του Θανάση Τζιούμπα, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Ο Λόγος είναι η βάση κάθε απόπειρας για πολιτική. Και για να θυμηθούμε και λίγο το ιδεολογικό και φιλοσοφικό φορτίο που κουβαλάει η γλώσσα μας, ο λόγος ως λογισμός, ο λόγος ως η αιτία των πραγμάτων και ο λόγος ως εργαλείο έκφρασης της σκέψης, είναι η ίδια λέξη που δηλώνει διακριτές αλλά συναφείς και αλληλεπιδρούσες πραγματικότητες.
Η κακοδαιμονία της παρούσας σύνθεσης του αντιπολιτευτικού στις εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης ελλαδικού κινήματος, έγκειται ακριβώς στην απουσία του Λόγου, είτε με την μορφή της απόπειρας για κατανόηση της νέας εποχής, είτε με την μορφή δημιουργίας των εργαλείων ανάλυσης και ερμηνείας μετά την πτώση των ειδώλων, είτε με την ανάπτυξη νέων μορφών πολιτικής έκφρασης, μιας πολιτικής κουλτούρας εν τέλει ικανής να δώσει συνέχεια και προοπτικές στο διάχυτο, το αυθόρμητο και το θυμικό στοιχείο.
Αν οι πολιτικές πρωτοπορίες έχουν να προσφέρουν κάτι στα μαζικά κινήματα, που όπως αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά εμφανίζονται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες μη ελέγξιμες από φίλους και εχθρούς, αυτό το κάτι δεν είναι η απλή οργανωτική “πλαισίωση”, ή η στρατολόγηση μελών για τη βιολογική αναπαραγωγή των πολιτικών οργανισμών. Ο ρόλος της πολιτικής πρωτοπορίας είναι πάνω από όλα ρόλος συμβολής στην μετουσίωση του διάχυτου σε συγκεκριμένο, της ενστικτώδους άρνησης της αδικίας σε εργαλεία κατανόησης και διαμόρφωσης στρατηγικών, του βιωματικού σε πολιτικό πρόγραμμα, ότι κι αν σημαίνει αυτό στις μέρες μας.
Τι από όλα αυτά αποτέλεσε στόχο στους θερμούς μήνες που προηγήθηκαν;
Είχαμε εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, κι όλη η ενέργεια εξαντλήθηκε στην εμφάνιση και την αριθμητική των πορειών, την “πλαισίωση” των λυκείων, τα κοινά ή μη κοινά δρομολόγια.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αμηχανίας και απογοήτευσης μόλις οι πεζοναύτες έφτασαν έξω από το HOTEL PALESTINE της Βαγδάτης ενώ οι φενταγίν των ονείρων μας αποδείχθηκαν στρατός παρελάσεων, σημαίνει κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει όλες τις συνιστώσες του κινήματος. Η μάχη που δόθηκε στους δρόμους τόσων πόλεων εδώ και αλλού, μια μάχη που απονομιμοποίησε πολιτικά και ηθικά την Τάξη που στο όνομά της έγινε ο πόλεμος αυτός και διαμόρφωσε νέους συσχετισμούς, δεν καταγράφεται ως ένα νικηφόρο γεγονός στο συλλογικό συνειδητό του κινήματος γιατί κανείς, στις μέρες που οι δρόμοι ξεχείλιζαν από οργή, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να θέσει το ζήτημα των στόχων και της στρατηγικής των κινητοποιήσεων .
Όσο δεν γίνεται κατανοητή η φύση και η διάρκεια του πολέμου που έχει εξαπολύσει ενάντια στον πλανήτη η Αυτοκρατορία, όσο δεν γίνονται κατανοητά τα πολλά πεδία της πολιτικής αντιπαράθεσης, το μέτρο της επιτυχίας θα είναι οι μέρες που αντιστάθηκε το Ουμ Κάσρ, και το κατά πόσο η συμμετοχή των Λυκείων συνέβαλε στην άμυνα της Βασόρας. Και βέβαια οι μαθητές, όταν φώναζαν “εμείς θα σταματήσουμε τον πόλεμο αυτό” είχαν μια πιο ρεαλιστική αντίληψη του συνθήματος από αρκετούς υποψήφιους καθοδηγητές τους .
Είναι χαρακτηριστική στη χώρα μας η απόλυτη ένδεια σε πολιτική συζήτηση, αυτή αφέθηκε σε φαιδρούς στρατιωτικούς αναλυτές των δελτίων ειδήσεων των τηλεοράσεων, ενώ στα έντυπα ΜΜΕ και πολύ περισσότερο στον πολιτικό διάλογο στα πλαίσια του κινήματος η φτώχεια ήταν απίστευτη.
Αναρωτηθείτε πόσες δημόσιες συζητήσεις διοργανώθηκαν από το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, αν πάρουμε αυτό ως παράδειγμα, γιατί αντιπροσωπεύει την πιο ελπιδοφόρα μέχρι στιγμής συνιστώσα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Και αυτό έρχεται να συμπληρώσει ένα τρόπο πολιτικής ύπαρξης όπου ως σημαντικό αναγορεύεται όχι το τι και το γιατί αλλά το πως και ποιος.
Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για μια ελληνική αποκλειστικότητα. Το σχήμα που περιέγραφε ο Κ. Μάρξ στην “Κριτική στην Εγελειανή φιλοσοφία του κράτους”, όπου η Γερμανία παρήγαγε φιλοσόφους κι η Γαλλία ακτιβιστές, μοιάζει να μην έχει πλέον εφαρμογή. Στις χώρες όπου τα εναλλακτικά ρεύματα είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη, ο “ιστορικός συμβιβασμός” των Πράσινων “ρεάλος” με την κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία έκοψε το νήμα της συνέχειας, όπως στη Γερμανία όπου οι παλιοί αρχηγοί φόρεσαν Αρμάνι και γραβάτες κι οι καινούργιοι δεν φάνηκαν ακόμη. Είναι ο Νότος που παράγει σήμερα ιδέες, ο Νότος τόσο της Ευρώπης όσο και ο Νότος του πλανήτη, η Λατινική Αμερική του υποδιοικητή Μάρκος και των Καμπεσίνος.
Και στη χώρα μας;
Η Ελλάδα αποτελεί ένα μάλλον ιδιότυπο πολιτικό παρατηρητήριο. Ένα καινοφανές κράμα του θυμικού που μας διαπερνάει και μας ξεσηκώνει σαν τους ήχους του κλαρίνου και της απεγνωσμένης προσπάθειας των ελίτ να συγκλίνουν με τα ευρωπαϊκά σαλόνια. Το ελληνικό κοινωνικό φόρουμ καταφέρνει να συνδυάσει με αξιοσημείωτη αντιπροσωπευτικότητα τις δύο αυτές πραγματικότητες. Ισχυρίζομαι ότι η απόσταση που χωρίζει τον κόσμο που αναφέρεται στο Ε.Κ.Φ. και κατεβαίνει στο δρόμο μ’ αυτό και του πολιτικού-διαχειριστικού του επιτελείου εκφράζει αυτήν ακριβώς την σχιζοειδή πραγματικότητα.
Προσθέστε σ’ όλα αυτά και την μαζική αποστασία των πάλαι ποτέ διανοούμενων, αυτών που ξεσήκωναν τα πλήθη στα φοιτητικά αμφιθέατρα και σήμερα εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία στους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης, υπηρετώντας ένα καθεστώς έτοιμο να εξαγοράσει ακριβά όχι την παρελθούσα στράτευση αλλά τη δημόσια αποστράτευση, και θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτό το τοπίο των συλλογικοτήτων που “ηγούνται” του κινήματος.
Η συγκυρία έφερε πολιτικές ομάδες και αντιλήψεις που “μυρίζουν κάμαρες κλειστές”, όπως θα’ λεγε κι ο Καββαδίας, ή ακόμα χειρότερα πολιτικούς καιροσκόπους και αναζητητές του “0 κόμμα κάτι” που τους χωρίζει από τις καρέκλες των ονείρων τους να “ηγούνται” μιας πραγματικότητας που εν δυνάμει τους ξεπερνάει. Σε συνθήκες που ο βασιλιάς είναι γυμνός, το πρόβλημα είναι πώς θα κρυφτεί η γύμνια από τους ακολούθους. Ο λόγος για την απουσία πολιτικού Λόγου είναι εν πολλοίς η διατήρηση της ηγεμονίας μιας ομάδας ανθρώπων που δεν έχουν ή δεν θέλουν να δημοσιοποιήσουν τον τρόπο θέασης του κόσμου σε μια πορεία ρήξης και αλλαγής.
Φαίνεται ότι από το σύνολο των πολιτικών παραδόσεων του επαναστατικού κινήματος, οι επίγονοι του Λένιν κρατούν μόνο τη μορφή. Η συζήτηση για τις οργανωτικές μορφές (λες και είναι η μορφή που θα παράξει με έναν ιδιότυπο αυτοματισμό τα περιεχόμενά της), η πολιτική σύνθεση ως μια διαδικασία αφαιρετικής στρογγυλοποίησης, ο διάλογος και η αντιπαράθεση ως ένα τελετουργικό χάσιμο χρόνου που πρέπει να περιορίζεται διαρκώς, να μερικές από τις εκφράσεις του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι απλώς αδιάφορα σε καιρούς όπου η συζήτηση ήταν μεταξύ μας, που το ζητούμενο ήταν η πολιτική ορθότητα του μικρόκοσμου των στενών μας φίλων. Όμως πια “οι καιροί αλλάζουν”, οι άνθρωποι ανησυχούν, αμφισβητούν την πολύφερνη καθημερινότητα και ενίοτε εκδηλώνουν αυτή την αμφισβήτησή τους. Ο κόσμος όπως τον ξέραμε αλλάζει κι αυτός, πια δεν μοιάζει ασπρόμαυρος αλλά γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος σαν το φάσμα του ορατού φωτός. Και αυτή η αβεβαιότητα μπορεί να βιωθεί είτε ως ελευθερία, είτε ως απειλή. Είναι τελικά θέμα οπτικής γωνίας, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, κοινωνικής τοποθέτησης.
Στους καιρούς της Μονοκρατορίας και του παγκόσμιου τρόμου, όπως και των αντισυσπειρώσεων που δημιουργεί η αυτοκρατορική συμπεριφορά των ΗΠΑ, οι βεβαιότητες δεν ισχύουν. Ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές μοιάζουν τόσο παρωχημένοι όσο μια συζήτηση στη Λατινική Αμερική για το αν μια εναλλακτική προς την NAFTA ζώνη ανταλλαγών είναι απορριπτέα ως μορφή καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Μπροστά σε προβλήματα τέτοιας βαρύτητας η υπέρβαση είναι περίπου μονόδρομος.
Η συμβολή στην ανίχνευση της απάντησης στο ερώτημα “Τι να κάνουμε” είναι το ζήτημα που οι περίεργοι κύκλοι της ιστορίας θέτουν ξανά και ξανά, ειδικά στις φάσεις της αμηχανίας που έπονται των κυμάτων των αυθόρμητων κινητοποιήσεων. Η ανάληψη της υποχρέωσης για απαντήσεις είναι το κρίσιμο στοιχείο που διαχωρίζει τις πολιτικές πρωτοπορίες ως συλλογικούς διανοούμενους του κοινωνικού από το έρμα του παλιού κόσμου. Κι αυτή η ανάγκη των καιρών θα βρει μια απάντηση, τώρα ή αργότερα, με αυτούς ή με άλλους που θα έρθουν.
*Ο Θ. Τζιούμπας είναι μέλος του Κοινωνικού Φόρουμ της Θεσσαλονίκης.