του Θέμου Στοφορόπουλου, από το Άρδην τ. 1, Μάρτιος 1996
Επαναληπτικοί
Ακρωτηριασμοί
Και η προχειρότερη σύγκριση των τριών πλέον προσφάτων “ελληνοτουρκικών κρίσεων”, που προκάλεσε και εκμεταλλεύτηκε η Άγκυρα (Μαρτίου 1981. Νοεμβρίου 1994, Ιανουαρίου 1996), δείχνει καθαρά ότι αυτές έχουν προσλάβει αποκρυσταλλούµενα, παγιούµενα χαρακτηριστικά. Πρώτον, την ένταξη των “κρίσεων” στα μακροπρόθεσμα και κατ’ ευκαιρίαν εφαρμοζόµενα τουρκικά σχέδια.
Δεύτερον, τα τουρκικά τελεσίγραφα προς την Ελλάδα.
Τρίτον, υπό την πίεση των απειλών αυτών, τις δήθεν διαµεσολαβήσεις της Δύσης (Αμερικανών-ΝΑΤΟ), δηλαδή, στην πραγµατικότητα, την επιβολή στην Ελλάδα όσων η Τουρκία εξαρχής επεδίωκε προβάλλοντας μαξιμαλιστικές απαιτήσεις. Επιβολή µε τη µορφή µιας, φαινομενικά µόνον, ισόρροπης και φαινομενικά µόνον πρόσκαιρης “διευθέτησης”, στηριζόµενης σε ετεροβαρείς δικές µας παραχωρήσεις και σε θεωρητική επιφύλαξη των δικαιωμάτων µας:
Το 1981, “προσωρινή” (µέχρι –είπαμε τότε- να επισκευασθεί κάποιο πλωτό µας γεωτρύπανο) ανανέωση της υπόσχεσης, που είχαµε δώσει το 1976, ότι δεν θα ερευνούµε ούτε θα εχμεταλλευόμαστε την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, αν και η Τουρχία απέχει από τέτοιες ενέργειες. Η υφαλοκρηπίδα όμως αυτή είναι σχεδόν ολόκληρη δική µας, σύμφώνα µε το Διεθνές Δίκαιο.
Το 1994, άλλη υπόσχεσή µας ότι “προσώρινά δεν θα ασκήσουµε το κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαίωμά µας να επεχτείνουµε τα χωρικά µας ύδατα στα δώδεκα μίλλια.
Τον περασμένο µήνα, “προσωρινή” εκ µέρους µας αναγνώριση ότι η Ίμια αποτελεί έδαφος αμφισβητούμενο και όχι έδαφος αναμφισβήτητα ελληνικό – και επανάληψη “προσωρινής” δέσμευσης για τα 12 ναυτικά μίλια.
Όμως η Ίμια είναι δική µας και δικό µας το δικαίωµα διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Πολλοί και επί πολλά χρόνια τονίζουµε την ανάγκη διατήρησης και βελτίωσης του συσχετισμού δυνάµεων Ελληνισμού-Τουρκίας. Μήπως ο Ελληνισμός έχει αποδυναµωθεί στρατιωτικά και μήπως αυτός είναι ο λόγος της ενδοτικότητάς µας; Τα ίδια, όµως, κάναμε όταν τα μεγέθη ήσαν ευνοϊκότερα.
Μήπως, όπως γράφτηκε, έχουµε “εκπολιτισθεί τόσο ώστε να αποκλείουµε τον πόλεμο; Η τυχόν όµως αδυναμία µας και η πάγια υποχωρητικότητά µας αυξάνουν τις πιθανότητες τόσο του πολέμου όσο και της ήττας όταν έχουµε ως αντιπάλους τους Τούρκους φασίστες που, μιλώντας για συμβιβασμό, εννοούν την πλήρη υποταγή µας. Πώς, εξάλλου, αντιλαμβανόμαστε τον πολιτισμό;
Όχι όπως ο Θουκυδίδης;
Λανθασμένες εκτιμήσεις για τη φύση του τουρκικού καθεστώτος, ευρωπαϊστικά ιδεολογήµατα και υπερτίµηση της (ασφαλώς υπαρκτής) σημασίας της ομογένειας στις ΗΠΑ ή του αγώνα των Κούρδων, µεγάλα οικονομικά και δημοσιογραφικά συμφέροντα, η απαιδευσία στην οποία έχουµε εγκαταλείψει διαβουκολούμενες μάζες, όλα αυτά έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση όσων σήµερα αντιμετωπίζουμε.
Φαίνεται δε να έχει δημιουργηθεί στην πατρίδα µας και µια διαδικασία νοσηρής, συλλογικής σαδο-μαζοχιστικής “απόλαυσης”, που επιδιώκεται και προκαλείται απὀ επαναληπτικούς ακρωτηριασμούς µας (ανάλογους εκείνων τους οποίους εξετάζει η ψυχολόγος Άννα Ποταμιάνου στο βιβλίο Processus de repetitionet offrands du Moi, 1995).