του Κ. Ανετάκη, από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016
Η προηγούμενη χρονια, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ίσως η πιο περιεκτική, από πλευράς σημαντικών πολιτικών εξελίξεων, σ’ όλη τη διάρκεια της Τρίτης Ελλαδικής Δημοκρατίας, την οποία ακόμα μέχρι σήμερα εξακολουθούμε να ονομάζουμε Μεταπολίτευση.
Κεντρικό ρόλο σε τούτη την τρίλια του διαβόλου, στους μαρτυρικούς μήνες ανάτασης και καταβαράθρωσης που βιώσαμε, έμελλε να παίξει η Αριστερά, όχι μόνο ως συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, αλλά γενικότερα ως πολιτικός όρος. Πρώτη φορά Αριστερά, αριστερή παρένθεση, Αριστερά γνήσια και μεταλλαγμένη, αριστερή κυβέρνηση, αριστερά μέτρα, μέχρι και αριστερό μνημόνιο, έφτασαν ν’ αποτελούν ψωμοτύρι σε κάθε συζήτηση, προφορική ή διαδικτυακή.
Μέσα από τούτη την κατάχρηση του όρου, ήρθε στην επιφάνεια ένα στοιχείο που στο προηγούμενο διάστημα είχε περάσει εν πολλοίς απαρατήρητο: κανένας δεν γνωρίζει συγκεκριμένα και με ακρίβεια τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο πολιτικός όρος ή αφορισμός, αφού, ανάλογα με το συγκείμενο, λαμβάνει κάθε φορά διαφορετική σημασία.
Δεν πρόκειται ουσιαστικά για πολιτικό ορισμό, ούτε σηματοδοτεί κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία –Κομμουνισμός; Σοσιαλισμός; Σοσιαλδημοκρατία; Ευρωλαγνεία με ανθρωπιστικό πρόσωπο; Συμπονετικός Νεοφιλελευθερισμός; Μαρξισμός; Κεϋνσιανισμός; Στην πραγματικότητα είναι ένα μόρφωμα του φαντασιακού, με ιδιαίτερα συγκεχυμένα χαρακτηριστικά και ουδεμία εννοιολογική σαφήνεια, παρότι η αυτοαναφορικότητά του αξιώνει διαρκώς το προνόμιο της ιδεολογικής καθαρότητας, το γλαφυρά λεγόμενο «αριστερόμετρο».
Μεσ’ την απλοϊκότητα που πάντοτε χαρακτηρίζει το φτιαχτό, το στημένο και το ψευδεπίγραφο, η συστημική προπαγάνδα των τελευταίων δεκαετιών ενέδυσε την Αριστερά μ’ έναν ηθικολογικό μανδύα, καθιστώντας τον όρο συνώνυμο με το καλό καγαθό, με το ενάρετο (συνηθέστερα το αυτοενάρετο), με το φιλολαϊκό, το έντιμο και το ακέραιο.
Στο συλλογικό υποσυνείδητο η Αριστερά εντυπώθηκε ως μια καλοσυνάτη μητρική φιγούρα, τρυφερόκαρδη και σπλαχνικιά, που περισσότερο θύμιζε απεικονίσεις χριστιανικών περιοδικών της δεκαετίας του ’70, παρά ένα στιβαρό πλαίσιο πολιτικών αρχών, καίρια προσανατολισμένων στην επαναστατική εξέλιξη της ανθρωπότητας, παραπέρα απ’ τη βαρβαρότητα του αδηφάγου κεφαλαίου. Η καλή γιαγιά που ψιχαλίζει, στις καρδιές των καταπιεζόμενων μαζών, κομμάτια παραμύθια.
Έτσι εξηγείται και το κοινωνικό ψυχόδραμα, του οποίου γίναμε μάρτυρες, το περασμένο καλοκαίρι. Η μνημονιακή στροφή της κυβερνώσας Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετωπίστηκε από μεγάλο μέρος της κοινωνίας με πολιτικούς, αλλά με συναισθηματικούς, λαογραφικούς, θα ’λεγε κανείς, όρους. Το καλό παιδί, με τις αγνές προθέσεις, το βασανισμένο, με τον έρπητα στα χείλη, που άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία, προ του κινδύνου της επιστροφής του δεξιού ή ακροδεξιού μπαμπούλα στο πολιτικό προσκήνιο.
Ο κυβερνητισμός, οι τακτικισμοί, τα μύρια ψεύδη που παρουσιάστηκαν ως βαρύγδουπες αλήθειες, η καμαρίλα, η διαρκής πορεία απέκδυσης των υποτιθέμενων ιδεολογικών αρχών της Αριστεράς, οι συστηματικές υποχωρήσεις από τις προεκλογικές και μετεκλογικές διακηρύξεις, οι εξόφθαλμες παραχωρήσεις στο νοσηρό σύστημα της διαπλοκής και στους υπαίτιους της παρακμής, δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές από μεγάλη μερίδα του απελπισμένου πλήθους, ενώ εντούτοις συνέχισε να της αποδίδεται το ηθικό πλεονέκτημα, θαρρείς από τη δύναμη της αδράνειας.
Βέβαια, η μετεκλογική πτώση των προσωπίδων, όπου πλέον η τυχοδιωκτική φράξια Τσίπρα ένιωσε πανίσχυρη στην εσωτερική πολιτική σκηνή και δεν είχε λόγο να τηρήσει καν τα προσχήματα –ούτε και της επέτρεπαν κάτι τέτοιο οι ευρωκράτορες οδηγητές της–, εξανεμίζει ήδη με γοργούς ρυθμούς το ηθικό, πολιτικό και φαντασιακό κεφάλαιο της Αριστεράς.
Όμως και πάλι, ένα ευρύ τμήμα της λαϊκής συνείδησης ένιωσε υπέρτατη απογοήτευση κι αντί ν’ αντιδράσει όπως θα μπορούσε και θα όφειλε, προτίμησε την απόσυρση από τα κοινά.
Στο βάθος τούτης της συμπεριφοράς κείται και πάλι η ίδια φαντασιακή υπόσταση της Αριστεράς: «Αφού δεν μπόρεσαν κι αυτοί ακόμα, οι ψυχοπονιάρηδες κι έντιμοι, να τα βάλουν με τα θηρία της ΕΕ, τότε κανείς δεν μπορεί. Δεν γίνεται τίποτα». Το μέγα Κράκεν των δογμάτων του σοκ είναι πολυπλόκαμο και δουλεύει με άφραστους τρόπους.
Η επιτηδευμένη φόρτωση της Αριστεράς με κάθε λογής χρηστότητα, η μονοπώληση από μέρους της κάθε ελπίδας για αξιοπρέπεια και η επακόλουθη θεατρική συντριβή, όπως κι η χλευαστική του υποταγή στη νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ, δεν μπορεί παρά ν’ αποτελεί άλλο ένα από τα πλοκάμια αυτά.
Πολύ περισσότερο, η Αριστερά δεν καταγράφεται ως ένας ηττημένος Βερκιγγετόριγας, που σύρθηκε δέσμιος σε ρωμαϊκό θρίαμβο, αλλά ως συνεργός του Καίσαρα και κυνικός αρμοστής του θελήματός του.
Η αποκαθήλωση της καλοκάγαθης έως γραφικής εικόνας και του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, το γκρέμισμα έστω και των ελάχιστων προσδοκιών σωτηρίας, έχει αρχίσει με γοργούς ρυθμούς να μεταστρέφεται σε βαθύτατη απέχθεια, που ξεπερνάει τα όρια της συνείδησης κι εγκαθίσταται μοιραία στο θυμικό, όπως συμβαίνει όταν οι άνθρωποι νιώθουν προδομένοι.
Κάποιοι επένδυσαν την περαιτέρω πολιτική τους πορεία στην προσπάθεια να συνεχίσουν το ίδιο παιχνίδι, ονοματίζοντας τον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ δεξιό (δηλαδή κακό, σύμφωνα με τη μανιχαϊστική αντίληψη της δοτής απλοϊκότητας), ενώ τους εαυτούς τους, γνήσιους εκφραστές της ίδιας φαντασιακής αριστεροσύνης.
Όχι μονάχα ηττήθηκαν κατά κράτος στις πρόσφατες εκλογές, αλλά βρίσκονται τώρα σε αμηχανία να εξηγήσουν γιατί ο κόσμος δεν εννοεί να στραφεί προς τ’ αριστερά, ενώ διαλύονται με ραγδαίους ρυθμούς οι όποιες ψευδαισθήσεις. Δεν κατανοούν προφανώς ότι αποτελούν κι αυτοί μέρος των ίδιων ψευδαισθήσεων, που ακόμα προσπαθούνε να πουλήσουν, σα ληγμένα γενόσημα παυσίπονα. Η αριστερή κι η αντιμνημονιακή ρητορική είναι πλέον καταδικασμένες σε αποτυχία κι απαξίωση.
Το ίδιο κακόφημη και για τους ίδιους λόγους έχει καταστεί η Αριστερά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κι αυτό έχει συμβάλει στη σταδιακή μετατροπή της ΕΕ σε Ευρωκρατορία, ένα ολοκληρωτικό υπερκράτος μόνιμης έκτακτης ανάγκης. «Ο Πόλεμος είναι Ειρήνη», όπως το ’θελε ο Όργουελ.
Ενώ εμείς ομφαλοσκοπούμε, ακόμα προσκολλημένοι στη διατυμπάνιση της γνήσιας Αριστεράς, θαρρείς τελάληδες λαϊκής αγοράς, το νοσηρό ελλαδικό πολιτικό σύστημα κι οι Ευρωπαίοι προαγωγοί του έχουν ήδη έτοιμο το επόμενο βήμα.
Το παρακρατικό τους φασιστικό τσιράκι θα καπηλευθτεί με κάθε μέσο το πατριωτικό συναίσθημα των Ελλήνων –εξευτελίζοντάς το, όπως αντίστοιχα η Αριστερά τις φιλολαϊκές της ρητορείες. Τότε πια θα καταστεί αδύνατη κάθε απόπειρα απελευθέρωσης της χώρας από τα αποικιοκρατικά δεσμά κι από τη διαπλεκόμενη παθογένεια, που απομυζά κάθε ικμάδα πλούτου αυτής της χώρας, μέχρι την τελική διάλυση.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και με δεδομένο ότι το μικροαστικό εθνομηδενιστικό κομμάτι κυριαρχεί ιδεολογικά στον χώρο που σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως Αριστερά, δεν θα μπορούσε κανείς να βρει ουσιαστικούς λόγους για να συνεχίσει το κίνημα της Αντίστασης να εκλιπαρεί για λίγο χώρο να σταθεί, μέσα στην αφιλόξενη αγκαλιά της.
Έχει πλέον καταστεί σαφές, στους περισσότερους από εμάς, ότι εθνική απελευθέρωση δεν γίνεται χωρίς εθνική ενότητα και τούτη η επίκληση είναι από μόνη της αρκετή, ώστε η μικροαστική Αριστερά να μας χαρακτηρίσει, ανεπιφύλακτα, ως φασίστες.
Ποιος είναι το λοιπόν ο λόγος να σφαζόμαστε στην ποδιά της άλλοτε ωραίας κόρης, προσπαθώντας ν’ αποδείξουμε ποιος είναι προδότης, ποιος φασίστας και ποιος αριστερός; Κάτι τέτοιο μόνο σε αποπροσανατολισμό θα οδηγούσε και όχι απλώς δεν θα άθροιζε δυνάμεις, αλλά θα αποτελούσε έναν σημαντικό λόγο που δικαιολογημένα ο λαός θα μας γυρνούσε οριστικά την πλάτη. Δεν έχουμε καμιά δουλειά να συναγελαζόμαστε με τον αριστερό βραχίονα της παγκοσμιοποίησης κι η διάκριση σε «γνήσια» και «κάλπικη» Αριστερά δεν πρόκειται να λειτουργήσει, όχι τουλάχιστον υπέρ μας.
Βεβαίως, ούτε ο ορισμός της λεγόμενης Δεξιάς μας καλύπτει, καθώς από τη δική του μεριά είναι εξίσου θολός κι απροσδιόριστος, προϊόν του ίδιου νοσηρού συστήματος το οποίο εξυπηρετεί. Αιτούμαστε την πλήρη υπέρβαση του διχαστικού κι αποπροσανατολιστικού σχήματος Αριστεράς-Δεξιάς και τη συσπείρωση όλων μας γύρω από το πρόταγμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Εφόσον πράγματι ο στόχος μας είναι η εθνική απελευθέρωση, οφείλουμε να σχηματίσουμε μια επαναστατική πρωτοπορία, που να μη θυμίζει σε τίποτα, στα λόγια και στις πράξεις, το σαθρό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, που ο κόσμος έχει βαθύτατα απορρίψει.
Δεν υπάρχουν πια παρθενορραφές κι επιδιορθώσεις του σάπιου πολιτικού κατεστημένου, ικανές ν’ αντιμετωπίσουν στοιχειωδώς το υπαρξιακό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει ο Ελληνισμός στο σύνολό του. Καλούμαστε να σκεφτούμε έξω απ’ το υπάρχον πλαίσιο, να εγκαταλείψουμε τις πεπατημένες οδούς διανόησης και συλλογικής δράσης και να καταρρίψουμε κάθε πρόσχημα κι ιδεολογική επιταγή των ολετήρων μας.
Πάνω απ’ όλα, είμαστε υποχρεωμένοι να παρουσιάσουμε στον ελληνικό λαό ένα αληθινό όραμα για την Ελλάδα του αύριο, όπως κι ένα πραγματιστικό σχέδιο για την πορεία προς το όραμα αυτό, ικανό να τον εμπνεύσει και να τον κάνει να εγκαταλείψει την παθητική στάση, να βγει στο προσκήνιο και να διεκδικήσει με αυτοπεποίθηση και πίστη αυτό που δικαιωματικά του ανήκει.