ΚΠ Άρδην, από το Άρδην τ. 100, Απρίλιος-Ιούνιος 2015
Επειδή είναι της… μόδας τα non-paper και επειδή στις 20 Ιουνίου 2015 πραγματοποιήθηκε πανελλαδική συνδιάσκεψη των φίλων και των μελών της Κίνησης Πολιτών Άρδην, στα πλαίσια προετοιμασίας του πανελλαδικού συνεδρίου της Κίνησης το φθινόπωρο του 2015, συζητήσαμε διεξοδικά την παρούσα συγκυρία. Θεωρούμε χρήσιμο να δημοσιοποιήσουμε κωδικοποιημένα τα βασικά συμπεράσματα αυτής της συζήτησης, όπως τα κατέγραψε ο Γιώργος Ρακκάς
Πραγματική κατάσταση της οικονομίας
Η παρατεταμένη διαπραγμάτευση έχει δημιουργήσει έναν νέο κύκλο οικονομικής ύφεσης, ο οποίος προδιαγράφει αρνητικές εξελίξεις για τη χώρα. Λειτουργεί ένα καθοδικό οικονομικό σπιράλ, το οποίο στη διεθνή οικονομική ορολογία περιγράφεται ως «παγίδα εξισορρόπησης στο τέλμα» (low level equilibrium trap).
Δεδομένα και συνέπειες:
Στάση πληρωμών στους προμηθευτές του δημοσίου –μια από τις βασικές ανάσες που δίνονται στην ελληνική αγορά λόγω της ιδιότυπης παρασιτικής της φύσης. Συνέπειες: Αναβολή υποχρεώσεων γενικών προμηθευτών προς εργαζόμενους και προς τρίτους, και άρα μεταβίβαση της στάσης πληρωμών εντός της αγοράς, αδυναμία καταβολής μισθών, έλλειψη πόρων.
Έλλειμμα ρευστότητας στις τράπεζες. Συνέπειες: Αδυναμία χρηματοδότησης εξαγωγικών επιχειρήσεων, πτώση των εισαγωγών, μείωση των χρηματο-οικονομικών εισροών.
Αρχή αρνητικών συνεπειών και ως προς τον τουρισμό, λόγω αβεβαιότητας σε έναν εύθραυστο και εξαιρετικά επιρρεπή σε κρίσεις πανικού οικονομικό τομέα.
Γενική Κρίση Εμπιστοσύνης. Καταβαράθρωση της κατανάλωσης, μείωση της αγοραστικής κίνησης, κρίση εσόδων στις επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, μετατόπιση ενός μεγάλου μέρους των ζωτικών καθημερινών οικονομικών συναλλαγών στη σφαίρα της παραοικονομίας και της άτυπης οικονομίας. Αποτέλεσμα: γενική μείωση της εισπρακτικότητας του ελληνικού κράτους, άρα επίταση της κρίσης ρευστότητάς του.
Υποσημείωση: Η κυβερνητική ρητορική και οι κυβερνητικές αντιπροτάσεις εμφανίζουν σημάδια μεροληψίας. Κατ’ αρχάς, το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης κατανέμεται ετεροβαρώς εντός της κοινωνίας, με συγκρότηση «προνομιακών κοινωνικών ομάδων» και «ομάδων-θυμάτων» της κυβερνητικής πολιτικής, οι οποίοι σπανίως κατονομάζονται (άνεργοι, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, ελαστικοί εργαζόμενοι, μικρομεσαίες επιχειρήσεις κ.ο.κ.).
Η τακτική αυτή υπερασπίζεται μερίδα εργαζομένων του δημοσίου τομέα, ενώ αντίθετα πλήττει καίρια και αποφασιστικά τα ίδια τα δημόσια, κοινωνικά αγαθά. Παραδείγματα: Τα διαθέσιμα των πανεπιστημίων υφαρπάζονται, τα νοσοκομεία αδυνατούν να προμηθευτούν αναλώσιμα, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης καταδικάζονται σε ασφυξία λόγω στέρησης διαθεσίμων, αλλά και μη πληρωμών των προκαθορισμένων δόσεων πάγιας ενίσχυσης από τον κρατικό προϋπολογισμό (έχει καταβληθεί μία από τις τρεις). Και, βέβαια, μέσω της αυξημένης φορολογίας και του ΦΠΑ, αναπόφευκτα θα πληγούν και οι προστατευμένοι εργαζόμενοι, ενώ είναι ζήτημα ενός ή δύο μηνών να αρχίσει και μη καταβολή των περιβόητων «μισθών και συντάξεων».
Αντίστοιχη μεροληψία εμφανίζουν και οι αντιπροτάσεις της κυβέρνησης στο πεδίο της διαπραγμάτευσης.
- Προκρίνονται μέτρα «δομικής» μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας (πλήρης απελευθέρωση επαγγελμάτων και προϊόντων, υιοθέτηση του αγγλοσαξωνικού μοντέλου) που έχουν τεράστιο, αλλά έμμεσο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Παράδειγμα: Εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ, απελευθέρωση επαγγελμάτων, αναγκαστική μεσολάβηση τραπεζών σε συναλλαγές ορισμένων εκατοντάδων ευρώ κ.ο.κ. Κυβερνητική λογική: «Κάνουμε τη δουλειά» και ελαχιστοποιούμε το επικοινωνιακό πολιτικό κόστος.
- Τα έμμεσα μέτρα που προτείνονται από την κυβέρνηση είναι πολύ χειρότερα στην πραγματικότητα. Παράδειγμα: Αύξηση του ΦΠΑ, που πλήττει περισσότερο τους φτωχότερους, καθώς τους εξαναγκάζει να καταβάλουν τον ίδιο έμμεσο φόρο με τους πλουσιότερους. Έμμεση επιπρόσθετη συνέπεια: Τα ελάχιστα ελληνικά προϊόντα τα οποία έχουν απομείνει αφορούν κυρίως τη μεταποίηση των τροφίμων. Με την επιβάρυνση του ΦΠΑ στα μεταποιημένα τρόφιμα εξοντώνονται και τα τελευταία απομεινάρια της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Πολιτικές Συνέπειες:
α) «Κακό σενάριο»: Αδυναμία σύναψης συμφωνίας, επίταση της κατάστασης, αδυναμία εξυπηρέτησης διεθνών υποχρεώσεων, η χώρα μπαίνει σε ειδικό μακροχρόνιο καθεστώς χρεοκοπίας, που ελαχιστοποιεί το διεθνές οικονομικό-πολιτικό κόστος και η οικονομία μπαίνει σε κώμα, συντηρούμενη από διεθνή βοήθεια. Επιβάλλεται ειδικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης στο εσωτερικό της χώρας.
β) «Λιγότερο κακό και πιθανότερο σενάριο»: Σύναψη συμφωνίας, καταβολή διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Αδυναμία άμεσης υλοποίησης των συμφωνηθέντων μέτρων λόγω κρίσης εισπραξιμότητας-διακυβέρνησης. Η χώρα εγκλωβίζεται σε μια «κίνηση εκκρεμούς» μεταξύ κρίσης ρευστότητας-δημοσιονομικής κρίσης-πολιτικής κρίσης που οδηγεί σε οικουμενικές κυβερνήσεις.
Έλλειμα κυβερνησιμότητας των Σύριζα-Ανέλ
Αν κάτι χαρακτηρίζει τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στην κυβέρνηση είναι η… αδυναμία διακυβέρνησης της χώρας. Λόγος: Ο ιδιαίτερη κοινωνικοπολιτική φυσιογνωμία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ: Κόμμα διανοουμένων μεσοστρωμάτων (με την ευρύτερη έννοια, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, επαγγελματίες συνδικαλιστές κ.ο.κ.) που χαρακτηρίζεται από άγνοια της πραγματικής γεωπολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής πραγματικότητας της χώρας σε συγκεκριμένο και πρακτικό επίπεδο. Η «ειδίκευσή» τους εντοπιζόταν για σαράντα χρόνια στη λειτουργία στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (πανεπιστήμια, εκπαίδευση, ΜΜΕ, ιδρύματα τραπεζών κ.λπ.) σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο και ήταν παραπληρωματική της ηγεμονικής, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, κεντροαριστεράς. Επί πλέον αποτελεί και κόμμα πρόσφατης συγκρότησης από πολλές και αντιμαχόμενες ομάδες (ΚΚεσωτερικού, ΚΚΕ, μαοϊκούς, τροτσκιστές, πασοκογενείς αντιμαχόμενων τάσεων κ.λπ.) που απέκτησαν μορφή ενιαίου κόμματος μόλις πριν ελάχιστα χρόνια.
Για τους ΑΝ.ΕΛ.: Κόμμα κοινωνικής διαμαρτυρίας της πτωχευμένης λαϊκής δεξιάς, που στελεχώνεται ως επί το πλείστον από πολιτικούς αποστάτες της δεξιάς πτέρυγας του ελληνικού πελατειακού συστήματος.
Συνέπειες: Γενική αδυναμία υλοποίησης οποιασδήποτε οικονομικής, κοινωνικής και εθνικής στρατηγικής. Πόσω μάλλον μιας κυβερνητικής πολιτικής που έρχεται σε ευθεία αντίφαση με τις προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών δυνάμεων που απαρτίζουν την κυβέρνηση, πέντε μόλις μήνες μετά τις εκλογές. Εξ ου και ο «δανεισμός» από το ΠΑΣΟΚ πολλών στελεχών τόσο στο υπουργικό, όσο και σε επίπεδο ανώτερων στελεχών (Κοτζιάς, Πανούσης, Κουρουμπλής, Κατσέλη, Χουλιαράκης, Θεοχαράκης κ.λπ.), ο οποίος όμως επιτείνει το αλαλούμ και την πολυγλωσσία.
Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του «μνημονιακού στρατοπέδου» και του «αντιμνημονιακού»: Οι κύριες πολιτικές δυνάμεις του πρώτου (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) έχουν σαράντα χρόνια πείρας άμεσης διακυβέρνησης της χώρας, έχουν εθιστεί στους πελατειακούς μηχανισμούς και τη σχέση με τα εγχώρια και ξένα συμφέροντα. Η πολιτική δύναμη που κυριαρχεί στο δεύτερο έχει μια θητεία «ειδικής διακυβέρνησης» ορισμένων πλευρών του συστήματος κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια (ιδεολογικοί μηχανισμοί, πανεπιστήμια, ΜΜΕ, συνδικάτα) οι οποίες από τη φύση τους δεν παρέχουν συνολική εποπτεία της χώρας. Οι πρώτοι ήταν η ραχοκοκαλιά του πολιτικού συστήματος, οι δεύτεροι ήταν εξειδικευμένοι υπάλληλοι της κεντροαριστεράς, που εκμεταλλεύτηκαν την κρίση του ΠΑΣΟΚ για να το υποκαταστήσουν. Όμως αυτό το έκαναν τυχοδιωκτικά, χωρίς να αποκτήσουν πρώτα τα απαραίτητα εργαλεία και τις εμπειρίες μιας διαχείρισης που να αντιστρατεύεται τους κοινούς τόπους της τρέχουσας συστημικής πολιτικής. Η αντισυστημική πολιτική απαιτεί μεγαλύτερη επάρκεια από τη συστημική, που βαδίζει στις έτοιμες ράγες του διεθνούς και του εγχώριου συστήματος.
Χαρακτηριστική υπήρξε η δική μας αντιδιαμετρικά αντίθετη τακτική επί του θέματος, έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Επειδή και εμείς του Άρδην, για ολόκληρες δεκαετίες, είχαμε μια κατ’ εξοχήν ιδεολογική λειτουργία, αρνηθήκαμε πολλές φορές μια τυχοδιωκτική «πολιτικοποίηση» και επιλέξαμε μια τακτική που θα επιτρέψει μια οργανική πολιτικοποίηση των απόψεων και των ανθρώπων. Διαφορετικά θα είχαμε υποχρεωθεί σε συμπράξεις και πρακτικές που θα αλλοίωναν το ιδεολογικό και πολιτικό μας μήνυμα, και θα μας οδηγούσαν σε ιδεολογική και πολιτική αποσύνθεση, πράγμα που είναι βέβαιο πως θα συμβεί με τον Σύριζα, ο οποίος θα αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη.
Έτσι, η καινούργια εξουσία, χωρίς να διαθέτει τους μηχανισμούς και τα πελατειακά δίκτυα των προηγουμένων, προσπαθεί να εφαρμόσει την ίδια πολιτική με αυτούς, χωρίς να γνωρίζει ποια χώρα κυβερνάει ούτε στην πραγματικότητα τι ακριβώς θέλει να κάνει, εκτός από τη διατήρηση και τη νομή της εξουσίας. Προσπαθεί να επαναλάβει τη στρατηγική Σημίτη, με την ίδια γεωπολιτική και οικονομική στρατηγική που είχε το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και με τους ίδιους ανθρώπους (από τον Λιάκο και τον Τσουκαλά έως τον Χριστόπουλο) σε συνθήκες όμως πτώχευσης που δεν επιτρέπουν την αναπαραγωγή της.
Και επειδή δεν μπορούν να προσφέρουν άρτον, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι στα ζητήματα της «πολιτισμικής προσαρμογής» της Ελλάδας στην Ε.Ε και την παγκοσμιοποίηση. Δηλαδή στην εμβάθυνση του εκπαιδευτικού και θεσμικού εθνομηδενισμού, γεγονός που με τη σειρά του θα δώσει περαιτέρω ώθηση στην αποσύνθεση της πολιτισμικής συνοχής που εξασφαλίζει την επιβίωση αυτού του λαού, όπως φαίνεται στα ζητήματα της μεταναστευτικής πολιτικής, της εκπαίδευσης, του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια κ.λπ.
Συνέπειες της κυβερνητικής ανικανότητας
Πλατιά πολιτική απονομιμοποίηση του διάχυτου αντιμνημονιακού αισθήματος του ελληνικού λαού. Δημιουργία χώρου και ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη «μνημονιακού κινήματος» στην Ελλάδα, που αποτελεί πρωτοφανές γεγονός στα χρονικά της κρίσης. Αναζωπύρωση εμφυλιακών αισθημάτων εντός του ελληνικού λαού –που παροξύνονται από την κυβερνητική πρακτική να επιθυμεί, έστω και ρητορικά, να αποποιηθεί το πολιτικό κόστος που απορρέει από το διαπραγματευτικό αδιέξοδο με την επίκληση δημοψηφίσματος. Την ίδια στιγμή που η λαϊκή εντολή προς την κυβέρνηση είναι καθαρή, και εξίσου καθαρή είναι και η θέση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην προοπτική ριζικής ρήξης με την Ε.Ε-ΟΝΕ.
Λειτουργία των εμφυλιακών συνδρόμων: Οι διαδηλώσεις υποστήριξης της κυβέρνησης διολισθαίνουν στη λογική της άμεσης ρήξης με τους δανειστές και ταυτίζονται με τους δραχμικούς, ενώ οι διαδηλώσεις του «μένουμε Ευρώπη» χρησιμοποιούνται εργαλειακά από την αντιπολίτευση και διολισθαίνουν αντίστροφα στην άνευ όρων υποστήριξη της πολιτικής των δανειστών. Γενικό αδιέξοδο και κυριαρχία ενός καταστροφικού ψευδοδιλήμματος.
Και όμως, τόσο η παρούσα κυβέρνηση όσο και οι προηγούμενες είναι και εμφανίζονται ως απόλυτα «ευρωπαϊστικές». Υπερασπίζονται και οι δύο την επιβίωση του νεοελληνικού παρασιτισμού, οι πρώτοι με λιτότητα, οι δεύτεροι με μια φαντασιακή και φανταστική διατήρηση των επιπέδων ευημερίας της περιόδου 1996-2009. Εν ολίγοις, ψευδοεμφύλιος ανάμεσα στις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και της ίδιας ακριβώς πολιτικής – με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Διότι το πρόβλημα της χώρας είναι ακριβώς η απόλυτη κυριαρχία του παρασιτικού μοντέλου.
Άμεση ρήξη και προοπτική δραχμής
Ό λες οι φωνές που υποστηρίζουν αυτήν τη στρατηγική παραδέχονται ότι, για να καταστεί αυτή βιώσιμη, απαιτείται: α) Ένας κρατικός μηχανισμός με αποτελεσματικότητα σκανδιναβικού επιπέδου β) Μια επαναστατημένη κοινωνία, συσπειρωμένη σ’ ένα εαμικό κίνημα.
Και οι δύο προϋποθέσεις είναι ανύπαρκτες. Επομένως, η πανουργία της πραγματικότητας θα αντιστρέψει ολοκληρωτικά τις προσδοκίες των δραχμικών. Η άμεση ρήξη-έξοδος της χώρας από την ΟΝΕ θα προκαλέσει όντως μια γενική κοινωνική, οικονομική κρίση της κοινωνίας, ωστόσο αυτή δεν θα έχει επαναστατικό χαρακτήρα, όπως ονειρεύεται η πρόεδρος της Βουλής, το Αριστερό Ρεύμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ο.κ.
Κατ’ αρχάς στο οικονομικό πεδίο, μια πιθανή μετάβαση στη δραχμή θα ενισχύσει την «μπαγκλαντεσοποίηση» της χώρας, διότι η μεγάλη υποτίμηση που θα ακολουθήσει θα κάνει την ελληνική εργασία φθηνή και τα μεροκάματα πολύ χαμηλά, με αποτέλεσμα, εκτός από την περαιτέρω εκπτώχευση, να γενικευθεί η φυγή των Ελλήνων και η αντικατάστασή τους από τη φτηνή εργασία των μεταναστών.
Παράλληλα, στο πολιτικό πεδίο, θα έχει αντιδραστικό χαρακτήρα. Σε τέτοιες συνθήκες, σημασία έχει το ποιος είναι σε θέση να ικανοποιήσει το αίτημα για «ασφάλεια» και «επιβίωση». Ελλείψει επαναστατικών μαζών, η μόνη διέξοδος που προκρίνεται θα είναι η αυταρχική. Και μία είναι η πολιτική δύναμη που διατηρεί σημαντικότατα ερείσματα μέσα στις κατασταλτικές δυνάμεις και τον στρατό: Η Χρυσή Αυγή και η ακροδεξιά. Η οποία, βέβαια, μπορεί να μην είναι σε θέση να παίξει από μόνη της αυτόν τον ρόλο, αλλά μπορεί να προσφέρει την κοινωνική βάση μιας ευρύτερης αυταρχικής πολιτικής συσσωμάτωσης, που θα ξεκινάει από τον Βορίδη και τον Άδωνι και τον Μπαλτάκο, θα περνάει από μέρος του παλιού ΛΑΟΣ, αυτόνομων συσσωματώσεων της ακροδεξιάς (Patria, Ελεύθερος Κόσμος, Ελεύθερη Ώρα κ.ο.κ.) και θα καταλήγει στον Κασιδιάρη. Αν λοιπόν αυτές οι δυνάμεις «απελευθερωθούν» από το «εμπόδιο» του ευρώ, θα μπορούν πολύ πιο εύκολα να προωθήσουν μια ανοικτά αυταρχική πολιτική.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα φέρει τους οπαδούς της ρήξης και της δραχμής στα… σοβιέτ, όπως ονειρεύονται –αλλά μάλλον στη θέση του διωκόμενου από ένα αυταρχικό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.
Σε όσους φαίνονται εξωπραγματικά όλα τούτα, αξίζει να θυμηθούν το γεγονός ότι μέχρι το 1975, από συστάσεως ελληνικού κράτους δεν έχει περάσει μια δεκαετία στην Ελλάδα δίχως να συμβεί μια σοβαρή πολιτική ανωμαλία προς αυτή την κατεύθυνση.
H δική μας θέση
Τ α μνημόνια αποτελούν κομμάτι μιας ευρύτερης φάσης ενσωμάτωσης της χώρας μας στην Ε.Ε.-ΟΝΕ. Αυτή έχει πολιτισμική πλευρά, οικονομική-κοινωνική πλευρά κ.ο.κ. Η αντίσταση σε αυτή την ενσωμάτωση, που υπονομεύει το μέλλον του ελληνικού λαού, δεν μπορεί να υπάρξει απλώς ως «αντιμνημονιακή» (δηλαδή να διεκδικεί μόνον, το ότι αυτή η προσαρμογή θα πρέπει να συνεχιστεί δίχως την απώλεια του επιπέδου ευημερίας των Ελλήνων). Γιατί αφ’ ενός η θέση της είναι απολύτως ανεδαφική και αφ’ ετέρου είναι «ρεφορμιστική» –με την έννοια ότι απλώς απαιτεί να εξαγοραστεί η ενσωμάτωση της Ελλάδας με τη διατήρηση υψηλού επιπέδου κατανάλωσης. Πρέπει να είναι μια συνολική ρήξη με το παρασιτικό μοντέλο.
Η οικονομική-κοινωνική προσαρμογή της οικονομίας μας στις επιταγές της Δύσης προϋποθέτει την καταστροφή της ελληνικής μικρομεσαίας ιδιαιτερότητας. Άρα τη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας και τη μεταβολή της σε πολυεθνικό τουριστικό χώρο, που θα λειτουργεί εν είδει γεωπολιτικού οικοπέδου. Μια μόνο είναι η βιώσιμη εναλλακτική πρόταση:
Η άρνηση του πνευματικού, πολιτικού και οικονομικού παρασιτισμού, εκφρασμένη πολιτικά στη συγκρότηση ενός τρίτου πόλου εναντίον του μνημονιακού και του αντιμνημονιακού παρασιτισμού
Κεντρικά Αιτήματα:
Αποκατάσταση της «κυβερνησιμότητας» της ελληνικής πολιτείας. Υπέρβαση του απονεκρωμένου κρατισμού, και εγκαθίδρυση μιας σύγχρονης, αποκεντρωμένης ελληνικής πολιτείας, που θα λειτουργεί ως «αρχιτέκτονας» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.
Δημογραφική ανάκαμψη, με μέτρα στήριξής της, φορολογικά, κοινωνικά, κ.λπ., παράλληλα με την αντιμετώπιση της μετανάστευσης των νέων επιστημόνων και την αποτροπή της κατάκλυσής μας από ένα μεταναστευτικό κύμα που έρχεται από την Ανατολή και τον Νότο. Η αποτροπή της μετανάστευσης των ειδικευμένων νέων Ελλήνων και η συγκράτηση των ξένων μεταναστευτικών ροών έχει καθοριστική σημασία όχι μόνο για την επιβίωση του ελληνικού έθνους και για το παραγωγικό μοντέλο που θα κυριαρχήσει. Είτε θα οικοδομήσουμε ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής ειδίκευσης και επομένως υψηλών αμοιβών και κοινωνικού κράτους (το περιβόητο «δανικό μοντέλο» του ΓΑΠ), είτε εκείνο μιας φτηνής και μαύρης εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, που υποχρεωτικά θα μας οδηγήσει σε βουλγαροποίηση.
Διαμόρφωση ενός «ελληνικού δρόμου» προς το σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο. Που στηρίζεται αποφασιστικά στο ανθρώπινο κεφάλαιο (πολυειδικευόμενους εργαζόμενους –διαθέτουμε τέτοιους), στη μικρή και μεσαία ευέλικτη επιχείρηση (που μπορεί να και λάβει συνεταιριστικές μορφές), στην οργάνωση ενός δικτύου συνεργασίας (συνέργειες) που ελαχιστοποιεί τα μειονεκτήματα των μικρών-μεσαίων επιχειρήσεων και ταυτόχρονα παρακάμπτει τα προβλήματα των γιγάντιων επιχειρήσεων. Μόνον έτσι θα σωθεί η ελληνική μικρομεσαία ιδιαιτερότητα.
Προϋπόθεση των δύο, η πολιτιστική-εκπαιδευτική αναγέννηση του τόπου. Η Ελλάδα έχει το ιστορικό βάθος και τον πολιτισμό ώστε να καταστεί μια από τις πρώτες αυθεντικές «κοινωνίες γνώσης» του 21ου αιώνα. Η άλλη είναι η Κίνα, λόγω αντίστοιχου ιστορικού βάθους, και η τρίτη είναι οι ΗΠΑ, επειδή διαθέτει το καλύτερα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα στον πλανήτη (όχι χωρίς σοβαρά προβλήματα, βέβαια).
Δίχως εσωτερική ανασυγκρότηση είναι αδύνατη η αξιοποίηση του γεωπολιτικού πλεονεκτήματος της χώρας. Με δεδομένο τον παρασιτισμό της, θα καταλήξει να ενσωματωθεί σε ευρύτερα αυτοκρατορικά σχήματα και συγκεκριμένα σ’ ένα ιδιότυπο καθεστώς δυτικής-οθωμανικής συγκυριαρχίας. Δεν μπορείς να «κόψεις δρόμο», όπως αποπειράται η παρούσα κυβέρνηση, προς μια πολυκεντρική εξωτερική πολιτική, δίχως να άρεις τη συνθήκη του παρασιτισμού της. Διότι αυτό που θα καταφέρεις εν τέλει είναι να τροποποιήσεις την αναλογία της «κατοχικής σύνθεσης» της χώρας, δηλαδή να σπάσεις το 50%-50% Δυτικών και νεοθωμανών, σε 40%-40%-10%-10% με την προσθήκη μιας μικρής βάσης κινέζικων και ρώσικων συμφερόντων. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι άλλο ανεξάρτητη πολυκεντρική εξωτερική πολιτική και άλλο γεωπολιτικό παίγνιο στους ανταγωνισμούς μεταξύ των πόλων ισχύος του νεοαναδυόμενου πολυπολικού κόσμου.
Διότι η Κίνα είναι μακριά. Και απλώς επιζητεί μια «εμπορική δίοδο» προς την Ευρώπη. Γεγονός που καθιστά απαραίτητη την παραμονή της Ελλάδας στην ΟΝΕ –πράγμα για το οποίο πιέζει και η κινέζικη ηγεσία.
Η Ρωσία αποσκοπεί στο να παζαρέψει την ειδική ιστορική σχέση που διατηρεί με τη χώρα μας έναντι ευρύτερων και σημαντικότερων γι’ αυτήν ανταλλαγμάτων στην Κεντρική Ευρώπη/ Μέση Ανατολή και ειδικό αντάλλαγμα ένα μικρό γεωπολιτικό μερίδιο (Ας θυμηθούμε το περίφημο 90%-10% της συμφωνίας Τσώρτσιλ-Στάλιν στη Γιάλτα). Όσο για τον περιβόητο αγωγό Turkish Stream, που εμφανίζεται ως ελληνική επιλογή, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η σιγή της Γερμανίας, έχοντας μάλιστα ως δεδομένο ότι όταν ο Τσίπρας βρισκόταν στη Μόσχα, υπογράφηκε και νέος βόρειος αγωγός αερίου μέσου Βαλτικής. Και μόνο οι Αμερικανοί διαμαρτύρονται. Εξάλλου, για να λειτουργήσει ο αγωγός θα πρέπει να συναινέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο οικονομικό πεδίο: Ρωσία και Κίνα κρίνουν απαραίτητη την ύπαρξη διεθνούς οικονομικής σταθερότητας, καθώς πιστεύουν (και έχουν δίκιο) ότι οι παρούσες τάσεις του παγκόσμιου συστήματος ευνοούν τη συγκρότηση ενός πόλου Ανατολικής Ασίας, που θα εκφράσει και πολιτικά τη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή. Δεν επιθυμούν περαιτέρω απρόβλεπτες αναταραχές και γι’ αυτό επιμένουν πολύ περισσότερο στη ρητορική της σταθερότητας.
Παρέκβαση: Η ειδική γεωπολιτική αξία της χώρας προσδιορίζεται επειδή ακριβώς αυτή αποτελεί γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου. Η σταδιακή απομόνωση της χώρας μας από τη Δύση/Βορρά, που συντελείται κατά την τελευταία πενταετία, οδηγεί στη σταδιακή υποτίμηση της γεωπολιτικής της αξίας. Το ίδιο έπραξε και η σταδιακή απομόνωση από τη Μέση Ανατολή και τον Νότο, που προωθούσε συστηματικά η κυρίαρχη εθνική στρατηγική των τελευταίων τριάντα χρόνων, μέσω της ενσωμάτωσης της χώρας στην ιδιότυπη δυτική-τουρκική συγκυριαρχία.
Οι άμεσες πολιτικές προοπτικές και η πρότασή μας
Επειδή δεν είμαστε επιρρεπείς στον τυχοδιωκτισμό, γνωρίζουμε πως οι αυθεντικά επαναστατικές και ανατρεπτικές στρατηγικές πρέπει να στηρίζονται στη συνειδητοποίηση και την ενεργοποίηση των ίδιων των πολιτών. Επί πολλά χρόνια, διαρκώς προσπαθούμε –ήδη από την εποχή των Οικολόγων Εναλλακτικών μέχρι τη Σπίθα– να συγκροτηθεί ένας εναλλακτικός πολιτικός πόλος με βάση τα έξι σημεία που έχουμε θεωρήσει ως αποφασιστικά: Πατριωτισμός, οικονομική ενδογενής ανασυγκρότηση, κοινωνική δικαιοσύνη, οικολογική ισορροπία, άμεση δημοκρατία, πολιτιστική αναγέννηση. Μάλιστα, εκτός από τις δικές μας παρεμβάσεις, έχουμε δοκιμάσει να ενισχύσουμε ακόμα και άλλες δυνάμεις προς αυτή την κατεύθυνση (πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, Τσοβόλας, Χαραλαμπίδης, Παπαθεμελής, Καμμένος), αυτό όμως μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατό. Επειδή αποτελούσαμε τη μόνη, δυστυχώς, πολιτική/ιδεολογική άποψη που αντιστρατευόταν προγραμματικά τη μεταπολίτευση και τις κατευθύνσεις της, είχαμε σωστά επισημάνει πως μόνο ο οριστικός ενταφιασμός της θα επέτρεπε την ανάδυση και μιας πολιτικής συσσωμάτωσης παράλληλα με την ιδεολογική. Διότι, παρόλο που οι απόψεις μας έχουν πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, αποτελούσαν απλώς μια ιδεολογική εξαγγελία και, οι περισσότεροι πολίτες που συμφωνούσαν μαζί μας, στο πολιτικό πεδίο επέλεγαν να στηρίξουν άμεσα «εφικτές» και εύκολες πολιτικές λύσεις, που συνέχιζαν να κινούνται στο πλαίσιο της μεταπολίτευσης και όχι βέβαια στην ανατροπή του, όπως προτείναμε εμείς.
Εξάλλου, η κρίση του 2010 για μια ακόμα φορά καθυστέρησε την έξοδο από το μεταπολιτευτικό κάδρο, διότι, μέσα από την κατεύθυνση που έλαβε το κίνημα των αγανακτισμένων και του αντιμνημονίου, δηλαδή της «επιστροφής» στην προτέρα κατάσταση, τροφοδότησε εκ νέου τη διόγκωση του μεταπολιτευτικού ψεύδους, με αποτέλεσμα την ανάδυση στο κέντρο της πολιτικής σκηνής ενός νέου κόμματος του «λεφτά υπάρχουν», όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Όλες οι προσπάθειες που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια, και μέσα στη Σπίθα και μέσα στο ευρύτερο αντιμνημονιακό κίνημα για να καταδείξουμε τη φενάκη μιας τέτοιας στρατηγικής δεν μπόρεσαν, προφανώς, να αλλάξουν τα δεδομένα και οι «αντιμνημονιακοί» βρέθηκαν στην εξουσία.
Δυστυχώς, θα έπρεπε να περάσουμε και από την ανάδειξη στην εξουσία του ιδεολογικού σκληρού πυρήνα της μεταπολίτευσης, δηλαδή της αριστεράς, για να αποδειχθεί πως είναι ίδιοι και απαράλλακτοι με τους άλλους, για να καταδειχθεί πως μόνο η έξοδος από τον ιδεολογικό και πολιτικό αστερισμό της μεταπολίτευσης, μπορεί να προσφέρει μια οποιαδήποτε διέξοδο για μια χώρα σε παρακμή. Και αυτό ολοκληρώνεται στις μέρες μας.
Αυτή η εξέλιξη δεν είναι αυτή που θα θέλαμε. Εμείς θα επιθυμούσαμε μια σταδιακή μετεξέλιξη ενός μεγάλου μέρους του «αντιμνημονιακού» χώρου προς τη νέα περίοδο. Γι’ αυτό και διατηρούσαμε διαύλους επικοινωνίας και με τον ΣΥΡΙΖΑ και με τους ΑΝΕΛ (παραβρεθήκαμε και στο συνέδριο των ΑΝΕΛ και είχαμε στις εκδηλώσεις μας διαρκώς ομιλητές από τον ΣΥΡΙΖΑ) και προφανώς με όλο τον αντιμνημονιακό χώρο, προσπαθώντας να τους πείσουμε πως η τυχοδιωκτική άνοδος στην εξουσία στις 25 Ιανουαρίου θα ήταν καταστροφική και για τη χώρα και γι’ αυτούς εν τέλει, αλλά και για το ευρύτερο αντιμνημονιακό κίνημα. Όμως προτίμησαν να αναδειχθούν στην εσχάτη πολιτική έκφραση της μεταπολίτευσης. Αυτή η εξέλιξη είναι αρνητική, διότι επαναφέρει τους μνημονιακούς στο προσκήνιο, ως τη μόνη «φωνή της λογικής» και ταυτόχρονα θέτει πάνω στους μικρούς μας ώμους πολύ μεγάλα καθήκοντα, να καλύψουμε δηλαδή το τεράστιο πολιτικό κενό που θα αφήσει η αναπόφευκτη άμπωτις των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει, προφανώς, με ταχύτητα.
Εξάλλου, αυτή η τυχοδιωκτική καταστροφή του αντιμνημονιακού κινήματος μας υποχρέωσε και μας υποχρεώνει εδώ και δύο μήνες σε μια συνολική και σαρωτική κριτική των πεπραγμένων της νέας κυβέρνησης και όχι σε μία στάση κριτικής υποστήριξης ή ήπιας κριτικής. Μπροστά στον κίνδυνο της καταστροφής, έπρεπε να υπάρξει και μια φωνή καταγγελίας προερχόμενη από τον αντιμνημονιακό χώρο και να μην αφήσουμε τον Άδωνι και τον Θεοδωράκη να καλύψουν εκείνοι όλο το πεδίο.
Έτσι η οικοδόμηση μιας καινούργιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης δεν περνάει από έναν μαζικό σταδιακό μετασχηματισμό του αντιμνημονιακού χώρου, όπως θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η πραξικοπηματική κίνηση του Δεκεμβρίου 2014 – Ιανουαρίου 2015, αλλά μέσα από τον ταχύ και άμεσο πολιτικό μετασχηματισμό της άποψής μας σε πολιτικό πόλο. Διότι, μέσα από την αντιπαράθεση με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγηθήκαμε, υποχρεωτικά, σε αντιπαράθεση και με τις πτέρυγες με τις οποίες είχαμε μια επικοινωνία στο παρελθόν, εξαιτίας των σχετικά πατριωτικών θέσεων τους π.χ. με τον Λαφαζάνη, με τον Ρινάλντι και την ΚΟΕ, με τους ΑΝΕΛ, τον Ζουράρι κ.λπ. Όμως, δυστυχώς, οι ιδεοληψίες και η δίψα για εξουσία αποδείχτηκαν ισχυρότερες από τις πατριωτικές τους παραμέτρους, τις οποίες και ενταφίασαν.
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, μια τέτοια εξέλιξη μας θέτει, σχετικά άμεσα, μεγάλα καθήκοντα, στα οποία θα πρέπει να ανταποκριθούμε και στα οποία θα πρέπει να απαντήσουμε με επίταση της δραστηριότητάς μας και οργανωτικές και άλλες πρωτοβουλίες, τις οποίες και θα εξαγγείλουμε την επόμενη περίοδο.