από τους σταυροφόρους –η Βουλγαρία, η Σερβία και η Γαλικία-Βολινία [σ.σ. δυτική Ουκρανία]– ήταν πολύ πιο ανοιχτές στις δυτικές επαφές και μάλιστα όλες τους δέχτηκαν (οσοδήποτε σύντομα) την πολιτική επικυριαρχία του παπισμού»5.
Παράλληλα, όμως, στην ανατολική Ουκρανία την ίδια ιστορική περίοδο δημιουργείται ένα ιδιότυπο κέντρο ουκρανικής αντίστασης που φορέας του είναι οι Κοζάκοι. Διάγοντας στρατιωτικό και ανυπότακτο βίο, οι Κοζάκοι θα διατηρήσουν την ορθοδοξία και θα αντισταθούν τόσο στο ταταρικό χανάτο της Κριμαίας και στην Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στους Πολωνούς γαιοκτήμονες. Ο βασικός τους σύμμαχος είναι η Ρωσία, όπως αποδεικνύει και η ένωση του 1654, αλλά η σχέση τους θα παραμένει ευαίσθητη εξαιτίας της ανυπότακτης φύσης των κοινοτήτων τους και της αφομοιωτικής διάθεσης του ρωσικού επεκτατισμού. Ακόμα και μετά τη διάλυση των κοζακικών υπολειμμάτων της Ουκρανίας από την Μ. Αικατερίνη στα τέλη του 18ου αιώνα, και οι αγροτικές κοινότητες αλλά και οι εργατικές μάζες, που στην πλειοψηφία τους θα είναι ρωσικής καταγωγής, που θα συρρεύσουν στο Ντονμπάς (στην ουσία η περιοχή αυτή αποτελεί ενιαίο τμήμα με τη ρωσική περιφέρεια του Ντον και των εκεί κοζάκων) θα εκδηλώνουν χαρακτηριστικά ανυποταξίας χωρίς ποτέ να αμφισβητήσουν τη σύνδεσή τους με την υπόλοιπη Ρωσία.
Τα δύο αυτά εθνικά κέντρα της Ουκρανίας, θα δίνουν το δικό τους στίγμα στις ιστορικές εξελίξεις. «Ο 19ος αιώνας θα είναι για την Ουκρανία η εποχή μιας διπλής ορμής, οικονομικής στο ρωσικό κομμάτι, εθνικής αυτοσυνειδησίας στο αυστριακό. Η αγροτική και μετέπειτα βιομηχανική ρωσική Ουκρανία αναπτύχθηκε με τις εθνικές ιδέες της αυστριακής Ουκρανίας, όπου κάτω από την επιρροή της Ουνίτικης εκκλησίας, μια διανόηση διακριτικά υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση της Βιέννης, είχε στόχο να τροφοδοτήσει ένα εθνικό ουκρανικό συναίσθημα. Για την Βιέννη η υποστήριξη των Ουκρανών ήταν ένα μέσο να δημιουργεί προβλήματα στην Ρωσία και να ασκεί πίεση στους Πολωνούς ευγενείς [σ.σ. γαιοκτήμονες] των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των δουλοπάροικων ήταν Ουκρανοί»6. Η βίαιη τσαρική καταστολή στις διεκδικήσεις των Ουκρανών, ειδικά στα ζητήματα της γαιοκτησίας, του εκδημοκρατισμού και του πολιτισμού-γλώσσας, δημιούργησε τις προϋποθέσεις, οι οποίες εντάθηκαν στα χρόνια της σταλινικής τρομοκρατίας, για τη διεύρυνση του χάσματος με τη «μεγαλορωσική» πολιτική.
Καθώς, βέβαια, στον αιώνα του ρομαντισμού, ο ουκρανικός εθνικισμός-πατριωτισμός δεν μπορούσε παρά να έχει, ταυτοχρόνως, και επαναστατική κοινωνικά κατεύθυνση. Όπως έλεγε ένας Ρώσος γενικός διοικητής, «στη δεκαετία του 1880, είχαν τα έργα του Σεβτσένκο, του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας, στη μία τσέπη και τα έργα του Μαρξ στην άλλη»7.
Καταλυτικό στοιχείο στη διαμόρφωση της πληθυσμιακής σύστασης της σύγχρονης Ουκρανίας θα αποτελέσει η άφιξη στα εδάφη της Νεορωσίας (σημερινής ανατολικής και νότιας Ουκρανίας) εκατοντάδων χιλιάδων Ρώσων (κυρίως μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 και την αλματώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας του Ντονμπάς).
Η μπολσεβίκικη Ουκρανία
Το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία από την κεντρική και δυτική Ουκρανία θα εκφραστεί με επιμονή τόσο κατά την επανάσταση του 1905 όσο και κατά τη μετέπειτα περίοδο. Στο επαναστατικό κίνημα το ουκρανικό, όπως και το πολωνικό πρόβλημα, αναδεικνύεται ως κομβικό για τη διαμόρφωση πολιτικής γραμμής στο εθνικό ζήτημα.
Ο Λένιν, κατακεραυνώνοντας τον σεχταρισμό της «πολωνικής αίρεσης» της Ρόζας Λούξεμπουργκ, χωρίς ψευδαισθήσεις, θα αναγνωρίσει ότι «[α]ν η Ουκρανία θάχει λ.χ την τύχη ν’ αποτελέσει αυτοτελές κράτος, αυτό εξαρτάται από χίλιους παράγοντες που είναι άγνωστοι από τα πριν. Και χωρίς να προσπαθούμε ‘να μαντέψουμε’ στην τύχη, στεκόμαστε σταθερά σ’ αυτό που είναι αναμφισβήτητο: στο δικαίωμα της Ουκρανίας να γίνει τέτοιο κράτος»8. Η θέση του αυτή, σε συνδυασμό με τις διακηρύξεις για το αγροτικό ζήτημα, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια μελλοντική συμμαχία με τις πατριωτικές ουκρανικές δυνάμεις.
Τα επαναστατικά γεγονότα του 1917 θα αποτελέσουν την αφετηρία της ενσάρκωσης των διαφορετικών τάσεων στον ουκρανικό γεωγραφικό χώρο. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου, μια ουκρανική συνέλευση (Ράντα στις 13.6.17) εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ανήγγειλε την ανακήρυξη μιας «αυτόνομης ουκρανικής δημοκρατίας» και στις 7.11.17 ανακήρυξε την Ουκρανία ως Λαϊκή Δημοκρατία. Η διακριτή ουκρανική οντότητα θα διατηρηθεί έως το 1920. Ο ουκρανικός εθνικισμός θα βρει έκφραση στον Πετλιούρα, εκπρόσωπο της αστικής τάξης, και σε έναν διαπρεπή διανοούμενο, τον ιστορικό Χρουσέβσκι.
Αυτό το διάστημα η Ουκρανία θα γίνει το θέατρο απερίγραπτων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ Ουκρανών εθνικιστών, κομμουνιστών, λευκών, μαχνοβιστών, ατάκτων-μελών στρατών αταμάνων-οπλαρχηγών και ξένων δυνάμεων.
Στην πραγματικότητα, η επιρροή των μπολσεβίκων θα παραμείνει ισχνή στην Ουκρανία μέχρι και την ίδρυση της ΕΣΣΔ. Για παράδειγμα, στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, τον Νοέμβριο του 1917, οι Μπολσεβίκοι συγκέντρωσαν μόνο 750.000 ψήφους σε ολόκληρη την χώρα9.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας (ΚΚΟυ), το οποίο τυπικά δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 1918 στην Μόσχα ως περιφερειακή υπο-ομάδα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αρχικώς αριθμούσε λιγότερο από 5.000 μέλη, των οποίων η πλειοψηφία δεν ήταν καν Ουκρανοί. Ακόμη και το 1922, όταν το ΚΚΟυ είχε φτάσει τα 56.000 μέλη, το ποσοστό των Ουκρανών ήταν μόνο 23%, ενώ 54% ήταν Ρώσοι, 14% Εβραίοι και 3% Πολωνοί10.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μπολσεβίκοι, και μετά τις στρατιωτικές νίκες εναντίον των εθνικιστών, δεν θα μπορέσουν να εδραιωθούν στα κεντρικά και δυτικά τμήματα της χώρας. Στις 24.12.17 μεταφέρθηκαν από το Κίεβο στο Χάρκοβο όπου συγκάλεσαν ένα νέο Πανουκρανικό Συνέδριο των Σοβιέτ, ενώ ακόμη και μετά την κατάρρευση της Γερμανίας, προς την οποία είχε παραχωρηθεί (συνθήκη του Μπρεστ) όλη σχεδόν η Ουκρανία, στην απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί η επανάσταση, ο Πιατακόφ σχηματίζει μια «Προσωρινή Κυβέρνηση Εργατών και Αγροτών της Ουκρανίας» στο Κουρσκ, που δεν ανήκει καν στην Ουκρανία.
Την αποφασιστική συμβολή στην επικράτηση της επανάστασης στην ουκρανική γη θα την δώσουν επαναστατικοί στρατοί όπως του Αταμάνου Γκριγκόρεφ και κυρίως του Νέστορα Μαχνό, στη νότια και ανατολική Ουκρανία των κοζακικών παραδόσεων, περιστασιακών συμμάχων των μπολσεβίκων, οι οποίοι θα τους χρησιμοποιήσουν για να καταλάβουν τελικά την εξουσία στην Ουκρανία11.
Καθοριστικό, πάντως, γεγονός στη μεταστροφή των αισθημάτων των Ουκρανών προς τους μπολσεβίκους υπήρξε η πολωνική εισβολή και η στάση της ηγεσίας της ουκρανικής αστικής τάξης. «Η συμφωνία ανάμεσα στην πολωνική κυβέρνηση και τον Πετλιούρα, που υπογράφηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1919 στη Βαρσοβία, ήταν ταυτόχρονα και η επιβεβαίωση της οριστικής χρεοκοπίας του ουκρανικού αστικού εθνικισμού, καθώς το εθνικό αίσθημα των Ουκρανών αγροτών τροφοδοτείται μέχρι τότε πάνω απ’ όλα από το μίσος τους για τον Πολωνό γαιοκτήμονα. Με βάση τη συμφωνία αυτή, πολωνικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία και μάλιστα κατέλαβαν για έξι εβδομάδες (5.6.1920) το Κίεβο»12. Ο κόκκινος στρατός θα εμφανιστεί πλέον ως στρατός απελευθέρωσης και θα συνενώσει τις δυνάμεις της αγροτικής και εργατικής τάξης, καθώς και της επαναστατικής διανόησης της Ουκρανίας σε δυτικό (η Γαλικία και τα Καρπάθια θα μείνουν εκτός Ουκρανίας έως το 1939 και 1945 αντίστοιχα) και ανατολικό τμήμα, με στόχο την εθνική ανεξαρτησία και την επίλυση του αγροτικού ζητήματος.
Στην επόμενη δεκαετία, η πολιτική της ενίσχυσης της συγκρότησης θεσμών προς όφελος των εθνοτήτων, σε συνδυασμό με την «ΝΕΠ», θα οδηγήσει στην επιστροφή στην Ουκρανία πολλών πατριωτών αριστερής κατεύθυνσης, χωρίς όμως να σταματήσουν οι διεκδικήσεις για περαιτέρω ανεξαρτησία, ακόμη και στο εσωτερικό του κόμματος.
Η ρευστή αυτή κατάσταση θα λάβει βίαιο τέλος με την πολιτική της κολλεκτιβοποίησης, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα θα αποπειραθεί να λύσει ταυτοχρόνως και δια παντός το αγροτικό πρόβλημα και τις εθνικές «παρεκκλίσεις» που αναπαράγονταν στις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες. Η αγροτιά της Ουκρανίας πλήρωσε το τίμημα (1932-34) με τουλάχιστον 4 εκατομμύρια νεκρούς13, ενώ, το 1938, από τα 200 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας, επέζησαν μόνον τρεις και το ίδιο επαναλήφθηκε σε όλα τα περιφερειακά και τοπικά όργανα του Κόμματος, όπου οργανώθηκαν δεκάδες δίκες κομματικών στελεχών14.
Ο Τρότσκι την επόμενη χρονιά θα γράψει ένα κείμενο ειδικά για την Ουκρανία όπου αναφέρει: «Κατόρθωσαν ο Στάλιν και οι Ουκρανοί σατράπες του να πείσουν τις μάζες των Ουκρανών για την υπεροχή του συγκεντρωτισμού της Μόσχας έναντι της ουκρανικής ανεξαρτησίας ή απέτυχαν; Αυτό το ερώτημα έχει αποφασιστική σημασία. […] Επιθυμούν οι πλατιές μάζες του λαού της Ουκρανίας τον κρατικό αποχωρισμό από την ΕΣΣΔ; Ίσως να φαίνεται δύσκολη με την πρώτη ματιά η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εφόσον ο λαός της Ουκρανίας, όπως και οι άλλοι λαοί της ΕΣΣΔ, έχουν αποστερηθεί κάθε δυνατότητα να εκφράσουν τη θέλησή τους. Ακριβώς όμως η γένεση του ολοκληρωτικού καθεστώτος και ακόμα περισσότερο η κτηνώδης έντασή του, ιδίως στην Ουκρανία, αποδεικνύει ότι η πραγματική θέληση των μαζών της Ουκρανίας είναι ασυμφιλίωτα εχθρική προς τη σοβιετική γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει έλλειψη αποδείξεων ότι μία από τις πρωταρχικές πηγές αυτής της εχθρότητας είναι η καταπίεση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας»15.
Έτσι δεν φαίνεται περίεργο που ο δυτικός ουκρανικός εθνικισμός συνεργάστηκε με τις δυνάμεις κατοχής των Γερμανών, συστήνοντας και κάποια καρικατούρα κράτους την ίδια ώρα που στην ανατολική χώρα ο ανταρτοπόλεμος θα είναι ανειρήνευτος, ιδιαίτερα αφότου ο Στάλιν και το Κομμουνιστικό Κόμμα εκπροσωπούν το εθνικό αίσθημα.
Μετά το τέλος του πολέμου, όλη η Ουκρανία είναι ενωμένη στα πλαίσια της ΕΣΣΔ αλλά η Μόσχα δυσκολεύθηκε να ελέγξει την κατάσταση στις δυτικές περιοχές. «Την περίοδο 1945-1947, η ύπαιθρος της δυτικής Ουκρανίας, η ενδοχώρα, ελεγχόταν σε μεγάλο βαθμό από τους επαναστάτες, τους οποίους υποστήριζαν οι αγρότες που αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε μορφή κολεκτιβοποίησης. Οι δυνάμεις των επαναστατών δρούσαν στις παραμεθόριες με την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία περιοχές, περνώντας από την μια χώρα στην άλλη για να ξεφύγουν από την καταδίωξη»16.
Παρά τις εκτοπίσεις, την διάλυση της Ουνίας και της ουκρανικής ορθόδοξης εκκλησίας, η δυτική Ουκρανία θα συνεχίσει να «γεννά» έως και τη διάλυση της ΕΣΣΔ διαφωνούντες, με ιδιαίτερη έξαρση τη δεκαετία του 1960, ενταγμένους σε ένα ευρύτερο κλίμα που τροφοδοτείται και από τη γειτονική Τσεχοσλοβακία. Οι τελευταίοι Ουκρανοί εθνικιστές –πάντα από τη δυτική και κεντρική Ουκρανία– απελευθερώθηκαν από τις φυλακές μετά το 1984.
Η διχασμένη χώρα
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης θα βρει τους πρώην κομμουνιστές ηγέτες στην εξουσία να εμφανίζονται ως υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. Μια ανεξαρτησία που βολεύει το σύνολο της νομενκλατούρας, από όποια περιοχή και εάν προέρχεται, η οποία, απαλλαγμένη από την κηδεμονία της Μόσχας, θα ιδιοποιηθεί ευχερέστερα την κρατική περιουσία.
Τα ηνία για όλη την επόμενη περίοδο κρατούν οι εκπρόσωποι της βιομηχανικής και ρωσόφωνης ανατολικής Ουκρανίας17. Αυτό σήμαιναν και οι νίκες του Λ. Κούτσμα, εκπροσώπου του βιομηχανικού λόμπυ του Ντονμπάς. Έτσι, παρά τα μέτρα μιας σχετικής ουκρανοποίησης, όπως με την καθιέρωση της ουκρανικής ως μοναδικής κρατικής γλώσσας και τη μερική ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής πολιτικής, η Ουκρανία στα πλαίσια της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών αποτελούσε προνομιακό εταίρο της Ρωσίας. Τόσο τα λαϊκά στρώματα όσο και οι νεοκαπιταλιστές της βιομηχανικής ανατολής και του νότου όχι μόνο αισθάνονται Ρώσοι αλλά έχουν άμεση ανάγκη από τη Ρωσία. Η Ουκρανία εξαρτάται από την εισαγωγή ενεργειακών πηγών, κυρίως φυσικού αερίου, σε ποσοστό 85% για τις ετήσιες ανάγκες της, που καλύπτεται κατά βάση από τη Ρωσία ή μέσω αυτής.
Όμως, τα χρόνια αυτά ήταν καταστροφικά για την ουκρανική οικονομία. Παρά το γεγονός ότι παρήγαγε το 1/4 της αγροτικής παραγωγής της Σοβιετικής Ένωσης, πάρα την ύπαρξη ενος τεράστιου βιομηχανικού τομέα και του ελέγχου των βορείων ακτών της Μαύρης Θάλασσας, η ουκρανική άρχουσα τάξη δεν κατόρθωσε να λύσει τα μετασοβιετικά προβλήματα και η παραγωγή το 1999 είχε πέσει κάτω από το 40% του 1991.
Αναμφισβήτητο ρόλο στις εξελίξεις αυτές έπαιξε η εγγενής αδυναμία της Ρωσίας να υποστηρίξει τον ηγεμονικό της ρόλο στην Κοινοπολιτεία. Αντιμέτωπη με την εσωτερική κοινωνική κρίση, τις φυγόκεντρες δυνάμεις, το τσετσενικό και την αρπακτικότητα της πλουτοκρατίας, άφησε την Ουκρανία έκθετη στις αντιρωσικές πιέσεις.
Την ίδια ώρα η δυτική Ουκρανία έμπαινε στο προσκήνιο με δυναμικό τρόπο και με σκοπό να πάρει τη ρεβάνς. Παρά το γεγονός της καθυστερημένης οικονομίας της, με την άμεση υποστήριξη των ΗΠΑ, δημιουργήθηκε μια νέα εξουσιαστική ελίτ από τα σπλάχνα της που άλωσε το Κίεβο -όπου κατακρατούνταν σχεδόν το 90% των ξένων επενδύσεων- σε επίπεδο μηχανισμών, ώσπου έφθασε η στιγμή της κατάκτησης της εξουσίας.
Το πώς πραγματοποιήθηκε η «πορτοκαλί επανάσταση» αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα προς διερεύνηση που αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο δρα ο διεθνής παράγοντας. Εντούτοις τα ίδια τα αποτελέσματα των εκλογών έχουν την δική τους διάσταση που αποδεικνύει με πραγματικούς αριθμούς την διαμορφωμένη κατάσταση στο εθνικό ζήτημα στην χώρα, πέραν πάσης αμφιβολίας.
Το συμπέρασμα των εκλογών της 27 Δεκεμβρίου 2004 είναι η γεωγραφική πόλωση.
Ο εκλεκτός των δυτικών περιοχών, όπως και των ΗΠΑ, Β. Γιούσενκο κερδίζει συντριπτικά τις δυτικές περιοχές ενώ ο Β. Γιανουκόβιτς υπερτερεί στην ανατολή. Είναι ελάχιστες οι περιοχές, κυρίως στα νοτιο-κεντρικά, όπου παρατηρείται τάση ισορροπίας. Τα στοιχεία18 ανά περιφέρεια [οι περιφέρειες καθώς και τα σχόλια είναι δικά μας] καταδεικνύουν την πραγματικότητα αυτή:
Όπως γίνεται φανερό από μια απλή ανάγνωση των αποτελεσμάτων, η εκλογική σύγκρουση έγινε με απόλυτα εθνικά κριτήρια και η Ουκρανία είναι μια διχασμένη χώρα. Η ανατολική και η νότια Ουκρανία στήριξε τον δικό της υποψήφιο και ταυτοχρόνως διατράνωσε τη θέλησή της για στενή σχέση με την Ρωσία ενώ η κεντρική και, κυρίως, η δυτική ψήφισε για μια Ουκρανία αποκομμένη από την Ρωσία.
Ασφαλώς, οι αναλύσεις που δημοσιεύονται και εμπλέκουν όρους όπως δημοκρατία και ελευθερία δεν μπορεί παρά να αυθαιρετούν στην ανάδειξη της πραγματικότητας. Ο αγροτικός, επί το πλείστον, πληθυσμός του Ιβάνο Φρανκόφ ή του Τερνόπολ που τάσσεται υπέρ του Γιουσένκο αναμφισβήτητα υπερασπίζεται την ελευθερία, αλλά πρόκειται για την δική του ελευθερία με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή επιβολή της ουκρανικής γλώσσας, προνομιακή πρόσβαση στην εξουσία, έλεγχο του κράτους, οικονομικό όφελος από τις επενδύσεις, θρησκευτική ηγεμονία, κυρίως από την εκκλησία της Ουνίας κ.λπ.
Όπως επίσης η ψήφος του εργάτη στην περιοχή του Ντονμπάς ή στην κοσμοπολίτικη Κριμαία και στην Οδησσό δεν είναι δυνατόν να αποτελεί έκφραση συντηρητισμού ή νοσταλγίας του τσαρικού ή του σοβιετικού απολυταρχισμού. Πρόκειται και σε αυτή την περίπτωση για τη διεκδίκηση της ελευθερίας των πληθυσμών που θεωρούν τους εαυτούς τους Ρώσους, επιθυμούν να διδάσκονται τα παιδιά τους στα σχολεία την ρωσική γλώσσα, να ταξιδεύουν σε όλη αυτή την επικράτεια όπου μιλιούνται τα ρωσικά και οι ίδιοι αισθάνονται κομμάτι αυτής της κουλτούρας και της ιστορίας, να έχουν άμεσες προνομιακές επαφές με τη ρωσική ενδοχώρα και ίσως να μην μοιράζονται τα οφέλη της γεωγραφικής και οικονομικής τους θέσης με ανθρώπους που θεωρούν ότι προσπαθούν να τους ωθήσουν σε υποδεέστερη θέση.
Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το πώς είναι δυνατή η συνύπαρξη των δύο τμημάτων της Ουκρανίας. Πολύ σύντομα η κεντρική εξουσία υπό τον Γιουσένκο θα βρεθεί αντιμέτωπη με την ανυπακοή των περιφερειών της ανατολικής και δυτικής Ουκρανίας και τότε θα πρέπει να πάρει μέτρα που δεν είναι δυνατόν να στηριχθούν από τις πιθανές διαδηλώσεις των υποστηριχτών του ουκρανικού εθνικισμού σε τόσο μεγάλη απόσταση από τις απείθαρχες περιφέρειες. Αυτοί που θα ωφεληθούν από την απόσχιση είναι οι περιοχές της ανατολής και του νότου. Η αγροτική και χωρίς διέξοδο στη θάλασσα περιοχή της δυτικής Ουκρανίας είναι καταδικασμένη σε μαρασμό και μετατροπή της σε πολωνικό προτεκτοράτο χωρίς το υπόλοιπο κομμάτι της χώρας. Βεβαίως, οι υποστηρικτές του Γιουσένκο, και κυρίως οι ξένοι πολιτικοί τους σύμβουλοι, υπολογίζουν στην απροθυμία του πληθυσμού, ακόμη και των ανθρακωρύχων του Ντονμπάς, την πιο συμπαγή κοινωνική ομάδα της Ουκρανίας, και της ίδιας της Ρωσίας, να ωθηθούν σε ακραίες μορφές αντιπαράθεσης. Εν πάση περιπτώσει το ρίσκο που αναλαμβάνεται είναι τεράστιο και, όπως τονίσαμε και στην αρχή του κειμένου, είναι, απλώς, τα επεισόδια μιας ιστορικής διαδικασίας, που δεν θα έχει σύντομο τέλος.
Επαναστάσεις «made by Soros»
Η ουκρανική περίπτωση είναι, όμως, και τμήμα των ευρύτερων ανασχηματισμών στην εποχή της αμερικανικής μονοκρατορίας. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε ένα κενό ισχύος σε όλη την σφαίρα επιρροής της. Ένα κενό που η μοναδική υπερδύναμη έπρεπε να το καλύψει με οποιοδήποτε τίμημα στα επόμενα χρόνια, καθώς η Ρωσία, παρά τις τεράστιες αδυναμίες της, αποτελεί έναν περιοριστικό παράγοντα στην επέκταση των ΗΠΑ. Η περικύκλωσή της, με την δημιουργία μιας ζώνης από την Βαλτική έως την Τουρκία και το Ουζμπεκιστάν, θα έπρεπε να την οδηγήσει στο να γίνει περισσότερο μια ασιατική παρά ευρωπαϊκή δύναμη, ώστε και η ίδια η Ευρώπη να παραμείνει μια υπο-ατλαντική και όχι πραγματικά ευρωπαϊκή δύναμη. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος όμως ήταν απαραίτητη η απόσπαση της Ουκρανίας από την ρωσική επιρροή. Ο Zbigniew Brezinski θα περιγράψει εγκαίρως και με απόλυτη ειλικρίνεια τους σκοπούς των ΗΠΑ:
«Η Ουκρανία, νέος και σημαντικός χώρος στην ευρασιατική σκακιέρα, είναι γεωπολιτικός άξονας, επειδή η ίδια η ύπαρξή της ως ανεξάρτητης χώρας βοηθά τον μετασχηματισμό της Ρωσίας. Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να είναι ευρασιατική αυτοκρατορία. Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να παλεύει για αυτοκρατορική θέση, αλλά τότε θα γινόταν κυρίως ασιατικό αυτοκρατορικό κράτος, το οποίο θα συρόταν πολύ πιθανόν σε συγκρούσεις που θα το αποδυνάμωναν, με αφυπνισμένους Κεντροασιάτες, οι οποίοι θα ήταν γεμάτοι μνησικακία για την απώλεια της πρόσφατα αποκτημένης ανεξαρτησίας τους και θα είχαν την υποστήριξη των αδελφικών ισλαμικών κρατών στο νότο. Επίσης -το πιθανότερο- και η Κίνα θα αντετίθετο σε οποιαδήποτε παλινόρθωση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κεντρική Ασία, λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντός της για τα κράτη της περιοχής που απόκτησαν πρόσφατα την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, αν η Μόσχα ανακτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας, με τον πληθυσμό των 52 εκατομμυρίων, τους σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και την πρόσβαση στη Μαύρη θάλασσα, η Ρωσία θα ανακτήσει αυτόματα τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να γίνει ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος, που θα ενώνει την Ευρώπη και την Ασία. Αν η Ουκρανία έχανε την ανεξαρτησία της, αυτό θα είχε άμεσες συνέπειες για την Κεντρική Ευρώπη, μετασχηματίζοντας την Πολωνία στον γεωπολιτικό άξονα του ανατολικού συνόρου της ενωμένης Ευρώπης»19.
Σε αυτές τις διαπιστώσεις είναι μάλλον περιττό να προστεθεί τίποτε. Εκείνο που, όμως, έχει ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που οργανώθηκε η ανατροπή. Ο ρεαλισμός στην πράξη –επιβεβαίωση του ιμπεριαλισμού– (όπως εκφράζεται από τους Μπρεζίνσκι, Κίσσινγκερ, Ράμσφελντ) πραγματοποιείται με την αρωγή της ιδεαλιστικής ρητορείας.
Και στην περίπτωση της Ουκρανίας κινητοποιήθηκε ένας μηχανισμός που λειτούργησε σε όλη την ανατολική Ευρώπη (και τον Καύκασο) για την εκδήλωση γεγονότων που παραπέμπουν στην «Άνοιξη της Πράγας», και ο οποίος χρησιμοποίησε υπαρκτές πολιτικές και κυρίως εθνικές αντιθέσεις με στόχο την εγκαθίδρυση φιλοαμερικανικών καθεστώτων. Ο κύριος φορέας που τα προετοίμασε είναι το Ίδρυμα «Open Society» του Τζωρτζ Σόρος. Μάλιστα θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η Ουκρανία ήταν το απόγειο της δράσης του Σόρος, εάν δεν υπάρχουν οι ενδείξεις ότι αυτό επιδιώκεται να είναι η ίδια η Ρωσία.
Ο ίδιος, σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη πριν από μερικά χρόνια, στην ερώτηση «Τι σας έκανε να στραφείτε στην Ουκρανία με τόσο ενδιαφέρον;» απάντησε: «Από την αρχή αναγνώρισα τη σπουδαιότητα μιας ανεξάρτητης και δημοκρατικής Ουκρανίας. Όσο η Ουκρανία ευημερεί, κλείνει τον δρόμο σε μία ιμπεριαλιστική Ρωσία. […] Ξεκινήσαμε τη δραστηριότητά μας αρκετά νωρίς, δημιουργώντας το Ίδρυμα Ουκρανικής Αναγέννησης, όπως ονομάστηκε, το 1989, πολύ πριν η χώρα γίνει ανεξάρτητη το 1991. Όταν έφτασε η ώρα της ανεξαρτησίας, αποφασίσαμε να επιταχύνουμε τους ρυθμούς μας όσο περισσότερο μπορούσαμε. Αμετακίνητος στόχος μας ήταν να ανοίξουμε τον δρόμο για τη δυτική βοήθεια που εκ των πραγμάτων θα ακολουθούσε. Και για μια άλλη φορά, μπορώ να πω ότι φέραμε την αποστολή μας σε πέρας με επιτυχία»20.
Το 2004 είχε ξεκινήσει πολύ ελπιδοφόρο για τον Σόρος. Στην Γεωργία κατόρθωσε, με καυκασιανού τύπου «βελούδινη επανάσταση» ή «επανάσταση των ρόδων» να αποκόψει τη Ρωσία από μια ακόμη χώρα του «εγγύς εξωτερικού». Πριν από την πτώση του, ο πρώην πρόεδρος Σεβαρνάτζε, αν και φίλος των Αμερικανών, υπέγραψε μια 25ετή συμφωνία με τον ρωσικό ενεργειακό γίγαντα Gazprom και πούλησε το ενεργειακό δίκτυο της χώρας σε μια άλλη ρωσική εταιρεία, κόβοντας την εταιρεία AES που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ. Οι ενέργειές του αυτές απετέλεσαν και την καταδίκη για τον άλλοτε Υπουργό Εξωτερικών του Γκορμπατσόφ. Όταν πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές «[…]μέσω της αμερικανικής εταιρείας εκλογών και δημοσκοπήσεων Global Strategy, η οποία προετοίμασε exit polls που παρουσίαζε τις γεωργιανές εκλογές ως νοθευμένες, αμέσως οι ΗΠΑ απαίτησαν να ακυρωθούν τα αποτελέσματα των εκλογών, δίνοντας τη νίκη στον αμερικανοσπουδαγμένο Μιχαήλ Σαακασβίλι. Κατά τη διάρκεια των εκλογών δούλευε παρασκηνιακά μια ομάδα νέων με την ονομασία KAMARA (αρκετά), η οποία συστάθηκε στα πρότυπα της OTPOR, της ομάδας που προώθησε την ανατροπή των εκλογών στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Μαζί KAMARA και OTPOR δημιουργήθηκαν από τις ΗΠΑ και χρηματοδοτήθηκαν από τον Αμερικανό μαικήνα Τζωρτζ Σόρος»21.
Η δημοσιογράφος Kate Ramisvili έγραψε στην εφημερίδα Daily Georgian Times ότι η νέα κυβέρνηση είναι στην πραγματικότητα τμήμα του Ιδρύματος του Soros και κύκλος πρακτόρων της CIA. Ο Σόρος θα πληρώνει ακόμη και τους μισθούς των μελών της κυβέρνησης και τρία από τα μέλη της κυβέρνησης εκπαιδεύθηκαν από το Ίδρυμα Soros αλλά και η πλειοψηφία των νέων Υπουργών έχουν εργασθεί στις δομές του Σόρος. Συγκεκριμένα, το νεαρότερο μέλος της κυβέρνησης, ο Ηρακλής Ρεκιβιασβίλι, υπηρέτησε στα Κεντρικά γραφεία του Ιδρύματος Soros και οι υπουργοί Παιδείας και Δικαιοσύνης Κάχα Λομάρα και Γκεόργκε Παπουασβίλι, διεύθυναν το Open Society —Γεωργιανό Ίδρυμα, το οποίο είναι το τοπικό παράρτημα του Ιδρύματος Soros22.
Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε και στην Ουκρανία. Η δράση των ΗΠΑ μέσω των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων αποκαλύπτεται σε δήλωση του Ron Paul, μέλους του αμερικανικού Κογκρέσσου, που αναδημοσιεύει η ρωσική Πράβντα: «Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσα εκατομμύρια, ή δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, ξόδεψε η κυβέρνηση στις προεδρικές εκλογές στην Ουκρανία. Γνωρίζουμε μόνο ότι μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων πήγαν στην υποστήριξη ενός συγκεκριμένου υποψηφίου με τη χρησιμοποίηση για αυτόν τον σκοπό, ως μεσάζοντες, συγκεκριμένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων τόσο αμερικάνικων όσο και ουκρανικών»23. Στη συνέχεια ο βουλευτής γίνεται πιο συγκεκριμένος και αναφέρει μερικές οργανώσεις: «Ρίχνουμε μια ματιά στο International Centre for Policy Studies. Αυτή η οργάνωση χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ μέσω της PAUCI [Πολωνικο-Αμερικανικο-Ουκρανική Πρωτοβουλίας Συνεργασίας], αλλά στην ιστοσελίδα της οργάνωσης φιγουράρουν τα σύμβολα του Γιουσένκο. Διαβάζοντας στην συνέχεια μαθαίνουμε ότι η Οργάνωση χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Soros. Και ακόμη πιο κάτω ότι ο ίδιος ο Βίκτωρ Γιουσένκο είναι μέλος του Συμβουλευτικής Επιτροπής!» Δηλαδή και ο ίδιος ο Γιουσένκο χρηματοδοτούνταν από τον Σόρος και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Αμερικανό πολιτικό.
Η «πορτοκαλί εξέγερση» (εξαιρετικά αυθαίρετη έκφραση του προσδιορισμού, δημιουργημένη από ξένους εγκεφάλους, που φθάνει στα όρια του γελοίου όταν οι οπαδοί του Γιούσενκο μοίραζαν ως σύμβολο του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία πορτοκάλια, ένα φρούτο που φυσικά δεν ευδοκιμεί σε κανένα μέρος της Ουκρανίας) και η εμφάνιση του δυτικού ουκρανικού εθνικισμού ως αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ο νεκραναστημένος Λ. Βαλέσα, οι Ευρωπαίοι προοδευτικοί πολιτικοί και τα μέσα τους (τόσο εξόφθαλμα ενάντια στα συμφέροντα της ίδιας της Ευρώπης, όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας), ακόμη οι εξετάσεις του δηλητηριασμένου Γιουσένκο στη Βιέννη των πάλαι ποτέ Αψβούργων, όπου ανήκε κάποτε η Δυτική Ουκρανία, εντάσσονται σε συγκεκριμένους και έμπειρους μηχανισμούς πολιτικής εμπλοκής.
Είναι πράγματι αξιοπερίεργο το πώς η ευρωπαϊκή δύση φαίνεται να μην αναρωτιέται πως θα μπορέσει να διαχειρισθεί μια πιθανή έκρηξη της εθνοτικής αντίθεσης στην Ουκρανία των 50 εκατομμυρίων κατοίκων. Αντιθέτως, με μεγαλύτερο πείσμα, επιζητούν να εμπλακούν περισσότερο στους ατλαντικούς σχεδιασμούς, στον πυρήνα του στόχου: «Γιατί οι Ρώσοι να μην πραγματοποιήσουν αυτό που έκαναν οι Ουκρανοί; […] Όμως παρά την ρωσική μοιρολατρία, έμφυτη ασυμβατότητα Ρωσίας και δημοκρατίας, στην οποία συμβάλλουν εν τινι μέτρω ο Πούτιν24 και οι περί αυτόν, ό,τι έλαβε χώρα στο Κίεβο κάποτε μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Μόσχα. Βεβαίως δεν θα δούμε αύριο ‘πορτοκαλί κασκόλ’ στην Κόκκινη Πλατεία, —εάν αντιγράψουμε τους ‘Financial Times’ στην Ρωσία η δημοκρατική επανάσταση, η οποία άρχισε το 1991, δεν ολοκληρώθηκε. Ακόμη χειρότερα! Δεν γίνεται λόγος για απλή ολοκλήρωση αυτής της επανάστασης αλλά να επιστρέψουμε στην κατάσταση που βρισκόταν η Ρωσία έως την παλινόρθωση του Πούτιν»25.
Πραγματικά, πόσο σαθρά εμφανίζονται αυτά τα επιχειρήματα που ταυτίζουν αυθαίρετα τις ευρωπαϊκές με τις αμερικανικές επιδιώξεις και ακυρώνουν την ανάδυση ενός γεωπολιτικού άξονα στην ευρασιατική ήπειρο, ικανού να αντιπαρατεθεί στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Όπως έγραφε ο Π. Κονδύλης «[…] μια ενωμένη Ευρώπη δεν θα είχε να κερδίσει πολλά πράγματα αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός τοποτηρητής των Αμερικανών στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης», αντιθέτως αυτό θα έσπρωχνε «τη γιγαντιαία ευρασιατική αυτή χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην αγκαλιά της Κίνας»26.
Η Ευρώπη έχασε στην διχασμένη εθνικά Ουκρανία την ευκαιρία να αποδείξει ότι κινείται σε κατεύθυνση ανάκαμψης από την παρακμή της. Και αν για την πολιτική ελίτ η αδυναμία της αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για τον ρωμαιοκαθολικισμό που στην περίπτωση της Ουκρανίας έδρασε