του Ν. Βαγενά, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Χαίρομαι, και λυπάμαι, ταυτόχρονα, με το κείμενο της Σίας Αναγνωστοπούλου «Η μέθοδος του θερμοκηπίου ή η μέθοδος της διαστρέβλωσης» (Αυγή, 30 Μαρτίου).
Με το κείμενο αυτό η Σία Αναγνωστοπούλου απαντά στην επιφυλλίδα μου «Η μέθοδος του θερμοκηπίου» (Το Βήμα, 23 Μαρτίου), με την οποία σχολίαζα τις απόψεις για το σημερινό κυπριακό πρόβλημα τις οποίες διατύπωνε στο άρθρο της «Κύπρος: από την ελληνικότητα και την τουρκικότητα στην κοινή κυπριακότητα» (Αυγή, 26 Ιανουαρίου). Χαίρομαι γιατί η Σ. Α. δηλώνει ότι δεν έχει κάποιες από τις απόψεις που πιστεύω ότι περιέχει το άρθρο της. Και λυπάμαι, γιατί βλέπω πόσο δύσκολη έχει γίνει στους δημόσιους διαλόγους η πραγματική επικοινωνία. Η Σ. Α. πιστεύει ότι διαστρέβλωσα τις απόψεις της. Εγώ πιστεύω ότι τις απέδωσα σωστά.
Νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος για να δούμε τι έχει συμβεί είναι να συγκρίνουμε τις απόψεις που περιέχει το άρθρο της με τις απόψεις που περιέχει η απάντησή της. Γράφει η Σ. Α. στην απάντησή της:
«Η ‘απόβασή’ μου στην Κύπρο δεν έγινε (όπως ισχυρίζεται ο Νάσος Βαγενάς) με σκοπό να ανατρέψω οποιαδήποτε πραγματικότητα, ελληνοτουρκική ή κυπριακή».
Ωστόσο, στην πρώτη κιόλας παράγραφο του άρθρου της, το οποίο θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Μανιφέστο της ανατροπής», διαβάζουμε τα εξής:
«Οι συγκλονιστικές διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων, με αίτημα τη λύση του Κυπριακού και την ένταξη στην Ε.Ε., συνιστούν έναν από τους σημαντικούς παράγοντες ανατροπής κάποιων από τους όρους θεμελίωσης και “δικαίωσης”, στο όνομα της ιστορίας, της κυπριακής αλλά και όλης της, μέχρι σήμερα σχεδόν δεδομένης, ελληνοτουρκικής πραγματικότητας. […] Αρχίζουν, καλύτερα, να παίρνουν πολιτική και εξεγερσιακή μορφή οι οροί ανατροπής κάποιων από τα θεωρούμενα ως δεδομένα στοιχεία που στοίχειωσαν και σε μεγάλο βαθμό στοιχειώνουν την ιστορία της Κύπρου και όλης της περιοχής. Τι σημαίνει ωστόσο ανατροπή της κυπριακής και ελληνοτουρκικής πραγματικότητας, και κυρίως σε τι συνίσταται;»
Ολόκληρο το άρθρο της Σ. Α. αναλώνεται στην απάντηση σε αυτό το ερώτημα και τελειώνει με τη μεγαλόφωνη προτροπή:
«Η συγκλονιστική διεκδίκηση των Τουρκοκυπρίων για λύση πρέπει να γίνει “εθνική” υπόθεση όλων μας, διότι μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε μια μόνιμη και πραγματική ειρήνη στην Ελληνοτουρκική περιοχή».
Με άλλα λόγια, η Σ. Α. καλεί τους Ελληνοκυπρίους να μιμηθούν τη σημερινή στάση των Τουρκοκυπρίων, ως εάν οι Ελληνοκύπριοι να διεκδικούσαν από την κυβέρνησή τους και από την Ελλάδα εκείνα που η Σ. Α. πιστεύει ότι διεκδικούν οι Τουρκοκύπριοι από τον Ντενκτάς και από την Τουρκία. ·
Σύμφωνα με το άρθρο της Σ. Α., ανατροπή σημαίνει «μια άλλη τουρκικότητα» των Τουρκοκυπρίων, με την οποία αμιλλώμενοι οι Έλληνες της Κύπρου θα πρέπει να διεκδικήσουν μιαν άλλη ελληνικότητα. Αυτό το «άλλη» η Σ.Α., το ορίζει ως εξής: «μια απολύτως κυπριακή τουρκικότητα» και μια απολύτως κυπριακή ελληνικότητα. Τι ακριβώς σημαίνει το απολύτως, το βρίσκουμε σε ένα άλλο χωρίο του άρθρου της· σημαίνει «την υποταγή ελληνικότητας και τουρκικότητας στην κυπριακότητα».
Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, λεει το άρθρο της Σ. Α., θα πρέπει να αισθάνονται μόνο Κύπριοι. Και τούτο διότι το εθνικό αίσθημά τους, και μόνο αυτό, υπήρξε πάντοτε η αιτία των δεινών της Κύπρου. Υπογραμμίζω το και μόνο αυτό, γιατί σε κανένα σημεία του άρθρου της Σ. Α. δεν αναφέρεται ο ξένος παράγοντας (ο βρετανικός ή ο αμερικανικός) ως συναίτιος των κυπριακών δεινών· και υπογραμμίζω το πάντοτε, γιατί (σύμφωνα πάντα με το άρθρο της Σ. Α.) η εθνική συνείδηση στην Κύπρο κατά τον αιώνα που πέρασε ήταν πάντοτε εθνικιστική. Παραθέτω το σχετικό του χωρίο:
«Η Κύπρος κατάντησε να είναι το πιο πρόσφορο έδαφος στο οποίο άνθησαν τέτοιοι ήρωες: η Κύπρος που κλήθηκε από τις μητέρες-πατρίδες, αλλά και αυτοπροσκλήθηκε να παίζει το ρόλο του τοπίου του ιστορικού παρελθόντος, να παίζει το ρόλο του αποκλειστικού τοπίου των θυμάτων και των ιερομαρτύρων. Και σε αυτό το τοπίο του στοιχειωμένου παρελθόντος βρήκε έδαφος ο Ντενκτάς για να αναπαραστήσει τον Κεμάλ, ο Μακάριος να αναπαραστήσει τον Εθνάρχη Ιωακείμ Γ’ και ο Γρίβας να αναπαραστήσει μαζί και συγχρόνως τον μαύρο καβαλάρη Πλαστήρα της Μικράς Ασίας (έλεος!!!) και τον Κολοκοτρώνη (τρεις φορές έλεος!!!). Το σκηνικό του ελληνοτουρκικού πολέμου 1922, με όλες τις ιδεολογικές στρεβλώσεις των συγκρούσεων αθηναϊκού κέντρου και Εθναρχίας από τη μια μεριά, και τις ιδεολογικές στρεβλώσεις της ηρωικής πορείας του Κεμάλ από την άλλη, είχε ξαναστηθεί στην Κύπρο, κυρίως κατά την περίοδο 1955-1974».
Στο χωρίο αυτό ολόκληρος ο αγώνας για αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων (που το 1960, έτος της ανεξαρτησίας της Κύπρου, αποτελούσαν το 82% του πληθυσμού της) χαρακτηρίζεται σύγκρουση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ιστορία εθνικιστική, «απολυταρχική» (όπως σημειώνει η Σ.Α. λίγες αράδες παραπάνω), ιστορία ενός «στοιχειωμένου παρελθόντος» (ας σημειωθεί ότι, στο δημοψήφισμα του 1950, το 97% των Ελληνοκυπρίων, δηλαδή το 79% του πληθυσμού της Κύπρου, ψήφισε την ένωση με την Ελλάδα). Είναι ιστορία στοιχειωμένη, γιατί οι Έλληνες της Κύπρου δεν κατόρθωσαν να υποτάξουν την ελληνικότητά τους στην κυπριακότητα (την κατασκευή της οποίας, θα πρέπει να προσθέσουμε, επεδίωκαν με κάθε τρόπο οι Βρετανοί και οι Τούρκοι).
Η Σ.Α. απορεί πώς, διαβάζοντας το χωρίο -που σχολίασα-του άρθρου της, δεν κατάλαβα ότι το νόημά του είναι αυτό που μας εξηγεί στο παρακάτω χωρίο της απάντησής της:
«Από που συμπεραίνει ο Ν. Βαγενάς ότι αντιμετωπίζω απαξιωτικά -και συλλήβδην- ως εθνικιστές τους Έλληνες και τους Τούρκους της Κύπρου που αισθάνονται Έλληνες και Τούρκοι αντιστοίχως; […] Μήπως από το γεγονός ότι κάποιοι, όπως εγώ, ιστορικοί -και όχι μόνο- ενοχλούν την Κύπρο, επειδή αντιμετωπίζουν κριτικά το παρελθόν, αντιμετωπίζουν κριτικά κάποιους ‘ήρωες’ του παρελθόντος; Μήπως επειδή κάποιοι μιλάμε για την ψυχροπολεμική εθνικιστική ιδεολογία του Γρίβα;».
Όπως βλέπουμε, οι «ήρωες» του στοιχειωμένου παρελθόντος που, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου της Σ. Α., είναι ακόμα και όλοι όσοι Ελληνοκύπριοι συμμετείχαν στον αντιαποικιακό-απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, στην απάντησή της περιορίζονται σε «κάποιους ήρωες» και δακτυλοδεικτείται ως συγκεκριμένο παράδειγμα μόνο ο Γρίβας. Ο Μακάριος, που στο άρθρο της χλευάζεται κι αυτός για στοιχειωμένη εθνικιστική δράση ως το 1974, δεν αναφέρεται πλέον ως εθνικιστής. Απεναντίας επαινείται, γιατί από το 1968 και μετά κατέκτησε την κυπριακότητα:
«Αναφέρομαι στην κυπριακότητα του Μακαρίου, όταν από το 1968 και μετά πολέμησε (εναντίον μάλιστα της μητέρας-πατρίδας και της ελληνικής ελληνικότητάς της) για την εδραίωση μιας πολιτικής κυπριακότητας, της οποίας το περιεχόμενο θα οριζόταν από κοινού από τους Έλληνες και τους Τούρκους του νησιού».
Ο Μακάριος βέβαια, από το 1968 και μετά, δεν πολέμησε τη μητέρα – πατρίδα για την εδραίωση μιας πολιτικής κυπριακότητας, της οποίας το περιεχόμενο θα οριζόταν από κοινού από τους Έλληνες και τους Τούρκους του νησιού -ούτε πολέμησε την ελληνική ελληνικότητα για την επιβολή μιας ελληνικότητας απολύτως κυπριακής· πολέμησε την εθνικιστική ελληνική χούντα και τα άφρονα σχέδιά της που εγκυμονούσαν μεγάλα δεινά για τον συνολικό πληθυσμό του νησιού. Το παραπάνω χωρίο της απάντησης της Σ. Α., το οποίο περιγράφει έναν Μακάριο διαφορετικό από εκείνον που περιέγραφε το άρθρο της, επιβεβαιώνει ότι η Σ. Α. θεωρεί το αίσθημα της ελληνικής ελληνικότητας των Ελληνοκυπρίων εξ ορισμού Εθνικιστικό. Γι’ αυτό και επιθυμεί την καθυπόταξη του εθνικού τους αισθήματος στην πολιτική έννοια της κυπριακότητας. Το ερώτημα, μήπως η πολιτική ταυτότητα της κυπριακότητας είναι μια ευνουχισμένη ταυτότητα, δεν την απασχολεί (ωστόσο σε άλλο σημείο της απάντησής της η Σ. Α. δέχεται, αντιφατικά, ότι «η εθνική ιδεολογία είναι πολιτική ιδεολογία και είναι συνυφασμένη με τις πολιτικές αξίες»).
«Περί της διαλεκτικότητας των εθνικών αξιών μιλούσα στο άρθρο μου και όχι περί ‘κατασκευών’ που ο κ. Βαγενάς ‘διάβασε’», μας διαβεβαιώνει η Σ. Α. στην απάντησή της. Διαβάζοντας όμως τη διαβεβαίωση υπό το πρίσμα των όσων αναφέραμε παραπάνω, μπορεί κανείς να κρίνει για ποιο πράγμα μιλούσε η Σ. Α. Διότι η υποταγή των εθνικών αξιών σε μια πολιτική ταυτότητα δεν σημαίνει διαλεκτικότητά τους, σημαίνει απονέκρωσή τους το οποίο, με τη σειρά του, σημαίνει ότι η πολιτική ταυτότητα, αν θέλει να είναι ζωντανή πολιτική ταυτότητα, δεν θα πρέπει να είναι αποκομμένη από την ιστορία και την εθνική ταυτότητα των ανθρώπων που θα την συγκροτήσουν.
«Η πολιτική κυπριακότητα», γράφει η Σ. Α. στην απάντησή της, «δεν είναι προϊόν κεκαθαρμένης ελληνικότητας και τουρκικότητας, δεν είναι προϊόν ιστορικής αλλοτρίωσης αλλά προϊόν μιας πολύ πιο σύνθετης ανάγνωσης της ιστορίας». Όσο και αν τα διαβάσει κανείς με προσοχή και καλοπροαίρετη διάθεση, το άρθρο και η απάντηση της δεν θα κατορθώσουν να τον πείσουν ότι υπάρχει κάτι σύνθετο (και μάλιστα πολύ πιο σύνθετο) σε αυτό που διακηρύσσει η Σ. Α. Το πρόβλημα με τα δύο αυτά κείμενα είναι ότι η συγγραφέας τους μπερδεύει την ιστορία με μιαν απλοϊκή, κατά τη γνώμη μου, ανάγνωση της ιστορίας.
Οι υπαναχωρήσεις και οι αντιφάσεις που παρατηρεί κανείς ανάμεσα στα δύο κείμενα τον κάνουν να σκέφτεται ότι, όταν η Σ. Α. έγραφε το άρθρο της, δύο πράγματα μπορούσαν να είχαν συμβεί: ή ότι δεν κατόρθωσε να διατυπώσει με την απαιτούμενη ακρίβεια τις απόψεις της, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να καταλαβαίνει άλλα από εκείνα που ήθελε να πεί, ή ότι δεν είχε ξεκαθαρισμένες ιδέες επί του θέματος. Η αίσθησή μου είναι ότι ο σχολιασμός που προκάλεσε την απάντησή της, τη βοήθησε να ξεκαθαρίσει κάποιες από αυτές.