του Δ. Σαββόπουλου, από το Άρδην τ. 6 Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997
Κωμικού, ξυπόλυτου θιάσου
έργο τρομερό τα όρη του Καυκάσου
ίθρα ου θανάσιμη τσουλήθρα
ίθρα οα καταβόθρα, κολυμπήθρα
Σε πηγή θολή και μολυσμένη
την κρυφή μου αγάπη έχω βαφτισμένη
ερε οα σ’ όλα υπερέχω
όλα τα ζητώ και τίποτα δεν έχω
Δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο,
δεν έχω υλικό, δεν έχω ήχο. ( χ2 )
Τον Αη Γιάννη άκουσα να ψάλλει
ζώο φτερωτό μού γδέρνει το κεφάλι
ουντ ια συντρίμμια το σαντούρι
έβγα να σε δω δειλέ κι ασχημομούρη(Θεέ μου ασχημομούρη)
Μαλλιαροί τοξότες της Σκυθίας
με κοιτάζουν μέσα από εικόνες Παναγίας
αρ ιο χρυσόμαλλο κριάρι
βάφτισε κι εμένα στη θάλασσα τη μαύρη
Δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο,
δεν έχω υλικό, δεν έχω ήχο. ( χ2 )
Μυθικό πουλί με δυο κεφάλια
στου Παλαιολόγου τα κόκκινα σανδάλια
αρ ιο του Προμηθέα χνάρι
πέτρινο εργαλείο και αλφαβητάρι.
Δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο,
δεν έχω υλικό, δεν έχω ήχο. ( χ2 )
Τί γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους βάλτους
Ακρίτες ξαγρυπνούν στα σύνορα του κράτους
αου γοα κάνε το σταυρό σου
και σαν φαρμακερό κοντάρι απογειώσου.
Αργοναύτη μέσα στα σκοτάδια
με όπλα ηλεκτρικά και ιπτάμενα καράβια
αου βυ προς τ’ άστρα της αβύσσου
προς τους ουρανούς φωταγωγήσου.
Δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο,
δεν έχω υλικό, δεν έχω ήχο. ( χ2 )
Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα,
φέρνουνε μηνύματα για μιαν αγάπη που ‘χα
και στις φλέβες μου βαθειά, μαύρη θάλασσα σαν αίμα
λέει λόγια πικραμένα.
Κανένα πλάσμα του Θεού δε ζει σε τέτοιο βάθος,
όπου σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος,
μαύρη Θάλασσα κλειστή και ψυχή μου χαρισμένη
σ’ όποιον πιο πολύ σε θέλει.
Να πούμε λόγια άγρια, παράξενα κι ατόφια,
σάβανα και χώματα στη μούρη της τη τζούφια,
η φωνή της η σκληρή, λιώνει σαν μεγάλο σώμα
μέσα στο δικό μου στόμα.
Φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης,
μα φταίει κι ο ίδιος του ο λαός γιατί είναι μαραζιάρης,
μαύρη θάλασσα κλειστή, μακρινές μου πεδιάδες,
πίσω από τις συμπληγάδες.
Στα μάγια και στα όνειρα, καμπάνα και καντήλα,
Πόλη, Βάρνα, Οδησσός, Κωστάντζα και Μπραΐλα
και σε χρόνο μυστικό, σαν ηφαίστειο του Αίμου,
λεγεώνες του πολέμου.