Αρχική » Ισχύς μου, η αγάπη του αμνού

Ισχύς μου, η αγάπη του αμνού

από Άρδην - Ρήξη

του Κ. Κωνσταντίνου, από το Άρδην τ. 30, Μάιος-Ιούνιος 2001

Πα­ρά­ξε­νος αυ­τός ο τό­πος. Κά­να­με ε­κλο­γές και βγά­λα­με ό­σα πιο πολ­λά νού­με­ρα μπο­ρού­σα­με (σ.σ. δεν εν­νο­ώ ό­τι ό­λοι ό­σοι ε­ξε­λέ­γη­σαν εί­ναι νού­με­ρα, αλ­λά ό­τι τα κα­λύ­τε­ρα νού­­­με­ρα που εί­χα­με τα βγά­λα­με τε­λι­κά…!). Οι δε υ­παί­τιοι της με­­γά­λης α­πά­της του Χρη­μα­τι­στη­ρί­ου, ό­χι μό­νο δεν τι­μω­ρή­θη­καν, αλ­λά βγή­καν και θριαμ­βευ­τές.


Με το δι­κό μας “πά­σο” λοι­πόν θα συ­νε­χί­σουν αυ­τό που ξε­κί­νη­σαν. Κα­λά να μας κά­νουν, το α­ξί­ζου­με.


Ό,τι πιο δια­πλε­κό­με­νο εί­χα­με, φρο­ντί­σα­με να το μπά­σου­με στη Βου­λή: τα α­γα­πη­μέ­να τσι­ρά­κια των ι­διο­κτη­τών των ΜΜΕ, τους πρω­το­κλα­σά­τους εκ­πρό­σω­πους της δια­πλο­κής οι­κο­νο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων και πο­λι­τι­κού κό­σμου, τους ει­δή­μο­νες του ρου­σφε­τιού και τους γε­ρα­σμέ­νους αλ­λά κο­τσο­νά­τους κή­ρυ­κές του, τους συγ­γε­νείς των κο­μπι­να­δό­ρων που θα φρο­ντί­σουν κα­λά τις … δου­λειές των συγ­γε­νών τους. Με την ψή­φο μας τους ε­πι­βρα­βεύ­σα­με. Μπρά­βο μας και πά­λι. Τα κα­λά κο­ρό­ι­δα, άλ­λω­στε, πά­ντα στην κάλ­πη φαί­νο­νται. Τα αρ­νιά ε­πί­σης.


Πα­ρεν­θε­τι­κά: μέ­χρι χθες, ο πο­λι­τι­κός ό­ρος “αρ­νιά” συ­νό­δευε δια­χρο­νι­κά τους ο­πα­δούς του Α­ΚΕΛ, αλ­λά τώ­ρα α­νή­κει δι­καιω­μα­τι­κά και τε­λε­σί­δι­κα στους ο­πα­δούς του ΔΗ­ΣΥ και κυ­ρί­ως τους ε­πεν­δυ­τές ο­πα­δούς του (!).
Ξέ­ρω, ξέ­ρω. Θα μου πεί­τε ό­τι γί­νο­μαι α­πό­λυ­τος και πως ι­σο­πε­δώ­νω αν­θρώ­πους που ο λα­ός ε­πέ­λε­ξε “στην κο­ρυ­φαί­α πο­λι­τι­κή πρά­ξη της Δη­μο­κρα­τί­ας”. Κά­θε άλ­λο. Α­ντι­θέ­τως, ο­φεί­λω να σας πω ό­τι χά­ρη­κα για­τί α­νά­με­σα στους βου­λευ­τές διέ­κρι­να αρ­κε­τούς α­ξιό­λο­γους αν­θρώ­πους, οι ο­ποί­οι τε­λι­κά θα α­ντα­πο­κρι­θούν στον ρό­λο τους, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο. Α­πλώς διε­ρω­τώ­μαι για­τί α­κρι­βώς δεν δια­θέ­του­με το κρι­τή­ριο να ξε­χω­ρί­σου­με το μαύ­ρο α­πό το ά­σπρο και να κά­νου­με την ε­πι­λο­γή. Πα­ράλ­λη­λα δε, με κα­νέ­να τρό­πο δεν νο­μί­ζω ό­τι μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σου­με πως η ε­κλο­γή κά­ποιου στη Βου­λή ι­σο­δυ­να­μεί με ά­φε­ση α­μαρ­τιών ε­πει­δή έ­λα­βε 10.000 (έ­στω) σταυ­ρούς προ­τί­μη­σης. Ε­άν ή­ταν κρι­τή­ριο αυ­τό, τό­τε οι υ­πό­λοι­πες 467. 533 των ψη­φο­φό­ρων που δεν τον “α­θώ­ω­σαν” που πά­νε; Κι αν έ­τσι, πα­ρά­λο­γα, κρί­νο­νται τα πράγ­μα­τα δεν μπο­ρεί να πει κα­νείς στον πα­ρα­λο­γι­σμό του α­πά­νω ό­τι τον “κα­τα­δί­κα­σαν”;


Ε­άν τί­θε­ται θέ­μα δι­καί­ω­σης, τό­τε η δι­καί­ω­ση αυ­τή εί­ναι κα­θα­ρά πο­λι­τι­κή, αλ­λά ό­χι προ­σω­πι­κή. Εί­ναι το αί­σθη­μα ε­κεί­νο που δώ­σα­με την Κυ­ρια­κή σ’ αυ­τή την κά­στα των πο­λι­τι­κών, ό­τι μπο­ρεί να κά­νει πλέ­ον ό,τι θέ­λει με την ά­δειά μας.


Οι α­μνοί εί­θι­σται να σιω­πούν, έ­τσι το θέ­λει η φύ­ση. Ε­μείς, προ­χω­ρώ­ντας έ­να βή­μα πα­ρά πέ­ρα, ό­χι μό­νο σιω­πή­σα­με, αλ­λά τους δεί­ξα­με ό­τι το α­πο­λαύ­σα­με και α­πό πά­νω. Δυ­στυ­χώς, αυ­τός ο τό­πος δεν σώ­ζε­ται με τί­πο­τα. Ό­σο, του­λά­χι­στον, τον κα­τοι­κού­με ε­μείς.

Κώ­στας Κων­στα­ντί­νου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ